Ο αδόκητος θάνατος του Μωυσή Ελισάφ μας στέρησε την φυσική παρουσία του· όχι όμως την ευχέρεια να εντρυφούμε στη σκέψη του, να μοιραζόμαστε το όραμά του χάρη στα κείμενα που άφησε –άρθρα, επιφυλλίδες, βιβλιοπαρουσιάσεις, επετειακές ομιλίες– με τα οποία έδινε το παρών στην πνευματική ζωή.[1] Κείμενα μεστά σε στοχασμό, που αναδεικνύουν την προσωπική του κοσμοαντίληψη και την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της σύγχρονης πραγματικότητας.
Στα γραπτά του ο Μωυσής Ελισάφ είναι μεθοδικός όπως ταιριάζει σε έναν ερευνητή και πανεπιστημιακό δάσκαλο, διαυγής όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που ασκεί επιτελικό ρόλο στην πολιτεία, και ανθρωπιστής όπως ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που έδωσε τον όρκο του Ιπποκράτη.
Ο Μωυσής Ελισάφ γεννήθηκε στα Γιάννενα και μεγάλωσε στα χρόνια της μετεμφυλιακής περιόδου. Ήταν διπλά δεμένος με την παράδοση της πόλης, ως Έλληνας πολίτης εβραϊκού θρησκεύματος και ως μέλος της Ρωμανιώτικης κοινότητας των Ιωαννίνων, που ανήκε στην πρώτη γενιά μετά το Ολοκαύτωμα. Έπειτα από λαμπρές σπουδές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαίδευση στο Ισραήλ, επέλεξε την γενέθλια πόλη του ως τόπο ζωής και άσκησης των λειτουργημάτων του γιατρού και του πανεπιστημιακού δασκάλου, ενώ παράλληλα έγινε Πρόεδρος της ολιγομελούς Ισραηλιτικής κοινότητας, επανειλημμένα διετέλεσε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου, υπήρξε Πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου (2011-2014) και Αντιπρόεδρος του Ομίλου Πολιτικού και Κοινωνικού Προβληματισμού Ιωαννίνων – μιας ομάδας ενεργών πολιτών που λειτούργησε από το 2016 ως βήμα ζωντανού διαλόγου στην πόλη χωρίς φιλοδοξίες εμπλοκής στον οποιοδήποτε πολιτικό χώρο.
Η συμμετοχή του σε καίριες θέσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι δείχνουν ένα πνεύμα που προσπαθούσε να ενώσει τη σκέψη και την πράξη. Ο Ελισάφ πίστεψε στην εξωστρέφεια χωρίς όμως να απολέσει την ενορατική ικανότητα στην κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων μέσα στην πολυπλοκότητά τους. Αναστοχασμός και ανοιχτή σκέψη, χωρίς στερεότυπα, ήταν η φιλοσοφία του. Πίστευε στην ενσωμάτωση του διαφορετικού, αλλά με σεβασμό στη διαφορετικότητα.
Την άνοιξη του 2019 ο Μωυσής Ελισάφ εξελέγη Δήμαρχος των Ιωαννίνων και τότε γράφτηκαν πολλά άρθρα για τον «Εβραίο» δήμαρχο, κάτι εντελώς ασυνήθιστο ακόμη και στην Ευρώπη. Σ’ εμάς η εκλογή του δεν προκάλεσε μεγάλη έκπληξη. Γνωρίζαμε το σπουδαίο έργο του στην πόλη, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την αγάπη των συμπολιτών του για τον γιατρό τους, την εκτίμηση που έτρεφε η επιστημονική κοινότητα της πόλης στο πρόσωπό του, την οποία άλλωστε είχε αναδείξει διεθνώς οργανώνοντας μεγάλα ιατρικά συνέδρια. Ωστόσο αισθανθήκαμε την άφραστη χαρά της αναγνώρισης και της δικαίωσης ενός Έλληνα πολίτη, που εν μέρει ήταν και νίκη κατά του σκοταδισμού και της μισαλλοδοξίας. Περισσότερο χαρήκαμε για την πόλη του, που απέκτησε ως δήμαρχο έναν οραματιστή.
