Ο Άρης Μπερλής ήταν από τους ανθρώπους που εμφανίζονται κατά καιρούς για να ξελασπώσουν λίγο αυτόν τον τόπο. Από αυτούς που μας δείχνουν πως ένα έργο υψηλών προδιαγραφών είναι εφικτό ακόμα και σ’ αυτή τη χώρα, δουλεύοντας χαμηλόφωνα, με σεμνότητα και αξιοπρέπεια.
Χωρίς τίτλους βαρύτιμους, χωρίς περγαμηνές και οφίκια ο Άρης έκανε την ελληνική γραμματεία πιο πλούσια, προσφέροντας μεταφράσεις έξοχες απ’ τα αγγλικά, αλλά και διδασκαλία σε δύο τουλάχιστον γενιές μεταφραστών, ως εκδότης και ως δάσκαλος και διευθυντής τού ΕΚΕΜΕΛ, χτίζοντας παράλληλα ένα έργο αξιώσεων στον τομέα της λογοτεχνικής κριτικής – του literary criticism.
Από τους σπάνιους εκείνους και, ίσως, τελευταίους που, χωρίς να ανήκουν στον πανεπιστημιακό ή άλλο τέτοιο θεσμικό χώρο, στην academia, μπορούν να σταθούν επάξια στο κορυφαίο επίπεδο και να αναπτύξουν ένα έργο που θα μείνει, αλλά προσφέρουν και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: είναι ικανοί να παράγουν κάτι πρωτογενές, κάτι πηγαίο – πράγμα πολύ σπάνιο στα μέρη μας και στις μέρες μας.
Τέτοιος ο Άρης που μας άφησε, πριν λίγο καιρό. Πνεύμα οξύ και κάποιες φορές εριστικό, από μέταλλο παλαιάς κοπής, μα πάντα ανοιχτό στο νέο και στο ανατρεπτικό, το ενοχλητικό· πάντα ανήσυχο, ποτέ εφησυχασμένο.
Πρόκειται για καθαρή ποιότητα, χωρίς προσμίξεις, χωρίς απώτερο κίνητρο –ulterior motive– καθώς η δουλειά του δεν αποσκοπούσε κάπου αλλού, σε ανταμοιβές ή σατραπείες, ας πούμε. Κάθε του έργο γινόταν μόνο από την περιέργεια –το merak που λέν’ κι οι Τούρκοι– του δημιουργού. Και τα έργα του είναι πολλά και σπουδαία.
Σταχυολογώ μερικά, που τα ’ζησα, θα μπορούσα να πω, από κοντά. Από την εξαίσια απόδοση του Φάρου της Γουλφ, στους απαράμιλλους Νεκρούς ελληνιστί του Τζόυς, τυχεροί εμείς που μας δόθηκαν, ως τη θαυμαστή Αναγέννηση του Πέιτερ, αφάνταστης μεταφραστικής δυσκολίας – κείμενο πεζό υφασμένο όμως με τα σύνεργα της ποίησης, που αναδύεται στα ελληνικά σαν τις γλυκές παιδικές μορφές στα λαμπερά λευκά αγαλμάτια από εφυαλωμένη τερακότα του Ντέλλα Ρόμπια.
Συγγνώμη για την κάπως εξεζητημένη παρομοίωση, αλλά είχαμε κουβεντιάσει εκτενώς πριν κάμποσα χρόνια ορισμένα, θα έλεγα λεπταίσθητα, χωρία του κεφάλαιου για τον Ντέλλα Ρόμπια στο βιβλίο του Πέιτερ, όταν εκείνος ξεκινούσε τη μετάφραση. Ειδικά η συζήτησή μας είχε σταθεί σε δυο φράσεις, που τελικά τις απέδωσε ως εξής:
Αυτοί οι Τοσκάνοι γλύπτες του δέκατου πέμπτου αιώνα μισούν τη βαρύτητα και την έμφαση, τις ισχυρές αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς, και αναζητούν τα μέσα της σκιαγράφησης σ’ εκείνες τις εξαιρετικά λεπτές γραμμές, που είναι σχεδόν αόρατες παρεκτός σε έντονο φως, και τις οποίες ακόμη και το λεπτότερο μολύβι δεν μπορεί να μιμηθεί.
