Ντ. Λώρενς, Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ, μτφρ. Πότης Στρατίκης, Ενωμένοι Εκδότες, Αθήνα 1956, σελ. 254
D. H. Lawrence, Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ, μτφρ. Μ. Α. [Μαντώ Αναστασιάδη, μτφρ. από τα γαλλικά, 1η έκδ. Λογοτεχνική και Μορφωτική Εταιρεία 1954], Εκδόσεις Σκαραβαίος, Αθήνα 1961, σελ. 335
David Herbert Lawrence, Lady Chatterley's Lover, Penguin Books 1960 [1η έκδ. Φλωρεντία 1928], σελ. 440
Who needs a hobby like tennis or philately?
I've got a hobby: rereading Lady Chatterley.
Thomas Andrew Lehrer
Τα χόμπι μου, όπως και του πολυτάλαντου –μουσικού, στιχουργού, μαθηματικού– Τόμας Λέερ, επίσης δεν περιλαμβάνουν το τένις ή τον φιλοτελισμό. Ούτε, όμως, το να «ξαναδιαβάζω τη Λαίδη Τσάτερλυ». Τη διάβασα τρεις φορές, ομολογώ, αλλά ήταν μια άλλη, διαφορετική Λαίδη την κάθε φορά!
Η «πρώτη» που διάβασα, με μια πρώιμη εφηβική όρεξη στα τέλη του 1950, ήταν σε μετάφραση Πότη Στρατίκη. Με άπειρα ορθογραφικά λάθη, μα με ερωτικές σκηνές ενθουσιαστικές για τα δεδομένα της εποχής και της ηλικίας. Λίγα χρόνια μετά έσπευσα να διαβάσω και τη μετάφραση της Μ. Α., καθώς στο εξώφυλλο ανέγραφε «έκδοσις πλήρης». Υπήρχαν, πράγματι, πολλά επεισόδια που η άλλη μετάφραση είχε παραλείψει. Τη σχέση του δασοφύλακα με μια κόρη από τον πρώτο του γάμο π.χ. ή την απόπειρα να εμφανιστεί σαν εραστής της λαίδης ένας αριστοκράτης ζωγράφος, αντί του δασοφύλακα, ώστε να μη θιγεί υπερβολικά ο λόρδος σύζυγος! Οι ερωτικές σκηνές, όμως, παρέμεναν περίπου ίδιες και στη «δεύτερη» Λαίδη. (Χωρίς τις ανορθογραφίες, αλλά δεν εντοπιζόταν εκεί το κίνητρο της φιλαναγνωσίας μου.) Στη δεκαετία του 1990 κυκλοφόρησαν άλλες πέντε-έξι Τσάτερλυ, πιθανώς σε καλύτερες μεταφράσεις κι από διάφορους εκδοτικούς οίκους, για τις οποίες αδιαφόρησα. Στα τέλη του 1960 και με επαρκή αγγλικά είχα προλάβει να διαβάσω το πρωτότυπο. Και αυτό, ωστόσο, είχε περάσει από διάφορες περιπέτειες περικοπών ή συντομεύσεων, στις εκδόσεις του από το 1928 μέχρι το 1960, οπότε και κυκλοφόρησε από τα Penguin Books ως «complete and unexpurgated edition». Με τόσες παραλλαγές μπορούμε, συνεπώς, να μιλάμε όχι για «εραστή», αλλά για «εραστές» της λαίδης Τσάτερλυ.
Έτσι κι αλλιώς, σε όλες τις εκδοχές του βιβλίου, η κεντρική ηρωίδα αποκτά τέσσερις εραστές: έναν συνομήλικό της Γερμανό στη Δρέσδη, όπου η Κωνστάνς, ως κόρη καλής οικογενείας, στάλθηκε με τη μεγαλύτερη αδελφή της Χίλντα να γνωρίσει την ευρωπαϊκή τέχνη· τον Κλίφορντ Τσάτερλυ, σύζυγο από τον οποίο και ο τίτλος της λαίδης, αλλά σεξουαλικά ανίκανο μετά τον τραυματισμό του στο μέτωπο της Φλάνδρας, στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου· έναν Ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα, από τον κύκλο λογοτεχνών και διανοουμένων που σχηματίζεται γύρω απ’ τον «σερ Κλίφορντ», όταν αυτός αρχίζει να ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων· και, τέλος, τον καθοριστικό για τη ζωή της δασοφύλακα («gatekeeper»), στο αχανές κτήμα των Τσάτερλυ, τον Όλιβερ Μέλορς.
