… εγώ που μόνο τό ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Μανόλης Αναγνωστάκης
(Αφιερωμένο αποκλειστικά σε αριστερές χήνες του Καπιτωλίου)
Η Αριστερά έχει μεγάλη και δυσώνυμη παράδοση στον δογματισμό. Ακόμη και η απλή παρέκκλιση αντιμετωπιζόταν ως προδοσία της εκάστοτε ορθοδοξίας. Η άσκηση κριτικής στα λόγια και τα έργα της ήταν κάτι αδιανόητο. Η δυσανεξία της στη διαφωνία και στη διαφορά υπήρξε παροιμιώδης. Αν δεν είσαι φίλος (δηλαδή οπαδός) είσαι εχθρός. Υποτίθεται ότι η ακραία αυτή εκδοχή μετά το 1989 παραδόθηκε ως κειμήλιο στα ελάχιστα εναπομείναντα ΚΚ, τα οποία πλέον προστατεύονται ως γραφικά είδη υπό εξαφάνιση κάπου στα μέρη μας.
Η άλλη Αριστερά, μέσα στην πολυσυλλεκτική ασάφειά της, υποτίθεται ότι σέβεται έν τινι μέτρω τον διάλογο, την αντίθετη γνώμη, την πολυφωνία, έστω την ήπια αντίρρηση από δικούς της ή από καλοπροαίρετους αντιπάλους. Μέγας μύθος. Κριτική στην Αριστερά σημαίνει ότι προσχώρησες στο άλλο στρατόπεδο, ότι έγινες υποχείριο σκοτεινών δυνάμεων, ότι είσαι μίσθαρνο όργανο του μισητού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης η ελληνική Αριστερά διεκδίκησε το πολιτικό προνόμιο να κατακεραυνώνει τους αντιπάλους της, υποστηρίζοντας ότι όλοι ανήκουν στο κατεστημένο, εκτός από τους δικούς της οπλαρχηγούς, προεστώτες και ευγενείς. Μια τέτοια αυτοδικαιωτική στάση προσέλκυσε μεγάλο αριθμό διανοουμένων πάσης φύσεως και επιδιώξεως οι οποίοι ένιωθαν πολιτικά και ηθικά ασφαλείς, ακόμη και όταν συνέχιζαν να επιβαίνουν της εξουσίας. Το μεγαλύτερο ατύχημα που μπορεί να συμβεί σε κάποιον είναι να επιχειρήσει να αντιμετωπίσει με λογικά επιχειρήματα το ρητορικό παραλήρημα των ταρτούφων της αριστερής ιδεολογίας από τον χώρο της διανόησης.
Είναι γνωστό ότι μια καθιερωμένη μορφή άσκησης κριτικής στην εξουσία, ήδη από την αρχαιότητα, ήταν και μια μορφή γελοιογραφίας. Όπως η κωμωδία σατίριζε και λοιδορούσε χρησιμοποιώντας στη γραφή την υπερβολή, τη βωμολοχία και την τερατολογία, έτσι και η γελοιογραφία, τότε και τώρα, κάνει το ίδιο πράγμα: διακωμωδεί χρησιμοποιώντας το σκίτσο, τη ζωγραφική, με την υποβοήθηση συνήθως της γραφής. Το δηλώνει και η λέξη: γραφή του γελοίου. Ο γελοιογράφος διασύρει για να εντείνει τη δριμύτητα της επίκρισης, υπερβάλλει για να προκαλέσει γέλιο κι έτσι να κινητοποιήσει την κριτική ικανότητα του αναγνώστη. Συχνά απευθύνεται σε ανθρώπους που συμμερίζονται τις δικές του απόψεις, υποδαυλίζοντας έτσι την αντίδρασή τους σε συγκεκριμένα συμβάντα του κοινωνικού βίου.
Η Αριστερά, εύλογα, χρησιμοποίησε κάθε μορφή γελοιογραφίας για να επιτεθεί στους αντιπάλους της. Κανείς δεν την κατηγόρησε γι’ αυτό, έστω κι αν το χιούμορ ποτέ δεν ήταν το φόρτε της. Η γελοιογραφία, ακόμη και στις πιο ακραίες μορφές της, θεωρήθηκε νόμιμο μέσο ελέγχου αλλά και γενικότερου σχολιασμού της επικαιρότητας. Ας θυμηθούμε τον Μποστ και την αδυσώπητη γελοιογράφηση της Δεξιάς και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η Αριστερά όμως διέθετε πάντοτε αυτογνωμόνως το ηθικό πλεονέκτημα και, όλως παραδόξως, συνεχίζει να το διαθέτει, μολονότι δεκαετίες τώρα είναι σαρξ εκ της σαρκός του συστήματος. Σήμερα μάλιστα είναι το ίδιο το σύστημα που μεταλλάσσεται για να πάρει την καινούργια του μορφή.
