Συνέντευξη του ΝΙΚ ΓΕΡΜΑΝΑΚΟΥ στον ΑΧΙΛΛΕΑ ΦΩΤΑΚΗ
Για τις δεκαετίες 1960, 1970 η ιστορία έχει αρχίσει να γράφεται εδώ και κάμποσο καιρό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης. Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι ένα ακόμη σημαντικό κομμάτι του παζλ της όλης ιστορίας της εποχής, ένας άξονας που τέμνεται με άλλους σαν κι αυτόν των Ιουλιανών, της Χούντας ή και, γενικά, της ύστερης μεταπολεμικής ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που φιλοδοξεί να ενταχθεί αυτή η σύντομη συνέντευξη με τον Νικ Γερμανάκο, έναν ποιητή και μεταφραστή που εργάστηκε για πολλά χρόνια στο επίκεντρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δίπλα σε μορφές όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Κώστας Ταχτσής, ο Στρατής Τσίρκας, ο Θανάσης Βαλτινός, η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Ρίτα Λυμπεράκη, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Γιάννης Ρίτσος.
Η συγκεκριμένη συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε τηλεφωνικά μεταξύ Αθήνας, Ιερουσαλήμ και Σαν Φρανσίσκο έχει να κάνει με τον Ηλία Πετρόπουλο, έναν συγγραφέα που ο Γερμανάκος θεωρούσε μέντορά του. Αλλά είναι επίσης μια συζήτηση για την ατμόσφαιρα ενός κύκλου συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων και ποιητών της Αθήνας σε μια πόλη και μια εποχή που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Ποιος είναι ο Νικ Γερμανάκος (Nick Germanacos): Γεννήθηκε το 1940 στη Λεμεσό από πατέρα Έλληνα της Ουαλίας και μητέρα Κύπρια. Το 1945 ο πατέρας του τον πήρε στην Ουαλία και τον άφησε με τη γιαγιά του και τις θείες του για να αποκτήσει βρετανική παιδεία. Το 1967 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου δίδασκε αγγλικά και μετέφραζε Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Έπειτα, έζησε για 17 χρόνια στην Κάλυμνο και τώρα ζει στη γενέτειρα της γυναίκας του στο Σαν Φρανσίσκο. Προσεχώς πρόκειται να εκδοθεί το βιβλίο του Ora et Labora στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μελάνι, σε μετάφραση Ελένης Καρρά.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Νικ, μετέφραζες και προωθούσες στο αγγλόφωνο κοινό Έλληνες συγγραφείς και ποιητές για αρκετά χρόνια. Πώς ξεκίνησες; Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια γνώρισες μήπως και τη Ρέι Ντάλβεν, που επίσης μετέφραζε για χρόνια Έλληνες ποιητές και ποιήτριες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν γνώριζα τη Ρέι προσωπικά, αλλά ήξερα τη δουλειά της. Με τον Κίμωνα Φράιερ ήμουν στενά συνδεδεμένος και κυρίως αυτός με ενθάρρυνε να καταπιαστώ με τη μετάφραση. Και μέσω του Κίμωνα γνώρισα πολλούς ποιητές. Ήμουν ας πούμε σαν ο διάδοχός του, le dauphin, κατάλαβες. Ο Έντμουντ Κήλυ και ο Φίλιπ Σέραρντ καταπιάνονταν τότε με Σεφέρη, Καβάφη και Ελύτη. Και οι μετέπειτα μεταφράστριες, η Κάρεν Βαν Ντάικ και η Κάρεν Έμεριχ ήταν φοιτήτριες που πέρασαν από το πρόγραμμά μου, των Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών. Τις δίδαξα όταν ήταν 16 και 18 χρονών αντίστοιχα και τώρα θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες μεταφράστριες νέων ελληνικών.
