σύνδεση

...Κι αφήνω πίσω μου συντρίμμια Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός του στο Σύνταγμα, Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023, ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / Γιάννης Κολεσίδης

 

 

Αυτή τη φορά είναι ευτυχώς τα συντρίμμια του αυθαιρέτου τους, κι όχι της χώρας όπως το προσπάθησαν το 2015. Η εκλογική περίοδος πέρασε με αποφασιστικά θετικό ισοζύγιο για την κοινωνία μας. Δεν είναι μόνο τα εκλογικά αποτελέσματα που έριξαν για πάντα στον Καιάδα τις αποκρουστικές πολιτικές φιγούρες και συμπεριφορές που γεννήθηκαν κατά την «αγανακτισμένη» δεκαετία. Περισσότερο ηθικό βάρος έχει η στάση με την οποία ο κόσμος, ο λαός, οι νέοι ιδίως, έδιωξαν από μπροστά τους τον αλλόκοτο θίασο που περνούσε ουρλιάζοντας, αφρίζοντας, χειρονομώντας. Ήταν μια στάση σιωπηλής αξιοπρέπειας που εκτονώθηκε την βραδιά των εκλογών με τον κατεξοχήν δημοκρατικό τρόπο, με τον κεραυνό που ξεπήδησε μέσα από την κάλπη. Η κοινωνία μας αρνήθηκε να παρασυρθεί στην δερβίσικη περιδίνηση του εμφύλιου μίσους που έβαλαν τα δυνατά τους για να προκαλέσουν οι αριστοτέχνες της πολιτικής ανθρωποφαγίας που τόσο καιρό μασκαρεύονταν ως «ριζοσπάστες».

Πολλοί παρατήρησαν ορθώς ότι οι δίδυμες βουλευτικές του 2023 ήταν βουβές. Αρκετοί όμως, οι περισσότεροι μάλιστα από τους κατ’ επάγγελμα δημοσιολογούντες, το κατέκριναν αυτό ότι δήθεν μαρτυρούσε «απολιτικότητα» ή και «συντηρητισμό» ακόμα. Αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι παρά η ολοζώντανη ακόμα γέννα της ύαινας του λαϊκισμού που αλυχτάει γύρω από τα σπίτια μας και τα μυαλά μας μια γενιά τώρα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το πολιτικότερο και τίποτε πιο προοδευτικό από το να γυρνάει κανείς τις πλάτες στους πραματευτάδες με τα πολιτικά μαντζούνια, στα κομποσκοίνια μιας ψεύτικης «αριστερής» ιερωσύνης. Η κοινωνία μας μύρια έπαθε από τους τρύπιους θαυματοποιούς, αλλά από το πάθημά της έμαθε πολλά, και πρώτο αυτό: ότι δεν θέλει να τους δει πλέον στα μάτια της. Πρόκειται για γνήσια δημοκρατική ωρίμανση κι όχι για «δεξιά στροφή».

