Volker Ullrich, Οκτώ μέρες του Μάη. Η τελευταία εβδομάδα του Τρίτου Ράιχ, μτφρ. Σίσσυ Παπαδάκη, Gutenberg, Αθήνα 2023, σελ. 370
Ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλεις, αλλά δεν τελειώνει όταν θέλεις.
Νικολό Μακιαβέλι
Κάποιες ημερομηνίες έχουν σημαδέψει την παγκόσμια ιστορία: 4 Ιουλίου 1776 η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, 14 Ιουλίου 1789 η πτώση της Βαστίλης, 11 Νοεμβρίου 1918 το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ενδεικτικά. Εν σειρά ημερομηνίες είναι πιο σπάνιες. Οι «Τρεις Ένδοξες» των Γάλλων, για τις μέρες της 27ης, 28ης και 29ης Ιουλίου 1830, οι οποίες έφεραν την ανατροπή του Καρόλου Ι΄ και εμβληματικά αποτυπώθηκαν στον πίνακα του Ντελακρουά «Η ελευθερία οδηγεί τον λαό», ή Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, όπως τιτλοδότησε το βιβλίο των εμπειριών του από τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1917 ο σοσιαλιστής αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ.
Το βιβλίο του γερμανού δημοσιογράφου και ιστορικού Φόλκερ Ούλριχ αφορά τις μέρες από την αυτοκτονία του Χίτλερ, στις 30 Απριλίου 1945, έως την άνευ όρων παράδοση των Γερμανών τη νύχτα της 8ης Μαΐου. Τα κεφάλαιά του αναφέρονται σε κάθε μία απ’ αυτές, με τον πρόλογο να συνοψίζει τις τελευταίες ώρες των ηγετών του ναζισμού. Πρόκειται για την καταγραφή ενός αποτρόπαιου παραλογισμού. Τίποτα δεν είναι καινούργιο και πολλά από τα επεισόδια των ημερών έχουν αποτελέσει θέμα ιστορικών μελετών ή μυθιστορημάτων, κινηματογραφικών ταινιών ή ντοκιμαντέρ. Αλλά «ο διάβολος (κυριολεκτικά εν προκειμένω) κρύβεται στις λεπτομέρειες» κι ο Ούλριχ ανατρέχει σε μαρτυρίες ή σε ημερολόγια κάποιων που έζησαν τότε, για να εκθέσει με ακρίβεια το χάος, τους περιττούς σκοτωμούς (καθώς κρατούμενοι και φύλακες εγκατέλειπαν φύρδην-μίγδην ορισμένα στρατόπεδα) και, κυρίως, την εμετικά ακαριαία αποβολή κάθε φιλοναζιστικού αισθήματος από πλευράς γερμανικού λαού. «Την άνοιξη του 1945, όταν πια είχαν καταλάβει ολόκληρη τη Γερμανία, οι Σύμμαχοι ανακάλυψαν κάτι καταπληκτικό: βρίσκονταν σε μια χώρα όπου δεν υπήρχε ούτε ένας εθνικοσοσιαλιστής!» (σ. 301).
Γεννημένος το 1943 στο Τσέλε, πόλη κοντά στο Ανόβερο, ο συγγραφέας θα μεγάλωσε προφανώς μέσα στο κλίμα των μεταπολεμικών δυσχερειών της χώρας του και της πρόφασης ότι «για όλα τα εγκλήματα ευθυνόταν ο Χίτλερ, ο Χίμλερ και η συμμορία των SS», ενώ οι ίδιοι οι Γερμανοί ήταν πάντα «εργατικοί και νομοταγείς πολίτες, που δεν έκαναν τίποτα για να αξίζουν τόσα βάσανα»! Αλλά στις αρχές Απριλίου 1945, στη διάρκεια ενός βομβαρδισμού της γενέθλιας πόλης του, όταν κάποιοι κρατούμενοι κατάφεραν να αποδράσουν, εκτός από τα SS βρήκαν πολλούς απλούς πολίτες και 15χρονα μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας να τους κυνηγούν και να τους δολοφονούν μέσα στο δάσος όπου είχαν καταφύγει (σ. 220). Κτηνωδία η οποία έμεινε με τον ευφημισμό «κυνήγι λαγού στο Τσέλε» (υποσημ. 6, σ. 324). Όποτε και αν πληροφορήθηκε αυτό το επεισόδιο ο συγγραφέας, ως παιδί ή ως ιστορικός πολύ αργότερα, δεν θα τον άφησε ασυγκίνητο.
