Μανές Σπέρμπερ, Δάκρυ στον ωκεανό (τριλογία):
τόμος Α΄: Η καμένη βάτος [1949], μτφρ. Έμη Βαϊκούση, Καστανιώτη, Αθήνα 2013, σελ. 574
τόμος Β΄: Πιο βαθιά κι απ’ την άβυσσο [1950], μτφρ. Έμη Βαϊκούση, Καστανιώτη, Αθήνα 2014, σελ. 330
τόμος Γ΄: Die verlorene Bucht [1955] (Ο χαμένος όρμος – στα ελληνικά πρόκειται να εκδοθεί με τίτλο Χωρίς τέλος).[1]
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
«Αυτό είναι από τα βιβλία που θα σημαδέψει την εποχή μας. Θαυμάσιο, σκοτεινό και απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα σε αυτό αγαπώ εκείνο που λείπει σε μερικά από τα μεγαλύτερα έργα της εποχής μας: τη συμπόνια και το αναμφισβήτητο τρεμούλιασμα της ανθρωπιάς που θα μπορούσαμε, νομίζω να αναγνωρίσουμε ακόμη και στην Κόλαση».
Αλμπέρ Καμύ
«Τα ναυάγια που αφήνει πίσω του το βιβλίο αναζητούν εκείνο που σύμφωνα με τη σκέψη του συγγραφέα πρέπει να τα αντικαταστήσει και το οποίο δεν είναι ούτε ο σκεπτικισμός ούτε η θρησκεία, αλλά ίσως η ανθρώπινη εμπειρία μεταμορφωμένη σε κάτι διαυγές και διαφανές».
Αντρέ Μαλρώ
Η τριλογία του Μανές Σπέρμπερ με τον γενικό τίτλο Δάκρυ στον ωκεανό είναι μια επικών διαστάσεων ιστορική, ψυχολογική, φιλοσοφική και, τελικά, τραγική απεικόνιση που καταγράφει με έντονο βιωματικό τρόπο την περίοδο 1930-1945 και την αντίσταση του ανθρώπινου όντος μπροστά στην αυταπάτη την οποία υπεράσπιζε μα και την προδοσία της.
Ο Σπέρμπερ έζησε τη δράση της Κομιντέρν στη Βιέννη, συνεργάστηκε με διανοούμενους από την Γιουγκοσλαβία (κυρίως από την Κροατία), όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο τμήμα της τριλογίας, η οποία αφορά τη μοίρα του κινήματος και των ανθρώπων στην παρανομία και τις εκκαθαρίσεις από την Κομιντέρν, αλλά και τις δολοφονίες από τους Κροάτες ουστάσι και τους Ναζί στην κατοχή.
Ο Σπέρμπερ έχει διαπεράσει όλη την κόλαση του μηχανισμού, έχει βιώσει την αρχική πίστη και την υπηρέτησε φανατικά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά όταν αναγνώρισε ότι δεν υπηρετούσε την ιδέα μα την καπηλεία της από τους εξουσιαστές του μηχανισμού, τον εγκατέλειψε. Κάπου εδώ αρχίζει η κόλαση και η εξέγερση του υποκειμένου: τι υπηρέτησε, γιατί θυσιάστηκε, τι έχει γίνει με τους συντρόφους του και τι νόημα θα δώσει πια στη ζωή του. Εδώ αρχίζουν τα διλήμματα, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί άλλες δυνάμεις. Στην αρχική πορεία του επαναστάτη χρειάζεται ενθουσιασμός, βεβαιότητα στην υπόθεση του τελικού στόχου, αταλάντευτη πίστη και πειθαρχία και μαζική συμμετοχή. Στη φάση της εγκατάλειψης της προδομένης ιδέας απαιτείται αυστηρή αυτοσυγκέντρωση, επανεξέταση της ηθικότητας και της βεβαιότητας και η δοκιμασία της μοναξιάς όπου η υπεράσπιση της αλήθειας απέναντι στις ευκολίες του λαϊκισμού είναι πάρα πολύ δύσκολη.
