σύνδεση

Γιάννης Μαρκόπουλος: «Λένγκω, Λένγκω… (Ελλάδα)»

Ένας ύμνος στην εθνική μας κακομοιριά
Γιάννης Μαρκόπουλος: «Λένγκω, Λένγκω… (Ελλάδα)» Ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τον Κώστα Καζάκο (αφηγητή στα έργα του, Χρονικό, Θητεία, Ιθαγένεια και Λειτουργία του Ορφέα), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 50 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 7 Ιουλίου 2005. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου / Μπίλιος Χάρης

 

 

Αναγκαία εξήγηση: Το παρόν ας θεωρηθεί ως ένα footnote ή μια αταίριαστη παρέκβαση σε ένα μεγαλύτερο κείμενο για το συνολικό έργο του πρόσφατα θανόντος συνθέτη του Χρονικού, της Ιθαγένειας, των Ριζίτικων και άλλων, άνισης αξίας, έργων.

Αν ρωτούσαμε τον ίδιο τον Μαρκόπουλο ή την κοινή γνώμη των Συνελλήνων, το τραγούδι αυτό είναι το πιο εμβληματικό, το πιο προσωπικό του συνθέτη. Έμπνευση, στίχοι, μουσική, εκτέλεση, όλα δικά του. Τον εκφράζει και μας εκφράζει, αφού θρηνωδεί τα ουκ ολίγα εθνικά μας εφησυχαστικά στερεότυπα. Σε υστερότερη εκδοχή η Χάρις Αλεξίου πρόσθεσε τους δικούς της λυγμούς σ’ αυτό το άσμα ασμάτων του Νεοέλληνα.

Λένγκω είναι βέβαια ένα υποκοριστικό της Ελένης, συνώνυμο της Ελλάδας. Με αυτή την επιλογή ο συνθέτης μάς παραπέμπει σε δύο πράγματα: τόσο σ’ εκείνη την αρχαία πουτάνα που στόλισε με κέρατα στην αγέρωχη κεφαλή του αδελφού τού Αγαμέμνονα, όσο και την (συναφών επαγγελμάτων) αγία, μητέρα του μεγάλου, αγίου, ισαπόστολου κ.λπ. Κωνσταντίνου. Που ο μέσος Εμείς θεωρεί γενάρχη της πολυύμνητης Ρωμιοσύνης μας. Δηλαδή της ρωμαιοχριστιανικής μας δουλείας που εξάλειψε τον όποιο ελληνισμό μας. Η περιγραφή όμως που γίνεται στην μαρκοπουλική Λένγκω ταιριάζει περισσότερο με εκείνη την απίθανη Μαμά - Ελλάς του Μποστ, μητέρα του θρυλικού Πειναλέοντος (λέοντος, πάντως...) με την ετοιμοπόλεμη σφεντόνα πάντα στην κωλότσεπη και της «απόρου κορασίς» Ανεργίτσας. Ρακένδυτη γριά, οστεώδης και ξεδοντιάρα, αλλά με μια τεράστια και βαριά αρχαία περικεφαλαία να καλύπτει το αγέρωχο –ή/και αγύριστο– κεφάλι.

