Αρκάς: Ο προφήτης, εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 2016, σελ. 64
Η θαυματουργή προφητεία είναι παραμύθι. Η επιστημονική όμως προφητεία είναι γεγονός … Ας κρώζουν οι μαμόθρεφτοι «σοσιαλιστές», ας φρενιάζει κι ας λυσσομανά η αστική τάξη. Μόνο άνθρωποι που κλείνουν τα μάτια τους για να μη βλέπουν και βουλώνουν τα αφτιά τους για να μην ακούνε μπορεί να μην αντιλαμβάνονται πως για την παλιά καπιταλιστική κοινωνία, που κυοφορεί τον σοσιαλισμό, άρχισαν οι πόνοι της γέννας.
Β.Ι. Λένιν, «Προφητικά λόγια»[1]
Καθώς ο παρών χρόνος μας δεν είναι παρά μια ιλιγγιώδης αλληλουχία από «τώρα», τα οποία ακαριαία μετατρέπονται σε απροσέγγιστο παρελθόν, το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι το μέλλον, κι ας μην το έχουμε ακόμα. Μπορούμε όμως να το φανταζόμαστε και να το περιγράφουμε. Αυτή η δυνατότητα, άλλωστε, μας έκανε ανθρώπους. Στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, η ζωή συντελείται κατά έναν μη ιστορικό τρόπο και ο θάνατος ενός μέλους της αγέλης συνιστά ανησυχητικό αλλά παροδικό επεισόδιο. Στο είδος μας, η ζωή συντελείται μεταξύ αναπολήσεων και προσδοκιών και ο θάνατος κάθε μέλους της κοινότητας αποκτά τη δική του «χρονικότητα», με μνήματα, κειμήλια και δεήσεις που θα συνοδεύουν τις διαδρομές της ψυχής του στο επέκεινα. Οι άνθρωποι έχουμε πάντα ένα μέλλον, ακόμη και ως νεκροί, και το να μπορείς να προφητεύεις αυτό το μέλλον κρίθηκε σαν θεϊκό χάρισμα, σε κάθε εποχή και σε κάθε κουλτούρα.
Στην αρχή του 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Σλέγκελ εξηγούσε πως «ο ιστορικός είναι ένας προφήτης που κοιτάζει ανάποδα». Κατ’ αναλογία, ο προφήτης είναι ένας ιστορικός που αφηγείται τα επερχόμενα. Συχνά, και στις δύο περιπτώσεις, ο λόγος τους έχει αποδειχθεί αφερέγγυος. Ιδίως τον 19ο αιώνα, ενόσω μεταβάλλονταν αθρόα τα σύνορα αυτοκρατορικών επικρατειών και διαμορφώνονταν τα έθνη-κράτη, οι ιστορικοί εξιδανίκευαν φυλετικές καταγωγές, επινοούσαν «μακραίωνες παραδόσεις» ή ανέπτυσσαν σοβινιστικές και διαστρεβλωμένες εκδοχές της ιστορίας, με τις οποίες ήθελαν να ενισχύσουν την εθνική συνοχή. Ταυτόχρονα όμως, χάρη στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, αποκτούσαν ορθολογική χροιά και προφητείες που μετέτρεπαν την εθνική συνοχή σε ταξική αλληλεγγύη και τα κρατικά σύνορα σε ρήξη μεταξύ αστών και προλεταριάτου. Με βάση τις οικονομικές αναλύσεις του Άνταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο, όσο και τις «αντιφάσεις» της Χεγκελιανής διαλεκτικής, ο Μαρξ προφήτευσε («επιστημονικά», όπως το αναγνώριζε και ο Λένιν) την έλευση μιας παγκόσμιας κοινωνίας ευτυχισμένων εργατών, που θα αποδίδουν σύμφωνα με τις ικανότητές τους και θα αμείβονται σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Αυτή η «προφητεία», με τις μεταβάσεις από τη δουλοκτησία στη φεουδαρχία, στον καπιταλισμό κι εντέλει στον κομμουνισμό, δεν διαφέρει από τα όσα προφήτευε και ο Ιωακείμ ντε Φλόρε το 1200, για τη διαίρεση της ιστορίας της ανθρωπότητας σε περίοδο του Πατρός (μέχρι τη γέννηση του Ιησού), περίοδο του Υιού (από τη γέννηση ως το 1200) και περίοδο του Αγίου Πνεύματος (την οποία ο ντε Φλόρε έβλεπε να έρχεται οσονούπω, όπως ο Ένγκελς την προλεταριακή επανάσταση μετά το 1848). Μολονότι ο ντε Φλόρε εξήψε την προσοχή του Αγίου Μποναβεντούρα και του Θωμά Ακινάτη κι εξυμνήθηκε από τον Ντάντε, οι προφητείες του δεν είχαν τον αντίκτυπο εκείνων του Μαρξ, που δεν παύουν να συγκινούν ως τις μέρες μας. Ομολογουμένως, είναι απείρως επιστημονικότερες από θεολογικές υποδιαιρέσεις της ιστορίας ή από αστρολογικές προβλέψεις και μερομήνια (στα οποία εξακολουθούν να παραπέμπουν κάποιοι τηλεπαρουσιαστές), έχουν όμως προκαλέσει απείρως περισσότερα θύματα από όσα λ.χ. οι σιτοδείες λόγω δεισιδαιμόνων μετεωρολογικών προβλέψεων.
