Τάκης Θεοδωρόπουλος, Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα. Δύο αιώνες νευρικής κρίσης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020, σελ. 168
«Και αν δεν αναπαράγεις θυμό στην Ελλάδα των δύο αιώνων, είσαι καταδικασμένος να μην εισακουστείς. Απολαμβάνεις την πολυτέλεια του ευγενούς περιθωρίου» επισημαίνει ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος στο κεφάλαιο «Ο ξεχασμένος Παπαρρηγόπουλος» του νέου βιβλίου του Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα. Πράγματι, ο θυμός ή και σε κάποιες περιπτώσεις η οργή είναι τα κυρίαρχα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά των πολιτών από την Επανάσταση του 1821 και τη γέννηση του ελληνικού κράτους έως τις ημέρες μας. Ο συγγραφέας εντόπισε στο βιβλίο του με επιτυχία τον τρόπο που ο θυμός αυτός, ως διαχρονικό και αναπόσπαστο στοιχείο της «ελληνικής ψυχής», επηρέασε την πορεία του ελληνικού κράτους, αφού καλλιεργείται στα διακόσια χρόνια πορείας του προκαλώντας τελικά πληγές πολιτικού, στρατιωτικού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα.
Η έκδοση αποτελεί καρπό των αποτελεσμάτων της πολύπλευρης και τεκμηριωμένης ιστορικά έρευνας, καθώς και της προσεγμένης συγγραφικής γραφίδας του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Σε κάθε περίπτωση, στα δεκαεπτά κεφάλαια της μελέτης του ο συγγραφέας όχι μόνο συνθέτει το ψυχογράφημα των δύο πρώτων αιώνων του ελληνικού κράτους αλλά αναδεικνύει και την υποσυνείδητη ταύτιση της «ελληνικής ψυχής» με τον θυμό. Το αποτέλεσμα είναι ένα ελκυστικά γραμμένο βιβλίο, το οποίο φωτίζει την διαδρομή όχι μόνον των ανθρώπων αλλά και του ελληνισμού στην διάρκεια αιώνων. Μία πορεία στην οποία αποτυπώνονται αλληλοδιαδεχόμενες αποτυχημένες και εν πολλοίς βλαπτικές «ηρωικές έξοδοι», ως αποτέλεσμα της οργής και του θυμού που χαρακτηρίζει σταθερά την ύπαρξή μας και την εθνική ταυτότητα. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει, συγκριτικά με το παρελθόν, το διαμορφούμενο ιδεολογικοπολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο της σύγχρονης εποχής ως αποτέλεσμα μίας διαχρονικής συνέχειας.
Το δοκίμιο του Θεοδωρόπουλου προσεγγίζει την πορεία του ελληνισμού όπως αυτή συγκροτήθηκε ως ιστορικό αφήγημα από τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος οργάνωσε τη συλλογική ελληνική αυτοσυνειδησία από τη μυθολογία και την αρχαιότητα έως την Επανάσταση και καθιέρωσε κατά τον 19ο αιώνα την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, βυζαντινή και νεότερη. Σε ένα παράλληλο επίπεδο, όμως, και τα απομνημονεύματα του Ρουμελιώτη στρατηγού Μακρυγιάννη επέδρασαν καθοριστικά στη δημιουργία της συλλογικής συνείδησης στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το αίσθημα της ήττας και της στεναχώριας ή και της πικρίας για την συμπεριφορά της πατρίδας κυριαρχεί στην αφήγηση του Μακρυγιάννη· έτσι ο θυμός του καθίσταται η κινητήριος δύναμη και ο οδηγός για την συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Οι «θυμωμένες πληγές» του Μακρυγιάννη είναι το ίδιο το νεοσύστατο και μικρό ελληνικό κράτος, είναι εκείνες οι οποίες καθορίζουν τη μοίρα του και τον οδηγούν στην αντίδραση, ώστε να κερδίσει τη χαμένη τιμή του, καθιερώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον θυμό ως το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής ταυτότητας.