Με τον Ηλία Πετρόπουλο πώς γνωρίστηκες;
Με τον Ηλία γνωριστήκαμε μέσω του Νίκου Αυγέρη, που ήταν το πρώτο βιολί της συμφωνικής ορχήστρας της ΕΡΤ, δεν θυμάμαι τώρα πώς τη λέγανε τότε την ορχήστρα. Ήταν ένας λαμπρός άνθρωπος, διαβασμένος, εξαιρετική μορφή και ήταν φίλος από τον εμφύλιο πόλεμο με τον Ηλία. Αυτός με σύστησε στον Ηλία όταν με πήγε στην έκθεση που έκανε ο Πετρόπουλος για τα ρεμπέτικα στο Χίλτον, νομίζω το 1971, όπου γνώρισα επίσης μορφές σαν τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Στράτο και άλλους. Ο Ηλίας μου τους σύστησε. Και από εκεί ξεκίνησε η αγάπη μου για τη δημοτική μουσική και το ρεμπέτικο, το οποίο δεν ήξερα σαν νεοφερμένος Έλληνας της Διασποράς.
Και πώς συνεχίστηκε η σχέση σας;
Τον Ηλία τον έβλεπα πάρα πολύ συχνά, ήταν στενή η σχέση μας. Εγώ μάθαινα απ’ αυτόν, ήταν σαν δάσκαλός μου, σαν μέντοράς μου. Ήμουν μικρός τότε και δεν ήξερα τίποτε για την Ελλάδα, η οποία για μένα ήταν ένα μυθικό μέρος. Ο Ηλίας ήταν απ’ τους ανθρώπους που με προσγείωσαν στην ελληνική καθημερινότητα. Περνούσαμε πολλά βράδια σε ταβέρνες στην Καισαριανή, τότε που ήταν προσφυγική συνοικία. Φέρναμε τα βράδια μουσικούς στο σπίτι μου, που μας παίζανε όλη νύχτα και τα ηχογραφούσαμε. Ακόμα έχω τις ηχογραφήσεις! Κυρίως φέρναμε τον Μουφλουζέλη, τον οποίο είχε μαζέψει ο Ηλίας απ’ τον δρόμο με το παιδάκι του, με τον γιο του. Τον Σκαρπέλη, τον Κερομύτη,… λιγότερο γνωστοί αλλά εκπληκτικοί μπουζουξήδες και τραγουδιστές. Και παίζανε όλη νύχτα και τους ηχογραφούσαμε.
Πώς ήταν σαν άνθρωπος ο Ηλίας;
Τώρα που το σκέφτομαι δεν ήξερα τόσο πολλά γι’ αυτόν ως άνθρωπο. Ήταν δύσκολο να σου ανοιχτεί. Ήταν σαν να υπήρχε ένας τοίχος ανάμεσα σ’ αυτόν και τους φίλους του. Σαν να προστάτευε τον εαυτό του. Είχα γνωρίσει τη γυναίκα του και την κόρη του, είχαμε βρεθεί αρκετές φορές. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ, πολύ γυναικάς! Επιπλέον, προφανώς εργαζόταν ασταμάτητα, σε πάρα πολλές συγγραφικές και ερευνητικές δουλειές από τις οποίες εγώ κατάφερνα να έχω μια μικρή μόνο γεύση. Έμενε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Κολωνάκι, σε μια γκαρσονιέρα, και από εκεί ξεκινούσε τις έρευνές του οι οποίες είναι τόσο σχολαστικές και πλούσιες σε νοήματα. Δούλευε σαν εκπαιδευμένος ανθρωπολόγος αν και δεν είχε καμία σχετική εκπαίδευση. Και έκανε δουλειά ισάξια με ενός πανεπιστημιακού τμήματος ανθρωπολογίας!
Πρωτότυπη έρευνα και πολύ ριζοσπαστική μάλιστα.
Και τότε, Αχιλλέα, δεν ξέρω αν υπήρχαν, νομίζω δεν υπήρχαν τμήματα ανθρωπολογίας στην Ελλάδα.
Ναι, δεν υπήρχαν ακόμη τις δεκαετίες 1960 και 1970.
Ο Ηλίας ήταν ο πρόδρομος! Ένας άνθρωπος-τμήμα ανθρωπολογίας (γέλια). Εκπληκτική εργασία και δεν αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα. Μάλιστα καταδιώχτηκε στην Ελλάδα.