Έτσι ή αλλιώς, με τους ανθρώπους να αγωνίζονται και να αγωνιούν διαρκώς για ένα καλύτερο μέλλον, οι προφητείες αποτελούν σταθερή αξία. Καλοί ή κακοί προφήτες, αυθεντικοί ή ψευδοπροφήτες «οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες», όπως προειδοποιεί το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (7: 15), οι προφήτες ποτέ δεν έχασαν τις επαγγελματικές τους ευκαιρίες. Ούτε μοιάζει πιθανό να τις χάσουν, ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, τότε είναι που οι προφήτες γίνονται δημοφιλέστεροι, αφού οι οικονομικές κρίσεις συμβαδίζουν μόνιμα με περιόδους πνευματικής ακρισίας.
Δεν είμαι σίγουρος αν ο Προφήτης του Αρκά ανήκει στους προφήτες που θα ενέκρινε ο ευαγγελιστής Ματθαίος ή αν θα παρομοίαζε τα λόγια του με καρπούς δένδρου «μη κάμνοντος καρπόν καλόν» και γι’ αυτό «εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται». Για πάρα πολλούς πάντως, όπως έδειξαν ορισμένες κατά συρροήν αντιδράσεις στο διαδίκτυο, αυτή η τελευταία είναι η πρέπουσα αντιμετώπιση.
Ένας Αρκάς, τον οποίο οι πάντες καλοδέχονταν ως κορυφαία πνευματώδη και ανατρεπτικό, έδειξε για κάποιους να αλλάζει ρότα. Από σαρκαστής της εφηβικής ερωτικής ανασφάλειας στο Κόκκορα, των αδικιών του ποινικού συστήματος στον Ισοβίτη, των υψηλών αναζητήσεων της τέχνης στις Σόου Μπίζνες, των παιδαγωγικών μεθόδων στις Χαμηλές Πτήσεις, της επιστημονικής αναλγησίας στα Πειραματόζωα, της γεροντικής ζωοφιλίας στον Καστράτο και στους Συνομηλίκους, του φόβου του θανάτου στη Ζωή Μετά, του κυνισμού της κτηνώδους δύναμης στα Επικίνδυνα Νερά ή της κακογλωσσιάς στο Μαλλί με Μαλλί, έμοιασε αίφνης να πολιτικοποιείται και, απέναντι στην «πρώτη φορά Αριστερά», να εκδηλώνεται πρώτη φορά «συντηρητικά». Όπως έχει πει ο Αϊνστάιν, «δύο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία· και δεν είμαι σίγουρος για το σύμπαν». Όταν σαρκάζεις τα πάντα, όταν δεν φείδεσαι καμιάς κοσμικής ή θρησκευτικής ιερότητας, γιατί θα πρέπει να σεβαστείς αίφνης την Αριστερά – και μάλιστα μια Αριστερά που, με μορφή ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τείνει μάλλον σε σύμπραξη του «ποιοτικού σχήματος» του αρκουδιάρη Χλέμπουρα και του «εμπορικού σχήματος» της γενειοφόρου Θέκλας, από τις Σόου Μπίζνες, παρά σε σύγχρονο πολιτικό σχήμα. Με άλλα λόγια, δεν στράφηκε ο Αρκάς στην πολιτική, η πολιτική προσέγγισε το πνεύμα των αστεϊσμών του.
