Στις αρχές του 20ού αιώνα, έπειτα από ένα ταξίδι στην Ελλάδα, ο γάλλος εθνικιστής στοχαστής Μωρίς Μπαρρές, έγραψε: «Δεν είδα ποτέ μου παρά μωρά τεσσάρω χρονώ, και χαϊδεμένα (bébé de quatre ans, et qu’on gâté), που να θαυμάζουν τον εαυτό τους με τόσην απλοϊκότητα και, πρέπει να πω, με τόσην ειλικρίνεια όσο τούτο το έθνος».
Τη φράση αυτή μού έφερε στον νου η Βράβευση του Ελληνικού Λαού (διά της Προέδρου της Δημοκρατίας) από τον Δήμαρχο Χάρη Δούκα με το «Βραβείο Δημοκρατίας» της Αθήνας για το 2024. Η απονομή πραγματοποιήθηκε, όπως αρμόζει στο κλέος των προγόνων μας, στην Στοά του Αττάλου.
Όπως ανέφερε ο κύριος Δούκας, η βράβευση σκοπό είχε «να τιμήσει τους αγώνες και τις θυσίες του ελληνικού λαού για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία». Παραλαμβάνοντας το βραβείο, η κυρία Σακελλαροπούλου επιβεβαίωσε ότι ήταν οι αγώνες του ελληνικού λαού «που οδήγησαν στο τέλος της δικτατορίας και τη Μεταπολίτευση».
Ας σημειωθεί ότι το βραβείο θεσπίστηκε το 2016, επί δημαρχίας Γιώργου Καμίνη, για να τιμώνται «άτομα ή οργανισμοί» που συνέβαλαν στην «προώθηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας». Σύμφωνα με τον Δήμο Αθηναίων, «ως φιλελεύθερη δημοκρατία νοείται ένα σύστημα ηθικών αξιών που γιορτάζει [sic] τις αρετές [sic] της ιδιότητας του πολίτη, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου».
Κριτική και, κυρίως, σκωπτικά σχόλια που γράφηκαν στο άκουσμα της βράβευσης προκάλεσαν την ακόλουθη αντίδραση του Δήμου: «Είναι πράγματι όχι μόνο λυπηρό, αλλά απαράδεκτο και ντροπιαστικό, να επιτίθενται ορισμένοι κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας και του Δημάρχου Αθηναίων, για μια εκδήλωση θεσμό που αφιερώνεται στους αγώνες του Ελληνικού λαού για τη Δημοκρατία» – πόσο μάλλον που, κατά την ίδια ανακοίνωση του Δήμου, τη βράβευση εισηγήθηκαν προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους.
Ας ξεκινήσουμε από την παρατήρηση ότι, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, ουδείς είναι υπεράνω κριτικής – ούτε η/ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ακολούθως, ας κοιτάξουμε τα δεδομένα, που αφορούν τη στάση του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών:
Πρώτον, οι σοβαρότερες απόπειρες ανατροπής των συνταγματαρχών ήταν το αποτυχημένο αντικίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου, τον Δεκέμβριο του 1967, και το θνησιγενές κίνημα του Ναυτικού, τον Μάιο του 1973. Οι οργανωτές των δύο αυτών ενεργειών είχαν πολύ επιλεκτική σχέση με τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Δεύτερον, μαζικές εκδηλώσεις αντίθεσης προς τη δικτατορία υπήρξαν σε τρεις περιπτώσεις: κατά τη διάρκεια της κηδείας του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη, τον Νοέμβριο του 1968 και τον Σεπτέμβριο του 1971, αντίστοιχα (μακράν οι μαζικότερες αυτές), και κατά την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973 (αφού είχε προηγηθεί χαλάρωση της καταπίεσης με το πείραμα Μαρκεζίνη). Οι εκδηλώσεις αυτές δεν είχαν συνέχεια.
Τρίτον, η οργανωμένη αντίσταση κατά της τυραννίας υπήρξε υπόθεση ολιγομελών ομάδων ή ατόμων, όπως ο Αλέκος Παναγούλης. Αν πέτυχαν κάτι, προτού εξαρθρωθούν/συλληφθούν, ήταν να φθείρουν την εικόνα «ησυχίας, τάξης και ασφάλειας» που διαφήμιζε το καθεστώς.
Τέταρτον, η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ανέχθηκε το καθεστώς – από φόβο, αίσθημα αδυναμίας και ανάγκη επιβίωσης. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου (εν πολλοίς από κεκτημένη ταχύτητα και μέχρι το 1973) οπωσδήποτε επέδρασε καταπραϋντικά. Οι συνηθισμένες πράξεις «αντίστασης» ήταν ανέκδοτα με αντικαθεστωτικές αιχμές, τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και η ακρόαση ξένων ραδιοφωνικών σταθμών.
Πέμπτον, πάντοτε υπήρχαν οπαδοί της «λύσης ενός λοχία» που θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Γνήσιες σφυγμομετρήσεις δεν υπήρξαν (τα δύο «δημοψηφίσματα» του Παπαδόπουλου δεν μετρούν), αλλά είναι βέβαιο ότι σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης δεν λυπήθηκε για την κατάλυση της προδικτατορικής δημοκρατίας.
Έκτον, όλα αυτά δεν αρκούσαν για να ρίξουν τη δικτατορία και να φέρουν τη (φιλελεύθερη) δημοκρατία. Το καθεστώς υπέστη φθορά από τις εσωτερικές του αντιθέσεις και αντινομίες, η δε τελευταία –και σκληρότερη– εκδοχή του δεν θα τερματιζόταν στις 23 Ιουλίου 1974 αν η ίδια δεν άνοιγε τον δρόμο στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Είθισται, για χάρη της εθνικής αυτοεικόνας, να ερμηνεύεται η Ιστορία κατά το δοκούν. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς προς τι η παρανάγνωση του παρελθόντος. Ως απάντηση στην άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, όπως διατείνεται η ανακοίνωση του Δήμου Αθηναίων; Χλωμό. Ως τονωτική ένεση στα δημοκρατικά αισθήματα του λαού μας; Πολύ συζητήσιμο. Ως ευκαιρία προβολής του κυρίου Δούκα ενόψει των εκλογών για την ανάδειξη προέδρου στο κόμμα του; Δεν θα ήθελα να το πιστέψω.
Πάντως, ως κορυφαία επιλογή του Δήμου, στα χώματα του οποίου γεννήθηκε η αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικής εποχής, η φετινή απονομή φλερτάρει επικίνδυνα με ένα φαινόμενο που συχνά υπονομεύει το φιλελεύθερο πρόσημο της σύγχρονης δημοκρατίας. Ανάγοντας τον «Λαό», χωρίς καμιά διαφοροποίηση, σε υποκείμενο της Ιστορίας, το οποίο (ανέκαθεν;) αγωνίζεται για τη δημοκρατία και άλλα ευγενή ιδανικά απέναντι σε μοχθηρές ελίτ (στρατιωτικές ή άλλες), η φετινή βράβευση αναδίδει έντονα άρωμα λαϊκισμού. Πιθανότατα, ο Δήμαρχος Δούκας και οι σύμβουλοί του έχουν διαφορετική άποψη. Σίγουρα, όμως, τους διέφυγε ο συμβολισμός του τόπου της βράβευσης. Η Στοά Αττάλου ανεγέρθηκε με δαπάνες ενός μονάρχη, του βασιλιά της Περγάμου, λίγο προτού υποκύψει αυτός και η υπόλοιπη Ελλάδα στην ισχύ της Ρώμης, και δύο περίπου αιώνες μετά την παρακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας.