σύνδεση

Διαστρεβλώνοντας το παρελθόν για να κατανοήσουμε το παρόν

Έλληνες ιστορικοί απαντούν σε άρθρο της εφημερίδας Observer για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944
Γιάννης Ο. Ιατρίδης κ.ά.
Διαστρεβλώνοντας το παρελθόν για να κατανοήσουμε το παρόν Βρετανοί αλεξιπτωτιστές στην Ακρόπολη. Από το λεύκωμα Dmitri Kessel, Ελλάδα 1944, Άμμος, Αθήνα 1997.

 

 

Η ARB δημοσιεύει παρακάτω την ακόλουθη απάντηση 7 ελλήνων ιστορικών, την οποία η εφημερίδα Observer αρνήθηκε να δημοσιεύσει, όπως αρνήθηκε να δημοσιεύσει τις απαντήσεις των διάσημων ξένων ιστορικών Ρίτσαρντ Κλογκ (Richard Clogg) και Λαρς Μπέρεντζεν (Lars Baerentzen), τις οποίες επίσης δημοσιεύουμε, σε μετάφραση στην έντυπη έκδοση και στο αγγλικό πρωτότυπο στην ιστοσελίδα μας. Προκαλεί εντύπωση η επιμονή μιας τέτοιας εφημερίδας να μη θέλει να διορθώσει ένα ιστορικό λάθος και να λογοκρίνει τόσους επιστήμονες, ακόμη και τους κατεξοχήν ειδικούς για το θέμα.

 

Στις 30 Νοεμβρίου 2014, η εφημερίδα The Observer δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “Athens ’44: Britain’s dirty secret” («Αθήνα ’44: Το βρώμικο μυστικό της Βρετανίας») γραμμένο από τους Εντ Βουλιάμι και Ελένα Σμιθ. Το άρθρο περιέγραφε τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα, και αναρτήθηκε συγχρόνως στον μεγάλης αναγνωσιμότητας ιστότοπο[1] της εφημερίδας The Guardian, όπου συνέλεξε πάνω από χίλια σχόλια.

H ιστορία αυτή δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν κάποιος καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να προσαρμόσει το παρελθόν στο παρόν. Είναι μάλιστα τόσο εξωφρενικό το να υποστηρίζει κανείς ότι τα γεγονότα του 1944 «έσπειραν τους σπόρους για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα σήμερα» που ίσως να μην αξίζει να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με αυτό το μεροληπτικό συμπίλημα γεγονότων του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου, του Ψυχρού Πολέμου, του Πολέμου Ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας, της βρετανικής αποικιοκρατίας και της τρέχουσας ελληνικής κρίσης, όπως συμβαίνει στο άρθρο των Βουλιάμι και Σμιθ.

Η αφήγησή τους πάντως είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε καθαρά το πώς τα δεδομένα που θεμελιώνουν ένα τέτοιο εγχείρημα μπορούν να διαφέρουν από τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας. Γιατί είναι άλλο το να υπενθυμίζει κανείς στους αναγνώστες τη βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα στα τελευταία στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου –κάτι που παρεμπιπτόντως δεν αποτελούσε μυστικό– και άλλο το να βασίζεται σε αξιόπιστες πηγές και διασταυρωμένες μαρτυρίες.

Όταν οι συγγραφείς της παρούσας επιστολής ήρθαν σε επαφή με την εφημερίδα Observer, η τελευταία αρνήθηκε να δημοσιεύσει τις παρατηρήσεις τους προβάλλοντας ως δικαιολογία το πόρισμα ενός ανώνυμου «ανεξάρτητου» ιστορικού. Προσφέρθηκε μόνο να προσθέσει στο άρθρο μια «υποσημείωση» που αφορούσε δύο ελάσσονος σημασίας σημεία, τα οποία κατάφεραν μόνο να υποτιμήσουν την αντίδρασή μας και να παραπλανήσουν περαιτέρω το αναγνωστικό κοινό.