Φαίνεται ότι αυτά τα απλά και στοιχειώδη τα αγνοεί (ή προσποιείται ότι τα αγνοεί) ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης Νίκος Χατζηνικολάου. Βλέπετε, τώρα δεν είναι στην εξουσία η Δεξιά αλλά η Αριστερά, και ο ίδιος ως ακραιφνής αριστερός πιστεύει πως ο γελοιογράφος πρέπει να ακολουθεί έναν ειδικό βλοσυρό κώδικα πολιτικής ορθότητος, αλλιώς υπηρετεί σκοτεινά συμφέροντα και πρέπει να καταδικαστεί. Όταν μάλιστα ο γελοιογράφος λέγεται Δημήτρης Χαντζόπουλος και εργάζεται στην Καθημερινή τότε είναι ηλίου φαεινότερον ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία. Οπότε ο πολιτικά ευαίσθητος καθηγητής εξανίσταται και εκφράζει την αγανάκτησή του στην πάντα δημοκρατικά πολυφωνική Αυγή, σε ένα κείμενο διαμαρτυρίας, όπου μεταξύ άλλων διαδηλώνει ότι:
«Οι δημοκρατίες, πανευρωπαϊκά, απειλούνται. Ο καθένας μας έχει την ευθύνη που του αναλογεί για όσα κάνει ή δεν κάνει. Να χτυπάς έναν ηγέτη της δημοκρατικής Αριστεράς με τόσο μένος, όταν δεν μπορείς να του προσάψεις τίποτα ως προς τον σεβασμό των δημοκρατικών αρχών, όταν έχουν ψηφιστεί στη Βουλή τον τελευταίο ενάμιση χρόνο σημαντικά νομοσχέδια που τις συγκεκριμενοποιούν και τις κατοχυρώνουν κι όταν ξέρεις, γιατί το ξέρεις, πόσο σάπιοι είναι εκείνοι που θέλουν να τον διαδεχτούν, τότε κάτι δεν πάει καλά με τη δουλειά που κάνεις. Πράγματι, όταν δουλεύεις στην πολιτική προπαγάνδα, είσαι σ’ ένα από τα επαγγέλματα που δεν χάνονται. Όταν, όμως, ήδη από το σημείο εκκίνησης, στη σύλληψη της γελοιογραφίας σου, αντί για γέλιο έχουμε σαρκασμό, σαρκασμό που μετατρέπεται σε περιφρόνηση, η περιφρόνηση σε μίσος και το μίσος τελικά σε εικόνα που στη συνέχεια πολλαπλασιάζεται σε χιλιάδες αντίτυπα, τότε συμμετέχεις κι εσύ, με τις μικρές σου δυνάμεις, στην εξασθένηση της Δημοκρατίας. Κρίμα.» («Όταν το μίσος γίνεται εικόνα»[1], Αυγή, 31.8.2016)
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε έναν τέτοιο συμφυρμό λογικής ασυνέπειας, θυμικής έντασης και πολιτικής αφέλειας. Είναι στοιχειώδης πρόνοια ενός σκεπτόμενου πολίτη να μην ταυτίζει τις απόψεις και τις πεποιθήσεις του με το δίκαιο, τον ορθό λόγο και την απόλυτη αλήθεια. Ακόμη πιο αναγκαία είναι η πρόνοια να μην θεωρεί τον αρχηγό της αγέλης ως τον νέο σωτήρα που δεν πρέπει κανείς να αγγίξει. Μιλάμε για «πρόνοια», γιατί ο σκεπτόμενος πολίτης, πόσο μάλλον ένας πανεπιστημιακός, πρέπει να είναι δύσπιστος έναντι της εξουσίας, ακόμη και αν την υποστηρίζει. Αυτός είναι ο ρόλος του και όχι η απόσβεση της κριτικής σκέψης. Ο Νίκος Χατζηνικολάου τι ακριβώς υπερασπίζεται: την εντιμότητα του μεγάλου τιμονιέρη και την παρθένα τιμή του κόμματος; Αυτή πρέπει να είναι η στάση ενός διανοουμένου έναντι του καθεστώτος; Ή μήπως νιώθει θιγμένος διότι δεν είναι έναντι αλλά εντός της εξουσίας;
Θα μπορούσε άλλωστε, αν θεωρεί ότι συμμετέχει σε μια συλλογικότητα που απειλείται, να απαντήσει σε απόψεις και θέσεις εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ που εκφράζονται καθημερινά με οξύτατο λόγο, από ανθρώπους που διαθέτουν ηθικό ανάστημα και έγκυρη γνώση· ορισμένοι μάλιστα προέρχονται από τον χώρο της Αριστεράς. Γιατί έβαλε στο στόχαστρο έναν γελοιογράφο; Μήπως γιατί αντιλαμβάνεται ότι αυτός κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην εικόνα του «ηγέτη» και στην κακή φήμη του κόμματος; Μήπως γιατί ψυχανεμίζεται ότι τα έργα και οι ημέρες του ηγέτη του και της περί αυτόν ομάδας είναι σχεδόν της αποκλειστικής αρμοδιότητας της γελοιογραφίας; Μήπως γιατί η γελοιογραφία έχει μεγάλη απήχηση και επηρεάζει τους απλούς πολίτες που δεν έχουν τη γνώση, τον χρόνο και το κουράγιο να παρακολουθήσουν πιο εξειδικευμένα κείμενα; Προφανώς.
