Ιωάννης Σαρμάς, «Εμείς ο λαός». Η συνταγματική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. x + 530
Ο συγγραφέας Ιωάννης Σαρμάς, ο οποίος στο παρελθόν έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου[1], καταπιάνεται τώρα με τη συνταγματική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον (εφεξής ΑΔ). «Εμείς ο Λαός», ο τίτλος του βιβλίου, είναι οι τρεις πρώτες λέξεις του προοιμίου του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.Στόχος του, ο οποίος αποκαλύπτεται στον αναγνώστη, νομικό ή μη, από το προοίμιο, είναι να αποτελέσουν οι νομολογιακές λύσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνώμονα για την επίλυση παρόμοιων ζητημάτων που αντιμετωπίζει η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας «η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, ο γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, το κάψιμο από διαδηλωτή της σημαίας, οι σχέσεις του κράτους και της θρησκείας, ο περιορισμός των ελευθεριών χάριν αποτροπής τρομοκρατικών ενεργειών, το κράτος δικαστών, η διαιρεμένη κυριαρχία είναι ζητήματα που απασχόλησαν και απασχολούν τη δικαιοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως απασχολούν και τη δική μας». Ωστόσο, στόχος του συγγραφέα δεν είναι η παρουσίαση των συγκεκριμένων λύσεων που δόθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τη δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά η παρουσίαση της διανοητικής πορείας του δικαστή προς τη λύση, ήτοι του τρόπου διάρθρωσης του δικανικού συλλογισμού.
Ο συγγραφέας εκκινεί από τους ιστορικούς λόγους που οδήγησαν στην υιοθέτηση και διαμόρφωση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που καθόρισε τις επιλογές του συντακτικού νομοθέτη. Η δε δομή του βιβλίου ακολουθεί την εξέλιξη της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πορεία των ετών και τη σταδιακή διαμόρφωση του ρόλου του σε ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια, το καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε ένα από τα βασικά ζητήματα που αναδείχθηκαν μέσα από τη νομολογία του ΑΔ σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Παρουσιάζονται αναλυτικώς συνολικά 56 αποφάσεις, οι οποίες είναι αντιπροσωπευτικές της περιόδου νομολογιακής δημιουργίας στην οποία εκδόθηκαν.
Το πρώτο κεφάλαιο, που αφορά την περίοδο 1796 έως 1876, παρουσιάζει τη νομολογία του ΑΔ πάνω στο θέμα της διπλής αλλά και διαιρεμένης κυριαρχίας επί του αμερικανικού εδάφους,ήτοι της κυριαρχίας της Ομοσπονδίας και της κυριαρχίας των Πολιτειών, όπως αυτή ιδρύεται και ρυθμίζεται από τον υπέρτατο νόμο, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο δεύτερο κεφάλαιο, που αφορά την περίοδο 1877 έως 1941, αναπτύσσεται ο ρόλος του δικαστή στο σύστημα κατανομής της εξουσίας εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, το Ανώτατο Δικαστήριο, η πλειοψηφία του οποίου απαρτίζεται από συντηρητικούς δικαστές, φαίνεται να παρεμβαίνει στις επιλογές της πολιτικής εξουσίας, παίρνοντας θέση υπέρ λύσεων που ευνοούν την ιδιοκτησία και το κεφάλαιο εις βάρος των αδυνάτων. Το τρίτο κεφάλαιο, που αφορά στην περίοδο 1941 έως 1971, παρουσιάζει τη νομολογία του ΑΔ, εκκινώντας από την περίοδο του πολέμου, και τον τρόπο που δόθηκε προτεραιότητα αρχικά στην ασφάλεια και μετέπειτα στις ελευθερίες, αντανακλώντας τον επηρεασμό του δικαστή από τις αντιλήψεις της εποχής του. Ο ορισμός ως προέδρου του Δικαστηρίου το 1954 του Ερλ Γουόρεν εισήγαγε το ΑΔ σε μια από τις λαμπρότερες περιόδους της ιστορίας του.[2] Το ΑΔ επανακαθόρισε το δίκαιο των ατομικών ελευθεριών στις ΗΠΑ με γνώμονα την προστασία των μειονοτήτων και των πάσης φύσεως αδυνάτων. Το τέταρτο κεφάλαιο, που αφορά την περίοδο 1969 έως σήμερα, παρουσιάζει την αλλαγή της φυσιογνωμίας του Δικαστηρίου. Μέσα από την νομολογία του ΑΔ αναδεικνύονται κοινωνικής φύσεως ζητήματα αυτοπροσδιορισμού, θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας, σεξουαλικής ελευθερίας και αποδοχής της διαφορετικότητας.