Ο Σπέρμπερ αναλύει αυτή την πορεία μέσα από τους ήρωές του, που πολλοί ταξινομούνται με τα βιογραφικά τους στοιχεία, και παρουσιάζει αυτή τη δύσκολη μάχη της απελευθέρωσής του από εκείνο με το οποίο ταύτιζε έως τότε τη ζωή του. Ας μην ξεχνάμε ότι η περίοδος 1930-1940 ήταν συγκλονιστική σε ό,τι αφορά τη σύγκρουση των αθώων θυμάτων με τους κάπηλους εκπροσώπους των κομμουνιστικών ιδεών. Τότε, το 1936-1939, εκτελέστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες στις θεατρικές παραστάσεις του σταλινισμού και εκατομμύρια στα Γκουλάγκ, το 1939 υπογράφηκε η συμφωνία Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, ενώ λίγο αργότερα ολοκληρώθηκε η εικόνα με το έγκλημα στο Κατίν. Την περίοδο εκείνη εγκατέλειψαν την δολοφονημένη ιδέα οι περισσότεροι στρατευμένοι ως τότε διανοούμενοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο φίλος του συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ που έγραψε το εμβληματικό έργο Το μηδέν και το άπειρο για τις δίκες παρωδίες.
Ο εξωτερικός χώρος της τριλογίας καλύπτει όλη σχεδόν την Ευρώπη, με σημαντικότερες παρουσίες στη Βιέννη, στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Πολωνία και την Ουκρανία, τη Μόσχα ως κέντρο της Κομιντέρν, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Ισπανία κτλ. Ο εσωτερικός χώρος ανίχνευσης είναι η ιδεολογική πανοπλία, οι νομοτέλειες, η βεβαιότητα της πίστης, οι ραδιουργίες, η εσωκομματική πάλη, οι δολοφονίες, οι αυταπάτες και τελικά η προσπάθεια φυγής, φυγής από τη νεκρή ιδέα στη μοναξιά. Γι’ αυτό μας προειδοποιεί ο συγγραφέας από τον πρόλογό του ότι «όπως τόσοι άλλοι συγγραφείς πριν απ’ αυτόν, έτσι κι ετούτος εδώ ένα μόνο πράγμα προσφέρει στους αναγνώστες: τη δυνατότητα να μοιραστούν τη μοναξιά του. Ίσως αυτό είναι το μόνο κοινό σημείο επαφής όσων αντλούν από την ίδια πηγή το θάρρος να ζουν χωρίς αυταπάτες» (Α΄, 15)[2]
Ο συγγραφέας μέσα από τη δική του περιπέτεια μας αποκαλύπτει πόσο ισχυρή είναι αυτή η αυταπάτη, ποιοι μηχανισμοί (κοινωνικοί, ψυχολογικοί, ιστορικοί) εμπλέκονται και πόσο δύσκολο είναι το ξεπέρασμά της. Η αυταπάτη έχει ισχυρούς συμμάχους: το αλάθητο Κόμμα, τη νομοτέλεια και την ιδεολογική πανοπλία, η οποία πανίσχυρη μετατρέπει τα πάντα σε μια πίστη, όπου, με τη βοήθεια της διαλεκτικής, τα πιο αντίθετα γεγονότα και διαδικασίες καταλήγουν στην αλήθεια του Κόμματος που θριαμβεύει. Άλλωστε εκεί όπου δεν υπάρχει παρόν υπάρχει το βέβαιο μέλλον. Ο πιστός μετατρέπεται σε ένα προγραμματισμένο ρομπότ που είναι αδύνατο να αλλάξει την προσχεδιασμένη πορεία του.
Η προσπάθεια συμμαχιών των κομμουνιστών με τους αγρότες εκφράζεται με τη νομοτελειακή παρατήρηση της Μάρα:
«Την εξουσία θα την πάρουμε –σε πέντε χρόνια, σε δεκαπέντε, δεν ξέρω, θα την πάρουμε πάντως οπωσδήποτε…». «Μα φυσικά», τη διέκοψε ο Λέγκιτς, «το πιστεύω κι εγώ πως θα την πάρετε την εξουσία. … Την επανάσταση την κάνουν αυτοί που αγαπούν με πάθος το δίκαιο. Κι εκείνη με τη σειρά της ευοδώνει τα όνειρα όσων αγαπούν την εξουσία. Ο αγρότης δεν επιζητεί την ισχύ, αλλά μόνο το δίκαιο.» (Α΄, 118)
Ο συγγραφέας, λόγω και της επαγγελματικής του ιδιότητας ως ψυχολόγου, διεισδύει βαθύτερα με τα ψυχογραφήματά του στον κόσμο των κομματικών συγκρούσεων και της ιδιαιτερότητας των μελών του Κόμματος σε όλη την ιεραρχία της οργάνωσης. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έχει καταλάβει την αδυσώπητη μάχη για την εξουσία μέσα στο Κόμμα.