Το βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου μοιάζει να συνίσταται από δύο βασικούς ομόκεντρους κύκλους, των οποίων είναι αξιοπρόσεκτη η διαλεκτική αλληλουχία, καθώς τόσο ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος όσο και ο Γιάννης Μακρυγιάννης επιδρούν ποικιλοτρόπως στο ασυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας και επηρεάζουν την συμπεριφορά της στα ιστορικά γεγονότα που την σημάδεψαν. Όμως, άλλο τόσο ή και περισσότερο τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, η ασυνεννοησία και ο εμφύλιος θυμός φωτίζουν και αντικατοπτρίζουν τις πρακτικές, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις βίαιες ανακατατάξεις στο ελληνικό κράτος, του οποίου η εθνική ταυτότητα και η συνείδηση επηρεάστηκαν από αυτές τις δύο ιστορικές προσωπικότητες. Προσεγγίζοντας πάντως ακόμη περισσότερο το διαμορφούμενο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο των διακοσίων ετών ύπαρξης του ελληνικού κράτους, όπως αυτό παρουσιάζεται μέσα από τα δεκαεπτά κείμενα του βιβλίου, διακρίνουμε σταθερά αυτήν την καταλυτική επιρροή του θυμού των ανθρώπων στη διαμόρφωση των γεγονότων. Για να θεωρείσαι ήρωας στην Ελλάδα πρέπει να είσαι θυμωμένος, καθώς «ο θυμός είναι η μεθαδόνη του ηρωισμού», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Άλλωστε, ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο στη λέξη «θυμός» και αποφεύγει τη χρήση της λέξης «οργή». Θεωρεί ότι η «οργή» είναι η αποκρυστάλλωση του θυμού, σε αντίθεση με τον «θυμό» που είναι ευάερος και ευήλιος και δεν ζητάει να δικαιωθεί αλλά μόνον να ξεθυμάνει.
Μέσω αυτού του ερμηνευτικού σχήματος ο αναγνώστης του βιβλίου του Τάκη Θεοδωρόπουλου θα λάβει απαντήσεις σε μία σειρά ερωτημάτων που ψυχογραφούν την πορεία και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους από την Επανάσταση του 1821. Για παράδειγμα, θα διαμορφώσει μία άποψη για το πώς εξελίχθηκε η επίδραση του θυμού στην διαμόρφωση της ελληνικής ιστορίας. Για το πώς εμφανίζεται ο θυμός στην αρχαιότητα και πώς καταλήγει να εκδηλώνεται κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ή για το πώς συμπαρασύρει τις εξελίξεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα και ιδίως της Τρικουπικής εποχής, του Μεσοπολέμου, της μεταπολεμικής περιόδου και της Μεταπολίτευσης. Χωρίς αμφιβολία, χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας είναι ο εμφύλιος θυμός ή με άλλα λόγια ένα εσωτερικό ρήγμα που κυριάρχησε από την αρχαιότητα έως την Επανάσταση και τη σύγχρονη εποχή. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αν και η Αθήνα αλλά και η Σπάρτη μοιράζονταν το ίδιο παρελθόν με τον κοινό πόλεμο εναντίον των Περσών καθώς και τις ίδιες αξίες για την ελευθερία, εντούτοις συγκρούστηκαν για την διαχείριση της ελευθερίας τους.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, κατά την δικτατορία του 1967, σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι αμόρφωτοι στρατιωτικοί προσπάθησαν και βεβαίως απέτυχαν να οικοδομήσουν μία ιδεολογία «εθνικής συμφιλίωσης», η οποία προϋπέθετε τον αποκλεισμό των ηττημένων του εμφυλίου από τον κορμό του έθνους. Απέτυχαν διότι συμπεριφέρθηκαν όχι μόνον ως πολιτικάντες λαϊκιστές, αλλά και γιατί η «εθνική συμφιλίωση» δεν ήταν στρατιωτικό ζήτημα, καθώς ήδη είχε λήξει, ως ζήτημα, το 1949. Ο Θεοδωρόπουλος αποδίδει στους δικτάτορες θυμό και εκδίκηση για τους