Έτσι λοιπόν, παραθέτουμε τα δεκατέσσερα σημεία όπου το δημοσίευμα του ονομαστού Observer αποκλίνει από τις ιστορικές αφηγήσεις:

 

  1. Ο βρετανικός στρατός δεν «άνοιξε πυρ εναντίον [...] ενός πλήθους πολιτών οι οποίοι διαδήλωναν» στην Πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου του 1944. Οι πυροβολισμοί προήλθαν από την ελληνική αστυνομία. Οι άνδρες της βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας μπήκαν στην πλατεία και έδιωξαν τον κόσμο μετά τα γεγονότα.
  2. Η βρετανική κυβέρνηση δεν υποστήριζε το αριστερό αντιστασιακό κίνημα (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ) «καθόλη τη διάρκεια του πολέμου». Διέκοψε την υποστήριξή της μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον της μη κομμουνιστικής οργάνωσης ΕΔΕΣ, τον Οκτώβριο του 1943 και κατά τη διάρκεια της επακόλουθης εμφύλιας σύγκρουσης. Ακόμα και μετά τη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου και έως ότου το ΕΑΜ αποφασίσει να έρθει σε συμφωνία με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στα τέλη Αυγούστου, οι Βρετανοί συνέχισαν να ασκούν πίεση στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Παράλληλα, ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν σε σημεία-κλειδιά στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών και προτού το ΕΑΜ καταλάβει την εξουσία, όπως φοβούνταν.
  3. Το να πει κανείς ότι ο Ουίνστον Τσώρτσιλ «άλλαξε στρατόπεδο και τάχθηκε στο πλευρό των υποστηρικτών του Χίτλερ εναντίον των δικών του πάλαι ποτέ συμμάχων» (δηλαδή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ) και το να εμφανίσει τις συμπλοκές του Δεκεμβρίου σαν να συνέβησαν ανάμεσα στους «βρετανούς υποστηρικτές των Ναζί εναντίον των ανταρτών» αποτελεί κραυγαλέα διαστρέβλωση των ιστορικών δεδομένων. Και στις δύο πλευρές της διαμάχης υπήρχαν αντιστασιακοί.
  4. Δεν δικαιολογείται η απόλυτη δήλωση ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση, υποτίθεται, με ό,τι συνέβη στη Γαλλία ή την Ιταλία, όσοι «πολέμησαν τους Ναζί [...] βρέθηκαν (οι ίδιοι) να πολεμούν, κατ’ εντολή των Βρετανών, όσους είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί ή να έχουν φυλακιστεί και να υποβάλλονται σε βασανιστήρια από αυτούς». Μια τέτοια δήλωση παραβλέπει το γεγονός ότι αρκετά πρώην μέλη του ΕΑΜ και αγωνιστές του ΕΛΑΣ συντάχθηκαν με την κυβέρνηση και τον στρατό της και πολέμησαν εναντίον του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού κατά το διάστημα 1946-49. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 1944, η αντιπαράθεση αποτέλεσε σημείο καμπής διότι αποξένωσε αρκετούς μετριοπαθείς αριστερούς και δημοκρατικούς και τους απομάκρυνε από το ΕΑΜ/ΚΚΕ. Είναι επίσης υπερβολή να υποστηρίζει κανείς ότι «δεν υπήρξε ποτέ συμφιλίωση» στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τόσο η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1982 όσο ο συνασπισμός συντηρητικών-αριστερών που την διαδέχθηκε το 1989, αναγνώρισαν επίσημα και σε όλη της την έκταση την αντίσταση στον πόλεμο, απονέμοντας συντάξεις και ανεγείροντας μνημεία. Μετά το 1974, επιτράπηκε στους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στις κομμουνιστικές χώρες να επιστρέψουν με πλήρη δικαιώματα σύνταξης.
  5. Ο ΕΛΑΣ δεν «συμφώνησε με την έλευση των βρετανικών στρατευμάτων» τον Μάιο του 1944. Το ΕΑΜ/ΚΚΕ το έκανε αυτό στην Καζέρτα στις 26 Σεπτεμβρίου 1944.