Ένα παιδί από το Κουρμανιό
Τον Μωυσή Ελισάφ δεν τον γνώρισα όσο ζούσα στα Γιάννενα, σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ’70, εργαζόμενη στη Φιλοσοφική Σχολή του σχετικά νεότευκτου Πανεπιστημίου. Τότε ήταν ακόμη μαθητής. Γνώρισα όμως το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Με έντονα ακόμη τα χαρακτηριστικά της επαρχίας, η πόλη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της· η παρουσία της στρατιωτικής δικτατορίας ολοφάνερη – αν και συχνά οι «χαφιέδες» αποδεικνύονταν καλοσυνάτοι απέναντι στους ηλικιωμένους πια αντάρτες που επί χρόνια παρακολουθούσαν. Οι αριστερών φρονημάτων πανεπιστημιακοί καθηγητές, όπως ο διαπρεπής αρχαιολόγος και αλησμόνητος φίλος Σωτήρης Δάκαρης, είχαν απολυθεί. Το πανεπιστήμιο, μικρό ακόμη, στεγαζόταν σε ένα κτίριο στις παρυφές της πόλης και ήταν προσπελάσιμο με τα πόδια από τη λεωφόρο Δωδώνης. Οι εξ Αθηνών ή Θεσσαλονίκης χουντικοί καθηγητές έμεναν στο ξενοδοχείο Ξενία, οι δημοκρατικοί στο Βυζάντιο. Ήταν δύσκολο να βρεθούν χώροι που θα μπορούσαν να γίνουν φοιτητικά στέκια. Η Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών είχε το μονοπώλιο στην πνευματική δραστηριότητα και ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι στην πόλη αυτή λειτουργούσε κάποτε η περίφημη σχολή της Alliance Israélite Universelle, που προσέφερε γνώσεις ευρωπαϊκού επιπέδου όχι μόνο στους Εβραίους κατοίκους της πόλης αλλά και στους χριστιανούς, και στην οποία δίδαξε ο Γιοσέφ Ελιγιά. Στη δεκαετία του ’70 κανείς δεν αναφερόταν στην ιστορία της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη.
Ο πατέρας του Μωυσή Ελισάφ διατηρούσε μαγαζί με υφάσματα στην οδό Ανεξαρτησίας, στο παλιό εμπορικό κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στην κύρια είσοδο του Κάστρου. Οι γονείς του είχαν γλιτώσει το Άουσβιτς καταφεύγοντας στη Μέση Ανατολή. Ήσαν συγγενείς του Σαμπεθάι Καμπιλή, του άλλοτε ισχυρού ανθρώπου της κοινότητας και ήρωα του ομώνυμου διηγήματος του Δημήτρη Χατζή. Σ’ αυτήν άλλωστε την περιοχή ζούσαν οι λιγοστοί Εβραίοι της πόλης. Το καλοκαίρι, όταν φορούσαν κοντομάνικα, μπορούσες να διακρίνεις τον αριθμό του στρατοπέδου χαραγμένο στο χέρι τους. Τότε κάποιοι συμπολίτες ψιθύριζαν στους διπλανούς «κοίτα, αυτοί είναι Εβραίοι», καλοπροαίρετα και με κάποια θλίψη. Κουρμανιό ονομαζόταν η πλατεία μπροστά από το Κάστρο και έδινε το όνομά της σε ολόκληρη την περιοχή που περιλάμβανε το τετράγωνο Αβέρωφ, Κουντουριώτου, Γιοσέφ Ελιγιά, Νεοπτολέμου. Τότε πρόεδρος της κοινότητας ήταν ο Ιωσήφ Κοέν, από παλιό και μεγάλο τζάκι, λόγιος, αριστερός και φίλος του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος σώθηκε φεύγοντας αντάρτης στο ΕΑΜ.