Ουσία του έργου τους είναι η έκφραση, ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο ενός παιδιού, το ελαφρότατο κυμάτισμα της κουρτίνας ενός μισάνοιχτου παράθυρου μια μέρα σχετικής άπνοιας.
Γνώρισα τον Άρη στα πρώτα μου βήματα σ’ αυτό που λένε «χώρο των γραμμάτων». Ήταν με τη μεσολάβηση ενός κοινού μας φίλου, ενός άλλου σπάνιου ανθρώπου –απ’ αυτούς που αν είσαι τυχερός τους συναντάς, αλλιώς χάνεις– τόσο σπουδαίου μα και τόσο αφανούς, του Κώστα Τσαλαπάτη, που μας άφησε κι αυτός πρόωρα, πριν τρία χρόνια.
Ήταν μια υποδοχή γεμάτη γενναιοδωρία. Από όλες τις απόψεις. Εκεί στις εκδόσεις Κρύσταλλο, στην οδό Ρώμα στο Κολωνάκι, αρχές του 1980. Ένα μικρό, σύντομο κεφάλαιο, βέβαια, στα εκδοτικά μας – που ίσως τείνει να ξεχαστεί. Όπως άλλωστε και άλλα παρόμοια μικρά κεφάλαια που δεν αντέχουν στον αέρα αυτής της πόλης.
Δεν είναι οπωσδήποτε η ώρα, ακόμη, για απαριθμήσεις και αποτιμήσεις τού πολύμορφου και σημαντικού έργου του Άρη. Δεν είναι η στιγμή αυτή κατάλληλη για φιλολογική δουλειά. Ούτε είμαι εγώ ο καταλληλότερος να τον βιογραφήσω. Γνωριστήκαμε κάπως αργά, δεν ήμασταν κολλητοί. Συναντιόμαστε κυρίως στον τόπο της μετάφρασης.
Έτσι κι η τελευταία μας συνάντηση ήταν στην παρουσίαση του βιβλίου του Κριτικά Δοκίμια ΙΙ πέρσι το καλοκαίρι, ενός βιβλίου που είναι μια μικρή κιβωτός γεμάτη από οξυδερκείς παρατηρήσεις, σοφές επισημάνσεις και χιούμορ (ναι, πάντα μ’ αυτό το πολύτιμο sense of humor, συχνά καυστικό), γύρω από τη μετάφραση και τη λογοτεχνία. Κάποια κείμενα μού ήταν γνωστά, από τις πρώτες δημοσιεύσεις τους σε περιοδικά ή άλλες εκδόσεις, κάποια όχι. Η συγκέντρωσή τους σ’ έναν τόμο πάντως προσέδιδε σε όλα μια πρόσθετη διάσταση, που σε παρακινούσε για βαθύτερη μελέτη. Δεν προλάβαμε να κουβεντιάσουμε ξανά. Γι’ αυτό αισθάνομαι ότι οφείλω κάποιες σκέψεις για τα γραφόμενά του – σκέψεις οπωσδήποτε χρωματισμένες από τη βαρύτητα της ώρας.
Δύο είναι τα κείμενα από τη συλλογή αυτή των δοκιμίων του στα οποία θα ήθελα να σταθώ, να πω δύο κουβέντες – ίσως σαν λόγια αποχωρισμού. Γιατί και τα δύο έχουν αυτό το στοιχείο ως υπόστρωμα.