δρόμους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που αναζητούσε η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο και ειδικότερα για όσους πολιτικούς είχαν αναλάβει τις τύχες της χώρας. Στην ίδια κατεύθυνση και ο εμφύλιος σπαραγμός (1946-1949) ήταν ουσιαστικά μία σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματικότητα ως τετελεσμένη και σε μία υπόσχεση. Τα θύματα του θυμού των ηττημένων, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ήταν όσοι στράφηκαν στα Μακρονήσια και εκβιάζονταν να μην υπογράψουν τις «καταραμένες» δηλώσεις μετανοίας, ως διαβατήριο για τη ζωή τους, καθώς οι ίδιοι οι ηγέτες τους τούς έλεγαν ότι δεν είχαν δικαίωμα να ζήσουν αφού ηττήθηκαν.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην Επανάσταση του 1821 και στις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εμφύλιοι δεν έγιναν για το πώς θα κυβερνηθεί η χώρα μετά τη δημιουργία της και για το ποιο θα είναι το πολίτευμά της. Οι εμφύλιοι έγιναν για το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του εμφυλίου των ετών 1823 και 1824, όταν η Πελοπόννησος κινδύνευε από τον Ιμπραήμ, ανάμεσα στους Ρουμελιώτες και στους Μοραΐτες, ανάμεσα στον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη και τον Μοραΐτη οπλαρχηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ή ανάμεσα στους πολιτικούς (επί της ουσίας Φαναριώτες) και στους αγωνιστές κλεφταρματολούς της Πελοποννήσου. Ακόμα και μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια τα κίνητρα πίσω από τις τρεις μεγάλες παρατάξεις (αγγλική, γαλλική και ρωσική) θα μπορούσαν να είναι μόνον ιδεολογικά; Προφανώς και όχι, αφού επρόκειτο για «ένα χάος από προσωπικούς θυμούς, επιθυμίες, διαθέσεις που συγκρούονταν μεταξύ τους και προκειμένου να επιβληθούν φώναζαν και τους προστάτες τους…». Συνεπώς, εύστοχα ο Θεοδωρόπουλος αποδίδει τη δημιουργία της πατρίδας μετά την Επανάσταση του 1821 σε ένα θαύμα και κατ’ επέκταση στη σημαντική συμβολή της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Και αφού «ο Θεός της Ελλάδας έδωσε πατρίδα στους Έλληνες», αυτοί δεν είχαν κανένα λόγο να αποκτήσουν παιδεία, αλλά κράτησαν τον θυμό τους και συνέχισαν τα ίδια μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Τι συμβαίνει, αντίστοιχα, τη σύγχρονη εποχή και πώς εξελίχθηκε η σχέση της ελληνικής πολιτείας με τους πολίτες σε ένα πλαίσιο αναξιοπιστίας, κατά την οποία επέδρασε πάλι ο θυμός; Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που ο Θεοδωρόπουλος φωτίζει τα κίνητρα των Αγανακτισμένων εναντίον των μνημονίων το 2011, τονίζοντας ότι στη μία πλευρά στεκόταν η πολιτική τάξη ζητώντας σύνεση και στην άλλη πλευρά ο θυμός των Αγανακτισμένων. Μεταξύ τους δεν υπήρχε σημείο κοινής αναφοράς. Η μία πλευρά ζητούσε υποταγή στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρώπης και η άλλη απαιτούσε απόλυτη ανυπακοή. Έτσι, ο θυμός έγινε και πάλι ρυθμιστής της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης και, επί της ουσίας, μετέβαλε την παραδοσιακή σύγκρουση Δεξιάς και Αριστεράς σε σύγκρουση «Μνημονιακών» και «Αντιμνημονιακών». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το βιβλίο, η πλατεία Συντάγματος και οι διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων επηρέασαν και διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «αν δεν ήσουν θυμωμένος με ό,τι συνέβαινε, δεν ήσουν Έλληνας».