Μέσα στις επικίνδυνες συνθήκες της ανόδου του ναζισμού στην Αυστρία, ο Σπέρμπερ ως κομμουνιστής έχει αποβάλλει την αθωότητα του ιδεολόγου-θύματος. Έχει κατανοήσει την ανυπαρξία του ατόμου απέναντι στον μηχανισμό. Το άτομο έχει υπόσταση μόνο ως μέλος της μάζας. Ως πειθαρχημένο, σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις περιστάσεις, στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, όχι της κοινωνίας αλλά των κομματικών αποφάσεων. Η υποταγή είναι η αυθεντική διαλεκτική. Ο δρόμος εδώ οδηγεί από το ανύπαρκτο άτομο έως την ανύπαρκτη ιστορική αλήθεια.
Η ωριμότητα του συγγραφέα εκφράζεται μέσα από το πρόσωπο του ήρωα της τριλογίας Ντόινο, ο οποίος με φωνή κουρασμένη λέει:
«Βλέπετε, Ρούμπιν, η επανάσταση είναι κάτι μεγαλειώδες – δεν χωράει αμφιβολία! Στην πράξη ωστόσο, γι’ αυτούς που την κάνουν, είναι μια σειρά από ίντριγκες, από πληκτικά μικροκαθήκοντα. Μια επανάσταση είναι η μετεξέλιξη μιας ιδέας σε δύναμη· είναι όμως ασφαλώς και ο θρίαμβος των αριβιστών, των σαδιστών, των υστερικών. … Ωστόσο, για να πετύχει το μεγαλείο της πρέπει να υποταχθεί στα αναγκαία για την επίτευξή της μέσα. Εκεί είναι που αρχίζει η απολυτοποίηση. Αυτοί που προετοιμάζονται για να θέσουν ένα τέρμα στη βαρβαρική προϊστορία της ανθρωπότητας, είναι κι οι ίδιοι άνθρωποι αυτής της προϊστορίας· και βαδίζουν στη μάχη ενάντια στα είδωλα με ψυχή ειδωλολάτρη.» (Α΄, 147)
Βρισκόμαστε στην προετοιμασία της επανάστασης, όπου η ιδεολογία λειτουργεί ως πρόταγμα για τους πολλούς αλλά ήδη εμφανίζεται ως απολογητική της εξουσίας του μηχανισμού που θα τα υποτάξει όλα και θα μετατρέψει τους σημερινούς εξεγερμένους σε θύματά της. Να μην ξεχνιόμαστε. Ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας, όπου όμως η συνείδηση είναι το Κόμμα το οποίο καθορίζει τι είναι ελευθερία και τι αναγκαιότητα κάθε φορά. Το δίκαιο το έχει πάντα το Κόμμα ως μεταφυσική οντότητα, άυλο και άφθαρτο – τα υπόλοιπα είναι φθαρτά υλικά.
Ο διάλογος του Ντόινο με τον σοφό καθηγητή Στέτεν χαρακτηρίζει ένα υψηλό επίπεδο προβληματισμού πριν ακόμη η ιδέα κατακτήσει την εξουσία:
«… η ιδέα παραμένει ζωντανή μόνο στην αντιπαράθεσή της με την εξουσία, ενώ φθείρεται ανεπανόρθωτα όταν έρχεται σε άμεση επαφή μαζί της και μετουσιώνεται σε θεσμό, προκειμένου να τη δικαιώσει. Η ιστορία της εξουσίας είναι η ιστορία της κακοποιημένης και προδομένης ιδέας. Η επαναστατική ιδέα, που εμείς πιστεύουμε, θα νικήσει μόνο στο βαθμό που θα οδηγήσει σε θεσμούς, δηλαδή στην εξουσία όλων και κατά συνέπεια στην αποδυνάμωση όλων των θεσμών.» (Α΄, 167)
Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν 60-70 χρόνια, αλλά ο επαναστατικός βολονταρισμός το θεωρεί προδοτικό αφού φλυαρεί για θεσμούς, ενώ για τους σύγχρονους «ιδεολόγους», που έχουν αναλλοίωτη την πίστη τους και επαναλαμβάνουν μονότονα αυτό που κάποτε άκουσαν, όλα αυτά φθείρουν την καθαρότητα της ιδέας. Αυτοί ξέρουν ότι το μόνο που αξίζει είναι η εξουσία, η οποία ξεπερνάει την ιδέα, την καταργεί και μαζί δολοφονεί τους φορείς που προσπαθούν να σκεφτούν, να παράγουν ιδέες. Μιλάμε για την απόλυτη εξουσία η οποία ξέρει ότι έχει μέσα της τον τελικό στόχο, την αλήθεια, μια για πάντα.