Δυστυχώς γι’ αυτούς οι αποδέκτες της καταδίκης δεν κατάλαβαν τίποτα από την τεκτονική μετατόπιση. Μετά τις 31 Μαΐου άρχισαν να ψάχνουν το νέο αντιμητσοτακικό παραμύθι, και το βρήκαν στην υστερία περί καθεστωτικής «παντοδυναμίας». Όταν οι ίδιοι μηχανεύονται τον έλεγχο των «αρμών», όπως τους είπαν, της εξουσίας, τουτέστιν την κατάργηση της διακρίσεως των εξουσιών και την πλήρη υποταγή της Δικαιοσύνης και του Τύπου στην κομματική εντολή (όπως το προσπάθησαν ήδη την «πρώτη φορά»), αυτό δεν ονομάζεται καθεστώς ή παντοδυναμία, αλλά θεόδοτη λύτρωση από την «κακή» Δυτική δημοκρατία. Μόνον όταν ο Μητσοτάκης παίρνει 41%, πολύ κάτω από τα 48άρια και τα 44άρια του παλιού ΠΑΣΟΚ, ξεπηδάει έξαφνα στο προσκήνιο ο δράκος της δήθεν ανεξέλεγκτης κυριαρχίας της πλειοψηφίας. Διότι βεβαίως η συμπεριφορά τους από το 2019 δεν έχει κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό περιεχόμενο. Παρά κινείται από μια και μοναδική ψυχαναγκαστική προσωποληψία, το μίσος για τον Μητσοτάκη. Ο ιδεασμός όμως αυτός δεν έχει τίποτε να πει για το παρόν και το μέλλον, και γι’ αυτό τον αντιπαρήλθαν οι πολίτες που ενδιαφέρονται μόνο για την ποιότητα και τις προοπτικές της ζωής τους. Που και τα δύο βελτιώθηκαν δραστικά από τότε που μας άδειασαν τη γωνιά οι συριζαίοι επίδοξοι μπουκαδόροι του Νομισματοκοπείου και οι εραστές της κάθε παραστρατημένης «Δημητρούλας» ή κάθε «παράλληλου ή/και τοπικού νομίσματος». Κι εδώ δεν αναφέρομαι σε μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά σε όλα ανεξαιρέτως μέλη του θιάσου. Ήταν όλοι τους συμμέτοχοι και συνένοχοι. Ο συνεργός τους Τζέιμς Κ. Γκάλμπρεϊθ στο βιβλίο του Καλώς όρισες στη μαρτυρική αρένα καταγράφει πολλά στοιχεία του οργανωμένου και συνειδητού (κατά παραδοχή και του Δραγασάκη) σχεδίου τους για τη μετάβαση στη «Νέα Δραχμή»: «Το μόνο πρόβλημα, που ουδέποτε επιλύσαμε πρακτικά, είναι να βρεθεί χαρτί που θα λειτουργήσει γρήγορα στα ΑΤΜ, που θα παραχαράσσεται δύσκολα και που θα γίνει εύκολα αποδεκτό ως χρήμα από τον πληθυσμό. Αλλά η λύση ήταν ολοφάνερη μπροστά μας όλο αυτό το διάστημα: σφραγισμένα χαρτονομίσματα ευρώ. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια σφραγιδομηχανή. Θα μπορούσε να γίνει και με το χέρι· η σφραγίδα δε χρειάζεται να είναι περίτεχνη[1]

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι αναμφίβολα πρωθυπουργοκεντρικό. Δεν κόπτονται όμως γι’ αυτό οι σημερινοί θορυβούντες. Για την παντοδυναμία του πρωθυπουργού δεν είναι υπαίτιος ο Μητσοτάκης, αλλά η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 από το ΠΑΣΟΚ, η οποία κατήργησε τις προνομίες του Προέδρου της Δημοκρατίας αχρηστεύοντας έτσι ένα σημαντικό αντίβαρο στις ενδεχόμενες υπερβασίες της εκτελεστικής εξουσίας. Σημειωθήτω ότι ο Κ. Καραμανλής δεν έκανε χρήση των προνομιών αυτών κατά την πρώτη θητεία του (1980-85). Η «προοδευτική» όμως μυθολογία βάφτιζε την έννοια του θεσμικού αντιβάρου αντιδημοκρατική εκτροπή. Κι έτσι η Αριστερά της εποχής, κυβερνητική και μη, πανηγύρισε ομαδόν την ανάδειξη του πρωθυπουργού σε απόλυτο κοινοβουλευτικό μονάρχη. Αλλά βέβαια τούτο θεωρείται επαινετό όταν η μοναρχία είναι σε «αριστερά» χέρια. Σήμερα δυσανασχετούν επειδή έχει δύσει το άστρο τους. Αν πρότειναν τουλάχιστον κάποιον συνταγματικό περιορισμό της απόλυτης δικαιοδοσίας του πρωθυπουργού, επικειμένης αναθεωρήσεως του συντάγματος και τώρα, θα είχε κάποιο θεσμικό πρόσχημα ο λόγος τους – και εγώ προσωπικά θα συζητούσα ευμενώς την πρόταση. Η σημερινή τους φωνασκία όμως δεν είναι κάτι τέτοιο, αλλά συνήθης σπασμός της αντιμητσοτακικής τους μονομανίας.