Μετά από δύο αιώνες «νευρικής κρίσης» η Ελλάδα εορτάζει φέτος τα διακόσια χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 που κατέληξε στην ίδρυση του ελληνικού κράτους ή, με άλλα λόγια, γιορτάζει την εθνική ταυτότητά της. Έχει ενδιαφέρον, όμως, να δούμε ποιοι είναι οι πολίτες αυτού του κράτους σήμερα και ποιοι είναι οι βασικοί δεσμοί μεταξύ τους, καθώς και ποια είναι αντίστοιχα ως κράτος η Ελλάδα του 2021. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί ποιοι είμαστε όλοι εμείς που εορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση – είμαστε κάτοχοι «ελληνικού διαβατηρίου», μιλάμε την ελληνική γλώσσα επειδή είναι η μητρική μας, έχουμε βιώσει την εμπειρία των υπέροχων τοπίων που διαθέτει ο ελλαδικός χώρος,… Η απάντηση είναι ότι ασφαλώς και είμαστε πολλά από αυτά και άλλα ακόμη, όμως αυτό που πρέπει να γίνει, σε κάθε περίπτωση, κυρίως κτήμα σε όλους είναι ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα στον παγκόσμιο χάρτη, που βγήκε από το σκοτάδι της Ιστορίας χάρη στο πείσμα, τους αγώνες και τον ηρωισμό πληθυσμών που πίστευαν πως οι καταβολές τους βρίσκονται στην αρχαιότητα, πανταχού παρούσα στο τοπίο της ζωής τους. Το κρατίδιο που γεννήθηκε τότε, χάρη και στην συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων, μέσα σε διακόσια χρόνια επέτυχε να είναι ισότιμος συνομιλητής μαζί τους. Το μικρό κρατίδιο του 1832 έχει γίνει πλέον ευρωπαϊκή δύναμη και χώρα. Από την άλλη πλευρά, όμως, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Θεοδωρόπουλος, η σημερινή Ελλάδα δεν γοητεύει τους σημερινούς Έλληνες. Η συνύπαρξη μέσα στην κοινή ταυτότητα έχει χάσει την συνεκτική της δύναμη. Ίσως μάλιστα, κατά τον συγγραφέα, οι εορτασμοί των διακοσίων ετών να είναι μία πραγματική ευκαιρία για την αναζήτηση και τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας.
Αξίζει, λοιπόν, να διαβάσει κανείς το δοκίμιο Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα. Δύο αιώνες νευρικής κρίσης γιατί ακριβώς παραθέτει, συνθέτει, αποκαλύπτει και μας περιγράφει το ψυχογράφημα των δύο πρώτων αιώνων της ιστορίας του ελληνικού κράτους και την πορεία του ελληνισμού στο ίδιο διάστημα. Στα πρώτα διακόσια χρόνια ως λαός δεχθήκαμε ότι η μοίρα μας είναι η μοίρα του αδικημένου ανθρώπου και έτσι με δυσκολία αποδεχόμαστε ότι αυτοί οι δύο αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους είναι στην πραγματικότητα μια επιτυχημένη εξέλιξη. Γεγονός το οποίο αποτέλεσε ανασταλτικό και υπονομευτικό παράγοντα για το μέλλον αυτού του κράτους και των πολιτών του, αφού κυριαρχούν σταθερά η μετριότητα, ο συμβιβασμός και η μίζερη στάση ζωής.
Αυτό το βιβλίο συμβάλλει στην εξέλιξη του προβληματισμού μας και της θεώρησής μας για την ελληνική ιστορία και την πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Πρόκειται για ένα πολύπτυχο και πολύπλευρο σύνολο κειμένων, ανάλογων πάντοτε με τις διαφορετικές εποχές, αλλά και τις κοινωνικές, οικονομικές ή πολιτικές πραγματικότητες που ο συγγραφέας προσεγγίζει, παρουσιάζει και αναλύει. Κατ’ επέκταση, το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνον πτυχές της εξέλιξης της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού κράτους τα τελευταία διακόσια χρόνια, αλλά περιγράφει επιτυχώς μέσα στην ιστορικότητά τους μία σειρά από έννοιες, όπως η κρίση, ο θυμός, η ασυνεννοησία ή η ήττα. Θα έλεγε κανείς ότι αφορά μία ωραία χρονική εποχή, την νεώτερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, ενταγμένη όμως σε ένα πλαίσιο με προβλήματα, αντιθέσεις ή και δυσάρεστες επιλογές, αναζητώντας διέξοδο από τις διαδρομές της κρίσης και του θυμού, που η πραγματικότητα και η ελληνική κοινωνία δεν μπόρεσαν να περιορίσουν.