Στο κείμενο «Μία απάντηση ή κρίνοντας την κριτική» της μεταφράστριας Αριστέας Κομνηνέλλη απαντά η Μαρία Παπαδήμα:
Πρόθεσή μου δεν ήταν να δημιουργήσω ένα «επικριτικό κύμα που θα έπνιγε την έκδοση καθώς κι εκείνους που θα ήθελαν να μιλήσουν θετικά γι’ αυτήν» –ποιος έχει άλλωστε τέτοια εξουσία;– αλλά να μιλήσω για το φαινόμενο της αναμετάφρασης κλασικών έργων, την αδιαφανή συνήθως στάση των εκδοτών και την αδιαφορία της κριτικής που παρουσιάζει κατά κανόνα τον συγγραφέα και το έργο ενώ θα έπρεπε να μιλάει κυρίως για τη νέα μετάφραση. Σ’ αυτό άλλωστε επικεντρώνεται τόσο η πρώτη όσο και η τελευταία παράγραφος του άρθρου μου. Αφορμή ήταν η πέμπτη μετάφραση της Αισθηματικής αγωγής.
Πρόθεσή μου ασφαλώς δεν ήταν ούτε είναι να ρυθμίσω την εκδοτική αγορά και το πότε αναμεταφράζει, αλλά να φωτίσω τους λόγους της ελληνικής εκδοτικής βιομηχανίας της αναμετάφρασης. Με τον δόκιμο θεωρητικά όρο «μεταφραστικό σχέδιο», το οποίο απουσιάζει εδώ, αναφέρομαι στη χάραξη σαφούς στρατηγικής από τον εκδότη και/ή τον μεταφραστή που νομίζω ότι πρέπει να συνοδεύει μια νέα έκδοση ενός κλασικού έργου. Διαφορετικά πρόκειται για ένα προϊόν με το ίδιο όνομα, με ανεξήγητες για τον αναγνώστη διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα. Ως παράδειγμα αναφέρω τις τοποθετήσεις μεταφραστών και εκδοτών στις τρεις τελευταίες γαλλικές αναμεταφράσεις του Δον Κιχώτη, αλλά και στα καθ’ ημάς την εκτενέστατη τοποθέτηση της μεταφράστριας Μελίνας Παναγιωτίδου στην πιο πρόσφατη αναμετάφραση του Δον Κιχώτη στα ελληνικά, καθώς και τις τοποθετήσεις του Γιάννη Χάρη και της Αθηνάς Δημητριάδου σχετικά με την αναμετάφραση του Κούντερα ή του Σάλιντζερ, αντίστοιχα. Η δήλωση του μεταφραστικού σχεδίου ευαισθητοποιεί τον αναγνώστη ως προς τον ουσιώδη ρόλο της μετάφρασης και αναδεικνύει το έργο του ίδιου του μεταφραστή.
Το περικείμενο μιας μετάφρασης, είτε είναι μικρό είτε μεγάλο, έχει στόχο να συστήσει το έργο στο αναγνωστικό του κοινό, ειδικά αν πρόκειται για το πρώτο κείμενο που αντικρίζει αυτός που ανοίγει το βιβλίο. Το σημείωμα του «εκδοτικού τμήματος του Μεταιχμίου», όπως αναφέρεται στην απάντηση, το οποίο προτάσσεται στο βιβλίο, βρίθει από ανακρίβειες και ακατανόητες αναφορές σε «μπουρζουά» και «κρατική καταδίκη», που αν μη τι άλλο παραπλανούν τον αναγνώστη. Τις συμμερίζεται η μεταφράστρια; Δεν είναι ξένο σώμα, σχετίζονται άμεσα με τη δουλειά της. Όσο για το επίμετρο, δεν καταλαβαίνω ειλικρινά τη διατύπωση: «είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της προχειρότητας των συνοδευτικών κειμένων». Σχολίασα ξεχωριστά το επίμετρο, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα «κατατοπιστικό» και «τεκμηριωμένο» κείμενο.