Πώς να ένιωθε σ’ αυτό το κλίμα ο μικρός Μωυσής Ελισάφ, ένα παιδί από το Κουρμανιό; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η φοιτητική ζωή, η συμμετοχή στην αριστερή οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού Ρήγας Φεραίος, το αίσθημα του συνανήκειν σε μια ομάδα με κοινούς κοινωνικούς στόχους αντιστάθμιζαν τα επώδυνα βιώματα της τραυματισμένης μνήμης που έφερε από το οικογενειακό περιβάλλον του και των λίγων ομοθρήσκων που είχαν επιβιώσει από την πλήρη καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας από τους ναζί. Το γεγονός πάντως ότι μετά τις σπουδές του επέστρεψε στα Γιάννενα δείχνει όχι μόνο ισχυρούς δεσμούς με την πόλη αλλά και μια εντελώς προσωπική και ρηξικέλευθη σχέση με τη μνήμη, που όλοι τις τελευταίες δεκαετίες συνιστούν ως φάρμακο της ιστορίας. Η δική του προσωπική ανάγνωση της ιστορίας έχει έντονα στραμμένη τη ματιά στο παρελθόν αλλά με προορισμό το μέλλον. Γι’ αυτό στη δημιουργική του ανάγνωση το παρελθόν το αναστοχάζεται σε μια προσπάθεια σχεδόν ιατρικού χαρακτήρα, με στόχο να αποκαθάρει την τραυματική μνήμη από τα δηλητήρια που μοιραία αναπαράγονται και πληθαίνουν μέσα της μια φλέβα στην οποία ρέει αίμα ζωντανό, που να μπορεί να αιμοδοτήσει το μέλλον.
Χριστιανοί και Εβραίοι Ρωμανιώτες
Το παρελθόν που είχε να αντιμετωπίσει ο Μωυσής Ελισάφ ήταν διαφορετικό από εκείνο των σύγχρονων συμπολιτών του, αλλά με κοινό παρονομαστή τον δέσμιο και αγωνιζόμενο άνθρωπο, περαστικό από τη ζωή αλλά ρέκτη στον τόπο του, θαυμαστή της ομορφιάς του, ονειρευτή του μέλλοντός του. Μήπως η μυστηριακή ομορφιά της πόλης, με μια λίμνη και γύρω τα βουνά, δεν ενέπνευσε όσους πέρασαν από εκεί να αφήσουν έργα ομορφιάς και πολιτισμού; Ειδωλολάτρες και χριστιανοί, βυζαντινοί δεσπότες και οθωμανοί πασάδες τίμησαν την πόλη. Οι Εβραίοι ρωμανιώτες και οι χριστιανοί ήσαν εκεί πριν από την έλευση των οθωμανών. Ακόμη κι αν βάλω μια τελεία σ’ αυτό το λυρικό αφήγημα, δεν θα διαφέρει πολύ από το επίσημο αφήγημα που αναφέρεται στη σχέση Γιαννιωτών Χριστιανών και Εβραίων. Είναι κοινή η άποψη των ερευνητών, την οποία ακολούθησε και ο Μωυσής Ελισάφ, ότι «Τα Γιάννενα υπήρξαν διαχρονικά τόπος σχετικά αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών θρησκειών, εθνοτήτων και λαών».[2] Το συμπέρασμα αυτό διατυπώνει ο Γάλλος ιστορικός Bernard Pierron, που μελέτησε σε βάθος τις σχέσεις Χριστιανών και Εβραίων τον 19ο και 20ό αιώνα, αναφερόμενος στους ήπιους και φιλικούς τόνους που κράτησαν οι Χριστιανοί Γιαννιώτες απέναντι στους Εβραίους, ειδικά προς το τέλος του 19ου αιώνα.[3] Ο Πιερόν παραπέμπει σε δημοσιεύματα της εφημερίδας Φωνή της Hπείρου, που εκδιδόταν στην Aθήνα, που μαρτυρούν καλές σχέσεις και ομαλή συμβίωση μεταξύ των κοινοτήτων. Το ίδιο κάνει και ο Ηπειρώτης συγγραφέας και βουλευτής Χρήστος Χρηστοβασίλης, ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στα ζητήματα της εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα και στην Ήπειρο, όπως δείχνει το συγγραφικό και δημοσιογραφικό έργο του.