  6. Οι Βρετανοί δεν «ετοιμάστηκαν να φέρουν πίσω τον βασιλιά» μετά την έλευση των λιγοστών δυνάμεών τους στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944. Αυτές ίσα που αρκούσαν για να διατηρούν μια επίφαση ελληνικής κυβερνητικής εξουσίας στην Αθήνα και σε μερικές άλλες πόλεις. Μετά τον Αύγουστο του 1944, όταν ο Τσώρτσιλ πείστηκε πλέον ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ δεν θα έπρεπε να επιστρέψει μετά την απελευθέρωση, το θέμα που απασχολούσε τους Βρετανούς ήταν να βοηθήσουν την κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό την ηγεσία του Παπανδρέου να σταθεί έως ότου το ζήτημα λυνόταν με δημοψήφισμα.
  7. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η Γενική Ασφάλεια (της Ελληνικής Αστυνομίας) δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στα γερμανικά SS. Είναι επίσης απίθανο να αντίκριζε κανείς μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας «να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους» καθώς διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο να εντοπισθούν από την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ ή την ΟΠΛΑ που συνέχιζε να εκτελεί προδότες κάθε μορφής.
  8. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ένας πανεπιστημιακός όπως ο καθηγητής Ανδρέας Γερολυμάτος δήλωσε ότι «ο αφοπλισμός αφορούσε μόνο τον ΕΛΑΣ [...] κι όχι εκείνους που είχαν συνεργασθεί με τους Ναζί». Πρώτον, ο Παπανδρέου και οι Βρετανοί επιχείρησαν να αφοπλίσουν όλες τις αντιστασιακές μονάδες και να τις ενσωματώσουν σε μια Εθνοφρουρά μέσα στην οποία ο πρώην ΕΛΑΣ θα αποτελούσε μειονότητα. Δεύτερον, όσες ένοπλες ομάδες δωσιλόγων είχαν παραμείνει, παραδόθηκαν στις βρετανικές δυνάμεις, αφοπλίστηκαν και βρίσκονταν υπό περιορισμό, φρουρούμενες σε στρατόπεδα. Καθώς δεν διέθεταν φιλοκυβερνητικές δυνάμεις μεγάλου μεγέθους, οι Βρετανοί επιστράτευσαν ανθρώπους για τους οποίους υπήρχαν υποψίες συνεργασίας με τους Γερμανούς μετά την έναρξη των συμπλοκών στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944. Τρίτον, το να υποστηρίζει κανείς ότι ο Τσώρτσιλ «νομιμοποίησε» τους δωσίλογους προκειμένου «να φέρει πίσω τον έλληνα βασιλιά», όπως φαίνεται να κάνει ο καθηγητής Γερολυμάτος, αντιστρέφει τη σειρά των γεγονότων και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τσώρτσιλ έπεισε τον Γεώργιο Β΄ να δεσμευθεί δημόσια ότι δεν θα επέστρεφε παρά μόνο μετά από δημοψήφισμα.
  9. Είναι υπερβολή να πει κανείς ότι οι Βρετανοί βοήθησαν να στηθεί ένα «γκουλάγκ στρατοπέδων [συγκέντρωσης]» στην Ελλάδα του Εμφυλίου. Μάλλον, αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο, οι Βρετανοί πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να κλείσει το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στη Μακρόνησο με το αιτιολογικό ότι ερχόταν σε «αντίθεση με το βρετανικό και αμερικανικό πνεύμα ανθρωπισμού και δικαιοσύνης».
  10. Η σύγχυση των μεθόδων της Βρετανικής Αστυνομικής Αποστολής στην Ελλάδα με τις βρετανικές αποικιοκρατικές πρακτικές (ένας «συνδυασμός στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου συμμορίες δολοφόνων φορούν στολή και αποκαλούνται αστυνομία») θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν οι συγγραφείς είχαν ενδιαφερθεί να προστρέξουν σε σχετικές μελέτες, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται το “Policing the Anti-Communist State in Greece, 1922-1974” (Η αστυνόμευση στο αντικομμουνιστικό κράτος στην Ελλάδα) του Μαρκ Μαζάουερ, στο The Policing of Politics in the 20th Century (Η αστυνόμευση της πολιτικής στον 20ό αιώνα), το οποίο κυκλοφόρησε το 1997 σε επιμέλεια του ιδίου.