Ας περάσουμε όμως στην ίδια τη μετάφραση κι ας εστιάσουμε κατευθείαν στο επίμαχο απόσπασμα. Είναι γνωστό ότι ο Φλωμπέρ, όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι συγγραφείς, παραβιάζει κάποιες φορές γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, διεκδικώντας έναν αποκλειστικά δικό του τρόπο έκφρασης, όπως στο συγκεκριμένο απόσπασμα όπου ο παρατατικός, η δυνητική ή υποθετική έγκλιση (conditionnel) και η απουσία συγκεκριμένου ομιλητή, χαρακτηριστικά του ελεύθερου πλάγιου λόγου, δεν συνάδουν με τη χρήση των εισαγωγικών, η οποία παραπέμπει σε ευθύ. Οι μελετητές μπορεί να δηλώνουν την αμηχανία τους και να επιχειρούν ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ο μεταφραστής όμως καλείται να πάρει θέση μέσα από τη μετάφρασή του, με αποκλειστική πυξίδα την όποια κανονικότητα ή παραδοξότητα του κειμένου. Η απόδοση με τη βεβαιότητα της οριστικής έγκλισης και του τετελεσμένου γεγονότος «κι ας έκλεισε τα εφτά πριν από λίγο καιρό:», όταν στο πρωτότυπο διατυπώνεται σαφώς μια προβολή στο μέλλον: «θα έκλεινε σε λίγο τα επτά», η προσθήκη άνω κάτω τελείας που δεν υπάρχει στο πρωτότυπο και η οποία συνδέει έτσι αυθαίρετα δύο προτάσεις που ήταν ασύνδετες, επιχειρώντας μια επεξήγηση, καθώς και η χρήση οριστικής μέλλοντος και του «κανονικά» σε αντικατάσταση της εκφοράς μιας απειλητικής, έστω και σε ψευδοαυστηρούς τόνους, υπόθεσης καταργούν την ιδιομορφία αλλά και το γράμμα του πρωτοτύπου. Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί κάποιος δεν θα έλεγε, όπως ισχυρίζεται η μεταφράστρια, σε ένα παιδί το 1860, ότι «η μητέρα του θα έπαυε να το αγαπάει / δεν θα το αγαπούσε πια» αν δεν ήταν φρόνιμο.
Πρόθεσή μου επίσης δεν ήταν να συντάξω κατάλογο λαθών∙ αλλά η αποτίμηση μιας μετάφρασης είναι πρώτα απ’ όλα γλωσσική υπόθεση με αντιπαραβολή ή όχι του πρωτοτύπου, στο οποίο και ανέτρεξα όταν έχανα το νήμα ή όταν βρισκόμουν μπροστά σε δύσκαμπτα ελληνικά. Παρέθεσα ένα ελάχιστο δείγμα από παρανοήσεις, ασυνταξίες, ανακρίβειες, ακατανόητες εικόνες, απουσία ρυθμού ή αδόκιμα ελληνικά που παραμορφώνουν το ύφος και εμποδίζουν την απρόσκοπτη ανάγνωση του κειμένου. Η μεταφράστρια δεν απαντάει σε κανένα από τα παραδείγματα που ωστόσο «βρήκαν χώρο στο κείμενό μου», παρά μόνο στην ένστασή μου για τη χρήση του όρου ρεπουμπλικάνος, η οποία δεν αποτελεί τη μόνη ελληνική μετάφραση του όρου «républicain»∙ το συνώνυμό του δημοκράτης ή δημοκρατικός απαντά πολύ πιο συχνά στη σχετική ελληνική βιβλιογραφία (αυτόν τον όρο χρησιμοποιούν εξάλλου και οι άλλοι μεταφραστές, και πάντως ο Π. Μουλλάς) και επιπλέον έχει το πλεονέκτημα να μην προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη, με την πολύ συγκεκριμένη σήμερα χρήση του όρου «ρεπουμπλικανός» (π.χ. στην αμερικανική πολιτική) . Εξάλλου δεν αναφέρω πουθενά στο κείμενό μου το ζεύγος (καλοί) δημοκρατικοί - (κακοί) φιλομοναρχικοί.
Όσο για τον «υλικό πολιτισμό» που αναφέρει η μεταφράστρια, τα «chaussons» δεν είναι σοσόνια, δηλαδή καλτσάκια, το «stuc luisant» δεν είναι «γυαλιστερή γύψινη επίστρωση», ούτε τα «candélabres» είναι εν προκειμένω κηροπήγια. Άλλωστε η εικόνα που ακολουθεί είναι απολύτως ακατάληπτη: «Δυο μεγάλα μπρούτζινα κηροπήγια είχαν τους πορσελάνινους γλόμπους τους κρεμασμένους από λεπτές αλυσίδες». Τι βλέπει, τι κατανοεί ο αναγνώστης; Αν αντικαταστήσει τα κηροπήγια με φανοστάτες, ο «υλικός πολιτισμός» θα λάμψει.
Κι επειδή υπάρχει ο υπαινιγμός ότι δεν έκρινα το βιβλίο σε όλη του την έκταση, κλείνω προσθέτοντας στην ατυχή αν μη τι άλλο διατύπωση που έχω ήδη αναφέρει: «Η πρωτόφαντη χαρά μιας εκδρομής μέσα στο νερό βοηθούσε τα συναισθήματα να βγουν προς τα έξω.» (σ. 25) μια εξίσου ατυχή, 400 σελίδες πιο κάτω: «Κρατούσε ένα μακρύ στρατιωτικό τουφέκι κι έτρεχε στη μύτη της παντόφλας, με ύφος υπνοβάτη και σβέλτος σαν τίγρης.» (σ. 415). Προς τι ο συρμός των αναμεταφράσεων, αν δεν είναι επ’ ωφελεία του έργου και των αναγνωστών του;