Τέσσερις εραστές για μια κυρία, έστω κι αν ο πιο σημαντικός είναι πολύ κατώτερός της ταξικά, δεν δικαιολογούν το σκάνδαλο γύρω από το βιβλίο. Με 32 χρόνια λαθραίες εκδόσεις χωρίς περικοπές, νόμιμες αλλά περικομμένες και δικαστήρια σε διάφορες χώρες, για να επιτραπεί η επισήμως αλογόκριτη κυκλοφορία του. Αλλά το ζήτημα δεν ήταν αριθμητικό ή κοινωνικό. Ούτε από παλιότερες λογοτεχνικές ηρωίδες (όπως η Νανά, του Ζολά, ή η Κάθριν Έρνσο, στα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ) έλειπαν πολυπληθείς ή κοινωνικά κατώτεροι εραστές. Το ζήτημα ήταν η ανάγκη της Κωνστάνς Τσάτερλυ για χορταστικούς οργασμούς – ανάγκη την οποία παρουσιάζει και υπερασπίζεται ο συγγραφέας σε όλη την έκταση του πιο πολυδιαβασμένου βιβλίου του. Όπου για πρώτη φορά, στην αιδήμονα περί αυτά αγγλική λογοτεχνία, εκτός από περιφράσεις του είδους «την πήρε», «την έκανε δική του» ή «ο φαλλός του» και «το κέντρο του πόθου της» γράφονταν οι λέξεις «fuck», «penis» και «cunt».
Από την ίδρυσή του, το 1935, και ως το 1960, ο εκδοτικός οίκος Penguin παρέμενε μια έγκριτη αλλά μικρή επιχείρηση. Δοκίμια ή μυθιστορήματα, όπως τα αστυνομικά του Ερλ Στάνλεϋ Γκάρντνερ και της Μάρτζορυ Άλινγκαμ ή (λόγω συμμαχίας με την ΕΣΣΔ το 1941) ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Γιούρι Κριμόβ, αποτελούσαν τις πιο γνωστές επιτυχίες του. Ο κολοσσός που είναι σήμερα –το Penguin Random House– οφείλεται στην τόλμη του να δημοσιεύσει το 1960 τον Εραστή χωρίς περικοπές. Και να τον υπερασπιστεί, ενθέρμως, σε μια δίκη κατά της «obscenity», την οποία κέρδισε με κριτήριο ότι οι «αισχρολογίες» είχαν καλλιτεχνικό χαρακτήρα. Μετά το τέλος της δίκης, το βιβλίο πούλησε 3,5 εκατομμύρια αντίτυπα μέσα στη χρονιά.
Προφανώς, μέχρι τότε, η ερωτική αγωγή στη Δύση δεν είχε καθηλωθεί στο 1660 και στο γραμμένο για τις ανεψιές του Μαζαρίνου δεκάτομο μυθιστόρημα της Μαντάμ ντε Σκυντερύ Κλέλια, όπου η σεξουαλική ζωή παρουσιαζόταν υπό την άχραντο μορφή τριών σταθμών κατά μήκος του «ποταμού της τρυφερότητας». Το Fanny Hill του Τζον Κλέλαντ, αναλυτικότατο σε περιγραφές ερωτικών επιδόσεων κάθε λογής, είχε διαπρέψει στην Αγγλία μετά το 1750, για να μην αναφέρω τα έργα του διαβόητου μαρκήσιου ντε Σαντ, μεταξύ τέλους 18ου και αρχών 19ου αιώνα, ή τη σωρεία πορνογραφικών έργων σε όλη τη Βικτωριανή περίοδο. Αλλά εκεί βρίσκεται η διαφορά: στην περιγραφική αμεσότητα που κατέτασσε το έργο στην πορνογραφία και το υποχρέωνε σε λαθραία κυκλοφορία, με τον συγγραφέα να κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα ή την ανωνυμία (όπως ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ στο Γκαμιανί, το 1833), απέναντι στους σχετικούς υπαινιγμούς ή τις αλληγορίες της επίσημης λογοτεχνίας. Εκείνο που κερδήθηκε χάρη στον Εραστή της λαίδης Τσάτερλυ ήταν η αποδοχή της αμεσότητας και για την υψηλή λογοτεχνία.