Το ένα από τα κείμενα αυτά είναι το πορτραίτο της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου[1]· το πορτραίτο της μεταφράστριας ως πλάσμα, αλλά και της μετάφρασης ως έργο. Της μεταφράστριας ως πλάσμα· θέλω να τη γράψω αυτήν τη φράση, κι ας υποπίπτω και πάλι στο αμάρτημα της υπερβολής, αλλά ήταν μια φράση που μου ήρθε στο νου όταν άκουγα το κείμενο αυτό στην υποδειγματική εκφορά του, στην μικρή εκδήλωση –για να τιμήσουμε τη μνήμη της– στα γραφεία των εκδόσεων Ύψιλον (κι εδώ, φευ, έχουμε να θυμηθούμε έναν ακόμη πρόωρα και πρόσφατα χαμένο συνταξιδιώτη, τον Θανάση Χαρμάνη). Πολλοί θάνατοι μαζεύτηκαν σε μια παράγραφο, θα μου πείτε. Too much. Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε γι’ αυτό, παρά να το υπομείνουμε. Και να τους θυμόμαστε.
Και φυσικά αυτό κάνει το κείμενο του Άρη: θυμάται, και μαζί μ’ αυτό συνυφαίνει τον εργάτη με το έργο:
Δούλευε αργά [η Αλεξάνδρα]. Καμιά καλή μετάφραση δεν βγαίνει γρήγορα και από τον πιο ταλαντούχο, τον πιο έμπειρο, για μια λέξη μπορεί να χρειαστεί να δουλέψεις και στον ύπνο σου, οι μεταφράσεις είναι χτικιό, οι μεταφραστές είναι κατά κανόνα καπνιστές.
Είναι ένα κείμενο που, λίγο μετά τα συμβατικά εισαγωγικά λόγια, νιώθεις σαν να αναδύεται από κάποια ψυχικά βάθη όπου κατοικεί η εικόνα του τιμώμενου προσώπου, το οποίο έχει αμετάκλητα χαθεί, αλλά έχει, εξίσου, αμετάκλητα υπάρξει.
Μελαγχολούμε για την αποχώρηση της Αλεξάνδρας –χρησιμοποιώ μία έκφραση που εκείνη μάλλον θα επιδοκίμαζε– ‘εγώ φεύγω’ όπως έλεγε όταν η παρέα την έπληττε ή την ενοχλούσε.
Όμως πέρα από την απώλεια, είναι το δώρο που αφήνει ο μεταφραστής, ο ικανός μεταφραστής (αυτός είναι ο καίριος και λιτός προσδιορισμός του) που, όπως σημειώνει απερίφραστα ο Άρης για την Αλεξάνδρα και υπαινίχθηκα κι εγώ για κείνον, εμπλουτίζει με πρωτότυπο έργο τη γραμματεία της γλώσσας στην οποία μεταφράζει.
Με τις μεταφράσεις του πεζού έργου του Μπέκετ, μας λέει ο Μπερλής, η Αλεξάνδρα
μαθήτευσε σε ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα του μοντερνισμού και ταυτόχρονα πλούτισε τη νεοελληνική λογοτεχνία –ναι, καλά ακούσατε– με ένα έργο που, με δεδομένη τη μοναδικότητά του, δεν θα μπορούσε ποτέ να γραφεί πρωτογενώς ή πρωτοτύπως στην ελληνική γλώσσα.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η τελευταία παρατήρηση αυτή του Μπερλή. Ανοίγει πολλαπλά ζητήματα που, βέβαια, δεν είναι καιρός να τα εξετάσουμε τώρα εδώ σε βάθος. Ίσως κάποιες σκέψεις σχετικές προκύψουν, λίγο πιο κάτω στη συνέχεια του κειμένου.
Πάντως εκείνο που ίσως μπορούμε να κρατήσουμε έστω προχείρως είναι πως, απ’ τη σκοπιά του Άρη, η δουλειά του μεταφραστή δεν είναι ουσιωδώς διαφορετική από του συγγραφέα. Στο σημείο αυτό μου έρχεται στο νου δι’ αντιστροφής μια αναφορά του Προυστ στο Le Temps Retrouvé σχετική με τη δουλειά του συγγραφέα, του μεγάλου μάλιστα συγγραφέα, τον οποίο περιγράφει ως μεταφραστή: «Αντιλαμβανόμουν ότι, για να εκφράσει αυτές τις εντυπώσεις, για να γράψει αυτό το ουσιώδες βιβλίο, το μόνο αληθινό βιβλίο, ένας μεγάλος συγγραφέας δεν χρειάζεται, με την τρέχουσα έννοια, να το επινοήσει αφού ήδη αυτό υπάρχει μέσα στον καθένα μας, αλλά να το μεταφράσει. Το καθήκον και το έργο ενός συγγραφέα είναι αυτά του μεταφραστή».