Από το βράδυ της δεύτερης συντριβής τους πέρασαν σε ανώτερο επίπεδο υστερίας. Αυτήν την φορά μάτωσαν ως τα τρίσβαθα για την άνοδο της Ακροδεξιάς. Για την οποία, βεβαίως βεβαίως, ευθύνεται ποιος άλλος από (ναι, καλά το καταλάβατε, αλλά βραβείο δεν παίρνετε) ...τον Μητσοτάκη. Η δήθεν πλημμυρίδα αυτή απειλεί την δημοκρατία και πάει λέγοντας. Και λέω δήθεν για τον απλό λόγο ότι, όταν κυβερνούσαν αυτοί, οι ακροδεξιές ψήφοι ήταν σχεδόν διπλάσιες απ’ ό,τι είναι σήμερα. Αλλά τότε δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Γιατί; Επειδή τότε ήταν στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ σε συμμαχία με ένα μεγάλο κομμάτι της Ακροδεξιάς. Το δε υπόλοιπο, ήτοι τη Χρυσή Αυγή, το κανάκευαν γιατί χρειάζονταν τις ψήφους τους στη Βουλή για όσα απεργάζονταν τότε (απλή αναλογική κτλ.), ενώ στο δημοψήφισμα κατέβηκαν για το ΟΧΙ αγκαλιασμένοι.

Εμπνεόμενος λοιπόν από την εμπειρία της «προοδευτικής» εκείνης πσνστρατιάς, έχω να προτείνω μιαν απλούστατη λύση για την εξάλειψη του σημερινού ακροδεξιού κινδύνου που τόσο βασανίζει τους μόνους δημοκράτες και φιλάνθρωπους της εποχής μας Συριζαίους. Προτείνω να συνέλθει πάραυτα η κεντρική επιτροπή του κόμματός τους και να αποφασίσει ότι ένα τμήμα, όποιο επιλέξουν, της πέραν της ΝΔ ακροδεξιάς δεν είναι ακροδεξιό αλλά κεντροδεξιό – όπως ακριβώς έκαναν και για τον Καμμένο. Έτσι, με ένα νόμο και ένα άρθρο, θα μειωθεί πάραυτα η δύναμη των «κακών». Το πρώτο βήμα το έχουν ήδη κάνει όταν ο αρχηγός τους πριν από τις πρώτες εκλογές προσκαλούσε τους ψηφοφόρους του Κασιδιάρη να τον τιμήσουν με την εμπιστοσύνη τους. Επιπροσθέτως θα έχουν έτσι ήδη δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την νέα προοδευτική συμμαχία του μέλλοντος, με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ελπίδες να κυβερνήσει ποτέ μόνος του, αφού, όπως το δήλωσε με επαναστατική ζέση ο σ. Γ. Τσίπρας, το κόμμα του προτίθεται να επαναφέρει την απλή αναλογική σε κατάλληλο χρόνο.

Αν ο Μητσοτάκης ήταν ακροδεξιός, γιατί άραγε ένας ακροδεξιός ψηφοφόρος να ψηφίσει άλλο κόμμα; Χρυσαυγίτικα στελέχη καλούσαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για να τιμωρήσουν την ΝΔ. Ο Μητσοτάκης κυριάρχησε στο κέντρο (το ένα τρίτο από την κυβέρνησή του έχει πασοκικές καταβολές) και με πολιτικές κοινωνικής στήριξης μάλιστα που είχαν σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα. Σήκωσε έτσι ένα φράχτη απέναντι στην Ακροδεξιά.

Πέρα απ’ αυτό, ο χρυσαυγιτισμός ως ιδεολογική τάση δεν εξαφανίστηκε μαγικά με την απαγόρευση της ΧΑ ως εγκληματικής οργανώσεως. Ήταν συνεπώς αναπόφευκτο ότι θα εκφραστεί με όποιο όνομα, εφόσον εξακολουθούμε να είμαστε μια φιλελεύθερη δημοκρατία. Δηλαδή τέτοια που δεν είναι νοητό να απαγορεύει το φρόνημα (πρακτικώς αδύνατον, ούτως ή άλλως), αλλά μόνο να τιμωρεί την παράνομη πράξη. Εκτός αν είμαστε διατεθειμένοι να ανοίξουμε στρατόπεδα συγκεντρώσεως για τους μη ορθοφρονούντες – τουτέστιν να πάψουμε να είμαστε δημοκρατία. Ας θυμηθούμε επίσης ότι η πρωτοβουλία που προσφάτως απενοχοποίησε την ακροδεξιά ψήφο ήταν ακριβώς η ανοιχτή αγκαλιά του Α. Τσίπρα προς τους κασιδιάρηδες. Μαζί βέβαια με την πέρα από κάθε πολιτική λογική υφέρπουσα εμμονή του κόμματός του για ανοιχτά σύνορα και την ενστικτώδη καταγγελία του ελληνικού Λιμενικού Σώματος ως υπαίτιου για το ναυάγιο στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Πύλου και της Ελλάδος γενικά ως «κράτους εγκληματία», σε πλήρη σύμπνοια με τους δουλέμπορους και την προπαγάνδα του Ερντογάν. Οι θέσεις αυτές απωθούν κάθε δημοκράτη και πατριώτη Έλληνα. Ταυτόχρονα όμως προσφέρουν και πρόσχημα στον κάθε ξενοφοβικό εθνικισμό για να επιτεθεί στην κοινοβουλευτική δημοκρατία συλλήβδην ως αντεθνική.

