Απαιτούμε:
– Ανατροπή του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη
– Καμία δίωξη στους/στις 31 συλληφθέντες/είσες της 22/2
– Παραίτηση του πρύτανη του ΑΠΘ Παπαϊωάννου
– Το άνοιγμα των σχολών με τήρηση των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων και με μέριμνα της υγείας των φοιτητών και εργαζομένων
– Διακοπή των εκπαιδευτικών διαδικασιών από τους καθηγητές μέχρι να ξεκινήσουν μαθήματα δια ζώσης
– Άμεση ικανοποίηση του αιτήματος του απεργού πείνας και δίψας Δ. Κουφοντίνα
Ανακοίνωση της Κατειλημμένης Πρυτανείας, 25.2.2021
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει περί τους 60.000 φοιτητές, αν αφαιρεθούν οι ανενεργοί ή αιώνιοι. Τη Δευτέρα 22.2.2021, λιγότεροι από 30 φοιτητές κι άλλοι τόσοι χωρίς σχέση με το πανεπιστήμιο εισέβαλαν στο κτίριο της πρυτανείας και το κατέλαβαν, «απαιτώντας» όσα παρουσιάζει η προμετωπίδα. Παραμέρισαν (όχι πολύ ευγενικά, υποθέτω) δυο-τρεις φύλακες, έσπασαν την πόρτα που οδηγεί στον όροφο της συγκλήτου και διέκοψαν τις εργασίες της.
Δεν ξέρω με ποιες ακριβώς διαδικασίες κλήθηκαν τα ΜΑΤ κι εξεδίωξαν τους καταληψίες (εμφανώς λιγότερο ευγενικά απ’ όσο εκείνοι τους φύλακες, μα έτσι είναι η ευγένεια – αν αρχίσει να μειώνεται πιάνει πάτο). Η κίνηση προκάλεσε φρενήρεις αντιδράσεις από «προοδευτικούς» διδάσκοντες (οπαδούς του Σύριζα, του ΚΚΕ ή δυνάμεων της άκρας Αριστεράς). Καταγγελίες του πρύτανη κι απαίτηση παραίτησής του, με διαδήλωση τη μεθεπομένη κι ενθάρρυνση νέας (συνεχιζόμενης) κατάληψης. Σίγουρα δεν είναι ειδυλλιακή η εικόνα των ΜΑΤ στο προαύλιο της Πρυτανείας, να συγκρούονται με νεαρούς ή όχι τόσο νεαρούς, καθώς αγωνιστές ή αγωνίστριες από το διδακτικό προσωπικό έσπευσαν να συμπαρασταθούν «στα παιδιά».
Τι γίνεται όμως όταν κάποιοι εισβάλλουν στην Πρυτανεία, «παραμερίζουν» φύλακες, προπηλακίζουν καθηγητές κι απαιτούν επιβολή των απόψεών τους; Πότε ακριβώς δικαιούται ο πρύτανης ή ο αντιπρύτανης να καλέσουν την αστυνομία; Πού υπάρχει ένα όριο; Όταν οι εισβολείς θα πετούν τον πρύτανη από το παράθυρο; Κι αν δεν κληθεί η αστυνομία, τότε ποιος; Η πυροσβεστική ή οι πρώτες βοήθειες;
Κατά τη γνώμη μου –γνώμη διδάσκοντος που επί χρόνια κατήγγελλε αναίτιες και καταστροφικές καταλήψεις της Πολυτεχνικής Σχολής– πολύ καλώς κλήθηκε η αστυνομία. Αν τα ΜΑΤ όφειλαν να δειχθούν πιο αβρά στην απώθηση είναι άλλο ζήτημα. Το κυρίως σφάλμα είναι ότι στράφηκαν σε λάθος στόχους. Οι μεταξύ των καταληψιών φοιτητές αποτελούν, κατά πλειονότητα, προσήλυτους «πανεπιστημιακών δασκάλων» τους οποίους περισσότερο ενδιαφέρει η αντισυστημική δράση παρά η ακαδημαϊκή επάρκεια. Δασκάλων που αντιλαμβάνονται την ενδοπανεπιστημιακή αλητεία ως «ελεύθερη διακίνηση ιδεών», συγκροτούν γύρω τους ομάδες protégés και δηλώνουν, επί λέξει, ότι «ενδεχόμενο θανάτου του Κουφοντίνα θα αποκαλύψει μια κυβέρνηση εκδικητών, εξίσου επικίνδυνων για τη δημοκρατία με την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη»! Αυτούς, συνεπώς, έπρεπε να απωθήσουν τα ΜΑΤ. Κι ας τους δοθούν, εν συνεχεία, καλά αμειβόμενες θέσεις σε ερευνητικά κέντρα, αντί να μετατρέπουν τις αίθουσες διδασκαλίας σε εκκολαπτήρια αντιεξουσιαστών.