Γιατί, λοιπόν, κάποιοι που επί δεκαετίες απολάμβαναν την υπέροχη ανεμελιά του γουρουνιού στα άγχη του κόκκορα ή την ιδιοφυή ειρωνεία του Μοντεχρήστου προς τον Ισοβίτη, κάποιοι που φαιδρύνονταν με τον σουρεαλιστικό ερωτισμό της Θέκλας ή τον ασύστολο της Λουκρητίας, ξεκαρδίζονταν με ό,τι σκάρωνε το νεαρό σπουργίτι στον πατέρα του, εξονείδιζαν τη φρίκη των εργαστηρίων με ζωάκια που βασανίζονται σε άχρηστα πειράματα, και, γενικά, κάποιοι που θαύμαζαν την αγχίνοια του δημιουργού, υμνώντας το χιούμορ του, τον έκριναν «συντηρητικό» ή «δεξιό» στον Προφήτη; Η προφανής απάντηση είναι ότι αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στα θύματα των εμπαιγμών του. Όχι πια ένας νευρωτικός κόκκορας, ένας ντροπαλός ισοβίτης, ένας άβουλος πατέρας σπουργίτης κ.ο.κ., από τους οποίους κάτι ίσως αναγνωρίζει και στον εαυτό του ο αναγνώστης, χωρίς να θίγεται γι’ αυτό, αλλά ολόκληρος ο κόσμος του αναγνώστη ως θύμα του εμπαιγμού. Και αυτό, όσο να ’ναι, δύσκολα μπορεί να αρέσει. Χρειάζεται πολλή εντιμότητα, εάν έχεις ασπαστεί τον Σεπτέμβριο του 2014 το «η ελπίδα έρχεται», να δεχτείς τον Νοέμβριο του 2016 ότι «την ελπίδα τη φέρνει μόνο ο αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα», κι αυτό να μην ενέχει κάτι απολύτως άξιο καγχασμού. Εάν δεν διαθέτεις τόση εντιμότητα, μέμφεσαι τον Αρκά και τη «συντηρητικοποίησή» του.
Αλλά ο Αρκάς πέτυχε, και αυτή τη φορά, αυτό που αριστουργηματικά καλά πετυχαίνει πάντα με τους ήρωές του: τη μετατροπή της γνώσης σε απόγνωση, με το χιούμορ ως έξοχο καταλύτη της μετατροπής. «Μιλάς συνεχώς για συμφορές και βάσανα! Μόνο αυτά βλέπεις στο μέλλον;» ρωτά κάποια φωνή από το πλήθος τον προφήτη. «Όχι, αλλά δεν θέλω να σας τρομάξω», απαντά εκείνος με γαλήνιο ύφος, κάνοντας ακόμη πιο τρομακτική την απάντησή του.
Από τη μια ένας αξιοθρήνητος σε όψη γέρος, φαλακρός με λευκά γένια, κι από την άλλη ένα πλήθος χωρικών, με τα κοστούμια και το αρχιτεκτονικό τοπίο πίσω τους να παραπέμπουν σε μεσαίωνα. Κάπου πολύ μετά την εποχή του Θρασύλλου, τον οποίο συμβουλεύονταν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, κι αρκετά πριν τον Νοστράδαμο. Πάντα σ’ ένα ψηλότερο επίπεδο, ο προφήτης εξαγγέλλει τους συνήθως επικριτικούς προς το πλήθος χρησμούς του. Πού και πού, βέβαια, εμφανίζεται μια ευφυής φωνή από το πλήθος να καγχάσει και τον προφήτη. Όταν λ.χ. εκείνος ρωτά: «Τι θέλετε να ακούσετε, γλυκά ψέματα ή πικρές αλήθειες;», κάποιος από το πλήθος ενδιαφέρεται να μάθει: «Σε αλμυρά τι έχεις;». Η διακωμώδηση δεν αφήνει κανέναν αλώβητο, όπως τυπικά συμβαίνει στα έργα του Αρκά. Κατά κανόνα, όμως, μέγας καγχαστής είναι ο προφήτης. Ακόμη κι όταν το πλήθος δείχνει κάπως αδιάφορο, δηλώνοντας: «Σήμερα έχουμε δουλειές, προφήτη. Θα έρθουμε αύριο να μας πεις για το μέλλον μας», πάλι ο προφήτης έχει την τελευταία λέξη, συμπεραίνοντας: «Με συμφέρει αυτό!... Αύριο το μέλλον σας θα είναι λιγότερο». Προφητεία απολύτως εξασφαλισμένη, αφού το «αύριο» συνεπάγεται, για κάθε άνθρωπο, μία μέρα λιγότερη από όσες συνολικά θα έχει ζήσει.