Ο διάλογος Ντόινο-Στέτεν εκφράζει μια σπάνια ωριμότητα που προδιαγράφει από τότε τις εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών, για τον ρόλο του Κόμματος, της αφομοίωσης του στόχου. την υποταγή του ατόμου και την κατάργησή του.
Ο Στέτεν μονολογεί: «Κάθε επανάσταση εγγίζει το ζενίθ της πριν έρθει η ώρα της νίκης· η νίκη ωστόσο είναι ήδη η αρχή της αντεπανάστασης, η οποία βεβαίως, αρχικά, λαμβάνει χώρα υπό τη σημαία της επανάστασης. Το γεγονός ότι κάποιοι πέρασαν στην Ιστορία ως νικητές, οφείλεται μόνο και μόνο στη βραχύτητα της ατομικής ζωής. Δεν έζησαν να δουν τη μεταστροφή της νίκης τους σε ήττα.» (Α΄, 173)
Τι θα έβλεπε ο Μαρξ από την σπορά των ιδεών του; Τι θα σκεφτόταν ο Λένιν για την εκπλήρωση των προσπαθειών του; Ο μόνος που θα έμενε ικανοποιημένος για τη δράση του θα ήταν ο Στάλιν και θα καταδίκαζε τους επιγόνους του που δεν συνέχισαν τον δρόμο του. Η δράση των ηρώων μας άφησε χειραγωγημένες μάζες που κατευθύνονται σε άλλες μορφές ολοκληρωτισμού: εθνικισμούς, θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς κτλ. Αλλά πουθενά αυτό το σπάνιο είδος οι πολίτες, αφού ο υπαρκτός σταλινισμός δεν είχε προδιαγραφές για να παράγει θεσμούς και πολίτες!
Ο συγγραφέας, μέσα από τη συζήτηση της απογοητευμένης Χέρτα και του πιστού κομμουνιστή Ζένεκε, περιγράφει την διαλεκτική του χρόνου, στο πλαίσιο της βεβαιότητας του τελικού στόχου:
«Θυμάσαι, είχαμε πρωτογνωριστεί σε μια πρωτομαγιάτικη διαδήλωση. Και τον Δεκέμβριο παντρευτήκαμε, το ’13. Σε ξέρω λοιπόν πάνω από είκοσι χρόνια, Ζένεκε. Τότε, πριν από είκοσι χρόνια, έλεγες “λίγο ακόμα κι όλα θ’ αλλάξουν”. Το καλοκαίρι του ’14 είπες πως η εργατική τάξη δεν θα επιτρέψει να γίνει πόλεμος. Τον χειμώνα του ’17, όταν βγήκες απ’ το στρατιωτικό νοσοκομείο, είπες: “τώρα τα πράγματα έχουν σοβαρέψει. Η επόμενη μάχη θα είναι κι η τελευταία”. Το 1923 πάλι, έλεγες και μάλιστα για εβδομάδες ολόκληρες: “σήμερα, άντε αύριο το πολύ θα ξεκινήσουν όλα, τελειώνει ο εφιάλτης”. Ύστερα έλεγες πως αυτή η κρίση είναι η τελευταία, “αυτή τη φορά δεν τη βγάζει ο γερμανικός καπιταλισμός”. Και τώρα λες πως το Κόμμα παίρνει τα πάνω του κι ο Χίτλερ όπου να ’ναι ξοφλάει. Είκοσι χρόνια έπεφτες έξω κι ήσουνα πάντα απ’ τη μεριά αυτών που τις έτρωγαν χειρότερα. … “Και τι είναι είκοσι χρόνια;” είπε ο Ζένεκε, σαν να μονολογούσε. “Είκοσι χρόνια δεν μετράνε στην παγκόσμια Ιστορία”. “Εμένα όμως δεν με αφορά η παγκόσμια Ιστορία κι αυτά τα είκοσι χρόνια ήταν η ζωή μου ολόκληρη…”.» (Α΄, 254)
Η πίστη στην ιστορική αναγκαιότητα εκμηδενίζει τον χρόνο μαζί και τους ανθρώπους, αφού η βεβαιότητα του στόχου είναι η ιερή αξία που καταργεί κάθε εμπόδιο στο πέρασμά της. Η πρώτη, δεύτερη, τρίτη αποτυχία δεν εμποδίζουν τον πιστό να συνεχίσει με μεγαλύτερο πάθος τη δραστηριότητά του. Για τον λόγο αυτόν καταργείται η ηθική, η συμπόνια, ο πόνος και χαλυβδώνεται η στάση που επιτρέπει τα πιο φρικτά εγκλήματα, τις θυσίες – τον απόλυτο αμοραλισμό.