Η τελευταία απαίτηση στην «Ανακοίνωση της Κατειλημμένης Πρυτανείας» δεν είναι διόλου εκτός θέματος. Οι καταλήψεις, ως μέσο απόσυρσης του νόμου, δεν διαφέρουν πολύ από την απεργία πείνας του Κουφοντίνα, ως μέσο μεταγωγής του σε βολική φυλακή. Και στις δυο περιπτώσεις, ίδια απειλή. Δεν έχει σημασία αν πρέπει να εξασφαλιστούν οι πανεπιστημιακοί χώροι από βανδαλισμούς, κλοπές ή διακίνηση ναρκωτικών. Δεν έχει σημασία αν η ίδρυση σώματος φυλάκων και ο έλεγχος των εισερχομένων είναι κανόνας για όλα τα πανεπιστήμια της υφηλίου. Σημασία έχει ότι πρέπει να αποδεχθούμε το χάος των προηγούμενων δεκαετιών, γιατί μια μειοψηφία απειλεί να επιτείνει αυτό το χάος. Ομοίως, δεν έχει σημασία αν ένας πολυϊσοβίτης δεν δικαιούται παρά υπό προϋποθέσεις να μεταχθεί σε φυλακές της αρεσκείας του. Σημασία έχει ότι αν τα δικαστήρια και το κράτος δεν υποχωρήσουν στο αίτημά του, τότε θα καούν οι μεγάλες πόλεις και θα προκληθεί χάος από τους υποστηρικτές του.
Ή εμείς (αδιάφορο αν είμαστε μειοψηφία) ή το χάος και η επάνοδος σε έναν άγριο αυταρχισμό συνιστά παραδοσιακή απειλή της Αριστεράς, από την εποχή του Λένιν. Όταν με 23% στις εκλογές του 1917 στη Ρωσία οι Μπολσεβίκοι επέβαλαν την μονοκρατορία τους, σε βάρος Σοσιαλεπαναστατών, Σοσιαλιστών, Μενσεβίκων και πλήθους άλλων. Αυτό ήταν το επιχείρημα του Λένιν: ή εμείς ως απόλυτη κυβέρνηση ή χάος κι επιστροφή στην τσαρική απολυταρχία. Εν τέλει και χάος υπήρξε μέχρι το 1920, στην περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού», και η απολυταρχία κυριάρχησε, αγριότερη από την τσαρική.
Ωστόσο, η αριστερή πεποίθηση ότι: εφόσον διαθέτουμε το καλύτερο σχέδιο για την ευδαιμονία μιας κοινωνίας δικαιούμαστε να επιβληθούμε στο 75 ή 80% όσων έχουν άλλες απόψεις, έχει εδραιωθεί. Όποιοι θεωρούσαμε την Αριστερά υπερασπιστή αδικημένων μειοψηφιών, διακρίνουμε πλέον, καθαρά, μια αδίστακτη μειοψηφία που επιδιώκει να κυριαρχήσει στην πλειοψηφία. Από τη λεγόμενη «δημοκρατική αριστερά», που εξακολουθεί να ομνύει στο όνομα του Λένιν, μέχρι τους νοσταλγούς των τανκς που έκαναν «σοσιαλιστική» την ανατολική Ευρώπη.
Διδάσκοντες πεπεισμένους για το δικαίωμα της Αριστεράς να επιβάλλει ολοκληρωτικά τις απόψεις της έπρεπε, λοιπόν, να απωθήσει η αστυνομία. Όσους επιβραβεύουν τους «κινηματικούς» φοιτητές και το όποιο λούμπεν τους περιβάλλει, ευλογούν τις καταλήψεις κι αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση τα πλήθη των επιφυλακτικών σε «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» φοιτητών. Φοιτητών που εννοούν να βρίσκονται στο πανεπιστήμιο για να καταλάβουν τον κόσμο, να κατανοήσουν τη λειτουργία του και τις ομορφιές του, όχι για να «καταλαμβάνουν» Σχολές και Πρυτανείες.