Η πλειονότητα των διαλόγων προφήτη-πλήθους θα μπορούσε άνετα να διασκεδάζει και όσους επένδυσαν στο «η ελπίδα έρχεται». Το ότι μόνιμα ο προφήτης αποπαίρνει τον λαό, ίσως ενοχλεί όποιον τρέφει υψηλή εκτίμηση στη λαϊκή σοφία, μα μόνο τόσο. Στο κάτω κάτω, όταν ο προφήτης δηλώνει με παρρησία στο πλήθος: «Είστε ηλίθιοι» κι εκείνο απορεί μ’ ένα: «Γιατί», η απάντηση που αθωώνει τον προφήτη είναι: «Πού να ξέρω, ο Θεός τα αποφασίζει αυτά».
Πολιτικά «αθώες» ηχούν πολλές ακόμη ατάκες. Αλλά όταν, λ.χ., κοιτάζοντας προς τον ουρανό, ο προφήτης εξαγγέλλει: «Κοιτάζω το μέλλον και βλέπω ανάπτυξη, βλέπω επενδύσεις, βλέπω δουλειές, βλέπω ευημερία και σκέπτομαι: τα μανιτάρια που έφαγα χθες πρέπει να είχαν πρόβλημα», ο συνειρμός, αναπόδραστα, εστιάζεται στην επικαιρότητά μας. Με ιδιαίτερα μεγάλο το ποσοστό προγαστόρων στα κυβερνητικά στελέχη, πώς να μη σκεφτεί κανείς πως σε βουλιμική κατανάλωση «προβληματικών μανιταριών» θα οφείλονται οι απολύτως ανάλογες εξαγγελίες τους; Ομοίως και όταν το ενοχλημένο πλήθος αποδοκιμάζει τον προφήτη λέγοντας: «Είσαι ένας κατσούφης γέρος που φέρνει την απελπισία», κι εκείνος τους κατατροπώνει με την ερώτηση: «Μήπως προτιμάτε έναν γελαστό νέο που φέρνει την ελπίδα;».
Προφανώς, ο αστεϊσμός δεν περιορίζεται στην απλή παράθεση αντωνύμων. Η ιλαρότητα λειτουργεί χάρη στη σαφή πολιτική της στόχευση. Μπρος όμως σε μιαν Αριστερά η οποία έκανε έμβλημά της τον «γελαστό νέο που φέρνει την ελπίδα», αφοσιωμένη στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και μακριά από ολοκληρωτισμούς, υποτίθεται, μα με τον «γελαστό νέο» να έχει δηλώσει «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν», κάθε σκώμμα προς το εκλογικό σώμα που τον έκανε πρωθυπουργό νομίζω πως είναι δικαιολογημένο. Έστω και αν το χιούμορ τού συγκεκριμένου καρέ θα χάσει κάποτε τη διαχρονική του αξία, όταν τα σκίτσα του Αρκά θα εξακολουθούν να ευφυολογούν, ενώ ο «γελαστός νέος» θα έχει περάσει στη λήθη.