Μια σχετική στάθμιση αποδοχής, είναι η αλήθεια, είχε αρχίσει από τον μεσοπόλεμο, με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς. Αλλά εκεί ο οργασμός της κυρίας Μπλουμ ήταν αριστουργηματικά ποιητικός, τόσο που πολλοί αναγνώστες να μην κατανοούν περί τίνος πρόκειται. Με το συγκεκριμένο έργο του Λώρενς η κατάσταση άλλαξε άρδην. Αυτή η κατάκτηση ελευθεροτυπίας δεν μπορεί, ωστόσο, να πιστωθεί εξ ολοκλήρου στην, κατά τα άλλα επωφελέστατη, υποστήριξη των Penguin Books. Συμβολικά, το 1960 σφραγίζει την αφετηρία της σεξουαλικής επανάστασης. Δεν γινόταν, λοιπόν, να εξακολουθήσει να παρεμποδίζεται η πλήρης έκδοση του Εραστή, ενώ από το 1953-54 κυκλοφορούσαν οι σεξολογικές μελέτες του Άλφρεντ Κίνσεϋ, αφενός, και τα πρώτα τεύχη του Playboy, αφετέρου.
Ενδιαφέρουσα αντίφαση, πάντως, είναι ότι ταυτόχρονα με τις πωλήσεις του Εραστή σε εκατομμύρια αντίτυπα διαδίδονταν και οι διάφορες μέθοδοι αντισύλληψης – χάπι, διάφραγμα κ.ά. Το βιβλίο υμνούσε το ότι η λαίδη καθίσταται έγκυος από τον δασοφύλακα, με την εγκυμοσύνη της να ολοκληρώνει την ερωτική ευτυχία, ενώ ταυτόχρονα οι αναγνώστριές του μπορούσαν να εξασφαλίζουν μια σεξουαλική ζωή χωρίς τον φόβο ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Πολύ αποτελεσματικότερα, μάλιστα, από το να προσεύχονται: «Παναγία μου, εσύ που συνέλαβες χωρίς να αμαρτήσεις, βοήθα με να αμαρτήσω χωρίς να συλλάβω»!
Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960 οι γυναικείες ελπίδες συνέχιζαν να στηρίζονται στην παραπάνω προσευχή. Το χάπι και οι λοιπές μέθοδοι αντισύλληψης έφτασαν περί τα μέσα της δεκαετίας, λίγο πριν τη Χούντα. Οι πιστές μεταφράσεις του Εραστή άργησαν πολύ περισσότερο. Κάπου τρεις δεκαετίες. Με τις δύο πρώτες να αλλοιώνουν το πρωτότυπο είτε διά παραλείψεων, ιδίως του Πότη Στρατίκη, είτε διά ευπρεπισμών, τους οποίους η μετάφραση της Μ. Α. τους οφείλει και στο ότι έγινε από τα γαλλικά.
Παράδειγμα η τελευταία ερωτική σκηνή του βιβλίου. Η λαίδη οριστικοποιεί την απόφαση να εγκαταλείψει τον λόρδο σύζυγο και, με την εγκυμοσύνη της κάπου στον τρίτο μήνα, αποκαλύπτει την κοιλιά της στον δασοφύλακα και τον παροτρύνει «να φιλήσει το μωρό». Το φιλί εξελίσσεται πάραυτα σε συνουσία, η εκστατική λήξη της οποίας έχει στο πρωτότυπο ως εξής: «And as his seed sprang in her, his soul sprang towards her too, in the creative act that is far more than procreative»! (σ. 412-13). Στη μετάφραση της Μ. Α. το ευφυολόγημα χάνεται και η εκσπερμάτωση καλλωπίζεται σε: «Ένα κύμα τρυφεράδας ένιωσε να κατρακυλάει ζεστό από μέσα του και να μπαίνει μέσα στης γυναίκας τα παθιασμένα σωθικά, που φλογίζονταν από τον διπλό έρωτα» (σ. 311). Στη δε μετάφραση Πότη Στρατίκη, η σκηνή συνοψίζεται σε: «Την έκλεισε τρυφερά και με προσοχή στην αγκαλιά του, και με άλλη τόση προσοχή την έκανε δική του» (σ. 238).
