Το πιο πιθανό είναι ότι οι αναγνώστες μας μπορούν να κατανοήσουν τι σημαίνει να περάσει κανείς πολλά χρόνια παλεύοντας να ξεφύγει από τις αρπάγες μιας όντως καταχθόνιας οργάνωσης και από το κολαστήριο της γραφειοκρατικής της προέκτασης. Το ίδιο πιθανό, αν όχι βέβαιο, είναι να έχουν κατανοήσει τι σημαίνει να έχεις απέναντί σου ως υποκινητή και προστάτη της επίθεσης έναν πρώην προπαγανδιστή του σταλινισμού που σήμερα υπερασπίζεται ενθικοφρόνως τα «εθνικά συμφέροντα». Αναφερθήκαμε σε αυτή την περιπέτειά μας σε προηγούμενα τεύχη και έγινε πιστεύουμε φανερό ότι το κόστος υπήρξε τεράστιο και ο κίνδυνος να κλείσει το περιοδικό άμεσος. Το γεγονός ότι ακόμη αντέχουμε ξαφνιάζει κι εμάς τους ίδιους. Μάλλον είναι η ωμότητα της βίας και η κυνικότητα της εναντίον μας δικαστικής απόφασης που κάνουν την ανθεκτική άμυνα απαραίτητη συνθήκη επιβίωσης. Η αναμέτρηση είναι άνιση αλλά προσφέρει τη μόνη διέξοδο για αξιοπρεπή βίο και έντιμη πολιτεία. Ως εκ τούτου το «συνεχίζουμε» δεν είναι επιλογή αλλά χρέος απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι στους αναγνώστες μας.
Το ζήτημα βέβαια δεν αφορά μόνο την Athens Review of Books και η διαμάχη δεν είναι προσωπική, μολονότι η εξέλιξή της εμπλέκει αναπόφευκτα και το υποκειμενικό στοιχείο. Στην πραγματικότητα και επί της ουσίας η διαμάχη είναι πολιτική. Μπορεί κανείς να υποτιμήσει τα διανοητικά και ψυχικά βασανιστήρια που έχουμε υποστεί από την δικαστική και κρατική εξουσία ή μπορεί να διαμαρτυρηθεί για την επιμονή μας να διεκδικούμε ασυμβίβαστα το δίκιο μας, δεν μπορεί όμως να αγνοήσει τι σημαίνει η άσκηση μιας τέτοιας τυραννίας για τον δημόσιο λόγο και για τους θεσμούς της δημοκρατίας. Αν δεν θέλουμε να μετατραπούμε σε κοινωνία υποταγμένων πολιτών, πειθήνιων υπηκόων ενός διεφθαρμένου και αυταρχικού συστήματος, τότε δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε την ελευθερία του λόγου με ελαφρότητα ή με αδιαφορία. Γιατί χωρίς αυτή δεν υπάρχει δημοκρατία, χωρίς αυτή δεν μπορεί να εκδηλωθεί η παρρησία της γνώμης ούτε να ασκηθεί κριτική στους κρατούντες. Χωρίς αυτήν κυριαρχούν ο φόβος και η αυτολογοκρισία.
Σε όλο το μακρύ διάστημα του βασανισμού μας, που διέλυσε την καθημερινότητα της ζωής και μας έκλεψε πολύτιμο χρόνο, αφιερωμένο υπό κανονικές συνθήκες σε ό,τι τιμούμε και αγαπούμε, είδαμε με βαθιά θλίψη ανθρώπους και έντυπα, οργανώσεις και συνδικαλιστικά όργανα, που θα έπρεπε να υπερασπιστούν όχι εμάς αλλά την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα δηλαδή να μην φοβάται κανείς να κρίνει και να διατυπώνει τη γνώμη του, να σιωπούν. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Δεν συμπεριφέρονται βέβαια το ίδιο όταν απειλείται η κομματική τους στέγη ή το ατομικό τους συμφέρον. Εκεί φαίνεται ότι συνεχώς στάζει η ουρά του γαϊδάρου. Ο κόλαφος για το φρικαλέο σύστημα απόδοσης δήθεν δικαιοσύνης στην παραλυμένη τούτη χώρα ήρθε απέξω, από έντυπα διεθνούς κύρους όπως η Financial Times, η Neue Zürcher Zeitung, η Frankfurter Allgemeine Zeitung· και έπεται συνέχεια.
Αναφερόμαστε εδώ σε θεσμικές αντιδράσεις και όχι στη συμπαράσταση μεμονωμένων ατόμων. Στη δεύτερη περίπτωση νιώσαμε ευτυχώς ότι δεν είμαστε μόνοι, γιατί συντρέξανε στην υπεράσπισή μας ακαδημαϊκοί, διανοούμενοι, συγγραφείς και, γενικά, πολίτες που αντιλήφθηκαν και το μέγεθος της αδικίας και του κατατρεγμού, αλλά και το πραγματικό διακύβευμα.
