Όλοι οι πόλεμοι αποτέλεσαν ακολουθίες φόνων, με συνέπεια να ζουν οι πατεράδες περισσότερο από τους γιους τους. Με τον «πόλεμο» κατά του κορωνοϊού συμβαίνει συστηματικά το αντίθετο, για πρώτη φορά. Ποιητική δικαιοσύνη θα λέγαμε, αν επρόκειτο για μυθοπλασία και όχι για καθημερινές, συγκλονιστικές στατιστικές με πραγματικά θύματα.
Εκεί όπου από την ποιητική δικαιοσύνη περνάμε στην τραγική ειρωνεία είναι ο εμφύλιος σπαραγμός που προαναγγέλλουν κάποιοι, μετά το τέλος αυτού του «πολέμου». Όπως κάναμε στην Ελλάδα και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Για να μην ξεχνάμε ηρωικές παραδόσεις. «Τσακίστε τους υπεύθυνους που δεν μας προφύλαξαν, τσακίστε αυτούς που μας σκότωσαν» είναι το κάλεσμα διαφόρων μελών του ΑΠΘ στον πανεπιστημιακό «διάλογο», ενόψει του τέλους της δοκιμασίας. Με μερικούς, μάλιστα, να νοσταλγούν «αγώνες και χαρές / αρματωσιές και βόλια»! Αλλά και διεθνείς διασημότητες, τύπου Νόα Χαράρι ή Τζόρτζιο Αγκάμπεν, καταγγέλλουν την έλλειψη προφυλάξεων, η οποία επέτρεψε τη διάδοση του μοιραίου ιού, καθώς και προοπτικές ενός κράτους «Big Brother», που εγκαθίσταται τεχνηέντως. Ένας φοβισμένος, όχι γενναίος, «καινούργιος κόσμος» μας περιμένει, κατά τα λεγόμενά τους.
Δεν ξέρει κανείς, έτσι, αν είναι προτιμότερο να γυρίσουμε στην προηγούμενη κατάστασή μας και ν’ αρχίσουν οι Βελουχιώτες με διδακτορικά το μακελειό όσων «δεν μας προφύλαξαν και μας σκότωσαν», ή να προκύψει μια παγκόσμια δικτατορία που θα ελέγχει τους πάντες με ηλεκτρονικά βραχιόλια. Με πρόσχημα τη μέτρηση αυξομειώσεων της θερμοκρασίας μας, θα αστυνομεύει κάθε διαμαρτυρία. Οπότε κανείς δεν θα «τσακίζει» κανέναν, δεδομένου ότι ο συνεχής έλεγχος θα μας τσακίζει μαζικά.
Με την ανοησία της αγέλης να μένει ακατάβλητη, είναι να απορείς πόσο δύσκολα δείχνει να έρχεται η ανοσία της. Ωστόσο, η πολυπόθητη ανοσία θα έρθει κάποια στιγμή. Έχει συμβεί κι άλλες φορές στην ιστορία της ανθρωπότητας (το είδος μας θα είχε προ πολλού εκλείψει αν δεν γινόταν αυτό). Μόνο για την ανοησία οι ελπίδες εξακολουθούν να μένουν περιορισμένες. Η άλλη ελπίδα είναι κάποιο ειδικό φάρμακο ή εμβόλιο. Ίσως σ’ ένα χρόνο, ίσως περισσότερο, λένε. Που σημαίνει ότι οι άνθρωποι της ηλικίας μου θα κάνουν καλά να προετοιμάζουν μια συνετή διαθήκη ή κάποιες ευφυείς τελευταίες λέξεις.