Ο Λένιν έλεγε: «Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά, σήμερα λοιπόν!». Αυτή η μέτρηση του χρόνου με ώρες και λεπτά αργότερα, μέσα από την ιστορική αναγκαιότητα, μετατρέπεται σε απάθεια δεκαετιών και αιώνων. Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι σύντομη μπροστά στην ιστορική νομοτέλεια, που έχει τον δικό της διαλεκτικό χρόνο και είναι απαθής και ψυχρή απέναντι στα ανθρώπινα προβλήματα. Ο χρόνος της επανάστασης δεν έχει σχέση με τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και αυτό εξηγεί την ευκολία της θυσίας, την άνεση των υποσχέσεων, τον βερμπαλισμό και τελικά διαμορφώνει έναν κλειστό κόσμο που έχει τον δικό του χρόνο και τις δικές του ερμηνείες και αυτονομείται εκτός τόπου και χρόνου. Η εγκατάλειψη της ύπαρξής σου σε μια άλλη, υπέρτερη δύναμη είναι το πιο σοβαρό βήμα προς τον ολοκληρωτισμό. Η παράδοσή σου σε κάτι που δεν ελέγχεις!
Ο συγγραφέας επανέρχεται συνεχώς στη νομοτέλεια της ιστορίας που είναι το ουσιαστικό συστατικό της πίστης:
«Ο Ζένεκε κοντοστάθηκε· περπατούσε πολύ γρήγορα κι ένιωθε πάλι τη σουβλιά κάτω απ’ τα πλευρά του. Ε λοιπόν, όχι! Όλ’ αυτά ήταν λάθος, κουτά, ανόητα. Έφταιγε η κούραση, οι νύχτες που είχε περάσει ξάγρυπνος, πάρα πολλές το τελευταίο διάστημα. Το Κόμμα ζούσε. Και οι νεκροί τους ζούσαν. Κι έτσι οι σύντροφοι δεν λιγόστευαν. Όποιος έχει τη νομοτέλεια της Ιστορίας με το μέρος του δεν καταρρέει ποτέ». (Α΄, 258)
Δυστυχώς η νομοτέλεια έχει καταργήσει τη σκέψη και τις αισθήσεις του ανθρώπου ο οποίος έχει μετατραπεί σε σκιά της αναγκαιότητας και της νομοτέλειας, σε ανύπαρκτο ον, που απλώς αντανακλά υπερβατικές οντότητες. Αφού δεν υπάρχει πια ζωντανός άνθρωπος δέχεται όλα αυτά που του υπαγορεύει η πίστη.
Ο συγγραφέας στο σημείο αυτό (Α΄, 261-263) περιγράφει μια συγκέντρωση των ναζί με τη βιαιότητα και τον φανατισμό της, με την ίδια αφέλεια της πίστης στον Φύρερ, αλλά και την έλλειψη ιδεολογικών προταγμάτων, με νομοτέλειες και αναγκαιότητες, γεγονός που κάνει τις ναζιστικές μάζες να συγκεντρώνονται απρόσκοπτα στον στόχο της στιγμής.
Και λίγο παρακάτω θα περιγράψει την επιβολή του Κόμματος ως μεταφυσικής οντότητας πάνω στα άτομα-μέλη, τον χειρισμό των ανθρώπων ως απλών γραναζιών στη διαδικασία νομοτελειακής ενίσχυσης του Κόμματος, τις θυσίες των μελών του για να επιβληθεί κάποτε ο στόχος:
«Κι αν η γραμμή του ήταν σωστή;»
«Δεν μπορούσε να είναι σωστή, αφού δεν ήταν η επίσημη γραμμή του Κόμματος. Αύριο, ενδέχεται να αποδειχθεί σωστή, στο βαθμό που την εγκρίνει και την υιοθετήσει το Κόμμα». (Α΄, 275)
Αυτή είναι η διαλεκτική, το Κόμμα έχει πάντα δίκιο ό,τι κι αν λέει τη συγκεκριμένη στιγμή. Αύριο μπορεί να λέει άλλα, όμως πάλι θα έχει δίκιο.
Δεν υπάρχει θέμα για διάλογο. Τα εργαλεία που οδηγούν στον τελικό στόχο δεν επιδέχονται παρεκκλίσεις. Οτιδήποτε τα εμποδίζει συντρίβεται. Τα ερωτήματα για ηθική, για ανθρωπιά, για κατανόηση είναι αστειότητες που δεν μπορούν να παρεμποδίσουν την πορεία για τον τελικό στόχο.