Το τραγούδι πρωτοπαρουσιάστηκε στα 1975, οπότε το θέμα (στρατιωτική) «βοήθεια» έπαιζε εδώ, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, σε όλους τους τόνους και σε πολλά επίπεδα. («Εφτά προς δέκα» κ.λπ.). Ο Νεοέλλην ραψωδός λοιπόν κάνει έκκληση στους Ξένους, των Ευρωπαίων μη εξαιρουμένων, να μη δίνουν καμία βοήθεια στη Λένγκω-Ελλάδα. Διότι θα τη χρησιμοποιεί για να δέρνει και να σκοτώνει τα παιδιά της. Με λίγα λόγια, να μην παίζουν με την Ελλάδα σαν άθυρμα τύπου Lego. Έτσι το «βοηθούμενο» δυτικόστροφο κράτος μας γίνεται μια τυραννία. Ωστόσο η παλιά χρυσαφένια ομορφιά της Μανούλας, τα περασμένα μεγαλεία (που διηγώντας τα να κλαις) μας γιατρεύουν κάθε καημό.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο ο Μπάρμπας (προφανώς όχι ο Μπάρμπα Σαμ) εξηγεί, βγάζοντας την τραγιάσκα και ξύνοντας το κεφάλι, ενώ ρουφάει τον τούρκικο καφέ του, ότι η Μανούλα παλιά ήταν ένα κοριτσάκι που ορφανό κι αθώο μάζευε άνθη σε επίσης τούρκικο μπαξέ. Το ορφανό βέβαια παραπέμπει στο ανάδελφο, ανεξάδελφο και ανεξάλειπτο έθνος μας. Που βαστάει –τουλάχιστον– από τα χρόνια του Αγαμέμνονα και Μενέλαου, με τη δικαιολογημένη μήνιν.

Η Λένγκω λοιπόν από ένα αγνό κοριτσάκι με μοσχολούλουδα στο κεφάλι έγινε κυρτωμένη γριούλα που οι Ξένοι ντύσανε με κουρέλια αλλά πίσω απ’ αυτά φαίνονταν οι πληγές της. Κοινώς Ψωροκώσταινα. Ο τόπος γέμισε ληστές, διαφορετικούς από τους αλήστου μνήμης Αρβανιτάκηδες και Νταβέληδες. Πλέον την ληστοκρατία δεν την ασκούμε εμείς εναντίον αλλήλων, αλλά την υφιστάμεθα. Από τους ξένους και από την ύπουλη βοήθειά τους. Το αγέρωχο τραγουδάκι φαίνεται να αρνείται τη βοήθεια διαχρονικά. Οι ξένοι ας πάρουν πίσω τα Ναβαρίνα τους. Δεν τους χρωστάμε τίποτε!

Ο σκληρός πυρήνας του αφελέστατου τραγουδιού –άλλως «όλα τα λεφτά»–, είναι το σημείο που λέει πως κι αν η Μάνα-Ελλάδα «μας χτυπάει με μανία και φωνάζει, τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά». (Στο άκουσμα αυτής της φανφάρας, με τονισμό τού άλλοι, και στρίψιμο του δείκτη της δεξιάς περί τον κρόταφο του αοιδού, ακολουθεί πάντοτε παρατεταμένο χειροκρότημα του νοήμονος κοινού). Εδώ όμως γεννιέται μια ακόμη απορία: εάν οι Ξένοι βάζουν τη Μάνα μας να χτυπάει εμάς τα παιδιά της, αυτή γιατί το κάνει και μάλιστα «με μανία»;

Έτσι η λευτεριά, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σ’ αυτούς τους Άλλους, τους Ξένους, έγινε χαμένη για τα δύστυχα τέκνα της γριάς Λένγκως/Ψωροκώσταινας, που παρά την ηλικία της, συνεχίζει να τίκτει ρωμαλέα τέκνα. Αν οι αρχαίοι Έλληνες χώριζαν τους ανθρώπους σε Έλληνες και βαρβάρους, οι Νεοέλληνες χωρίζουμε τους ξένους σε φιλέλληνες και ανθέλληνες. Ενδιάμεσο στάδιο δεν υπάρχει. Εννοείται πως οι φιλέλληνες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, μπροστά στα νέφη των ανθελλήνων. Φυσικά αυτοί, με τα «συμφέροντα πολλά» («με θέλγει η πρωτοτυπία του λόγου σου», θα έλεγε ο Μποστ) φταίνε για όσα κακά κατεβάζει η κούτρα μας. Ηθικόν δίδαγμα: Ο Νεοέλληνας δεν φταίει ποτέ και για τίποτε. Η κακομοιριά του οφείλεται αποκλειστικά στους Ξένους. Και έτσι την αποδέχεται και την υμνεί, χωρίς ν’ αλλάζει μες στην αλλαγή. Και για να γίνω πιο σαφής, «Ζαβαρακατρανέμια, χαλελούουουγια».