Με τους συμβολαιογράφους σε αναστολή εργασιών, οι διαθήκες θα έχουν πρόβλημα. Ούτε για ευφυείς τελευταίες λέξεις, όμως, βλέπω πολλές δυνατότητες. Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντέιβιντ Χιουμ, Γκαίτε και μερικοί ακόμα, κάλυψαν τις πιο ευφυείς. Άλλοι διάσημοι ξέπεσαν στο γλυκανάλατο: Ο Κόναν Ντόυλ ψιθύρισε στη γυναίκα του πόσο όμορφη είναι κι ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ στη Σιμόν ντε Μποβουάρ πόσο την αγαπάει. Αντίθετα, ένας καταδικασμένος σε θάνατο στη Γιούτα των ΗΠΑ, ο James W.Rodgers, οδηγούμενος το 1960 στο εκτελεστικό απόσπασμα ζήτησε, ως έσχατη χάρη, «να του φορέσουν ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο». Μάλλον τους ξεπέρασε όλους· αν όχι σε ευφυΐα, σίγουρα σε χιούμορ. Κι όπως, αλίμονο, ήρθαν τα πράγματα, το αίτημά του δεν απέχει από 75άρηδες ή 80ρηδες με κορωνοϊό, σε Ιταλία ή Ισπανία, που ζητούν θέση σε ΜΕΘ. Όλως απροσδοκήτως, στην Ελλάδα καταφέρνουμε και τους την παρέχουμε. Με ακόμη και τον πιο ατίθασο αντιεξουσιαστή να οφείλει να αναγνωρίσει ότι τις καλές πιθανότητες περιορισμένων θυμάτων τις έχουμε επειδή βρεθήκαμε με κυβέρνηση που δεν χρονοτρίβησε, σταθμίζοντας πόσοι περιορισμοί ελευθερίας είναι ανεκτοί εν ονόματι της δημόσιας υγείας.
Κατά τα άλλα η σωτηρία, όπως συνήθως, έρχεται από τους νεότερους. Ιδίως από όσους πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους – γιατρούς, φαρμακοποιούς, αγρότες, υπαλλήλους αγορών τροφίμων, οδηγούς λεωφορείων ή ταξί. Όχι μόνο ως προοπτική επιβίωσης της ανθρωπότητας (αυτό σίγουρα ισχύει), αλλά ως αίσθηση ομαλής ζωής που προσφέρουν στους έγκλειστους που είμαστε οι υπόλοιποι. Με την εντύπωση ότι ανεβάζουμε πυρετό, ιδίως στα βραδινά δελτία ειδήσεων· με την ανάγκη ηρεμιστικού, για να βγάλουμε τη νύχτα· με μια εγωιστική αγαλλίαση, όσο παραμένουμε υγιείς· και με την αναζήτηση κάποιου ξεχασμένου από χρόνια μυθιστορήματος στη βιβλιοθήκη μας, να το ξαναδιαβάσουμε ώσπου να φτάσει το βράδυ. Λοιπόν όλοι οι έγκλειστοι έχουμε την παρηγοριά πως η ζωή συνεχίζεται, χάρη στους άλλους που δουλεύουν. Πρόκειται για κάτι εφάμιλλα σημαντικό με την άμεση βοήθεια που παρέχουν, σε ιάσεις, προμήθειες, μεταφορές.
Οι ανήκοντες στις «ευπαθείς ομάδες» θα πρέπει να τους ευγνωμονούμε. Με ευγνωμοσύνη νοερή, εννοείται, ή, αν τύχει να συναντήσουμε κάποιους, με νεύματα από απόσταση. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι ο περίφημος όρος του Μπέρτολντ Μπρεχτ –«αποστασιοποίηση»– θα έβρισκε τόσο κυριολεκτική εφαρμογή εκτός θεάτρου. Κι ασφαλώς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι νεότεροι οφείλουν να είναι πιο καρτερικοί, δεν φανταζόμουν ότι ένα-δυο χρόνια, από τα όχι τόσα πολλά που μου απομένουν, θα τα περνούσα σε εθελούσια απομόνωση. Ναι μεν ευγνώμων, για όποιους κρατούν την κοινωνία σε λειτουργία, μα και χωρίς δυνατότητα να δω από κοντά κάποιους φίλους, να ψάξω σ’ ένα βιβλιοπωλείο τι καινούργιο κυκλοφόρησε, να παρακολουθήσω μια ταινία σε κινηματογραφική αίθουσα.
Το μόνο που μένει, για απροσδιόριστο ακόμη διάστημα, είναι να υφίσταμαι, όταν δεν καταφέρνω να το αποφύγω, τα κακά ελληνικά της τηλεοπτικής ενημέρωσης, με τις διαδοχικά επαναλαμβανόμενες διαφημίσεις, και να εξοργίζομαι. Με δυο λόγια: να «μαίνομαι σπίτι». Πολύ λιγότερο, ευτυχώς, από όσο μαίνονται εκείνοι που, στα δικά τους σπίτια, ετοιμάζουν «τσακίσματα» υπευθύνων στο τέλος της πανδημίας.