Στο έβδομο κεφάλαιο (Α΄, 362-388) ο συγγραφέας περιγράφει τα φρικτά βασανιστήρια, τις εκτελέσεις στα ναζιστικά στρατόπεδα και την αντοχή των κομμουνιστών και εβραίων κρατουμένων σ’ αυτά. Εκεί όπου ο ηρωισμός και η ιερά εξέταση των βασανιστηρίων δίνουν στο θύμα μια άλλη διάσταση, του αγωνιστή και του υπερασπιστή της αλήθειας. Ο πλούσιος διάλογος καταλήγει τελικά στο Κόμμα ως υπέρτατη αξία που οδηγεί στο βέβαιο μέλλον:
«Μη συνεχίζεις, Χανούσια. Δεν τα βλέπεις σωστά τα πράγματα, σ’ έχει φάει η πικρία, το είπες και μόνη σου. Πες μου: υπάρχει τίποτα που μπορεί κανείς να κρίνει σωστά, με τόση πικρία μέσα του;»
«Βεβαίως: την πηγή της πικρίας ολόκληρη· αυτό αρκεί».
«Όχι, δεν αρκεί. Για εκατομμύρια ανθρώπους, το Κόμμα είναι πηγή της μεγαλύτερης ελπίδας. Ακόμα κι αν εγώ σφάλλω, ακόμα κι αν όλοι εμείς σφάλλουμε, θα υλοποιήσουμε αυτή την ελπίδα, χάρη ακριβώς σ’ αυτή μας την πλάνη. Ό,τι και να πήγε στραβά στη ρώσικη επανάσταση, οποιοσδήποτε, οπουδήποτε σ’ αυτόν τον πλανήτη σκέφτεται επαναστατικά, το φως της σκέφτεται κι όχι το σκοτάδι, που για σένα είναι το μόνο πραγματικό».
«Εγώ ξέρω την αλήθεια».
«Μόνος του κανείς δεν ξέρει την αλήθεια. Η αλήθεια ξεφτίζει μέσα στη μοναξιά, γίνεται παρωδία του εαυτού της. … Εσύ νομίζεις πως όποιος υποστηρίζει τη Σοβιετική Ένωση είναι κατ’ ανάγκη και βλάκας και ψεύτης. Εμείς όμως ξέρουμε τα πάντα όσα συνέβησαν εκεί, και θα τη σώσουμε, γιατί πιστεύουμε σ’ αυτήν. Και ναι, συγκαλύπτουμε την εκφύλισή της – εντάξει, έστω, με ψεύδη, που θα πάψουν να είναι τέτοια όταν θα έχουμε πια νικήσει». (Α΄, 381-382)
Είναι τα πρώτα βήματα του Ντόινο προς την απελευθέρωσή του από τη βεβαιότητα. Αργότερα η μοναξιά θα είναι η αλήθεια του. Τότε ο ήρωας του Σπέρμπερ μιλούσε για εκφυλισμό ο οποίος θα περιθωριοποιούνταν όταν θα νικούσαν οι δικοί του. Στην Ελλάδα, μετά από εβδομήντα χρόνια, πολλοί δεν αναφέρονται καν σε εκφυλισμό. Είναι και αυτό δείγμα υγείας.
Στο τέταρτο μέρος, με τίτλο «… Ούτε αυτοί που κατεβαίνουν στη σιωπή» (Α΄, 449 κ.ε.), ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο εμφανίζει σιγά-σιγά το ράγισμα της αναγκαιότητας, καθώς τα γεγονότα είναι τόσο συντριπτικά που αρχίζουν να πολιορκούν τη βεβαιότητα και να ωθούν το υποκείμενο-αναγνώστη στη μοναξιά ως μοναδική λύση. Εδώ βρίσκουμε αντιμέτωπους τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό με τη βία των στρατοπέδων του και απέναντί του έναν μηχανισμό ελέγχου των αγωνιστών που κύριο μέλημά του είναι ο έλεγχος της εξουσίας του, εκείνης στη Σοβιετική Ένωση και αυτής που θα κατακτηθεί στις νέες χώρες. Οι συκοφαντίες, οι ραδιουργίες, οι δολοφονίες, οι στημένες δίκες είναι τα μέσα για τον μοναδικό στόχο: τον έλεγχο της εξουσίας.