Απολύτως πιστή στο πρωτότυπο είναι η μετάφραση της Μ. Α. σε μιαν από τις αρχικές συνευρέσεις του ζεύγους. Μολονότι η γαλλική μεσολάβηση φαίνεται στη χρήση πληθυντικού στον διάλογο, τα υπόλοιπα συμπίπτουν: «“Have you left your underthings off?” he asked her. “Yes!” “Ay, well, I’ll take my things off too”…» λέει το πρωτότυπο (σ. 251). Και η μετάφραση: «–Έχετε βγάλει τα εσώρουχά σας; –Ναι. –Καλά λοιπόν, να βγάλω και γω τα δικά μου…» (σ. 192). Περιέργως, η μετάφραση Στρατίκη θεωρεί σκόπιμο να προσθέσει ένα σχόλιο που δεν υπάρχει στο πρωτότυπο (και δεν ταιριάζει, εξάλλου, στον αψύ αλλά καλλιεργημένο δασοφύλακα): «–Φοράς τα εσώρουχά σου; τη ρώτησε. Του είπε όχι με μια κίνηση του κεφαλιού της και κοκκίνησε [sic]. Μα κι ο άντρας κοκκίνησε [sic] από το άναμμα του πόθου του. Μια γυναίκα χωρίς εσώρουχα! Ένας παράδεισος χωρίς φύλακα, με ορθάνοιχτη την πύλη. –Τότε να τα βγάλω κι εγώ, της είπε» (σ. 139). Γεννημένος το 1926 ο μεταφραστής, που έγινε μέλος της ΕΠΟΝ στην εφηβεία του και πήρε μέρος στην αντίσταση, θα ήταν περί τα τριάντα όταν μετέφραζε τον Εραστή, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με τα περιοδικά Μάσκα και Χτυποκάρδι (ένα Playboy α λα ελληνικά). Ήξερε καλά, έτσι, από «μεταφράσεις» που μπορούσαν να είναι εξολοκλήρου έργα του μεταφραστή.
Τελευταίο παράδειγμα από μια μεταγενέστερη σκηνή, πιθανώς εκείνη κατά την οποία η λαίδη μένει έγκυος. Ο Πάνος Στρατίκης λακωνίζει στο έπακρο: «–Έλα, της είπε, ξάπλωσε. Ο πόθος δεν είχε άλλο περιθώριο και για τους δυο, και βιάστηκαν να ενωθούν στο κορύφωμά του» (σ. 186). Η Μ. Α. μεταφράζει πιστά το γαλλικό κείμενο που, εν προκειμένω, δείχνει να συμπίπτει με το πρωτότυπο: «–Έλα ξάπλωσε, είμ’ ο αφέντης. Είμαι αληθινός έτσι γυμνός και θέλω αυτήν εδώ. Εγώ ο Τζων Τόμας [αγγλική αργκό για το πέος, όπως και το Willy] θέλω τη Λαίδη Τζαίην [αργκό για το αιδοίο, κοσμιότερο του pussy]. Εσύ κορμί μου, εσύ Τζων Τόμας, να καυχιέσαι και να σηκώνεις περήφανα το ανάστημά σου χαμογελώντας. Πάρε αυτήν που θέλεις, πάρτην. Πάρε τη Λαίδη Τζαίην. Φώναξε: “Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης”. Θέλεις μια γυναίκα. Ένα ζεστό γυναικείο κορμί» (σ. 235). Και στο πρωτότυπο λέει τα ίδια, με την αναφορά στον 23ο ψαλμό του Δαυίδ, αλλά η κατάληξη των προτροπών προς τον «Τζών Τόμας» λέει: «Cunt, that’s what tha’re after» (σ. 309), προσδιορίζοντας, με λαϊκή προφορά μα και με σαφήνεια, ποια είναι η «Λαίδη Τζαίην».