Δεν είναι όμως τόσο στοχευμένες στα ελληνικά πράγματα όλες οι ρήσεις του Προφήτη. Πολλές διατηρούν ευρύτερο βεληνεκές. Στο «γκρο-πλαν» του προφήτη με τη διάγνωση: «Ο λαός, με το αλάνθαστο ένστικτό του, καταλαβαίνει αμέσως ποιοι είναι οι ψεύτες, οι απατεώνες και οι τυχοδιώκτες και τους δίνει την εξουσία», δεν μπαίνει στον στόχο μία μόνο χώρα. Στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι, στην Αγγλία του Νάιτζελ Φάρατζ ή στις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ π.χ., η έφεση του πλήθους υπήρξε αυτή ακριβώς. Και η περίσκεψη την οποία γενούν τέτοιοι χρησμοί αφορά το τι γίνεται όταν, με δημοκρατικές διαδικασίες, οι πολίτες απεμπολούν την δημοκρατία; Πώς ένας κόσμος που έχει γευτεί την «ανοιχτή κοινωνία», με τις ανισότητές της, σίγουρα, και τις αδικίες της, συχνά, μα και με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και τις ευκαιρίες για κάθε μεμονωμένο άτομο να υπερβεί προκαθορισμούς οικογενειακής καταγωγής ή φύλου, πώς λοιπόν, ένας τέτοιος κόσμος, δημιουργεί πλειοψηφίες που παλινδρομούν στον αυταρχικό έλεγχο του ατόμου από την κοινότητά του και στους παραδοσιακούς δεσμούς που οικοδομούν τη συνοχή κάθε ομάδας στην εχθρότητά της προς τις άλλες;
Η επικαιρότητά μας, ελληνική όσο και πανευρωπαϊκή, με τα φαντάσματα των εθνικισμών και του ταξικού μίσους να ξυπνούν, έδωσε στον Αρκά ένα ακόμη πεδίο ευφυών αστεϊσμών. Όπως οι ανταγωνιστικές σχέσεις παιδιών-γονιών, όπως η φρίκη της χρήσης ζώων για πειράματα καλλυντικών, όπως ο θλιβερός συγχρονισμός στη γήρανση σκύλου και αφεντικού, όπως οι φαντασιώσεις περί μεταθανάτιας ζωής κ.λπ., ο Αρκάς βρήκε πάλι ένα προσφυές γήπεδο εμπαιγμών, για να παίζει και να εμπαίζει. Ούτε παραπάνω ούτε λιγότερο «πολιτικός» από όσο σε ό,τι άλλο διακωμώδησε τις τελευταίες δεκαετίες. Μάλλον η πολιτική προσέγγισε τον κόσμο του, όπως προείπα, παρά εκείνος τον δικό της.
Το ζήτημα, τελικά, δεν είναι εάν μπορεί ή δεν μπορεί κανείς να γίνει προφήτης στην πατρίδα του, αλλά εάν μπορεί ή δεν μπορεί να μείνει χωρίς πατρίδα. Εκεί, νομίζω, βρίσκεται η εξήγηση των αλλεπάλληλων επιτυχιών των λαϊκιστών σε όλο τον κόσμο. Η συνθήκη του χαμένου μέσα στην παγκοσμιοποίηση ατόμου δεν παλεύεται. Κάπου μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, η ένταξη στο κομμουνιστικό ιδεώδες πρόσφερε κάτι σαν «πατρίδα», όπως και η ένταξη στη χριστιανοσύνη ή στο Ισλάμ για τις προνεωτερικές κοινωνίες. Αλλά τα έθνη-κράτη που εισήγαγε ο ορθολογισμός του αιώνα των Φώτων έσπευσαν να προσφέρουν το ανορθολογικό τους αντίβαρο, με τον εθνικισμό και την εξασφάλιση της ατομικής αθανασίας μέσα από τη δόξα του έθνους. Μόλις εξέλιπε η άντληση υπερηφάνειας από το ότι ήταν κάποιος υπήκοος ενός σπουδαίου βασιλιά, εγέρθηκε η άντληση υπερηφάνειας από το ότι είναι μέλος ενός σπουδαίου έθνους. Όταν ο εαυτός σου σού πέφτει λίγος (και πώς να μη σου πέφτει, έκθετος στη φθορά της σάρκας), γίνεται απαραίτητος ένας θεός, ένας ηγεμόνας ή μία πατρίδα, που τα συνδυάζει όλα. (Χωρίς Βέλγους που οι Γάλλοι να τους κρίνουν αμβλύνοες, χωρίς Ιταλούς που οι Γερμανοί να τους θεωρούν νωθρούς, χωρίς ηπειρωτικούς Ευρωπαίους που οι Άγγλοι να τους κοιτούν ως υπανάπτυκτους και οι Έλληνες ως μόλις χθες κατελθόντες από τα δέντρα, μια ενιαία Ευρώπη δημιουργεί ανασφάλεια σε πάρα πολλούς από τους πολίτες της.)