Ο φιλοπουτινισμός ομοίως ενδημεί στον ΣΥΡΙΖΑ (βεβαίως και σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού). Με την «ριζοσπαστική» νεολαία του κόμματος να παρουσιάζει στα πανηγύρια της γιγαντοθόνες με την μορφή του Πούτιν και το πανάθλιο σύνθημα «γ... Μητσοτάκη» γραμμένο στο κυριλλικό αλφάβητο. Δεν είναι λοιπόν η επίσκεψη του Άδωνι Γεωργιάδη στο Άγιον Όρος που τροφοδότησε την «Νίκη», γιατί τότε άλλο τόσο την τροφοδότησε παλιότερα και η κατά μόνας συνεύρεση του Α. Τσίπρα με την εικόνα Άξιον Εστί επίσης στο Όρος και η αποπομπή του Συριζαίου υπουργού Παιδείας κατ’ εντολήν της Εκκλησίας. Το μίσος, τέλος, για την Ευρώπη και τον πολιτισμό της, και γενικα ο αντιδυτικισμός, ενώνει ανέκαθεν τον αριστερό με τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Προπαγανδίζεται δε συνεχώς και επιμόνως για πολλά χρόνια από επιφανείς διανοουμένους σε υποτιθέμενες φιλελεύθερες εφημερίδες. Η προτροπή του Κόντογλου («να ξεβρωμίσει η Ελλάδα» από τα δυτικόφρονα σκουλήκια) που επικαλέσθηκε προσφάτως ο Δ. Νατσιός είναι ο δηλητηριώδης κάκτος που δεσπόζει στους αγριότοπους των «ελληνόψυχων» αριστερής και δεξιάς κοπής, από την εποχή των «Νεοορθοδόξων» της δεκαετίας του ’80, της «πατριωτικής τάσης» του ΠΑΣΟΚ (Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης, Νεάρχου, Ν. Σαρρής), του Άρδην, του «Δικτύου 21» κτλ. Δεν είναι παρά κακοήθης μετάλλαξη του Ανδρεϊκού «Η Ελλάδα στους Έλληνες».

Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί η πλάγια, αλλά σαφής, στήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τους αντιεμβολιαστές, με τον εξοργιστικό ισχυρισμό ότι «διώκονται για τις ιδέες τους». Καθώς και η συστηματική υπονόμευση των περιοριστικών μέτρων για την καταπολέμηση του κορωνοϊού. Οι εκλεκτικές συγγένειες της «αντισυστημικής» Αριστεράς με τον ψεκασμένο συρφετό ήταν πρόδηλες: οι «ριζοσπάστες» ψάρευαν σε όλα τα νερά, όσο μολυσμένα κι αν ήταν. Όλες τούτες οι υπόγειες τάσεις ήταν μοιραίο κάποτε να εκφρασθούν πολιτικά, και η απλή αναλογική πρόσφερε το ιδεώδες πεδίο για την εμφάνισή τους. Πολλά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες έχουν συμβάλει στο να ριζώσουν, και ίσως να διακλαδωθούν σε όλο το κοινωνικό υπέδαφος, τέτοιες αντιλήψεις. Δεν είναι με κανένα τρόπο δημιουργία «του Μητσοτάκη». Κι ούτε απειλεί η σημερινή τους έκφραση τη δημοκρατία, ὀπως άλλωστε δεν την απείλησε και η ΧΑ στην ακμή της επιθετικότητάς της.