Το 1996, εξάλλου, ήταν από τους λίγους Γερμανούς που υποστήριξαν το βιβλίο του Daniel Goldhagen Hitler’s Willing Executioners,[1] το οποίο ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις, καθώς απέδιδε στη συντριπτική πλειονότητα του γερμανικού λαού έναν «εξολοθρευτικό αντισημιτισμό», ως εκκοσμικευμένη εκδοχή μεσαιωνικών συμπεριφορών πριν κι από τα κηρύγματα του Λούθηρου. Ο Ούλριχ μεταφέρει πολλά στοιχεία από το βιβλίο του Γκολντχάγκεν, επιβεβαιώνοντάς τα (σ. 216-217), για τις φοβερές εξοντώσεις κρατουμένων ενόσω προήλαυνε ο Κόκκινος Στρατός.
Αυτό, ακριβώς, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου, αλλά και το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν στη διάρκεια των «οκτώ ημερών» οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ, οι οποίοι είχαν σχηματίσει ένα είδος κυβέρνησης υπό τον ναύαρχο Καρλ Ντένιτς στην πόλη Φλένσμπουργκ, κοντά στα σύνορα με τη Δανία: πώς να φυγαδεύσουν στα δυτικά τις στρατιές τους, ώστε να μην παραδοθούν στους Ρώσους, και πώς να εξαφανίσουν τα τεκμήρια των κολοσσιαίων εγκλημάτων τους. Ήγουν, πώς να τελειώσουν έναν πόλεμο που, όταν τον άρχιζαν, τον φαντάζονταν να λήγει με τους Γερμανούς κυρίαρχους κι όλους τους άλλους λαούς δούλους, το Βερολίνο πρωτεύουσα της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, και το Λιντς, τη γενέτειρα του Χίτλερ, στολισμένο με ένα μεγαλειώδες μουσείο και τα έργα τέχνης που λήστευαν απ’ όποια χώρα καταλάμβαναν.[2]
Η ήττα είχε αρχίσει να προδιαγράφεται από τον χειμώνα του 1943, μετά την υποχώρηση στο Στάλινγκραντ, αλλά ο μεγάλος πανικός εξαιτίας της ήρθε στα τέλη του ’44. Την άνοιξη του ’45 ο πανικός έγινε ιλιγγιώδης. Η ναζιστική μισαλλοδοξία μεταστρεφόταν σε τρόμο, η αλαζονεία σε δουλικότητα προς τους νικητές. «Για τον καθένα μας εδώ μέσα, η λέξη “Αμερικανός” θα ακούγεται εφεξής σαν μια υπέροχη μελωδία», δήλωνε ένας κρατούμενος του Νταχάου[3] την επομένη της απελευθέρωσής του από τους Αμερικανούς (σ. 30). Αλλά το ίδιο μουσικό αφτί είχαν και οι απλοί Γερμανοί. Παρά τα όσα δήλωναν αργότερα, ήξεραν τι είχαν κάνει τα στρατεύματά τους στα σοβιετικά εδάφη και είχαν κάθε λόγο να προτιμούν να παραδοθούν στους Δυτικούς Συμμάχους. Τα ποσοστά επιβίωσης όσων κατέληγαν αιχμάλωτοι των Δυτικών, στα λεγόμενα «Λιβάδια του Ρήνου» (σ. 171), παρέμειναν πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι όσων αιχμαλωτίζονταν από Ρώσους. Σε περιοχές που καταλάμβαναν οι Σοβιετικοί, οι λεηλασίες και οι βιασμοί ήταν δεδομένοι. Ο ανδροκρατούμενος κόσμος των ναζί γκρεμιζόταν κι όταν ρώσοι στρατιώτες άρπαζαν γυναίκες κάθε ηλικίας, οι παριστάμενοι τις παρότρυναν να δεχτούν τη μοίρα τους. «Πηγαίνετε να τελειώνουμε, πριν μας βάλετε όλους σε κίνδυνο», έλεγαν (σ. 136). Τα θύματα βιασμών «μπορεί να έφτασαν τα δύο εκατομμύρια» (σ. 139).
Όλη η ελπίδα της «κυβέρνησης Ντένιτς» ήταν να επιτύχει χωριστή ειρήνη με τους Δυτικούς, ώστε οι εναπομένουσες γερμανικές δυνάμεις, σε συνεργασία μαζί τους, να στραφούν κατά των Σοβιετικών (σ. 269). Κάτι που το φοβόταν και ο Στάλιν. Γι’ αυτό και κοίταζε καχύποπτα κάθε καθυστέρηση στην αμερικανική προέλαση∙ γι’ αυτό έβαλε στις 9 Μαΐου τον στρατάρχη Κάιτελ να υπογράψει στο Βερολίνο την άνευ όρων παράδοση, την οποία στις 8 Μαΐου είχε ήδη υπογράψει ο στρατάρχης Γιοντλ, παρουσία σοβιετικού εκπροσώπου (με την ημέρα της νίκης να εορτάζεται στη Μόσχα μία μέρα μετά τον εορτασμό της στη Δύση)∙ γι’ αυτό και διακήρυσσε ότι «ο Χίτλερ κατάφερε να φύγει από το Βερολίνο και κρύβεται μαζί με τον Μπόρμαν», μολονότι οι μυστικές υπηρεσίες του Λαβρέντι Μπέρια είχαν αναγνωρίζει τα πτώματα του Χίτλερ και της Εύας Μπράουν (σ. 92-93). Η ιδέα ότι η τύχη του Χίτλερ παρέμενε άγνωστη στιγμάτιζε τους Δυτικούς. Και με τον ναζισμό πάντα έτοιμο να επανεμφανιστεί, ο κομμουνισμός δικαιωνόταν ως ο μόνος απηνής διώκτης του.
Δεν ήταν λίγα, πάντως, τα καθάρματα που πράγματι διέφυγαν ή προσπάθησαν να διαφύγουν στη Δύση. Ο Ούλριχ μνημονεύει αρκετά από τα πιο επιφανή, αλλά και από τα λιγότερο γνωστά, που είτε κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Νότιο Αμερική είτε γλίτωσαν πουλώντας τις ειδικές τους δεξιότητες στις ΗΠΑ είτε, τέλος, συνελήφθησαν και πέρασαν από δίκες, αλλά τιμωρήθηκαν με μέτριες ποινές. Από τα γνωστότερα της πρώτης κατηγορίας ο Άντολφ Άιχμαν, που έζησε με ψεύτικο όνομα στην Αργεντινή μέχρι να τον απαγάγουν από εκεί πράκτορες της Μοσάντ και να εκτελεστεί το 1962 στο Ισραήλ (σ. 206)∙ από τα πιο διάσημα της δεύτερης ο Βέρνερ φον Μπράουν και οι εφευρέτες πυραύλων V2, οι οποίοι «έπαιξαν τον ρόλο του απολίτικου επιστήμονα» (σ. 106) κι εξαγόρασαν με την τεχνογνωσία τους λαμπρές καριέρες στις ΗΠΑ, καίτοι εξέτρεφαν την ελπίδα του Χίτλερ να αντιστρέψει με ένα υπερόπλο την έκβαση του πολέμου του∙ κι από εκείνα της τρίτης κατηγορίας ο αρχιτέκτονας Άλμπερτ Σπέερ, που γλίτωσε με 20 χρόνια φυλάκισης, ενώ ήταν υπεύθυνος για χιλιάδες θανάτους αιχμαλώτων σε καταναγκαστική εργασία, ή ο στρατάρχης Άλμπερτ Κέσερλινγκ, επικεφαλής των στρατευμάτων στη Βόρειο Ιταλία κι εκτελεστής αμάχων, ο οποίος παρέδωσε άνευ όρων τις σχεδόν εξακόσιες χιλιάδες άνδρες του στις 29 Απριλίου, μία εβδομάδα πριν την τελική παράδοση, και «στις δίκες της Νυρεμβέργης κλήθηκε ως μάρτυρας αντί να βρίσκεται μεταξύ των κατηγορουμένων» (σ. 95-96).
Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης του Αμβούργου Καρλ Κάουφμαν. Πιστός εθνικοσοσιαλιστής σε όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών της πόλης, υπερασπιστής της ιδέας μιας πόλης που θα έμενε απόρθητο φρούριο και υπεύθυνος για συλλήψεις κι εκτοπίσεις προς εξόντωση των χιλιάδων Εβραίων κατοίκων της, κατάφερε να πουλήσει τον μύθο του «καλού γκαουλάιτερ», που αντιστάθηκε στην καταστροφική μανία του Φύρερ. Παρέδωσε την πόλη αμαχητί, τελικά, συνελήφθη από τους Βρετανούς κι έμεινε αιχμάλωτος μέχρι το 1948, χωρίς να περάσει ποτέ από κανένα δικαστήριο, για να ζήσει στο Αμβούργο ως διευθυντής ασφαλιστικής εταιρείας, «πλούσιος και αξιοσέβαστος πολίτης ώσπου να πεθάνει το 1969» (σ. 121-128).
Ο Ούλριχ καταγράφει χωρίς να κρίνει και πουθενά δεν μιλά για «καθάρματα». Συχνά, πάντως, προδίδει απέχθεια για πολλά πρόσωπα, όπως και συμπάθεια για άλλα. Παραθέτει με σαφώς ειρωνική διάθεση αποσπάσματα από ημερολόγια πολιτών ή δηλώσεις γερμανών στρατιωτικών, για το ότι «ποτέ άλλοτε πολιτισμένος λαός δεν υπέστη τόσο σκληρά πλήγματα» (σ. 119) ή ότι «η Βέρμαχτ και ο γερμανικός λαός υπέφεραν και υπέμειναν περισσότερα απ’ ό,τι ποτέ άλλος λαός» (σ. 242). Πέρα από την εμφανή απουσία κάθε συνείδησης για τα δεινά των λαών που είχαν υποστεί τη γερμανική κατοχή, εμφανής είναι επίσης η αποστροφή του συγγραφέα για άτομα όπως ο γκαουλάιτερ του Μπρεσλάου Καρλ Χάνκε, που υποστήριζε με πάθος την «μέχρι τέλους ενότητα και αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό» (σ. 228), αλλά τη νύχτα της 6ης Μαΐου δοκίμασε να δραπετεύσει (με πολύ κακή κατάληξη, όπως του άξιζε).
Ανάλογα με το πού και σε τι συνθήκες τους βρήκαν οι «8 μέρες», ο Ούλριχ παρουσιάζει, με σύντομες αναφορές στο παρελθόν τους ή στη μετέπειτα τύχη τους, διάφορες επιφανείς προσωπικότητες της πολιτικής ζωής της Γερμανίας. Όπως ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο Βίλι Μπραντ ή ο Χέλμουτ Σμιτ, του οποίου τη σταθερή πεποίθηση πως «η Βέρμαχτ δεν είχε καμιά σχέση με εθνικοσοσιαλιστικές επιρροές» δεν παραλείπει να επισημάνει (σ. 165). Κι επίσης όσους αξιοποίησαν την παλιά τους στράτευση στο ΚΚΓ για να λάβουν ηγετικές θέσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπως ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, με «απόλυτη υπακοή στις οδηγίες του Στάλιν» (σ. 87), ή ο Έριχ Χόνεκερ, πιστό μέλος του ΚΚΓ και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο οποίος φυλακίστηκε το 1993, ως υπεύθυνος για τον θάνατο Ανατολικογερμανών πολιτών ενόσω παρέμενε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Όρο που, όπως μαθαίνουμε, είχε εισαγάγει ο Γκέμπελς τον Φεβρουάριο του 1945 και επαναλάβει ο Αντενάουερ τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου (σ. 103 και 158), πριν ο Τσόρτσιλ τον καθιερώσει ως σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, τον Μάρτιο του 1946.
Άλλοτε επιφυλακτικός και άλλοτε εγκωμιαστικός για το κουράγιο τους, ο Ούλριχ παρουσιάζει επίσης τις συμπεριφορές διαφόρων άλλων προσωπικοτήτων, στο ίδιο διάστημα. Όπως η αμερικανίδα φωτορεπόρτερ Λι Μίλερ, η οποία συνόδευε τον αμερικανικό στρατό στην πρώτη γραμμή πυρός, φωτογράφισε την απελευθέρωση του Μπούχενβαλντ και τα ερείπια του διάσημου «εξοχικού» του Χίτλερ στο Μπέργκχοφ, αλλά είχε την κακόγουστη ιδέα να φωτογραφηθεί στη μπανιέρα του σπιτιού του Χίτλερ στο Μόναχο, σε μια «μακάβρια σκηνοθεσία» (σ. 153)∙ ή όπως η γερμανίδα σταρ του Χόλιγουντ Μάρλεν Ντίτριχ, εξαρχής ενάντια στους ναζί, η οποία επίσης συνόδευσε τους αμερικανούς στρατιώτες, τραγουδώντας γι’ αυτούς στις ανάπαυλες των μαχών, αλλά έχοντας και μια αδελφή να αναζητεί στα ερείπια της χιτλερικής Γερμανίας. Κι όπως διαπίστωσε, μάλλον αμήχανη (σ. 246-250), η αδελφή της όχι μόνο δεν είχε υποφέρει ή εκτελεστεί, αλλά, χάρη στην εύνοια του Γκέμπελς προς τον γαμπρό της, διαχειριζόταν μια κινηματογραφική αίθουσα έξω από το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν για να διασκεδάζουν οι δεσμοφύλακές του. Εγκωμιαστικότερα, σαφώς, είναι τα σχόλια για τον γιο του Τόμας Μαν, τον Κλαους Μαν, που από το 1942 είχε τεθεί στην υπηρεσία του αμερικανικού στρατού, συνοδεύοντάς τον σε διάφορα μέτωπα και γράφοντας «οξυδερκέστατα κείμενα» (σ. 154) για τον εκπνέοντα ναζισμό.
Αδρομερώς, ο Ούλριχ παρουσιάζει επίσης τις συνθήκες εκείνων των ημερών στην Πράγα, με την εξέγερση τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαΐου και τις φρικαλεότητες ενός ναζισμού που συνέχιζε να εξοντώνει, καίτοι όλα είχαν τελειώσει (σ. 186-190), ή εκείνες στο Άμστερνταμ, όπου επί σχεδόν τρία χρόνια κρυβόταν η Άννα Φρανκ και η οικογένειά της, για να προδοθούν την τελευταία στιγμή από ολλανδούς φασίστες και να ακολουθήσουν την τύχη των 40.000 Εβραίων της πόλης (σ. 256-260), μαζί με τα εκατομμύρια των άλλων Εβραίων της Ευρώπης.
Τελικά, το μεγάλο παράπονο του Ούλριχ, ως ανθρώπου που γεννήθηκε στην κρίσιμη καμπή του πολέμου και ως δημοκρατικών αντιλήψεων ιστορικού, είναι ότι «τη Γερμανία χρειάστηκε να την απελευθερώσουν ξένοι, γιατί οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν» (σ. 283). Κάτι ανάλογο δήλωνε και ο Τόμας Μαν από τη μακρινή Καλιφόρνια, στις 10 Μαΐου του 1945: «αν η Γερμανία είχε καταφέρει να απαλλαγεί μόνη της από το τοξικό τέρας του εθνικοσοσιαλισμού, θα ήταν πολύ καλύτερα». Το να γίνει η σημερινή Γερμανία δημοκρατική, ειρηνική και ευημερούσα χώρα οφείλεται σε μια ομοψυχία των αμέσως μετά τον πόλεμο Γερμανών. Ομοψυχία η οποία, κατ’ ουσία, δεν απείχε πάρα πολύ από τη δωδεκαετή ευθυγράμμισή τους με τα χιτλερικά σχέδια. Εκ των πραγμάτων, η νέα πεισματική ομοθυμία διοχετεύτηκε σε ειρηνικούς στόχους. Αλλά η διαφορά είναι τεράστια. Αν το είχαν κάνει εξαρχής, με την κυβέρνηση της Βαϊμάρης, ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος σήμερα.
Ο συγγραφέας των «οκτώ ημερών» δεν κάνει τέτοιο σχόλιο. Ανάμεσα στις γραμμές του όμως, ιδίως στις τελευταίες σελίδες (304-306), κάτι τέτοιο συμπεραίνει. Η μεγάλη οικονομική ενίσχυση των Αμερικανών στην Ομοσπονδιακή Γερμανία ή η επίσημη δέσμευση της Λαοκρατικής, ως μέρους του ανατολικού μπλοκ, στον αγώνα κατά του φασισμού, απάλλαξαν τους Γερμανούς από την υποχρέωση να αναλογιστούν την εμπλοκή τους με τον ναζισμό. Τεχνογνωσία και πολυπραγμοσύνη έγιναν όπλα που ανέδειξαν σε άλλα πεδία την αξία της χώρας κι επέτρεψαν στους Γερμανούς των μεταπολεμικών δεκαετιών να κοιτούν απαθώς τις φρικαλεότητες των γονιών τους. Με αρκετές κρίσιμες εξαιρέσεις, τουλάχιστον, όπως ο Φόλκερ Ούλριχ.
[1] Ντάνιελ Τζόνα Γκολντχάγκεν, Πρόθυμοι δήμιοι: οι εκτελεστές του Χίτλερ. Οι καθημερινοί Γερμανοί και το Ολοκαύτωμα, μτφρ. Τάσος Ρόκας, Τερζόπουλος, Αθήνα 1998.
[2] Βλ. σ. 274-279, για την ειδική μονάδα του αμερικανικού στρατού «Μνημείων Άνδρες», η οποία σχηματίστηκε για να εντοπίσει έναν τεράστιο αριθμό πινάκων και άλλων καλλιτεχνικών θησαυρών που είχαν αποθηκευτεί, με αυτή την προοπτική, στα αλατωρυχεία της αυστριακής κοινότητας της Αλτάουζε.
[3] Στρατοπέδου στο οποίο κρατούνταν γνωστοί αλλοδαποί, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λεόν Μπλουμ ή ο Έλληνας στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, με την αγωνία αν μέσα στις επόμενες ημέρες έρχεται «η απελευθέρωση ή εξόντωσή τους την τελευταία στιγμή» (σ. 176-177).