σύνδεση

Ο Στέφαν Τσβάιχ και οι ολοκληρωτισμοί

Ο Στέφαν Τσβάιχ και οι ολοκληρωτισμοί

 

 

Η Εύα Στάμου διαβάζει το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ Μια συνείδηση ενάντια στη βία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Athens Review of Books.

Τι θα μπορούσε να παροτρύνει τον σημερινό αναγνώστη να ασχοληθεί με μια θρησκευτική διαμάχη που εκτυλίχθηκε ανάμεσα σε δύο προσωπικότητες της Προτεσταντικής Εκκλησίας, στη Γενεύη του 16ου αιώνα;

Ίσως η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στους λόγους που ώθησαν τον Στέφαν Τσβάιχ να παραδώσει στους αναγνώστες αυτό το εξαιρετικά καλογραμμένο δοκίμιο το 1936, όσο ζούσε ακόμα στην Αυστρία, την εποχή της πολιτικής παντοδυναμίας του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Ο Τσβάιχ επιχειρεί με το κείμενό του να ανασύρει τον Καστελιόν από τη λήθη, καταδεικνύοντας πως η μανία τού Καλβίνου να πατάξει κάθε αντίδραση στην μία και μοναδική αλήθεια που πίστευε ότι πρέσβευε ο ίδιος, τον οδήγησε στην προσπάθεια εξάλειψης οποιασδήποτε θρησκευτικής διαφορετικότητας. 

Ο Σεμπάστιαν Καστελιόν, συγκλονισμένος από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις των θυμάτων στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης, γράφει το 1553 το δοκίμιο Traité des Hérétiques, όπου μέσω μιας ανθολόγησης νεότερων και αρχαίων κειμένων υπερασπίζεται την ανεξιθρησκία και αντιτίθεται στην ποινή του θανάτου για θρησκευτικούς λόγους. Την επόμενη χρονιά συγγράφει το περίφημο Contra libellum Calvini που, εξαιτίας της λογοκρισίας, δεν θα δημοσιευθεί πριν το 1612, ενώ προς το τέλος της ζωής του δημοσιεύει το Conseil à la France désolée («Παραίνεση προς την τεθλιμμένη Γαλλία»), όπου προτρέπει τους θεολόγους και τους ιερωμένους της εποχής να αφήσουν ελεύθερους τους ανθρώπους να επιλέξουν ποιο από τα δύο χριστιανικά δόγματα, τον Καθολικισμό ή τον Προτεσταντισμό, επιθυμούν να ακολουθήσουν. 

Ο Τσβάιχ έλκεται από την προσωπικότητα του Καστελιόν, όπως είχε γοητευθεί παλαιότερα από τον Μονταίνιο και τον Έρασμο, τις ιστορικές μορφές που χρησιμοποιεί στα κείμενά του προκειμένου να προάγει τα μηνύματα της πνευματικής ελευθερίας και του ανθρωπισμού. Αντιμετωπίζει τον Καστελιόν και τον Καλβίνο ως σύμβολα της αιώνιας διαμάχης ανάμεσα στην ηθική συνείδηση και τη βία, την ανεκτικότητα και τη δυσανεξία στο διαφορετικό, τη διαύγεια και τον δογματισμό, τον ανθρωπισμό και τον φανατισμό.

Όπως αναφέρει στο έργο του «Η ιστοριογραφία του αύριο» (1939), ο Τσβάιχ δεν πιστεύει στον ηρωισμό του πεδίου της μάχης αλλά στην πυγμή της εσωτερικής πεποίθησης, στη δύναμη της ψυχής, στην ανδραγαθία του πνεύματος και όχι της γροθιάς. Δεν συμπαθεί το είδος του ηρωισμού που ωφελεί μόνο ένα έθνος, αλλά εκείνο που ευεργετεί όλη την ανθρωπότητα. 

Με παρόμοιο τρόπο, στο έργο του για τον Καλβίνο και τον Καστελιόν, ο Τσβάιχ αναφέρεται σε υπαρκτές προσωπικότητες και τοποθεσίες, αποσκοπώντας στην ανάδειξη των ιστορικών συμβάντων από μια συγκεκριμένη οπτική που απεικονίζει την ανθρωπότητα όχι σαν στάσιμη οντότητα αλλά ως πρόοδο προς τον κοσμοπολιτισμό. Ο Τσβάιχ, που προέρχεται από μια μη θρησκευόμενη εβραϊκή οικογένεια με χαλαρούς δεσμούς με την τοπική της κοινότητα, παραλληλίζει τον τρόπο που οι συμπληγάδες του Προτεσταντισμού και του Καθολικισμού συνθλίβουν τον άνθρωπο, με τον τρόπο που τα δύο μεγάλα εξουσιαστικά κινήματα της εποχής του, ο Εθνικοσοσιαλισμός στη Γερμανία και ο Κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ, επιχειρούν να εξαφανίσουν την ατομική ελευθερία. 