Αυτό που αποστάζεται από τα παραπάνω δεν είναι τίποτα λιγότερο από την τελευτή του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα τούτο εξεμέτρησε το ζην, και παύει στο εξής να υφίσταται ως πολιτική οντότητα – εκτός φυσικά ως σφραγίδα και κρατική επιχορήγηση. Ανήκει σε ένα πεθαμένο παρελθόν, τις νοσηρότητες του οποίου εξέφρασε υποδειγματικά. Έμελλε όμως να αποβιώσει μαζί με εκείνη την εποχή, που είχε τις απαρχές της στον θρίαμβο του κουτσογιωργισμού και του αυριανισμού το 1981. Ο Α. Τσίπρας γνώριζε πολύ καλά τι έκανε μιμούμενος την φωνή, τις χειρονομίες, τα συνθήματα και τις σκηνοθεσίες του Α. Παπανδρέου. Γνώριζε ότι εκπροσωπούσε την εκτρωματική κορύφωση εκείνου του εθνολαϊκισμού, του οποίου το παρηκμασμένο πολιτικό προσωπικό είχε αφομοιώσει, μαζί με τις παραληρούσες μάζες που του είχαν απομείνει. Τα πλήθη και τα πάθη εκείνα όμως σκορπίστηκαν επιτέλους στους τέσσερις ανέμους. Η ληξιαρχική πράξη αυτού του θανάτου είναι η παραίτηση του Α. Τσίπρα από την ηγεσία του κόμματος, η οποία ανακοινώθηκε την στιγμή ακριβώς που άρχισα να γράφω αυτήν την παράγραφο. Και από την δηλητηριώδη ετούτη τέφρα κανένας νέος φοίνικας δεν είναι δυνατόν να ξεπηδήσει.

Η εκλογική διαπόμπευση του Α. Τσίπρα και η εξαναγκασμένη, από την πραγματικότητα που πάντα περιφρονούσε, παραίτησή του από την ηγεσία του κόμματός του είναι μια ευτυχής στιγμή για την πολιτική μας ζωή. Υπήρξε ολέθριος πολιτικός επειδή δεν έδειξε ποτέ να διαθέτει μέσα του ούτε ίχνος κοινής ανθρωπιάς που να ξεπερνάει τη συναισθηματική έξαψη και τους διχασμούς που γεννάει η κοινωνική πάλη, για δώσει μια ώθηση πρός τα εμπρός και πρός τα πάνω προς την συνολική κοινωνία. Η ρητορική του, ακόμα και ο τόνος της φωνής του, ήταν χρωματισμένη με ένα «εγώ μόνο ξέρω», «εγώ μόνο είμαι καλός», που ήταν φορτικό εξαρχής, αλλά στο τέλος έγινε απλώς ανιαρό. Έσταζε χολή κι απαξίωση για όποιον δεν υιοθετούσε τις τερατολογίες του. Έσπερνε παντού δηλητήριο. Το ψέμα κι η διαστρέβλωση ήταν η «μέθοδος μάχης» που προτιμούσε: ο ίδιος υπέγραψε την υπαγωγή της ΕΥΔΑΠ στην δικαιοδοσία του Υπερταμείου, αλλά κατηγορούσε τον Κ. Μητσοτάκη ότι σχεδίαζε την «ιδιωτικοποίηση του νερού» την ίδια στιγμή που ο τελευταίος ανακοίνωνε ακριβώς την επαναφορά των εταιρειών υδάτων σε δημόσιο έλεγχο. Μας έβγαλε δήθεν από τα μνημόνια, ενώ οι συνέπειες του δικού του αχρείαστου μνημονίου θα διαρκέσουν για εκατό χρόνια. Εργαλειοποιούσε προς εμφυλιοπεμική κατεύθυνση και το παραμικρό συμβάν. Υιοθετούσε αυτομάτως κάθε αίτημα, «κίνημα», διεκδίκηση οποιουδήποτε περιθωρίου. Δεν αισθανόταν καμιά ευθύνη προς το κοινωνικό σύνολο, παρά μόνο στο κόμμα του. Ήταν διατεθειμένος να σμπαραλιάσει το πολιτικό σύστημα (βλ. απλή αναλογική), με όλες τις διαλυτικές συνέπειες για την οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, μόνο και μόνο για να μην κυβερνήσει ο αντίπαλός του.