Είναι σκέψεις που έρχονται, καθώς ο συγγραφέας, λίγο αφού έχει αποχαιρετήσει τους Γκερμάντ, αναλογίζεται πως οι αριστοκράτες οικοδεσπότες του «είναι, πάντως, πλάσματα εξαίσια» – êtres exquis. Κι έτσι και τούτη η φράση του Προυστ έρχεται από μια πλευρά να ταιριάξει με αυτό που συζητούμε, μ’ αυτό τα εξαίσια πλάσματα που έτυχε κι εγώ να συναντήσω καθώς το κείμενο του ενός ανακαλεί την εικόνα του άλλου, την «καθαρόαιμη μεταφράστρια», την «αγέρωχα σεμνή και ανένδοτα αυτάρκη».
Το δεύτερο κείμενο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ αναφέρεται σ’ ένα διάσημο ποίημα του Γέητς, το “Sailing to Byzantium” και επιγράφεται: «Το “Ταξίδι στο Βυζάντιο”, το κλητικό επιφώνημα και ο Σεφέρης»[2].
Για το ποίημα αυτό ο Μπερλής μας λέει: «Σπάνια ένα ποίημα έχει διαδηλώσει με τόσο πάθος και βεβαιότητα όχι απλώς τα δικαιώματα της τέχνης, των μνημείων του νου και του χεριού, αλλά την υπεροχή τους, την αθανασία τους έναντι των φθαρτών και θνησιγενών φυσικών πραγμάτων».
Με δυο λόγια ο γερασμένος ποιητής αποχωρεί από τον κόσμο της φύσης, που αναβράζει ολούθε με ζωή, πουλιά, ψάρια, ζώα και φυτά, με έρωτα, όνειρα και πάθη των ανθρώπων, που δεν είναι τόπος για γέρους (no country for old men), αλλά και εμπεριέχει μέσα σ’ όλα τούτα το πρόσκαιρο και τη φθορά, και σαλπάρει για το Βυζάντιο που προβάλλεται ως η χώρα του τεχνητού, του καλλιτεχνήματος που μόνο αυτό μπορεί να διεκδικήσει την αιωνιότητα.
Όμως εδώ, σ’ αυτό το δοκίμιο του Μπερλή, το οποίο αφορμάται από μια προηγούμενη ατελέσφορη απόπειρα απόδοσής του στα ελληνικά, έχουμε μια ομολογία αποτυχίας από την πλευρά του μεταφραστή, μια αναγνώριση και αποδοχή των ορίων της μετάφρασης η οποία εγκαταλείπει την προσπάθεια και παραδίδεται στην παράφραση.
Όλο το δοκίμιο αυτό είναι ουσιαστικά μια παράφραση του ποιήματος του Γέητς. Και η κίνηση αυτή γίνεται μετά από προσπάθειες μετάφρασης που δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν. Σαν να «μη χωράει» στα ελληνικά αυτό το ποίημα. Σαν να θέτει στον μεταφραστή το δίλημμα είτε να σπρώξει τα όρια της γλώσσας του, να παραβιάσει τους όρους χρήσης της, είτε να περιορίσει το ίδιο το ποίημα όπως το προσλαμβάνει στο πρωτότυπο.
Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη περιοχή, στα απώτατα όρια, σε ύψη απροσμέτρητα όπου δύσκολα ανασαίνεις. Χρειάζεται προσοχή, για να μην πάθεις ζημιά. Μέγιστοι ποιητές που απερίσκεπτα προχώρησαν εδώ, ξαστόχησαν. Κι εδώ ερχόμαστε στον Σεφέρη – και στη μετάφρασή του αυτού του ποιήματος του Γέητς.