Και πώς μπορούμε να μειώσουμε ένα γελοιογράφο, πώς μπορούμε να τον δείξουμε (ή καταδώσουμε) σαν ύποπτο; Μα, πολύ απλά αγνοώντας ή προσπερνώντας το έργο του και αποδίδοντάς του προθέσεις. Παλιά μου τέχνη κόσκινο: τα σκίτσα του Χαντζόπουλου δεν ασκούν κριτική ούτε προϋποθέτουν πολιτική ή/και φιλοσοφική σκέψη. Θεωρούνται εργαλεία προπαγάνδας που βασίζεται στον σαρκασμό, στην περιφρόνηση και, τελικά, στο μίσος. Αυτό (ή αυτός) που εσύ μισείς, νομίζει ότι εκείνο (ή εκείνος) σε μισεί! Έτσι, αντί να μιλάμε για το έργο και το μήνυμά του, ασχολούμαστε με τον διαταραγμένο υποτίθεται ψυχισμό του γελοιογράφου. Βέβαια, ο «σαρκασμός» ανήκει στα στοιχειώδη όπλα της σάτιρας, αλλά ο Ν. Χατζηνικολάου, με σεμνοτυφία ορθόδοξου θρησκόληπτου, τον βδελύσσεται. Για την «περιφρόνηση» και το «μίσος» παραπέμπουμε στην άβυσσο της ψυχής του ανθρώπου. Αν ωστόσο ο Ν. Χατζηνικολάου θέλει σώνει και καλά να τα εντοπίσει, θα μπορούσε να αρχίσει την κατάδυσή του μελετώντας τις γελοιογραφίες των άσπιλων και αμόλυντων δημοσιογραφικών οργάνων της Αριστεράς.
Πού καταλήγουμε με όλα αυτά; Σε κάτι πολύ απλό: η κριτική είναι ιερή αρκεί να μην στρέφεται εναντίον του Κόμματος και να μην θίγει τον Αρχηγό. Μα τότε τι χρειάζεται η κριτική; Χρειάζεται μόνον εναντίον της νεοφιλελεύθερης πανούκλας· η Αριστερά του λυκόφωτος των ειδώλων είναι εξ ορισμού πέραν της κριτικής, πέραν του καλού και του κακού. Σχεδόν αδιάβροχη. Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η ιδεολογική αναστάτωση του Νίκου Χατζηνικολάου για να αυτοεκτεθεί τόσο ανεπανόρθωτα. Διότι δεν εξετέθη ως ειδικός περί την τέχνη (εμπαρόδως δηλώνει ότι εκτιμά τη σχεδιαστική ικανότητα του Χαντζόπουλου) αλλά ως υπερασπιστής μιας Κυβέρνησης και ενός Αρχηγού. Ο Δημήτρης Χαντζόπουλος απάντησε με μια γελοιογραφία –ο καθείς και τα όπλα του–, την οποία η Αυγή δεν δημοσίευσε. Και τι Αυγή θα ήτανε αν τη δημοσίευε!