[4] Μια διάλεξή του, που έδωσε στην Eβραϊκή λέσχη των Ιωαννίνων, παρουσία Iσραηλιτών αλλά και πολλών χριστιανών επισήμων, στρατιωτικών και λογίων, με θέμα «Έλληνες και Eβραίοι διά μέσου των αιώνων», εξαίρει την πολιτισμική παρουσία των Ρωμανιωτών Εβραίων στην Ήπειρο, κι αυτά τον Ιούνιο του 1936. Προστριβές και επεισόδια κατά των Εβραίων υπήρξαν, κυρίως τους προηγούμενους αιώνες, αλλά φαίνεται ότι η θετικότητα της εβραϊκής παρουσίας στην οικονομική και πολιτιστική ζωή αποθάρρυνε περαιτέρω επιθέσεις, παρά την αντι-ιουδαϊκή μανία του Κοσμά Αιτωλού. Τα αντι-εβραϊκά επεισόδια δεν οδήγησαν ποτέ σε ακρότητες.[5]
Όταν έφτασε το σωτήριο 1945, μετά το πέρασμα των ναζί και των συνεργατών τους, το τοπίο είχε αλλάξει ολοσχερώς. Από τα στρατόπεδα και τα κρησφύγετά τους γύρισαν μόλις 164 Εβραίοι. Η υποδοχή τους ήταν άθλια, όπως προκύπτει από τις ανταποκρίσεις που δημοσιεύτηκαν το 1945 στην εφημερίδα Iσραηλιτικό Bήμα της Θεσσαλονίκης:
«Bρισκόμαστε πολύ απόμερα, εδώ στα Γιάννενα, αλλά ελπίζουμε να ακουστεί το παράπονό μας διά μέσου της εφημερίδας σας. Tριάντα όμηροι Eβραίοι που ήρθαν το τελευταίο δίμηνο, για να πάρουν ένα εσώρουχο κι ένα εξώρουχο της Oύνρα, ταλαιπωρήθηκαν 3 μέρες τρέχοντας δεξιά και αριστερά και κατέληξαν να τους δώσουν κάτι κουρέλια, ακατάλληλα και για σφουγγαρόπανα. Σε διαμαρτυρία τους πήραν την απάντηση: Γιατί δεν φέρατε ρούχα από τη Γερμανία;».
Kαι ο ανταποκριτής συνεχίζει: «Eίδαμε τους πρόσφυγες από τη Bόρειο Ήπειρο να παίρνουν βαρειά παλτά και καινούργιες ενδυμασίες. Kι εμείς που τόσα υποφέραμε δεν δικαιούμαστε ένα ανθρωπινότερο κουρέλι; Ξέρουμε ότι αυτά δεν τα δίνουν από την τσέπη τους. Aπό τόσα ρούχα δεν περίσσεψαν 30 της προκοπής για μας, που βλέπουμε το χειμώνα όπως στα λάγγερ;».
Στην ίδια εφημερίδα διαβάζουμε κι άλλες τέτοιες ανταποκρίσεις για τους Eβραίους επιζώντες που επέστρεψαν στα Γιάννενα και βρήκαν τα σπίτια τους κατειλημμένα από νέους κατοίκους-πρόσφυγες, τα μαγαζιά τους λεηλατημένα, τα υπάρχοντά τους διαρπαγμένα, όπως και οι ζωές τους. Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης έχει ερευνήσει επίσημα έγγραφα σχετικά με την διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών στα Γιάννενα που φαίνεται ότι είχε νομιμοποιηθεί πριν ακόμη από την εκτόπιση των μελών της εβραϊκής κοινότητας.[6] Ο ίδιος μας ανέφερε ένα περιστατικό που δείχνει μια περίεργη αναλγησία: ένας επιζών Εβραίος ωρολογοποιός βρήκε το μαγαζί του λεηλατημένο και άδειο, όπως σχεδόν όλα τα εβραϊκά μαγαζιά της αγοράς· τότε εμφανίστηκε ένας πελάτης που ζητούσε το ρολόι που είχε δώσει πριν από την εκτόπιση για επισκευή και κατέθεσε μήνυση εναντίον του.
Στην περίοδο αυτή και σε ό,τι προηγήθηκε ο Μωυσής Ελισάφ αναφέρεται με πολλές ευκαιρίες και αφορμές.[7] Το παρελθόν αυτό έβγαζε δηλητήριο, αλλά χτυπούσε και σε άλλα σημεία της γιαννιώτικης κοινωνίας, γιατί η καταστροφή των Εβραίων είχε συμβεί λίγο πριν ανάψουν οι φωτιές του Εμφυλίου, που δίχασαν τον κόσμο και αφαίρεσαν κάθε ικμάδα από την ύπαιθρο και σμπαράλιασαν τον κοινωνικό ιστό στις πόλεις. Την εικόνα της παρακμής στα μεταπολεμικά Γιάννενα θα την διέσωζαν αργότερα οι ταινίες του Αγγελόπουλου, την κατάσταση του εσωτερικού τοπίου των ανθρώπων ο Δημήτρης Χατζής.
Το Ολοκαύτωμα, ο εμφύλιος και το πρόβλημα της μνήμης
Τα Γιάννενα στη δεκαετία του ’90, ενώ η πόλη γνώριζε μια νέα άνθηση, η Ισραηλιτική κοινότητα έφθινε. Ήταν πια μια κοινότητα με ελάχιστους ηλικιωμένους. Τότε ο Μωυσής Ελισάφ, ο αναστοχαστικός αναγνώστης της ιστορίας στη ροή της, με βιώματα και ελπίδες για το μέλλον, είχε την ευφυή ιδέα να ανατρέψει εξ ολοκλήρου την πολιτισμική εικόνα της πόλης χάρη στην επανεφεύρεση της ιστορίας της, τόσο αυτήν του εμφυλίου διχασμού όσο και εκείνην των Εβραίων της. Πρώτο βήμα ήταν η συνειδητοποίηση ότι η συλλογική μνήμη, που περισωζόταν στους επιγόνους των θυμάτων από όλες τις πλευρές και παρατάξεις, απλώς διαιώνιζε μια κοινωνία κυριαρχημένη από τους ιούς του μίσους: «Οι κερδισμένοι έγραφαν τη δική τους ιστορία. Οι χαμένοι από την άλλη τη δική τους. Χωρίς κι οι δυο να υποψιάζονται πως σε σχέση με την ιστορία και οι δυο ήταν ηττημένοι. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε σύγκρουση: Νίκη δεν υπάρχει για κανένα. Υπάρχει μόνο ήττα και αίμα. Στη δημοκρατία οι κοινωνίες είναι αντιμέτωπες με τον ίδιο τον εαυτό τους».
Ο Μωυσής Ελισάφ είδε ότι στην ιστορία η τραυματική μνήμη αναπαράγει και τροφοδοτεί τον πόλεμο των αναμνήσεων, συντηρώντας τις εμφυλιοπολεμικές εντάσεις. Δεν το είδε θεωρητικά αλλά πρακτικά, στις εκδηλώσεις των επετείων της πρόσφατης ιστορίας μας, στους λόγους που εκφωνούνται, στα μνημεία που εγκαινιάζονται. Είδε το ζήτημα συνολικά, στις έσχατες συνέπειές του, και προσπάθησε να εφαρμόσει με έργα στην γενέθλια πόλη του μια νέα κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ενός εμφυλίου,[8] μια κουλτούρα όχι πλέον της αναμόχλευσης του μίσους, όπως αυτή που είχε επικρατήσει μεταπολεμικά, αλλά κουλτούρα προσέγγισης και συνένωσης γύρω από κοινούς στόχους.
Το νέο σύνθημα του Ελισάφ ήταν ότι κάποιες φορές για να λειτουργήσει η μνήμη είναι απαραίτητη μια στάση εκλεκτικής λήθης: «Πράγματι οφείλουμε και να ξεχνούμε. Και να κοιτούμε μπροστά. Αυτό είναι αναγκαίο και σωτήριο υπό την προϋπόθεση ότι το παιδευτικό μήνυμα της Ιστορίας το πήραμε και το εφαρμόζουμε. Και είναι ένα και μοναδικό: να συνυπάρξουμε ειρηνικά, προωθώντας εκείνα που μας ενώνουν και περιθωριοποιώντας αυτά που μας διαφοροποιούν».
Η δύναμη του τοπικού ιστορικού αφηγήματος
Ο Ελισάφ με πολλούς τρόπους και αφορμές διακήρυξε ότι «η εξωστρέφεια, ο κοσμοπολιτισμός, η ανεκτικότητα και η φιλικότητα της πόλης μας είναι ασφαλή δομικά ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί ένα στέρεο και αναπτυξιακό μέλλον για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή».[9]
Είναι βέβαιο άλλωστε πως η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοιξε ορίζοντες για να ξανασκεφτούμε και να δούμε αλλιώς την κουλτούρα των μικρών κρατών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που έζησαν επί αιώνες ως χωνευτήρι εθνοτήτων υπό την Οθωμανική ή την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία μέχρι να αλλάξει ο χάρτης της Ευρώπης. Αν η ίδρυση των εθνών-κρατών ήταν το μεγάλο κατόρθωμα του 19ο αιώνα, το σημερινό κατόρθωμα είναι να δούμε την ιστορία αυτών των περιοχών εστιάζοντας όχι στις περιόδους αλληλοσφαγής αλλά σε εκείνες της ειρήνης και των επιτευγμάτων της.
Ο Ελισάφ είχε δει την εφαρμογή της θεωρίας στη Θεσσαλονίκη επί δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη. Είχε αντιληφθεί ότι «η ανάδειξη του πολυ-πολιτισμικού παρελθόντος ως κεντρικό, νέο αφήγημα της πόλης της Θεσσαλονίκης» μόνο θετικά μπορούσε να επηρεάσει την πόλη, ακόμη και στον τομέα των επενδύσεων προς όφελος των νεαρών κατοίκων της, που κάποια εποχή τους τσάκιζε η ανεργία. Έγραφε ότι ο Μπουτάρης «συνέβαλε σε μια τρομακτική για τα δεδομένα της πόλης πολιτική εξωστρέφειας που τοποθέτησε τη Θεσσαλονίκη στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη προκαλώντας και στη συνέχεια μια σειρά σημαντικών επενδύσεων του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου προς όφελος όλων, αλλά κυρίως των νεαρών, κατοίκων της πόλης».[10]
Η έννοια του τοπικισμού στην πρόσφατη ιστορία μας υπήρξε αμφίσημη και όχι αδίκως αρνητική. «Των Ελλήνων οι κοινότητες» είχαν ασφαλώς τον τρόπο να φτιάχνουν τον «άλλο» Γαλαξία τους, αλλά δεν εμπόδισαν τον τοπικισμό να είναι συνδεδεμένος με τις πιο μαύρες και οπισθοδρομικές στιγμές της ιστορίας της, σχεδόν συνώνυμος με την κλειστοφοβία, την εσωστρέφεια, την απόλυτη στήριξη στις υπηρεσίες που προσφέρει ο τοπάρχης, πολιτικάντης, βουλευτής κ.λπ. Την φωτεινή και ίσως οραματική πλευρά του τόπου στην ιστορία θύμισε σε όλους ο Ελισάφ όταν, σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ηπειρωτικός Αγών (24 Αυγούστου 2022), ανέπτυξε την πίστη του στη «δύναμη του τοπικού ιστορικού αφηγήματος». Είναι άξια θαυμασμού η γενναιότητά του, αλλά και η βαθιά προεργασία και η ψύχραιμη στροφή της σκέψης του –εδώ της σκέψης ενός επιστήμονα– που συνέλαβε ότι μπορεί να χτιστεί ένα τοπικό ιστορικό αφήγημα που δεν θα φυλακίζει αλλά θα απελευθερώνει, που δεν θα είναι εγκλωβισμένο σε μια ομάδα συμφερόντων αλλά στους πολίτες που πολεμούν για την επιβίωση.
Ίσως να ήταν πιο εύκολο για έναν Έλληνα Ρωμανιώτη να σκεφτεί την εξέλιξη της ιστορίας και την ανάγκη για ριζικές αλλαγές μέσα στις συνθήκες της εποχής μας. Το Ολοκαύτωμα έδωσε σκληρά μαθήματα τα οποία η ανθρωπότητα δύσκολα μπορεί να επεξεργαστεί ακόμη και σήμερα. Ο Ελισάφ τα συνόψισε γράφοντας: «με την είσοδο του Ολοκαυτώματος στη σκηνή της ιστορίας δεν ακυρώθηκε μόνον σύμπας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός. Ακυρώθηκε ταυτόχρονα και η γραμμική εξέλιξη ως η φυσική ροή της Ιστορίας. Η αειφόρος ανάπτυξη καταποντίστηκε. Η έννοια της διαρκούς προόδου διαψεύστηκε. Η γραμμική εξέλιξη της Ιστορίας έγινε ο κύκλος του φιδιού που τρώει την ουρά του. Τι προέκυψε απ’ όλα αυτά; Ένα μόνο: Η Ιστορία δεν είναι ένα διαρκές ανέβασμα. Είναι μια πορεία πάνω από την άβυσσο. Η πρόοδος δεν είναι γραμμική ανιούσα δύναμη. Είναι και οπισθοδρόμηση».[11]
Δράσεις που δεν διχάζουν αλλά ενώνουν είναι οι μόνες που μπορούν να προφυλάξουν από την οπισθοδρόμηση. Και τέτοιες ευκαιρίες δίνουν πρώτα απ’ όλα οι επέτειοι, που υπήρξαν κατεξοχήν αφορμές διχασμού. Γι’ αυτό και οι ομιλίες του Ελισάφ με αφορμή τις διάφορες επετείους στις οποίες εκπροσώπησε την πόλη του εντός και εκτός Ηπείρου έχουν τεράστια σημασία. Το 2022, στην εξαιρετική ομιλία του κατά την τελετή μνήμης των αριστερών εκτελεσθέντων στο Σταυράκι μετά από δίκη τους στο Έκτακτο Στρατοδικείο Ιωαννίνων την άνοιξη του 1948, παρατηρούσε ότι:
«Η ιστορία, όπως και οι επέτειοι, σημαίνουν και προειδοποιούν μόνον όσους εγκύπτουν με διάθεση μαθητείας να ακούσουν τα μηνύματά της. Προειδοποιούν και διδάσκουν, δηλαδή, μόνον τους “μαθητές” που είναι έτοιμοι να τα δεχτούν και να τα διαχειριστούν με βάση μια νέα κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ιδιαίτερα επιτακτική σε μια εμφύλια σύρραξη».[12]
Ο Μωυσής Ελισάφ, ο εκλιπών «Εβραίος δήμαρχος» των Ιωαννίνων, έθεσε ως αρχή του ότι για να ζήσει πνευματικά ο άνθρωπος στην Ελλάδα του 21ου αιώνα πρέπει να καταπολεμήσει μέσα του την μνησικακία και να καλλιεργήσει τη σοφία που οδηγεί στην ανοιχτότητα του νου και στον σεβασμό της διαφορετικότητας. Έτσι προχώρησε στο πείραμά του, που ουσιαστικά αποδεικνύει πόσο η έννοια της ταυτότητας χρειάζεται σήμερα να ακονιστεί στο εργαστήρι του νου.