Ο Μπερλής ελέγχει λέξη προς λέξη ορισμένους στίχους της μετάφρασης του ποιήματος από τον μεγάλο μας ποιητή, κρίνοντας άστοχες τις περισσότερες επιλογές του. Φτάνοντας δε στην απόδοση του στίχου O Sages standing in God’s holy fire, όπου ο Σεφέρης αποφασίζει να απαλείψει στα ελληνικά από την επίκληση αυτή το κλητικό Ω, σχολιάζει: «Το ποίημα χάνει τη λυρική του πνοή και καταρρέει».
Έχει ήδη, λίγο πιο πριν, επισημάνει: «ο Σεφέρης [δέσμιος της δικής του φωνής], δεν πιάνει τον δυνατό σφυγμό του ποιήματος ή, αν το αντιλαμβάνεται, δειλιάζει και οπισθοχωρεί, εκεί ακριβώς που το ποίημα απαιτεί από τον μεταφραστή ακρίβεια και πιστότητα – όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το κλητικό ω».
Υπάρχει μια επίγνωση εδώ σ’ αυτή την κριτική, μια βαθιά κατανόηση εκείνου που λέγεται συχνά, αλλά μάλλον συχνότερα ξεχνάμε: ότι οι γλώσσες έχουν τον δικό τους ρυθμό, επιτονισμό και μέτρο, που επιδρούν όχι μόνο στο πώς μιλάει κανείς, αλλά και στο τι μπορεί να πει.
Γι’ αυτό μας λέει ο Άρης «τα ποιήματα που δεν μπορούμε να τα μεταφράσουμε να τα αφήνουμε στη γλώσσα τους, στην ησυχία τους».
Βέβαια, θα αντέτεινα στον Άρη ότι το συχνά αναφερόμενο παράδειγμα της μετάφρασης της Αντιγόνης του Σοφοκλή από τον Χαίλντερλιν στα γερμανικά το 1804, για την οποία όλοι οι επαΐοντες μας λένε ότι εξωθεί τα γερμανικά πέρα από τα όριά τους, κάνοντάς τα να μιλήσουν ελληνικά (αντί να κάνει απλώς το ελληνικό κείμενο να μιλήσει στα γερμανικά), δείχνει ότι και η μετάφραση μπορεί να επιδράσει στο τι μπορεί να ειπωθεί σε μια γλώσσα.
Θα τολμούσα επίσης να του πω ότι, παρά την ομολογία αποτυχίας της μετάφρασής του στο δοκίμιο αυτό, η παράφραση που προτείνει κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, στο δρόμο δηλαδή που δείχνει το παράδειγμα του Χαίλντερλιν.
Θα στήριζα τον ισχυρισμό μου, με μια κίνηση που νομίζω ότι θα την επικροτούσε: να μετατοπίσω λίγο το πλαίσιο, να ξαφνιάσω ελαφρά το συνομιλητή μου. Γιατί η παράφραση που μας προτείνει, θα έλεγα, αποτελεί μια υποδειγματική ανάγνωση του ποιήματος του Γέητς. Ανάγνωση η οποία ανεπαισθήτως έχει ήδη «σπρώξει» τα όρια της γλώσσας μας.