Στο κείμενο διαφαίνεται η αντίληψη του συγγραφέα ότι η ιστορία δεν εκτιμά πάντα τους μετριοπαθείς μεσολαβητές που έλκονται από ανθρωπιστικά ιδεώδη, εφόσον συχνά δίνει το προβάδισμα σε αδίστακτους, σκοτεινούς, δογματικούς τύπους που επιθυμούν να υποτάξουν στη θέλησή τους μια πόλη, όπως συνέβη στη Γενεύη με τον Καλβίνο, ή μια ολόκληρη ήπειρο, όπως έγινε με την Ευρώπη, στην περίπτωση του Χίτλερ.

Ο αναγνώστης ίσως εκπλαγεί από το πόσο επίκαιρη είναι η συλλογιστική που διέπει τη δοκιμιακή αφήγηση του Τσβάιχ. Η πρόσφατη άνοδος λαϊκίστικων κινημάτων σε πολλές χώρες, κυρίως της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης, έχει οδηγήσει, σε αρκετές περιπτώσεις, στη συστηματική υπονόμευση των θεσμών που συγκροτούν το κράτος δικαίου, μέσω παρεμβάσεων της πολιτικής εξουσίας στο έργο της δικαιοσύνης, και της έμμεσης απαξίωσης ή ανοιχτής δίωξης «ανεπιθύμητων» εκδοτών και διανοούμενων. 

Όταν μάλιστα η ολοκληρωτική ιδεολογία συνδυάζεται με μια εξ αποκαλύψεως καθαγίαση της εξουσίας, όπως συμβαίνει σε πολλά μουσουλμανικά κράτη, τότε η φυλάκιση δημοσιογράφων και συγγραφέων, ως αιρετικών ή ανατρεπτικών στοιχείων, είναι στην ημερήσια διάταξη. Ο ολοκληρωτισμός που χαρακτηρίζει τον θρησκευτικό και πολιτικό φονταμενταλισμό δεν γνωρίζει σύνορα. Η επίθεση στα γραφεία του Charlie Hebdo στην καρδιά της Ευρώπης το 2015 αποτελεί μια φρικτή υπενθύμιση του πόσο ευάλωτη είναι η ελευθερία του λόγου απέναντι σε οποιαδήποτε ακραία ιδεολογία.

Καίριος, ως εκ τούτου, είναι ο τρόπος που ο Τσβάιχ επιτυγχάνει να αναδείξει τη διαχρονικότητα της ολοκληρωτικής ιδεολογίας και των καταστροφικών συνεπειών της. Αντί να μιλήσει ευθέως για τη ναζιστική ή σταλινική ιδεολογία της ύστερης δεκαετίας του 1930, ο Τσβάιχ επιλέγει ευφυώς να αναλύσει μια περίπτωση ολοκληρωτισμού που εδραιώθηκε σταδιακά στα μέσα του 16ου αιώνα, με απώτερο στόχο να εκπαιδεύσει τους συγχρόνους του κατά του φασισμού. 

Θεωρώντας, ίσως, ότι μια πιο άμεση προσέγγιση που θα εξέφραζε απλώς την απέχθειά του προς τον εθνικοσοσιαλισμό και τον κομμουνισμό θα ήταν αναγνωστικά λιγότερο λειτουργική, και θα τον εξίσωνε με τους λαϊκιστές, προπαγανδιστές πολιτικούς, ο Τσβάιχ επιλέγει έναν άλλο δρόμο, πιο έμμεσο, μα και περισσότερο αποτελεσματικό. Κάνοντας χρήση μιας γλώσσας νοηματικά και υφολογικά πλούσιας, αλλά με τρόπο αποστασιοποιημένο και περιγραφικό, αποδίδει με θαυμαστή ενάργεια την αέναη αντιπαράθεση μεταξύ ελευθερίας και απολυταρχισμού. 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Athens Voice, τχ. 734, 12.2.2020.