Χαρακτηριστική της σταδιακής διαμόρφωσης της νομολογίας του ΑΔ με το πέρας των ετών ήταν η εκ μέρους του ερμηνεία της Πρώτης Τροποποίησης και της προστασίας που αρμόζει στην ελευθερία του λόγου, την οποία αναλυτικώς παρουσιάζει ο συγγραφέας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της ερμηνείας της Πρώτης Τροποποίησης και του καθορισμού των ορίων των θεμιτών περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης, το ΑΔ υιοθέτησε σταδιακά διάφορα κριτήρια, όπως το κριτήριο του σαφούς και παρόντος κινδύνου, την απαγόρευση προληπτικών περιορισμών, για να καταλήξει, προς επίλυση της σύγκρουσης των εννόμων αγαθών στις υποθέσεις δυσφήμησης, στο κριτήριο του πραγματικού δόλου, βάσει του οποίου μόνο η ενσυνείδητη προβολή ψευδών ισχυρισμών γεγονότων δικαιολογεί τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την απόφαση-σταθμό του ΑΔ στην υπόθεση The New York Times v. Sullivan, με την οποία προσδιορίσθηκε θετικά το περιεχόμενο της ελευθερίας του λόγου. Το Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στην κρίση περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου της δυσφήμησης από τα κατώτερα δικαστήρια, αλλά εξέτασε το γενικότερο ζήτημα της συμβατότητας ή όχι της ευθύνης για δυσφήμηση δημοσίων λειτουργών με την προστατευόμενη από την Πρώτη Τροποποίηση ελευθερία του λόγου. Eιδικότερα, το Δικαστήριο δεν προέβη σε adhoc στάθμιση των αντικρουόμενων αγαθών, ήτοι της προστασίας της τιμής του θιγομένου και της ελευθερίας του λόγου, αλλά ακολούθησε την τεχνική της εννοιολογικής ή κατηγορικής στάθμισης, κρίνοντας ότι, εν γένει, η προστασία του λόγου υπερτερεί έναντι της προστασίας της υπόληψης των δημοσίων προσώπων, εκτός από την περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Τα παραπάνω αποτυπώθηκαν στον συνταγματικό κανόνα του «πραγματικού δόλου», σύμφωνα με τον οποίο οι δημόσιοι λειτουργοί δεν μπορούν να αποζημιωθούν σε υποθέσεις δυσφήμησης για ψευδείς ισχυρισμούς που αφορούν στη δημόσια συμπεριφορά τους, εάν δεν αποδείξουν ότι οι εν λόγω δυσφημιστικοί ισχυρισμοί δημοσιεύθηκαν με γνώση της αναλήθειάς τους ή με απερίσκεπτη αδιαφορία για το κατά πόσον ήταν αληθείς ή ψευδείς.
Την υποχρέωση ανοχής της κριτικής εκ μέρους των δημοσίων και δη πολιτικών προσώπων έχει επανειλημμένως επισημάνει και το Δικαστήριο του Στρασβούργου, η νομολογία του οποίου επιτελεί ρόλο καθοδηγητή στην νομολογία των κρατών-μελών. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρέχει apriori προβάδισμα στην ελευθερία του λόγου. Αναγνωρίζει ρητώς την ελευθερία της έκφρασης ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος και προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας του. Στο πλαίσιο αυτό έχει υιοθετήσει συγκεκριμένα κριτήρια στάθμισης τα οποία εφαρμόζει στις υποθέσεις δυσφήμησης, προκειμένου να κρίνει εάν ένας περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης συμβαδίζει με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Αντιθέτως, η ελληνική νομολογία φαίνεται να εθελοτυφλεί όσον αφορά στη θέση που αρμόζει στην ελευθερία του τύπου ως συστατικού στοιχείου του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έχει χαθεί η ισορροπία κατά τη χάραξη των ορίων της επιτρεπτής αιχμηρής κριτικής, με αποτέλεσμα να πριμοδοτείται απροκάλυπτα το δικαίωμα στην προστασία της τιμής έναντι της ελευθερίας της έκφρασης. Η εύλογη αντίδραση έναντι του κίτρινου τύπου και του πολιτικού κουτσομπολιού έχει οδηγήσει σε μία συλλήβδην αντιμετώπιση των υποθέσεων προσβολής προσωπικότητας δια του τύπου και ειδικότερα στην καταδίκη του τύπου, ακόμα και στις περιπτώσεις που κρινόταν η άσκηση κριτικής στους κυβερνώντες και εν γένει στα δημόσια πρόσωπα για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Οι έλληνες δικαστές αγνοούν στο αιτιολογικό των αποφάσεών τους ‒είτε από έλλειψη παιδείας, παρά την επανειλημμένη καταδίκη της Ελλάδας, είτε από άκρατο πατριωτισμό‒ τη σχετική και δεσμευτική νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία της έκφρασης
«περιλαμβάνει όχι μόνον πληροφορίες και ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές και θεωρούνται ουδέτερες ή αδιάφορες, αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή αναστατώνουν […]. Το επιβάλλει ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και το ευρύ πνεύμα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία».