Η ανάγνωση αυτή είναι σαν να βρισκόμαστε σε πρόβα θεατρικής ή μουσικής παράστασης κάποιου σημαντικού σκηνοθέτη ή αρχιμουσικού. Όποιος έχει τύχει να παρακολουθήσει τέτοιες πρόβες (τώρα τις βρίσκεις και στο YouTube) ξέρει πόσο συναρπαστικές εμπειρίες είναι αυτές, ποια ουσιαστική επαφή με το έργο μάς προσφέρουν καθώς ο σκηνοθέτης ή ο αρχιμουσικός προσπαθεί να μεταδώσει την δική του ερμηνεία, το δικό του όραμα, στους εκτελεστές. Εκεί θα συναντήσουμε αυτό το «σπρώξιμο» πέρα από τα όρια, πέρα από το κείμενο ή την παρτιτούρα, με πρόσθετες εξηγήσεις, υποστηριζόμενες από χειρονομίες, μορφασμούς ακόμα και φωνητικές μιμήσεις του ήχου των οργάνων, για να επιτευχθεί εκεί πολλές φορές το τέλειο σονάρισμα. Έχει και η πρόβα τη δική της μαγεία – και σ’ ένα ακροατήριο όπως εμείς, που δεν απολαμβάνει μόνο τελετουργικά, αλλά και κριτικά, ίσως έχει κι αυτή σπουδαία σημασία. Κι όπως ένα σκίτσο, ένα προσχέδιο, μπορεί να μας γοητεύσει περισσότερο από το ολοκληρωμένο ζωγραφικό έργο, έτσι μπορεί να το πετύχει και η πρόβα ή, στην περίπτωσή μας, η παράφραση απέναντι στην επίσημη πρεμιέρα ή στο δημοσιευμένο μετάφρασμα .
Με τις οδηγίες του «σκηνοθέτη» στο δοκίμιό μας, έχουμε φτάσει πολύ κοντά σε μια κατανόηση και βίωση του πρωτότυπου κειμένου. Ίσως να έχουμε νιώσει ότι και ο «σκηνοθέτης» μας έχει πλησιάσει τόσο πολύ, σαν να ταυτίζεται επικίνδυνα με το ακραίο αίτημα που βρίσκεται στον πυρήνα του ποιήματος και για αυτό ίσως δεν βρίσκει τα λόγια στα ελληνικά να το εκφράσει. Είναι αυτό το πέραν των ορίων που επιζητεί εδώ και ο ποιητής, ο γέρος, η περσόνα του ποιήματος που θέλει να μετουσιωθεί σε έργο τέχνης και «αποφασίζει να φύγει από τον τόπο της φύσης, της ζωής και της θνητότητας, να περάσει τις θάλασσες και νά ’ρθει στην ιερή πόλη του Βυζαντίου».
Εδώ είναι που αντηχεί καίρια το κλητικό άρθρο – και μαζί η επίκληση του ικανού μεταφραστή, και του καλού μας φίλου:
Ω σοφοί… πάρτε με μαζί σας στην αιωνιότητα της τέχνης.
Κι είναι αυτό, μα και κάτι ακόμα παραπάνω, εκείνο το παράδοξο, που η παράφραση του Άρη έρχεται βήμα-βήμα να αποκαλύψει στον αναγνώστη τόσο καθαρά: εκείνη την ιδιαίτερη, εκείνη την παράξενη, αλήθεια, επιθυμία, αυτή τη «θέληση προς την τέχνη» και την αιωνιότητά της, που δεν κοιτά προς το μεγαλεπήβολο μνημείο μιας κλασικής αρτιότητας το οποίο εγείρει συνειδήσεις και προκαλεί συναισθηματικές ανατάσεις, αλλά στο μικρής κλίμακας, συχνά υπερδιακοσμημένο και γι’ αυτό συχνά απαξιωμένο, τεχνούργημα, που όμως αυτό στη λεπτότητά του περικλείει όλη τη δεξιοτεχνία και μαγεία του τεχνίτη, που δεν γυρεύει να ηγεμονεύσει μα να υπηρετήσει – χαμηλόφωνα και σεμνά.
Όπως αυτός που μας μιλάει, στην κατακλείδα του ποιήματος, και θά ’θελε απλώς να γίνει
ένα πουλί σε ένα χρυσό κλαδί να τραγουδά
στους άρχοντες και τις αρχόντισσες του Βυζαντίου
για όσα πέρασαν, όσα περνούν και όσα θά ’ρθουν.
Fare thee well dear friend.
[1] Άρης Μπερλής, Κριτικά Δοκίμια ΙΙ, Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2017, σ. 137-143.
[2] Άρης Μπερλής, Κριτικά Δοκίμια ΙΙ, ό.π., σ. 76-83. [Πρώτη δημοσίευση: Νέα Εστία, 1803 (Σεπτ. 2007), 442-448].