Ομολογούμε ότι δεν γνωρίζουμε τι απήχηση είχε το κείμενο του Ν. Χατζηνικολάου, ενόψει μάλιστα και της πενιχρής κυκλοφορίας του κομματικού οργάνου στο οποίο δημοσιεύθηκε. Γνωρίζουμε όμως ότι το διακίνησε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ν. Ξυδάκης και προσέτρεξε να τον υπερασπίσει ένας άλλος αιδήμων περί την τέχνην ονόματι Ντένης Ζαχαρόπουλος. Ουδείς ψόγος. Πάντα υπάρχουν και τα αυτόκλητα εξαπτέρυγα. Δεν θα είχαμε ασχοληθεί με την «αυθόρμητη» αντίδραση τού περί ού ο λόγος Ζαχαρόπουλου, αν δεν είχε διαπράξει κάτι ανεπίτρεπτο για κάποιον που ασχολείται με τα εικαστικά: την ανάμιξη της κομματικής εμπάθειας με την αισθητική αποτίμηση, και όλα αυτά μαζί με τη συκοφαντία. Διαβάστε τον και θαυμάστε τον:
«Ευχαριστώ το Νίκο Χατζηνικολάου για το άρθρο του που συμμερίζομαι, βρίσκω πως είναι όμως πολύ ανθρώπινος στον τρόπο που αντιμετωπίζει έναν προπαγανδιστή που καμία σχέση δεν έχει με τους πολιτικούς γελοιογράφους, αλλά ανήκει στις υπηρεσίες προπαγάνδας χωρίς ίδιον λόγο, μόνο αναπαράγοντας τετριμμένα κλισέ και εικόνες που είναι όχι μόνον ατάλαντες, αλλά και ξεπατικοσούρες... όσοι ζωγραφίζαν σιλουέτες όπως λέει ο Ν Χ, δεν είχαν το photoshop για να τους βγάζει αβίαστα κάθε εικόνα κι απλά να βάζει έναν τίτλο πάλι γενικού περιεχομένου... Η προπαγάνδα από τη μια ή την άλλη πλευρά τις ξέρει αυτές τις πρακτικές […] είναι αποτέλεσμα δουλειάς “γραφείου” και δη, πληροφοριών... στην περίπτωση αυτή καταλαβαίνεις πως ο όρος intelligent μετατρέπεται σε πράκτορα κι όχι επινοητικό ή έξυπνο.»
Πλίνθοι και κέραμοι… Η προπαγάνδα στο ίδιο τσουβάλι με την «ξεπατικωσούρα» μέσω Photoshop[2]. Μοχθηρές κατηγορίες περί βυσσοδομούντων πρακτόρων που θυμίζουν συνωμοσιολογίες καφενόβιων κρετίνων. «Αξιολογούμε» την τέχνη κάποιου, αφού πρώτα τον καταδικάσουμε πολιτικά. Σας θυμίζει μήπως κάτι αυτό; Αν όχι, τότε πρέπει να φρεσκάρετε την αλφαβήτα της σταλινικής/φασιστικής νοοτροπίας: σε καταδικάζω γιατί διαφωνείς. (Ένα καλό φρεσκάρισμα θα ήταν η ανάγνωση του περιβόητου κειμένου του Ζντάνωφ «Τέχνη και πολιτική» που δημοσιεύσαμε στο τεύχος 62 της ARB). Καταδικάζω και την τέχνη σου γιατί δεν με ενδιαφέρει πόσο καλός ή κακός είσαι. Με ενδιαφέρει ότι έθιξες τα συμφέροντά μου (το κόμμα και ο αρχηγός είναι συγκυριακές καταστάσεις). Εφόσον διαφωνείς κάνεις προπαγάνδα, είσαι ύποπτος, υπηρετείς τους εχθρούς της δημοκρατίας (παρεμπιπτόντως: αυτή η δημοκρατία πόσο θα αντέξει με τέτοιους «φίλους»;). Με χονδροειδή πανουργία ο Ζαχαρόπουλος ενημερώνει τους χρήστες των κοινωνικών μέσων ότι ένας ατάλαντος σκιτσογράφος απειλεί τον ΣΥΡΙΖΑ – και ευτυχώς παρενέβη ο δικαιοκρίτης Χατζηνικολάου για να προστατεύσει τους Έλληνες πολίτες από τον μέγα αυτόν κίνδυνο.
Το μήνυμα ελήφθη. Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο που οραματίζεται το λούμπεν κατεστημένο ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κάθε αντίρρηση θα είναι προπαγάνδα, κάθε κριτική διατεταγμένη υπηρεσία, κάθε ενοχλητική γελοιογραφία εκδήλωση μίσους. Ας είναι. Στην επόμενη επίσκεψη του Ολάντ στην Αθήνα πάλι ο κύριος Λάκης Λαζόπουλος (αυτή η αποθέωση της έντιμης σάτιρας) θα είναι ομοτράπεζος και συνευωχούμενος. Ο Αρκάς και ο Χαντζόπουλος είναι ανεπιθύμητοι. Μπορούν όμως να ελπίζουν ο Χατζηνικολάου και ο Ζαχαρόπουλος. Caveat lector!
[2] Ξεδιάντροπα μιλά υποτιμητικά για την ψηφιακή ζωγραφική αυτός που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης μέχρι το κλείσιμό του πέρυσι το καλοκαίρι. Τώρα ο Ζαχαρόπουλος είναι καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Αυγής προαλειφόταν για καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.