Ο έλληνας δικαστής δεν εξετάζει τη φύση των επίδικων δηλώσεων ως γνωμών ή ισχυρισμών γεγονότων και χαρακτηρίζει αδιακρίτως τους επίδικους χαρακτηρισμούς ως δυσφημιστικούς ισχυρισμούς γεγονότων, με αποτέλεσμα τη λανθασμένη απαίτηση απόδειξης της αλήθειας αυτών από τους εναγομένους εκπροσώπους του τύπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο δεν μπορεί να μην αναφερθεί, είναι η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 697/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου στην υπόθεση Κοτζιά κατά Βασιλάκη. Η υπόθεση αφορά το επίδικο δημοσίευμα στην Athens Review of Books, για την ακρίβεια επιστολή αναγνώστη, με αφορμή την παρουσίαση στην Παλαιά Βουλή του βιβλίου του Ν. Κοτζιά Η εξωτερική πολιτική στον 21ο αιώνα. Ο συγγραφέας του δημοσιεύματος επέκρινε στην επιστολή του τη χρήση της αίθουσας της Παλαιάς Βουλής για ένα τέτοιο γεγονός, διατυπώνοντας με έντονα κριτικά τρόπο την άποψη ότι η αξιοποίησή της θα πρέπει να επιφυλάσσεται για γεγονότα μείζονος σημασίας και όχι για κάθε είδους εκδηλώσεις. Στο δεύτερο λοιπόν μέρος της επιστολής του, ο συγγραφέας του επίμαχου δημοσιεύματος προέβη σε αιχμηρούς χαρακτηρισμούς για τον Νικόλαο Κοτζιά, αναφέροντας μεταξύ άλλων επί λέξει ότι «… στην περίπτωση του Κοτζιά δεν μιλάμε για έναν απλό κνίτη της μεταπολίτευσης […] μιλάμε για έναν πραγματικό γκαουλάιτερ του σταλινισμού». Ο Άρειος Πάγος, παρά την ύπαρξη αντίθετης εισήγησης, απέρριψε ‒παραδόξως ομόφωνα‒ την αίτηση αναίρεσης και επικύρωσε την εφετειακή απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη της την αξιολογική φύση της έκφρασης «γκαουλάιτερ του σταλινισμού», λαμβάνοντας τη λέξη γκαουλάιτερ με την κυριολεκτική της σημασία, επαναλαμβάνοντας μάλιστα την ετυμολογική ανάλυση του Εφετείου. Και διατύπωσε τη γνώμη ότι ο συντάκτης της επίμαχης επιστολής προσέβαλε την προσωπικότητα του θιγομένου με τον εν λόγω χαρακτηρισμό, ο οποίος είναι «πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, αφού τον περιγράφει ως άτομο με ακραίες και απολυταρχικές απόψεις και με εκτεταμένη προπαγανδιστική πρακτική, που έχει ως στόχο την καταστολή αντίθετων με τις δικές του απόψεων και την εξόντωση των αντιπάλων του». Στο ως άνω πλαίσιο κατέληξε στην ύπαρξη συκοφαντικής δυσφήμησης του ενάγοντος. Ουδόλως λήφθηκε υπόψη η ιδιότητα του θιγομένου ως πολιτικού προσώπου και το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα δημοσίευμα που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πολιτική του πορεία και στον δημόσιο και όχι τον ιδιωτικό του βίο.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά την λύση φαίνεται ότι θα δώσει το Δικαστήριο του Στρασβούργου, καταδικάζοντας την Ελλάδα για την επιμονή στον έλεγχο της ακρίβειας των αξιολογικών κρίσεων, με συνακόλουθο αποτέλεσμα την αυτολογοκρισία των εκπροσώπων του τύπου και τη νόθευση του δημοσίου διαλόγου.
[1] Βλ. Ιωάννης Σαρμάς, Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής (Αντ. Ν. Σάκκουλας 1998) και Ελευθερία με υπεροχή του δικαίου. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Αντ. Ν. Σάκκουλας 2003).