Υπάρχουν όμως και οι κακόπιστοι. Εκ πεποιθήσεως ή σκοπίμως. Αυτοί που χωρίς κανέναν ενδοιασμό διασπείρουν φήμες ή πετάνε λάσπη περιφερόμενοι εδώ κι εκεί. Δεν έχουν το θάρρος να γράψουν ευθαρσώς τι εννοούν, δεν αντέχουν τη δοκιμασία του αντιλόγου. Σχεδόν θεωρούν ότι εμείς φταίμε για την ταλαιπωρία μας, ότι εμείς προκαλέσαμε την τύχη μας, ότι είμαστε υπερβολικοί στις αντιδράσεις μας, ότι θέλαμε και τα πάθαμε αφού πήγαμε γυρεύοντας. Δεν κάνουν καν τον κόπο να διαβάσουν τα κείμενα και να δουν την καφκική διάσταση της υπόθεσης που ο εναντίον μας μηχανισμός έστησε: να σε τυραννούν επί χρόνια για τρεις λέξεις από επιστολή αναγνώστη (οι οποίες, συν τοις άλλοις, είχαν χρησιμοποιηθεί μεταφορικά), γιατί λέει έτρωσαν την τιμή ενός περιπλανώμενου πολιτικού για τον οποίο όμως θα μπορούσαν να γραφούν (και έχουν γραφτεί) πολύ αιχμηρότερα. Και όμως, αντί της «ηθικής ζημίας» την οποία υποτίθεται ότι υπέστη, και για την οποία πρέπει να τον αποζημιώσουμε σε κροτούν νόμισμα, ετούτος γίνηκε υπουργός. Τέτοια ζημιά! Μήτε κάνουν τον κόπο να νιώσουν τι σημαίνει να επιχειρούν να σε εξοντώσουν ψυχικά, υπαρξιακά και οικονομικά. Κι όλοι σχεδόν θεωρούν φυσιολογικό να σε κυνηγά με όλον τον μηχανισμό του ΥΠΕΞ, ανεμίζοντας ράκη «δικαιοσύνης». Γι’ αυτούς το ζήτημα είναι απλό: «η δικαιοσύνη απεφάνθη». Αλλά ποια δικαιοσύνη;
Καταγράφουμε γεγονότα. Δεν αξίζει να μιλήσουμε περισσότερο για μια υπόθεση που μας έχει αφαιρέσει το δικαίωμα να θεωρούμε τον εαυτό μας πολίτες ενός κράτους δικαίου. Είμαστε λοιπόν σε πόλεμο με τους βιαστές της ελευθερίας μας. Και δεν πρόκειται να το βάλουμε κάτω. Θα αντισταθούμε. Θεωρήσαμε όμως ότι δεν πρέπει να κάνουμε τη χάρη στους διώκτες μας να βουλιάξουμε στο δηλητήριό τους. Χρειάζεται ένα είδος κάθαρσης ακόμη και σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Το οφείλουμε σε μας, το οφείλουμε και στους αναγνώστες μας. Κι εδώ βρήκαμε πάλι συμπαραστάτη τον Εμμανουήλ Ροΐδη, τον άνθρωπο που άσκησε δημοσίως την κριτική τής κάθε εξουσίας με ακατάβλητο σθένος και απαράμιλλο ύφος. Ο Ροΐδης είναι το καθαρτήριό μας, το σωτήριο καταφύγιο μετά το κολαστήριο της ελληνικής «δικαιοσύνης», της υπουργικής εμπάθειας και το φρενοκομείο της κομματικής μισαλλοδοξίας. Δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε το συνέδριο για τον Ροΐδη, όμως ανυπομονούμε να εκδώσουμε την Πάπισσα Ιωάννα, ένα υπέροχο graphic novel του Δημήτρη Χαντζόπουλου που ήδη ετοιμάζεται και στην αγγλική εκδοχή του.
Με αφορμή το μικρό αφιέρωμα στον Ροΐδη σε αυτό το τεύχος υποσχόμαστε ότι σύντομα θα συμπληρώσουμε τις Ονολογίες του με μια καινούργια: τον Όνο Δικαστή. Άλλωστε το υποσχεθήκαμε στο τχ. 72 (Απρ. 2016) δημοσιεύοντας την άγνωστη απόφαση-στίγμα 49/1867 του Αρείου Πάγου που απέρριψε την αναίρεση του Ροΐδη, ο οποίος τάχα είχε προσβάλει διά περιφρονητικών χλευασμών και δυσμενών εκφράσεων τα δόγματα, τας διατάξεις και τα έθιμα της Ανατολικής Εκκλησίας… Εμείς χλευάσαμε τα δόγματα, τις διατάξεις και τα έθιμα της Ανατολικής Γερμανίας… Έτσι, παρά την κρισιμότητα των στιγμών, καλούμε τους αναγνώστες μας να δούμε όλα τα δεινά με ακαταμάχητα όπλα το σαρδόνιο μειδίαμα του Ροΐδη και τον φονικό σαρκασμό του.