Θα αδικούσε κανείς το βιβλίο αν εξαντλούσε το ενδιαφέρον του μόνο στις ερωτικές σκηνές. Υπάρχουν πολλά άλλα. Από σχόλια για την εκμηχάνιση, που η βιομηχανική επανάσταση έφερε στην αισθηματική ζωή των ανθρώπων, ή καταγγελίες για την κίβδηλη καταδεκτικότητα των αριστοκρατών προς τους κοινωνικά κατώτερούς τους, μέχρι σχόλια για εξεγέρσεις των ανθρακωρύχων και την προοπτική του μπολσεβικισμού στην Αγγλία. Με έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο μάλιστα, μεταξύ λογοτεχνών από τον κύκλο του λόρδου Τσάτερλυ, όπου κάποιος ορίζει τον μπολσεβικισμό ως «το υπέρτατο μίσος για ό,τι ονομάζουμε αστικό», ενώ κάποιος άλλος διευκρινίζει πως «ο άνθρωπος-προσωπικότητα ανήκει στους αστούς… Για το σοβιετικό καθεστώς η μηχανή είναι το ιδανικό. Με τον κάθε άνθρωπο να γίνεται εξάρτημά της…» (σ. 46 στη μετάφραση της Μ. Α. και την όλη συζήτηση απούσα στη μετάφραση Π. Σ.).
Αλλά όση σπουδαιότητα και να αποδοθεί σε αυτές τις πλευρές της ιστορίας, η έμφαση στον εναρμονισμό πνευματικών και σαρκικών σχέσεων παραμένει κυρίαρχη. Παρά τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί πολιτικής και φιλοσοφίας, με τους καλεσμένους στο αρχοντικό των Τσάτερλυ, ή παρά τα γαλήνια απογεύματα του ζεύγους, με τον ένα να διαβάζει στον άλλο Ρακίνα ή Προυστ, ο ερωτικός τους δεσμός μένει λειψός. Προϋπόθεση της πληρότητάς του είναι, για τον Λώρενς, οι τακτικοί οργασμοί της γυναίκας – η αίσθηση πλησμονής που ακολουθεί τις συγκλονιστικές συνευρέσεις. Κι αυτό καθιστά το βιβλίο ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή του. Ακόμη κι αν περιοριστεί κανείς στις ερωτικές σκηνές του, μόνο.
Όλη η πλοκή, εξάλλου, εκεί επάνω εξελίσσεται. Πώς ο νεαρός συνομήλικος Γερμανός και πρώτος εραστής της λαίδης ήταν σχετικά άπειρος· πώς ο δεύτερος, που γίνεται και σύζυγος, φεύγει αμέσως για τον πόλεμο, απ’ όπου επιστρέφει παράλυτος κι ανίκανος· πώς ο τρίτος, ο Ιρλανδός συγγραφέας, πάσχει από ejaculatio praecox κι επιπλέον δυσαρεστείται επειδή η γυναίκα επιδιώκει τον δικό της οργασμό τριβόμενη πάνω του («You keep on for hours after I’ve gone off… and I have to hang on with my teeth till you bring yourself off by your own exertions», τη μέμφεται κομπλεξικά και ανάλγητα, με τη μομφή να μεταφέρεται πιστά στις δυο ελληνικές μεταφράσεις)· και πώς, τέλος, ο τέταρτος –ο φτωχός, αλλά όχι «πτωχός τω πνεύματι» δασοφύλακας– τα καταφέρνει καλύτερα από τους άλλους και γίνεται ο μοιραίος άνδρας της ζωής της. Βέβαια, ούτε οι δικές του επιδόσεις είναι τόσο εντυπωσιακές στην αρχή. Φτάνει κι αυτός πολύ σύντομα σε οργασμό, αφήνοντας τη λαίδη καθ’ οδόν. Αλλά μένει μέσα της και σύντομα ανακτά νέα στύση, χάρη στην οποία η λαίδη εξασφαλίζει τον δικό της οργασμό. Κι όπως πολύ ποιητικά προσδιορίζει ο συγγραφέας την αίσθησή της: «she was gone, she was not, and she was born: a woman»!