Είναι συγκλονιστικός ο διάλογος ενός απελπισμένου και προδομένου, του Άλμπερτ, με τον Ντόινο που βρίσκεται σε πορεία σύγκρουσης με τον μηχανισμό, τον οποίο επίσημα ακόμη υπερασπίζεται, ωστόσο αρχίζουν οι μεγάλες συγκρούσεις μέσα του, ανάμεσα στην αυθεντική του ύπαρξη και στη συμβατική «αλήθεια» του Κόμματος και της αναγκαιότητας για το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30. Ο διάλογος αυτός παραμένει αιώνια επίκαιρος αφού αφορά διλήμματα που διαπερνούν όλη την ιστορία και την ανθρώπινη ζωή.
Ο Άλμπερτ αναζητεί την αλήθεια για την αυτοκτονία της κοπέλας του και αντιμετωπίζει τον αόρατο και αδυσώπητο μηχανισμό των συντρόφων του. «Το άδικο του εχθρού το πολεμάς, όμως το άδικο που σου κάνουν οι δικοί σου είναι θάνατος και ατίμωση μαζί». (Α΄, 457) Εδώ έφτασε ο Άλμπερτ διεισδύοντας σταδιακά στο βάθος της σταλινικής διαλεκτικής.
«Όμως οι σύντροφοι που είχαν υπεύθυνες θέσεις, ήξεραν καλά τι συμβαίνει· πράγματι, είχε ξεκινήσει μια διαδικασία εναντίον του λίγο πριν τον πιάσουν λόγω επικίνδυνων αποκλίσεων από τη γραμμή του Κόμματος: πρώτον, είχε εκδηλώσει σαφώς μια διάθεση συμφιλίωσης με τους σοσιαλδημοκράτες, και δεύτερον, υπερεκτιμούσε τον ναζιστικό κίνδυνο για το εργατικό κίνημα. Στο μεταξύ η γραμμή άλλαξε, τώρα πράγματι πέρασε η γραμμή της συμπόρευσης με τους σοσιαλδημοκράτες και της δημιουργίας ενός λαϊκού μετώπου ενάντια στον φασισμό». (Α΄, 458-459) Ο Άλμπερτ θα έπρεπε να καταλάβει τελικά ότι αλήθεια δεν υπάρχει. Αλήθεια είναι αυτό που λέει κάθε φορά το Κόμμα.
Και η εξομολόγηση του Άλμπερτ στον Ντόινο συνεχίζεται με τα τραγικά λόγια: «Καταλαβαίνεις, Φάμπερ, όταν με είχαν στο υπόγειο της Γκεστάπο κι ύστερα στη φυλακή, ακόμα και στην απομόνωση, στην αρχή τουλάχιστον, ήμουνα μόνος αλλά δεν ένιωθα μοναξιά. Τη μοναξιά τη νιώθει ο άνθρωπος μόνο όταν τον εγκαταλείψουν οι δικοί του, αυτοί που μετρούν για κείνον». (Α΄, 464)
Ο Άλμπερτ προσπαθεί να απελευθερωθεί από την ίδια του την έως τότε υπαρξιακή αλήθεια, να βγει από εκείνο που τον έθρεψε ιδεολογικά και αυτή είναι μια οδυνηρή προσπάθεια. Ο Ντόινο δεν το έχει ακόμη αποφασίσει. Είναι κοντά αλλά εξακολουθεί να ασχολείται με τον τελικό στόχο που ό,τι και αν γίνει θα θριαμβεύσει. Ο Άλμπερτ προσπαθεί με τις καταγγελίες του να βγει από τον φαύλο κύκλο του ψέματος, τονίζοντας ότι: «Δεν πρόκειται πια για το ίδιο κόμμα, το δικό μας. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν δολοφονούν τόσους κομμουνιστές όσο στη Ρωσία». (Α΄, 466)
Η ολοκληρωτική επιβολή του Στάλιν που άρχισε το 1929, με αποκορύφωμα τις δίκες της Μόσχας το 1936-1936, περίοδο την οποία περιγράφει και ο Σπέρμπερ στην Καμένη βάτο. Είναι ο χρόνος που η εξουσία κάθε στιγμή αποφασίζει για την αλήθεια της Ιστορίας. Είναι η κατάρρευση των όποιων ψευδαισθήσεων για την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας και την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Στη θέση τους έχει επιβληθεί ένας μηχανισμός ο οποίος επειδή δεν έχει συγκεκριμένα επιτεύγματα να προβάλει, προτάσσει την βεβαιότητα του τελικού στόχου με την αμείλικτη ιστορική αναγκαιότητα και νομοτέλεια. Στο όνομά τους σκοτώνει όσους δεν συμβαδίζουν με την πορεία της και όσους αμφιταλαντεύονται. Εδώ πια έχουν καταργηθεί οι άνθρωποι με σκέψη και συνείδηση αφού στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί οι εκφραστές της ιστορικής αναγκαιότητας. Η αλήθεια ανήκει στο Κόμμα. Η χθεσινή αλήθεια είναι σήμερα ψέμα, ενώ το χθεσινό ψέμα μπορεί να είναι σήμερα η απόλυτη αλήθεια.