Αυτός έμενε τότε, όπως λες, στην γκαρσονιέρα στο Κολωνάκι. Εσύ πού έμενες;
Α, εγώ στην αρχή έμενα στην κορυφή, στο ψηλότερο σπίτι στην Αθήνα, στον Λυκαβηττό πάνω. Δεν υπήρχε δρόμος τότε για εκεί, ήταν ένα μονοπάτι. Ήταν ένα παράνομο σπίτι, ένα ταβερνάκι όπου πήγαινε συχνά ο Τσίρκας, εκεί τον πρωτοσυνάντησα, και από δίπλα το σπιτάκι. Αργότερα έμενα στους Αμπελοκήπους, απέναντι απ’ τον Άγιο Δημήτριο, τότε ήταν ακόμα χωμάτινος ο δρόμος, όλο γύρω-γύρω προσφυγικά σπίτια και στα καφενεία μιλούσαν τούρκικα ακόμα και καπνίζαν ναργιλέδες στο καφενείο της γωνίας (Βαθέως και Πανόρμου). Και τελικά πήγα στο Κολωνάκι. Εκείνη την περίοδο μετέφραζα τα διηγήματα του Ταχτσή (Τα Ρέστα), Βαλτινό και την Κασσάνδρα και τον Λύκο της Μαργαρίτας Καραπάνου.
Εσύ ήσουν κοντά στον Πετρόπουλο όταν εξέδωσε τα Ρεμπέτικα (1968) και τα Καλιαρντά (το 1971), για να πούμε κάποια από τα πιο γνωστά στη δεκαετία αυτή που ήσουν στην Αθήνα.
Ναι, ναι, ναι. Και γυρίζοντας την Αθήνα μαζί του έλαβα πραγματική εκπαίδευση. Μου έμαθε πολλά για την καθημερινότητα των Ελλήνων, αυτά που ήταν αόρατα στους ξένους αλλά ακόμη και στους Έλληνες, τα οποία εγώ δεν πρόσεχα. Ας πούμε, πηγαίναμε στους λούστρους στο δρόμο. Έβαζα το παπούτσι μου στην κάσα εκεί, μου το λουστράρανε και αυτό ήταν. Αυτός μου έλεγε: «Κοίτα, κοίτα εκεί λεπτομέρεια, πώς χρησιμοποιεί το πανί και το κασελάκι, κοίτα πώς το κρατάει», τα κασελάκια πώς τα διακοσμούσανε, τα μπρούντζινα· τα κασελάκια ήταν όλα διαφορετικά και τα έγραφε όλα, έγραφε τα πάντα στο σημειωματάριό του. Ή τον καφέ, πώς ετοιμάζουμε τον καφέ! Όλες αυτές οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας της ελληνικής ζωής, η οποία έφευγε τόσο γρήγορα… με την ανάδυση της πιο στερεοτυπικής κουλτούρας δυτικού καταναλωτισμού που αντικατέστησε την παλιά κουλτούρα των τεχνιτών. Όλα αυτά μου άνοιξαν τα μάτια, με εκπαίδευσαν. Και όταν έφυγα για την Κάλυμνο μετά, το 1974, γιατί δεν άντεχα πλέον την Αθήνα, ήμουν πλέον σε θέση να παρατηρώ αυτά τα πράγματα, τα σημαντικά της ελληνικής καθημερινής ζωής.
Κάποια απ’ αυτά τα θέματα που έψαχνε του είχαν προκαλέσει και προβλήματα με την αστυνομία. Για παράδειγμα, το 1972 εξέδωσε το ποίημα «Το Σώμα» στο περιοδικό Τραμ. Στο τελευταίο είχε τον στίχο «Και την πατρίδα λησμονώ μπρος σ’ ένα γυμνό νεανικό γυναικείο σώμα».
Ναι, ναι. Αυτό το ποίημα το μετέφρασα. Και πρέπει να πούμε ότι ο Πετρόπουλος ήταν μεγάλος έλληνας συγγραφέας· τότε δεν τον αναγνώριζε κανείς σαν λογοτέχνη, αλλά έγραφε πολύ όμορφα.
Ειδικά για τα Καλιαρντά τώρα που πέρασε κι απ’ το δικαστήριο, το οποίο ήταν σαν σκετς των Μόντι Πάιθονς! (γέλια). Απέραντου κάλλους υπόθεση! Ήταν εξωφρενικό απ’ τη μια πλευρά και ξεκαρδιστικό απ’ την άλλη. Ο πρόεδρος συνέχεια να ωρύεται «ησυχία, ησυχία, ησυχία» και να βαράει το καμπανάκι για να μας σωπάσει γιατί σκάγαμε βέβαια στα γέλια! Είχαμε μαζευτεί ο Βαλτινός, ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, η Καραπάνου, δεν θυμάμαι, ήμασταν 20-30 άτομα, όλη η αφρόκρεμα της αθηναϊκής ζωής που δεν φοβότανε την Ασφάλεια… Δηλαδή όλοι φοβόμασταν την Ασφάλεια, φοβόμασταν και τον θυρωρό μήπως ήταν χαφιές της Ασφάλειας, φοβόμασταν και τον περιπτερά τότε, αλλά θέλαμε να υποστηρίξουμε τον Ηλία και αγαπούσαμε παραπάνω την ελευθερία της έκφρασης και του λόγου. Είχαμε λοιπόν μαζευτεί στο ακροατήριο και διάβαζε απ’ τα Καλιαρντά ο πρόεδρος: «εδώ λες ότι ο Όσκαρ Βάιλντ [sic] ήταν ομοφυλόφιλος!». «Ναι», έλεγε ο Ηλίας. Και εμείς σκάγαμε στα γέλια. «Και εδώ –ωπ!– ο Mεγαλέξανδρος;;;» (γέλια). Και θυμάμαι κάπου είπε για τον Δία. Ο Δίας και ο Γανυμήδης! Και εκεί γινόταν το σώσε. Ξες, τέτοια φαιδρά. Ο Ηλίας απαντούσε πολύ ήρεμα. Αλλά ξέραμε ότι θα τον καταδικάζανε.
Θυμάσαι κάτι άλλο απ’ αυτή τη δίκη;
Θυμάμαι ότι ήμουν αγχωμένος για την τύχη του Ηλία. Παρά τα γέλια. Ήταν προφανές ότι εκείνο το δικαστήριο δεν είχε καμία ιδέα για το τι σήμαινε αυτό το βιβλίο. Η αντίθεση μεταξύ δικαστών και του Ηλία ήταν τεράστια, εκείνοι ήταν εντελώς αμόρφωτοι.
Θυμάμαι και μια άκρως αστεία ανταλλαγή έξω απ’ το δικαστήριο ανάμεσα στον Τσαρούχη και τον όμορφο νεαρό Άγγελο, ο οποίος ήταν μοντέλο για πολλούς από τους πίνακές του. Κάποια στιγμή ο Τσαρούχης σκόνταψε και ο Άγγελος τον κράτησε. Και του ’πε: «Δάσκαλε, πρόσεχε μην πέσεις». Και ο Τσαρούχης του απάντησε το αμίμητο: «Άγγελε, πάντα μου λες να προσέχω να μην πέσω. Δεν μου λες ποτέ τίποτα όταν δεν πέφτω!» (γέλια). Ξέρεις, ο Τσαρούχης είχε το πιο έξυπνο χιούμορ στην Αθήνα. Και ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις και ο Ταχτσής βέβαια ήταν πολύ πνευματώδεις.
Ο Νικ Γερμανάκος.
Μια άλλη μέρα που ήμασταν όλοι μαζί μετά από μια έκθεση του Ακριθάκη, κάπου στην Κριεζώτου νομίζω σε μια γκαλερί, μας κάλεσε ο Ταχτσής να πάμε σπίτι του για ένα ποτό. Και να πάμε μετά στην ταβέρνα να φάμε. Αυτή ήταν τότε η ιεροτελεστία στην Αθήνα. Πήγαμε λοιπόν καμιά δεκαπενταριά, και μαζί με αυτούς μια κυρία άγνωστη σε όλους μας με την κόρη της έφηβη, 15-16 χρονών, δεν την ήξερε κανείς μας αλλά κόλλησε στην παρέα μας. Και εκεί που καθόμασταν στη βεράντα του Ταχτσή στην Κλεομένους λέει ο Ηλίας του Κώστα – γιατί ξέρεις αυτοί ήταν πολύ γνωστοί από Θεσσαλονίκη: «Κώστα μου, δεν μου είπες τίποτα για την εισαγωγή μου στα Καλιαρντά!».
Να σημειώσω κάτι εδώ. Ο Πετρόπουλος δεν ρωτούσε γενικά άλλους ανθρώπους πώς τους φαίνονταν τα βιβλία του. Εκτιμούσε βαθιά τον Ταχτσή και θεωρούσε μάλιστα ότι το Τρίτο Στεφάνι ήταν το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα της εποχής εκείνης. Και ήταν βέβαια πρωτοποριακό πράγματι. Και το πρώτο μυθιστόρημα, παρατηρώ, που η γυναίκα πρωταγωνίστρια δεν παρουσιαζόταν τυποποιημένα, σαν μάνα ή σαν πόρνη.
Παρ᾽ όλα αυτά, για να γυρίσουμε στην ιστορία μας, ο Κώστας λέει στον Πετρόπουλο: «Μα τι να σου πω, Ηλία μου, τα είπες όλα στραβά!» (γέλια). Κάτι τέτοιο. Και λέει ο Ηλίας: «Τι εννοείς; Τι δεν ήταν σωστό;». «Ε, να, εκεί», λέει ο Ταχτσής, «που λες ότι οι άνδρες είναι άνδρες και οι ομοφυλόφιλοι είναι ομοφυλόφιλοι». Κάτι τέτοιο. Και συνεχίζει: «Ηλία μου, δεν κατάλαβες το βασικό, ότι όλοι εμείς οι άντρες έχουμε το ομοφυλοφιλικό μέσα μας». Του απαντάει ο Ηλίας αυτολεξεί, αυτό το θυμάμαι, «Κώστα, εγώ ήμουν άντρας, είμαι άντρας και θα παραμείνω άντρας!». Και του λέει ο Ταχτσής: «Ηλία μου, να ’ξερες πόσους άντρες σαν κι εσένα έχω πηδήξει σαν κοτόπουλα!» (γέλια). Οπότε η κυρία με την κόρη της κάνει «Αααα!», κι αρπάει την κόρη της και φεύγει!
Ωραία ιστορία. Έχει ενδιαφέρον που ο Πετρόπουλος είχε αυτή την άποψη ενώ έκατσε και έκανε όλη αυτή την έρευνα για τα Καλιαρντά.
Ναι, ναι. Μερικές φορές έλεγε πράγματα που δεν στεκόντουσαν. Νομίζω το έκανε για να προκαλέσει, για να είναι αντίθετος. Όπως και στις συνεντεύξεις του Ηλία που έβγαλες για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης μιλάει για «τη χούντα του Καραμανλή» κτλ. Είναι χαζό πράγμα να πεις. Γιατί αν εξισώνεις τον Καραμανλή με την επταετία δεν μιλάς πολιτικά, μιλάς συνθηματικά. Ή αυτά που έλεγε για «Κατοχή» για τις αμερικάνικες βάσεις…
Ήταν αντιιμπεριαλιστής, λες δηλαδή.
Υπάρχει αντιιμπεριαλισμός και αντιιμπεριαλισμός. Ήταν χοντροκομμένος σε αυτά. Και τα έλεγε, νομίζω, για να προκαλέσει.
Ωστόσο καταδικάστηκε για τα Καλιαρντά. Και μπήκε και στη φυλακή 8 μήνες.
Ναι, ναι. Και τον έβαλαν στα σίδερα. Και ασφαλώς η Εκκλησία του «ρίχτηκε» για την υπόθεση της μετάφρασης της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Και βέβαια και για εκείνη την ωραιότατη μελέτη του για τους πίνακες του Παύλου Μοσχίδη, αυτό το κείμενο για το «αηδές αιδοίον», το οποίο και μετέφρασα. Και του τα φέρανε όλα στο κεφάλι. Οπότε αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να ζει πια στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να του ρίξω φταίξιμο γι’ αυτό.
Συζητώντας με την Μαίρη Κουκουλέ, μου έλεγε ότι τον τράβηξε σε εκείνη τη φάση προς το Παρίσι για να γλιτώσει και από τις συνεχείς διώξεις και δίκες.
Ναι, ναι, ναι. Τον είχαν βάλει όλοι στο στόχαστρο, κράτος, Εκκλησία, αστυνομία. Και αυτός δεν ήταν άνθρωπος που θα υποχωρούσε, που θα κοιτούσε τη δουλειά του και θα καθόταν ήσυχος στο μικρό του σπιτάκι. Σαν επαναστατικό πνεύμα και ακούραστος μελετητής δεν μπορούσε να σταματήσει. Εγώ σου λέω, δεν έχω συναντήσει ποτέ ανθρωπολόγο που έκανε τόσο πολλά μόνος του, τόσο επιμελής και με τόσο λίγα ερευνητικά μέσα.
Τώρα που το είπες, είχε λεφτά να βγάζει τα βιβλία του;
Όχι, δεν είχε. Δεν είχε χρήματα. Δεν είχε τα προς το ζην. Για να βγάλει τα Ρεμπέτικα μαζέψαμε λεφτά οι φίλοι του. Τσοντάραμε όλοι, δεν θυμάμαι ακριβώς, αρκετά σημαντικά ποσά και τύπωσε την πρώτη έκδοση του βιβλίου. Έχω μάλιστα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση με προσωπική αφιέρωση στην πρώτη σελίδα του βιβλίου με εκείνη την ωραία, ξέρεις, βυζαντινούσα γραφή του. Μια ωραιότατη αφιέρωση. Και επίσης το ίδιο έγινε με τα Καλιαρντά. Δεν τον ρωτούσα βέβαια από πού έβρισκε λεφτά για να ζήσει, για να πληρώσει το νοίκι, για να φάει. Αν θυμάμαι καλά, πληρώναμε εμείς, όταν βγαίναμε παρέα. Δεν ζήτησε ποτέ λεφτά, δανεικά κτλ, και πάντα ζούσε στο μικρό του διαμέρισμα. Υπάρχουν ερωτήσεις που δεν έκανα ποτέ στον Ηλία. Υπήρχε μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ μας. Εγώ ήμουν ο μικρός της παρέας, ο νεαρός μεταφραστής απ’ την Αγγλία. Δεν είχα δουλειά να κάνω τέτοιες ερωτήσεις.
Θα ’θελες να πεις κάτι τελευταίο;
Κοίτα, στο τέλος τσακωθήκαμε με τον Πετρόπουλο, κάτι το οποίο όπως μπορείς να φανταστείς δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, και σταματήσαμε να επικοινωνούμε. Τον πήρα τηλέφωνο όταν ήταν στο Παρίσι κι εγώ έμαθα ότι ήταν άρρωστος για να του εκφράσω την αγάπη μου και τη συμπαράστασή μου. Και το μετάνιωσα που είχα χάσει επαφή μαζί του. Ο Πετρόπουλος ήταν κάποια διάνοια, αλλά όπως όλοι είχε τις αδυναμίες του και τις παραξενιές του. Είναι ένας γίγαντας της λογοτεχνίας μας. Οι Έλληνες δεν τον έχουν ανακαλύψει ακόμα. Και ελπίζω να τον βάλουν στη θέση που του αξίζει. Αυτή είναι η συνολική μου άποψη γι’ αυτόν.
Μετά από 9 χρόνια στην Αθήνα (1965-1974), σχεδόν αμέσως μετά τη Χούντα, ο Γερμανάκος έφυγε για να συμμετάσχει σε ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα στην Κάλυμνο. Από τη Χούντα στην Αθήνα του είχαν μείνει πολύ πικρές αναμνήσεις. Τον είχε κουράσει, όπως λέει, η ζωή στον μικρόκοσμο των ποιητών, των συγγραφέων και των ζωγράφων. Έκοψε επικοινωνία και με τον Γιάννη Ρίτσο τον οποίο αγαπούσε πολύ, για κάποιες ακραιφνείς φιλοσοβιετικές και αντι-ποιητικές του δηλώσεις σε μια συνέντευξη του τελευταίου. Με ελάχιστους συνέχισε να επικοινωνεί απ’ τον παλιό του κύκλο, κυρίως τον Θανάση Βαλτινό, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και τον Κώστα Ταχτσή. Η Κάλυμνος απέγινε «η Ελλάδα που ανακάλυψε στα όνειρά του». Στην Κάλυμνο επίσης γνώρισε την νυν σύζυγό του, Άννα, με την οποία έχουν σήμερα δύο παιδιά μετά από 48 χρόνια γάμου. Στην Κάλυμνο, και έπειτα από το 1989 στην Κρήτη, έμειναν μαζί και έστησαν μια μικρή φάρμα με δέντρα και ζώα, ένα ακόμη όνειρο ζωής.