  11. Το Δόγμα Τρούμαν δεν ήταν ένα υπόδειγμα για «στρατιωτική παρέμβαση» στην Ελλάδα ή αλλού. Βασιζόταν σε έναν συνδυασμό προσφοράς βοήθειας και επέμβασης, χωρίς όμως την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων.
  12. Ο ευρωβουλευτής Μανώλης Γλέζος, ένας «άνδρας η μεγαλοσύνη του οποίου σε κάνει να νιώθεις ταπεινός» κατά τους συγγραφείς, μας δίνει μια αφήγηση του ρόλου του στα Δεκεμβριανά, η οποία δεν ταιριάζει πολύ καλά με τις λεπτομερείς περιγραφές των γεγονότων, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται ένα άρθρο της εφημερίδας Αυγή από τις 25 Δεκεμβρίου 2013. Ο Μάνος Ιωαννίδης, παλαίμαχος αντιστασιακός και συγγραφέας του άρθρου, περιγράφει λεπτομερώς την προσπάθεια ανατίναξης του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», στο κέντρο της Αθήνας, όπου ήταν εγκατεστημένη η ελληνική κυβέρνηση και το βρετανικό επιτελείο. Ειδικότερα: (α) ο συγγραφέας, αγωνιστής του ΕΛΑΣ και ο ίδιος, αναφέρει αρκετά ονόματα αλλά όχι του Γλέζου. Είναι μια περίεργη παράλειψη, καθώς ο Γλέζος είναι σίγουρα το πλέον εξέχον εν ζωή μέλος της αντίστασης· (β) ο Γλέζος αναφέρει ότι η τοποθέτηση των εκρηκτικών κάτω από τη «Μεγάλη Βρετανία» έλαβε χώρα «το βράδυ της 25ης Δεκεμβρίου». Ο Ιωαννίδης το τοποθετεί χρονικά στις 23 ή 24 Δεκεμβρίου και προσθέτει ότι ολοκληρώθηκε σε 12 με 15 ώρες· (γ) ο Γλέζος δηλώνει: «Συμμετείχαν περίπου 30 από εμάς». Σύμφωνα με τις πηγές του Ιωαννίδη, όμως, «μέσα στον υπόνομο κατέβηκαν 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ για να μεταφέρει ο καθένας τους από ένα κιβώτιο εκρηκτικής ύλης και τα άλλα υλικά, καθώς και μερικά στελέχη με τους μηχανικούς»· ο Γλέζος δηλώνει: «κουβάλησα μόνος μου το φυτίλι, τυλιγμένος ολόγυρα με αυτό, και χρειάστηκε να το ξετυλίξω. [...] Πλησίασα το αγόρι με τον πυροκροτητή». Σύμφωνα με τον Ιωαννίδη: «Χρησιμοποιήθηκαν επίσης εκατοντάδες μέτρα ηλεκτροφόρου καλωδίου σε κουλούρες [...] ένα δε φορτηγό αυτοκίνητο με μια ηλεκτρογεννήτρια για την πυροδότηση περίμενε έξω από το φρεάτιο». Ακόμα και αν δεχθούμε ότι ο Γλέζος, ένας άνθρωπος που τις προηγούμενες εβδομάδες, μετά την ανάρρωσή του από φυματίωση, ήταν ικανός να αφαιρεί τον οπλισμό από αστυνομικά τμήματα και να καταστρέφει βρετανικά τανκς, είχε τώρα μετατραπεί σε ανθρώπινο καρούλι, θα ήταν πάλι δύσκολο να εξηγήσει κανείς πώς σε μια τέτοια σύνθετη επιχείρηση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας απλός πυροκροτητής.
  13. Ως προς την συνολική αξιολόγηση των γεγονότων, η παραδοχή του ίδιου του Γλέζου είναι αρκετά αποκαλυπτική. Ένας άνθρωπος που, σύμφωνα με το άρθρο, «αποκαλεί ακόμα τον εαυτό του κομμουνιστή», παραδέχεται σήμερα ότι «ο κομμουνισμός, όπως εφαρμόσθηκε στους γείτονες της Ελλάδας στον Βορρά, θα ήταν καταστροφικός». Δικαίως αναρωτιέται κανείς αν η μοίρα της Ελλάδας θα ήταν διαφορετική υπό την ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ.
  14. Τελευταίο, και πολύ αποκαλυπτικό σημείο, είναι ότι στον χρονολογικό πίνακα του άρθρου βρίσκονται διάσπαρτες διάφορες ανακρίβειες που θα είχαν αποφευχθεί αν οι συγγραφείς είχαν μπει στον κόπο να προστρέξουν στις διαθέσιμες ακαδημαϊκές πηγές.

Γιώργος Αντωνίου, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας

Βασίλης Γούναρης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Γιάννης O. Ιατρίδης, Southern Connecticut State University

Στάθης Καλύβας, Yale University

Νίκος Μαραντζίδης, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Γιάννης Στεφανίδης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

Μετάφραση: Αναστασία Μωράκη


 

 

[1]http://goo.gl/miwri9