Για το 1928 που γραφόταν και μέχρι το 1960 που διεκδικούσε την αλογόκριτη κυκλοφορία του, το βιβλίο υπερασπιζόταν την ισότητα των φύλων στο σεξ και στην απόλαυση. Αλλά έχει ενδιαφέρον, για μια τέτοια στάση, ότι ο Λώρενς δεν υπολογίζει σχεδόν καθόλου την αξία των λεγόμενων «preliminaries» στην ερωτική σύμπραξη. Οι εραστές ξεγυμνώνονται, αγκαλιάζονται και η οργασμική ευδαιμονία, όταν έρχεται, έρχεται και για τους δύο ταυτόχρονα κι αποκλειστικά χάρη στη συνουσία. Με άλλα λόγια, παρά την προοδευτική κεντρική του θέση, ιδίως για τα βρετανικά ήθη της εποχής, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το σεξ πολύ συντηρητικά. Με διατυπωμένη τη βδελυγμία προς λεσβίες ή ομοφυλοφίλους και σαφές επιστέγασμα της επιτυχούς συνουσίας την εγκυμοσύνη.
Επιπλέον, ο συντηρητισμός εκτείνεται και σε κοινωνικά θέματα. Στο τέλος του βιβλίου, ο δασοφύλακας έχει βρει αλλού δουλειά και μαζεύει χρήματα για το σπιτικό που θα ανοίξει με την υπό διάζευξη λαίδη. Στην επιστολή που της απευθύνει, επιστολή και μαζί επίλογο, σχολιάζει τους χαμηλούς μισθούς και τη φτώχεια των εργατών. Την πιο σημαντική αιτία της δυστυχίας τους, όμως, την αποδίδει στο ότι τα συζυγικά ζεύγη δεν απολαμβάνουν πλήρως την ερωτική τους ζωή!
Ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλυ είναι το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Λώρενς κατά την καλλιτεχνικά πολυσχιδή αλλά σύντομη ζωή του. Μπορεί να μην είναι το καλύτερο λογοτέχνημά του, είναι όμως το ωριμότερο κι εκφράζει πολλές από τις τάσεις του μεσοπολέμου: τον αποτροπιασμό για τα πρωτόγνωρα μακελειά που προκάλεσε η πολεμική τεχνολογία στον «μεγάλο πόλεμο» και, κατ’ επέκταση, την αγωνία για την παραβίαση μιας «φυσικής» τάξης στη ζωή, εξαιτίας των μηχανών. Το 1928, χρονιά της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, καθιερωνόταν το δικαίωμα ψήφου σε όλες τις άνω των 21 γυναίκες στην Αγγλία, όπως ίσχυε και για τους άνδρες από το 1918. Την ίδια περίοδο, όμως, διαδιδόταν στην Ευρώπη η ιδέα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως αφύσικης επινόησης των κοσμοπολιτών. («Η Γερμανία θα σωθεί αν σταματήσει να παίζει κοινοβουλευτικά παιχνίδια», θα δηλώσει ο Χίτλερ το 1931, ενώ, δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Λένιν κατήγγελλε το κοινοβούλιο ως «αστική απάτη»). Άρα οι προοδευτικές για τη σεξουαλική ισότητα θέσεις του Λώρενς δεν είναι τόσο απαλλαγμένες από συντηρητισμό. Ούτε ως προς το ίδιο το σεξ ούτε ως προς τις ακραίες κοινωνικές ανισότητες και τον δημοκρατικό έλεγχο που θα συνέβαλλε στον περιορισμό τους.
Δεν θυμάμαι να είχα επισημάνει αυτές τις αντιφάσεις διαβάζοντας τις πρώτες ελληνικές μεταφράσεις ή το πρωτότυπο, λίγο αργότερα. Ωστόσο, με τις πρόσφατες επανόδους στην ανάγνωση της Λαίδης, για χάρη αυτού του άρθρου, και τα διαδοχικά φυλλομετρήματα σε αναζήτηση κατάλληλων συγκρίσεων, η αρχική διαφοροποίησή μου από τον Λέερ ακυρώνεται. Όπως κι εκείνος, οφείλω τελικά να δηλώσω: «Ποιος θέλει χόμπι σαν του τενίστα ή του φιλοτελιστή / έχω ένα χόμπι, ξαναδιαβάζω της Τσάτερλυ τον Εραστή» !
[Δημοσιεύθηκε στο τχ. 121, Οκτώβριος 2020].