[2] Για την Warren Court βλ. αναλυτικά σε Ν. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στην νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 596.
Απόφαση δικαστηρίου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης!
«Και ναι μεν απεδείχθη ότι ο ενάγων [: Υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς] υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος [!] του ΚΚΕ» [το οποίο ιδρύθηκε το 1924 ‒ ο Κοτζιάς γεννήθηκε το 1950], όμως «ούτε και από τα κείμενά του που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς [δηλαδή το καθεστώς Χόνεκερ που ήταν ολοκληρωτικό και όχι απολυταχικό] και η διαφήμισή του».
(Απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την οποία επικύρωσε ο Άρειος Πάγος, στην υπόθεση Κοτζιάς κατά Athens Review of Books)
Πέραν από την αδιανόητη και εξόφθαλμη έλλειψη απλής λογικής που προδίδει μια απόφαση δικαστηρίου η οποία εμφανίζει άτομο που γεννήθηκε το 1950 να είναι «ιδρυτικό στέλεχος» ενός κόμματος του οποίου η καταστατική πράξη (ως ΚΚΕ και όχι ως ΣΕΚΕ) χρονολογείται από το 1924, δηλαδή 26 χρόνια νωρίτερα·
Πέρα από την παντελή έλλειψη λογικής που εκφράζει το σκεπτικό μιας απόφασης υψηλόβαθμου δικαστηρίου, η οποία ισχυρίζεται ότι ένα άτομο μπορεί μεν να είναι «ιδρυτικό στέλεχος» κόμματος (και δη κομμουνιστικού), χωρίς όμως να ασπάζεται και να προωθεί τις αρχές του·
Πέραν από την θλιβερή αμάθεια και έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων ιστορίας αλλά και ορολογίας της πολιτικής επιστήμης που προδίδει η ανιστόρητη και αναχρονιστική χρήση του όρου «απολυταρχικό» (που παραπέμπει στην εποχή της απόλυτης μοναρχίας), αντί του ορθού «ολοκληρωτικό», προκειμένου το δικαστήριο να αναφερθεί στο καθεστώς της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας·
προξενεί βαθιά ανησυχία και έντονο προβληματισμό μια απόφαση δικαστηρίου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία συγκρούεται ευθέως με θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής έννομης τάξης που αφορούν την ελευθερία του λόγου και την ελευθεροτυπία – αρχές τις οποίες έχουν διαχρονικά υπερασπιστεί τόσο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και ιδίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ας ελπίσουμε ότι μια δυνητική προσφυγή στο ευρωπαϊκό επίπεδο εναντίον αυτής της απόφασης θα αποφευχθεί τελικά και ότι η ελληνική δικαιοσύνη δεν θα διασυρθεί διεθνώς για παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος άρρηκτα ταυτισμένου με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Νικηφόρος Διαμαντούρος
Πρώην Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Για οποιονδήποτε διαθέτει στοιχειώδη αίσθηση του χιούμορ θα μπορούσε να είναι πολύ διασκεδαστική αυτή η απόφαση, η οποία κατατάσσει τον αντίδικο της ARB στους βιβλικούς Μαθουσάλες, που έζησαν εκατοντάδες χρόνια, όπως τον Νώε και τον Ιώβ. Θα ήταν όντως διασκεδαστική η ασυναρτησία της απόφασης και το non-sequitur που εισάγει μεταξύ της ιδιότητας του ιδρυτού ενός κόμματος και εκείνης του υποστηρικτή των αρχών του ιδίου κόμματος. Δυστυχώς εκτός από διασκεδαστική η απόφαση είναι και ανησυχητική γιατί εικονογραφεί πόσο πάσχει πλέον στην πράξη η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, που εγγυάται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ότι η αρχή αυτή είναι η εγγύηση της πολιτικής ελευθερίας σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία το γνωρίζουμε πολύ καλά από τότε που έγραψε ο Montesquieu. Και ο μεγάλος κίνδυνος που ενέχει η απόφαση είναι πραγματικά ότι δημιουργεί την ισχυρή εντύπωση ότι η διάκριση των εξουσιών δεν λειτούργησε αποτελεσματικά στην υπόθεση αυτή.
Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Οι δηλώσεις αυτές όπως και ανάλογες δεκάδων άλλων επιστημόνων είχαν γίνει μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τον Σεπτέμβριο 2016. (Βλ. «Τείχος επιστημόνων ενάντια στη δικαστική αυθαιρεσία», ARB, τχ. 77, Οκτώβριος 2016, διαθέσιμο στο https://goo.gl/omEeoF).