«Έχω τη τιμή να είμαι και Πρόεδρος της μικρής πλην όμως ιστορικής Ρωμανιώτικης δηλαδή ελληνόφωνης εβραϊκής κοινότητας της πόλης μου. Και αυτή μου η ιδιότητα αποτελεί μια ακόμα πρόκληση αφού καλούμαι να συμβάλλω στη διατήρηση ζωντανής της ανεπανάληπτης πλούσιας ρωμανιώτικης παράδοσης και των μνημείων της, όπως της επιβλητικής εβραϊκής Συναγωγής και του πολύπαθου εβραϊκού νεκροταφείου. Ως εκ τούτου είμαι δεσμευμένος να ζω και να πορεύομαι καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να υπηρετήσω χωρίς ταλαντεύσεις την πόλη που με γαλούχησε και με τίμησε και ταυτόχρονα την εβραϊκή μου ταυτότητα που με διαμόρφωσε ως πολίτη που οφείλει να υπηρετεί με ανιδιοτέλεια και αδιαπραγμάτευτη αγάπη τον συνάνθρωπό του.»
(Από συνέντευξη του Μωυσή Ελισάφ στον ιστορικό Λεόν Σαλτιέλ, Καθημερινή, 18.02.2023)
[1] Με χαρά πληροφορηθήκαμε από τον Σταύρο Ζουμπουλάκη ότι τα κείμενα του Μωυσή Ελισάφ θα δημοσιευθούν σε μορφή βιβλίου.
[2] Μωυσής Ελισάφ, «Η δύναμη του τοπικού ιστορικού αφηγήματος», εισήγηση στην ημερίδα «Συρράκο, 1821, 200 χρόνια από την Επανάσταση», 30-31.7.2022· δημοσιεύτηκε στην εφημ. Ηπειρωτικός Αγών, 24 Αυγούστου 2022.
[3] Bernard Pierron, Εβραίοι και χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα. Ιστορία των διακοινοτικών σχέσεων από το 1821 ως το 1945, Πόλις, Αθήνα, 2004.
[4] Χρήστος Χρηστοβασίλης, Περί Εβραίων, Ροές, Αθήνα 2007.
[5] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Η συκοφαντία αίματος και οι Έλληνες συγγραφείς στο γύρισμα του 20ού αιώνα», στο Εβραϊκές κοινότητες ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, 15ος-20ός αιώνας. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου 21-23 Μαΐου 2015, Ισνάφι, Γιάννενα 2016.
[6] Γιώργος Μαργαρίτης, «Η εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας. Ιδεολογία, κοινωνικές εντάσεις και συγκυρία», στο Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην κατοχή, Πρακτικά Γ΄ Συμποσίου Ιστορίας της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού (Θεσσαλονίκη, 8 Νοεμβρίου 1996), επιμ. Ρίκα Μπενβενίστε, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998.
[7] Αναφέρουμε ενδεικτικά τα άρθρα του «Μου είναι αδύνατον να σας πιστέψω» (παρουσίαση του βιβλίου των Καρίνας Λάμψα, Ιακώβ Σιμπή, Η Διάσωση: Η σιωπή του κόσμου, η αντίσταση στα γκέτο και τα στρατόπεδα, οι Έλληνες Εβραίοι στα χρόνια της Κατοχής, Καπόν, Αθήνα 2021), Athens Review of Books, τχ. 133 (Νοέμβριος 2021), και «Μια κυκλοδίωκτη φούγκα του μίσους» (παρουσίαση του αφηγήματος της Νάσιας Διονυσίου, Τι είναι ένας κάμπος, Πόλις, Αθήνα 2021, Athens Review of Books, τχ. 139 (Απρίλιος 2022).
[8] Βλ. Μωυσής Ελισάφ, «Η κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ενός εμφυλίου», elisaf.gr, 3 Οκτωβρίου 2022. Το κείμενο προέρχεται από την ομιλία του στην 74η επέτειο από την εκτέλεση 19 Γιαννιωτών το 1948 σε μια δίκη σκοπιμότητας την κορύφωση του εμφυλίου πολέμου.
[9] Μωυσής Ελισάφ, «Η δύναμη του τοπικού ιστορικού αφηγήματος», ό.π.
[10] Ό.π.
[11] Μωυσής Ελισάφ, «Εσθήρ Κοέν: Μνήμη και μαρτυρία», Athens Review of Books, τχ. 126 (Μάρτιος 2021).
[12] Μωυσής Ελισάφ, «Η κουλτούρα της τραυματικής μνήμης ενός εμφυλίου», ό.π.