Οι νευροεπιστήμονες βεβαιώνουν πως τόσο η επαναβίωση του παρελθόντος όσο και η προβολή στο μέλλον χρησιμοποιούν τις ίδιες νευρωνικές δομές. Ίσως γι’ αυτό βρισκόμαστε διαρκώς χαμένοι μεταξύ αναπολήσεων και προσδοκιών, ανίκανοι να συμβιβαστούμε με το πεπερασμένο της ύπαρξης. Και τίποτε δεν εξασφαλίζει καλύτερα αίσθηση αθανασίας από μιαν ένταξη σε ομοιογενή κοινότητα. Εξ ου η διάχυτη αντιπάθεια προς τις ελίτ. Αλλά η ένταξη σε κάποια ελίτ δεν αποτελεί ταξικό προνόμιο. Οι μεγαλοαστικές οικογένειες παράγουν εν αφθονία χυδαίους και αμαθείς. Η ένταξη σε κάποια ελίτ απαιτεί ατομική φιλομάθεια κι ευαισθησία, καταπόνηση και αυτοδιαπαιδαγώγηση. Αντ’ αυτών, η πλειονότητα προτιμά την ένταξη στην «ελίτ» των παιδιών του λαού. Οι «ηττημένοι της παγκοσμιοποίησης», αντί να υπερβούν την όποια ήττα τους μέσα στην παγκοσμιοποίηση, ενισχύοντας δημοκρατικούς θεσμούς, επιλέγουν να ενισχύουν έναν Βίκτορ Όρμπαν, έναν Χάινζ-Κρίστιαν Στράχε ή μία Μαρίν Λεπέν, με υπουργούς σαν τον Καμμένο ή τον Κοτζιά να δικαιώνουν και να επικροτούν τέτοιες επιλογές.
Υπάρχουν γλωσσολόγοι που ισχυρίζονται ότι λαοί με γλώσσες στις οποίες οι ρηματικοί τύποι δεν αλλάζουν στον μέλλοντα (π.χ. I eat, I shall eat) ζουν αμεσότερα τα επερχόμενα και έχουν πολύ πιο αναπτυγμένες οικονομίες σε σχέση με λαούς των οποίων οι γλώσσες αλλάζουν τους μελλοντικούς χρόνους (π.χ. τρώω, θα φάω) κι έτσι επιτρέπουν μιαν ανεμελιά περί τα επερχόμενα. Η στατιστική αυτή μοιάζει αμφίβολη. (Τα τουρκικά, λ.χ., μεταβάλλουν πολλά ρήματα στον μέλλοντα χρόνο, αλλά αυτό ούτε ερμηνεύει την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας ούτε την καθιστά αξιοζήλευτη.) Παραμένει γεγονός, ωστόσο, ότι οργανώνουμε τον ψυχισμό μας με τον τρόπο που επιβάλλει η γλώσσα. Με το να είμαστε συνειδητοί, βάζοντας σε λέξεις τις σκέψεις και τα αισθήματά μας, αφήνουμε ένα ασυνείδητο να δρα στην αφάνεια. Έτσι, εκείνο που εξηγεί τις οικονομικές διαφορές μεταξύ λαών είναι μάλλον το τεστ που θέτει ο Προφήτης στο πλήθος: «Αν μπορέσετε να ξεπεράσετε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, θα γίνετε όλοι πλούσιοι, δεν θα δουλεύετε και όλη μέρα θα διασκεδάζετε!... Το πιστεύετε;». Κι όταν το πλήθος απαντά ομόφωνα «Ναι!», ο Προφήτης εξηγεί: «Αυτό είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα».
Ανεξάρτητα από το πώς, στις διάφορες γλώσσες, αλλάζουν τα ρήματα σε μέλλοντα χρόνο, η ευπιστία είναι το πρόβλημα. Η ευπιστία και η αβασάνιστη παλινδρόμηση στο καταφύγιο της ορδής. Όπως και να έχει, ο Έλλιοτ το έχει θέσει εξαιρετικά στα Τέσσερα Κουαρτέτα: «Ο χρόνος ο παρών και ο παρελθών χρόνος / Ίσως κι οι δυο να ’ναι παρόντες στον μέλλοντα χρόνο». Κι αν, όπως βεβαιώνει μια «επιστημονική» προφητεία, «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», τότε κάθε λάθος κίνηση οδηγεί στην ίδια κατάληξη με κάθε σωστή. Ίσως γι’ αυτό και ο Προφήτης του Αρκά αποφαίνεται: «Όταν ο θεός δίνει σε κάποιον το χάρισμα να βλέπει το μέλλον, πρέπει να του δίνει και μερικά κουτιά αντικαταθλιπτικά».