Δεν είναι προς έκπληξη συνεπώς ότι οι σύντροφοί του, όλων των τάσεων, σήμερα τον εξυμνούν και τον αγιάζουν. Με την αδίστακτη πολιτεία του, μεταφέροντας την βία των καταληψιών που κατέστρεψαν την παιδεία στην γενική πολιτική σκηνή, τους έκανε σημαίνοντα δημόσια πρόσωπα. Χωρίς αυτόν είναι ένα τίποτα. Αυτό όμως που εξοργίζει είναι η γενική κατήφεια που έχει πέσει στην δημοσιογραφία και στα κοινωνικά μέσα για την αποχώρησή του. Ακόμα και σχολιαστές που είχαν σταθεί κριτικά απέναντί του μας καλούν σήμερα να «εκτιμήσουμε την συνεισφορά του» με το σαθρό, και αναπόδεικτο, επιχείρημα ότι αν δεν ήταν ο Τσίπρας θα είχε υπάρξει κάποιος άλλος χειρότερος. Ξαφνικά θυμούνται ότι πρέπει να είμαστε σεβαστικοί και φιλόφρονες την στιγμή που κάποιος βρίσκεται στο τέλος του. Και κατακεραυνώνουν –ποιον λέτε πάλι;– ...τον Μητσοτάκη για την μετρημένη και πολιτικά ευπρεπή δήλωσή του για την παραίτηση Τσίπρα. Πού ήταν άραγε όλοι αυτοί όταν π.χ. ο Τσίπρας κατηγορούσε τον πρωθυπουργό ως αρχηγό κυκλώματος παιδεραστών στη Βουλή; Σεβαστικοί και φιλόφρονες οφείλουμε να είμαστε πάντα, κι όχι μόνο στο τέλος, προς τους σεβαστικούς και τους φιλόφρονες. Προς εκείνους που έκαναν επάγγελμα την διαβολή και την συκοφαντία δεν έχουμε καμία υποχρέωση. Ο Τσίπρας ήταν ο χείριστος των χειρότερων και η παραίτησή του (όσο και αν περιέχει προθέσεις ηγετικής επιστροφής) είναι μια καλή στιγμή για τη χώρα.

Με ή χωρίς τον Α. Τσίπρα (και επαναλαμβάνω ότι δεν γνωρίζουμε ακόμα εάν η αποχώρησή του θα είναι τελεσίδικη – τα «επαναστατικά» κόμματα είναι ειδήμονες στα διαλεκτικά άλματα που αλλάζουν αυθωρεί μια θέση στην άρνησή της) ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μετασχηματιστεί παρά μόνο οπισθοδρομώντας, να ξαναγίνει δηλαδή ό,τι αρχικά υπήρξε: μια αργόσχολη σύναξη θεωρητικολογούντων εν Κολωνακίω που περιμένουν κάποια νέα καταστροφή για να ξαναπηδήξουν δημαγωγικά στην εξουσία. Είναι το ποιόν των στελεχών του τέτοιο, αφού έμαθαν την πολιτική μέσα στην «κινηματική» προπέτεια που θεωρεί την νομιμότητα, αλλά και την στοιχειώδη ανθρώπινη ευγένεια, ταξική καταπίεση. Ίσως να κρύβονται και κάποιοι νουνεχείς στις τάξεις τους. Ποτέ όμως δεν έχουν πει ή πράξει το παραμικρό που να αποκλίνει από τις επιλογές της ηγεσίας τους.

Μεμφόμενη αυτούς που τον καταψήφισαν αρθρογράφος ρωτάει από τις στήλες του Βήματος «σε τι στόχο πλέον θα κατευθυνθεί το μίσος κατά του ΣΥΡΙΖΑ» τώρα που το κόμμα αυτό καταρρέει. Το ερώτημα βασίζεται σε μια απαράδεκτη διαστροφή. Ο έμπορος του μίσους στην πολιτική μας ζωή, και αυτός που το όξυνε ολοένα, ήταν ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ. Και η απέχθεια γι’ αυτόν οφειλόταν στα εμφυλιοπολεμικά λόγια και πράξεις του. Τώρα που εξαφανίζεται δεν έχει λόγο υπάρξεως ούτε η απέχθεια εκείνη, αίσθημα έτσι κι αλλιώς σκοτεινό και αφόρητο στον νου και στην ψυχή κάθε κανονικού ανθρώπου. Γι’ αυτούς που επί πολλά χρόνια προπηλακίζονταν από τους κουτσαβάκηδες του «ριζοσπαστισμού» η ικανοποίηση –και δεν χρειάζονται άλλη– είναι να τους βλέπουν να καταπλακώνονται όπως η κάλπη εθέσπισε από τα ερείπια του παλατιού που έχτισαν με πολιτικά κλοπιμαία. Να τους ξεχάσουμε μόνο επιθυμούμε.

Και προσωπικά ελπίζω εκ βάθους να μην ξαναγράψω κείμενο όπως το παρόν.


 

 

[1] Βλ. https://tinyurl.com/46xjr78e