Με τις αντιλήψεις και την actual malice πολλών σημερινών δικαστών, ο Ροΐδης θα είχε καταδικαστεί για την σκληρή κριτική του σε αποζημιώσεις ύψους τουλάχιστον όσο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Για κάθε φράση του θα ήγειρε ο κάθε δήθεν θιγόμενος αγωγή αποζημίωσης μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ή και εκατομμυρίων ‒ όλοι, λόγου χάρη, που αναφέρονται στις ονολογίες του Ροΐδη. Και οι σημερινοί δικαστές θα το θεωρούσαν λογικό και φυσιολογικό. Το πυκνό σκοτάδι στα μυαλά τους για την ελευθερία του λόγου μάς οδηγεί πολύ πιο πίσω από τον 19ο αιώνα, αφού ο πνευματικός τους εξοπλισμός ανήκει ασφαλώς στον μεσαίωνα. Διαβάζουμε με θλίψη και αγανάκτηση μια από τις πιο φωτεινές σελίδες της Ελληνικής Δικαιοσύνης (με κεφαλαία), της 15 Ιουλίου 1874, το βούλευμα με το οποίο αθωώθηκε ο Χαρίλαος Τρικούπης (ο οποίος είχε συλληφθεί και προφυλακισθεί) για εξύβριση του Βασιλέως. Σαν να διαβάζεις απόφαση του Supreme Court των ΗΠΑ ή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
«Ἐπειδὴ προκειμένου περὶ ἀδικημάτων, ἀποτελουμένων διὰ τοῦ προφορικοῦ λόγου, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ τύπου, ἡ ποινικὴ δικαιοδοσία ὀφείλει νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψιν, πρῶτον, ὅτι τὰ ὅρια, ἐντὸς τῶν ὁποίων περιορίζεται ἡ ἔννομος ἐνέργεια αὐτῆς εἰσὶ λίαν πεπερασμένα, ἐν ὅσῳ μόνον πρόκειται περὶ ἐξελέγξεως τῆς διανοίας τοῦ λογικοῦ καὶ ἐλευθέρου ἀνθρώπου, ἥτις διαφεύγει τὸν ἔλεγχον τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης καὶ περὶ ἧς οὐδεὶς δύναται νὰ ζητηθῇ λόγος, μὴ ὑποκειμένης εἰς βάσανον ἢ εἰς οἱονεὶ λογοκρισίαν (Cogitationis nemo poenam patitur), […] β) ὅτι προκειμένου ἰδίως περὶ τῆς διὰ τοῦ λόγου ἀποτελουμένης ἐξυβρίσεως, πρωτίστως δέον νὰ ἐξετασθῇ τὸ ἠθικὸν στοιχεῖον τοῦ ἀδικήματος τούτου, ὅπερ συνίσταται εἰς τὴν ἐγκληματικὴν πρόθεσιν, καὶ ἐντεῦθεν Injuria ex affectu facient, καὶ ἡ ἐξέτασις αὕτη εἶναι ἡ κυριωτέρα, δευτερεύουσα δὲ ἡ ἐκτίμησις τῶν ὅρων καὶ λέξεων·[…] δ) ὅτι τὸ Δικαστήριον τοῦτο δὲν κέκληται τὸ παράπαν ν’ ἀσχοληθῇ εἰς τὴν ὀρθότητα ἢ μὴ τῶν δοξασιῶν τοῦ συγγραφέως, ἐφ’ ὅσον αὗται ὡς πολιτικαὶ ἁπλῶς δοξασίαι ἐκφέρονται, οὐδ’ εἰς τὸ ἐπιζήμιον ἢ μὴ αὐτῶν ὑπὸ πολιτικὴν ἢ ὑφ’ ἑτέραν οἱανδήποτε ἔποψιν, πλὴν ἐὰν αὗται παριστῶσιν ἐγκληματικὴν καὶ δολίαν προαίρεσιν πρὸς ἐκτέλεσιν ἀδικήματος ῥητῶς προβλεπομένου καὶ τιμωρουμένου ὑπὸ τοῦ Ποινικοῦ Νόμου. Ὅθεν ὑπὸ τοιαύτας ἐπόψεις θέλει ἐκτιμήσει τὸ Συμβούλιον τὰ περὶ ὧν ὁ λόγος ζητήματα καὶ ὑπὸ τοιαύτην ἔννοιαν ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Νόμος τιμωρεῖ καὶ τὴν δι’ ἐμμέσου τρόπου ἐκδηλουμένην ἐγκληματικὴν διάνοιαν ἔν τινι δημοσευθέντι ἀξιοκατακρίτῳ ἄρθρῳ, οὐχὶ δὲ ἀπολύτως καὶ οἱονεὶ αὐθαιρέτως, καὶ οὐχὶ διὰ τῆς συγχύσεως διακεκριμένων ἀξιοποίνων πράξεων.»[1].
Στην καθ’ ημάς Ανατολή όμως οι α-χρηστείς και αχρηστευτές του δημόσιου λόγου περί άλλα τυρβάζουν.
— The Athens Review of Books
[1] Βλ. Π.Κ. Τσούκας - Αικ. Φλεριανού, «Το ποινικό παρελθόν της δεδηλωμένης», Ελληνική Δικαιοσύνη, 51(2010), 1569-70.