Το άτομο που αναζητεί την αλήθεια είναι χαμένο εκ των προτέρων, γιατί αυτή δεν υπάρχει στον κομματικό ορίζοντα, όπου κυριαρχούν ο καιροσκοπισμός, η ραδιουργία με στόχο την επιβολή. Στη δεκαετία 1930-1940 με την άνοδο του ναζισμού και του σταλινισμού θυσιάστηκε η αθωότητα, ενώ η αναζήτηση της ελπίδας οδηγούσε στη μοναξιά. Από την άλλη πλευρά έχουμε τον φόβο της ίδιας της σταλινικής εξουσίας, αφού γνωρίζει ότι στηρίζεται στο ψεύδος. Ενώ επαγγέλλεται και «ελέγχει» την ιστορική αναγκαιότητα, πρέπει να συλλαμβάνει και να δολοφονεί αθώους για να την επιβεβαιώνει. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 εκατοντάδες και χιλιάδες στελέχη από πολλές χώρες, που πολέμησαν στις διεθνείς ταξιαρχίες στην Ισπανία, δολοφονήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση γιατί ήταν ύποπτοι για διεθνιστική αλληλεγγύη. Παράλληλα εκατομμύρια αθώων οδηγήθηκαν στα Γκουλάγκ.
Ο Σπέρμπερ, ως στέλεχος της Κομιντέρν που είχε συντρόφους και φίλους από όλη την Ευρώπη, περιγράφει τις οδυνηρές ψυχολογικές διεργασίες ενός έκπληκτου αυτόπτη μάρτυρα, που αφορούν τον παγκόσμιο χώρο και την ιστορία αλλά σημαδεύουν και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές με το οδυνηρό ξάφνιασμά τους. Ο Ντόινο, που αποφάσισε να πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο και να σκοτωθεί εκεί, αποφεύγοντας τον τερατώδη μηχανισμό τον οποίο όχι μόνο δεν πιστεύει αλλά του έχει γίνει εφιάλτης, συναντιέται με τον Κάρελ στη Γαλλία για να περάσει τα σύνορα με την Ισπανία. Ο διάλογός τους αποκαλύπτει όλη τη φρικτή τραγικότητα όπου έχουν εμπλακεί. Η εικόνα της ζωής τους αρχικά είχε νόημα στην πάλη εναντίον του ναζισμού και στην οικοδόμηση μιας αταξικής κοινωνίας. Τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αξεπέραστο εμπόδιο, όταν αυτό που σκόπευαν να οικοδομήσουν ήδη είναι ένας εφιαλτικός μηχανισμός εκμηδένισης ανθρώπων με μοναδικό στόχο την παρανοϊκή ικανοποίηση μιας απρόσωπης εξουσίας.
Ο συγγραφέας μετατρέπει όλο αυτό το βιωματικό υλικό σε έναν μυθιστορηματικό εφιάλτη όπου η ανθρώπινη ζωή, οι φιλοσοφικές θεωρίες, τα συναισθήματα, οι φιλίες και τα μίση εκφράζονται μέσα σε έναν νεκρό χώρο απάθειας, περιφρόνησης και απαξίας. Όλη η προσπάθεια λογικής ανάλυσης, δικαιολόγησης, επιχειρημάτων καταλήγει σε ένα τοπίο όπου, σε ένα νεκρό σύμπαν, επαναλαμβάνονται μονότονα οι ιαχές των νικητών που ακούνε μόνο τον εαυτό τους. Εκεί ο Ντόινο μαθαίνει ότι ο ηγέτης του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, ο φίλος του Ζένεκε, θεωρείται πράκτορας των ναζί από το 1923, ότι ο Βάσο, ο φίλος του από την Γιουγκοσλαβία, είναι στα κελιά της Μόσχας. Επίσης παρουσιάζει τις θεατρικές παραστάσεις των δικών της Μόσχας, 1936-1939, όπου το μόνο που σου ζητάνε είναι να ομολογήσεις ότι είσαι ένα παιχνίδι στα χέρια τους και να απαντάς καταφατικά στις πιο απίθανες κατηγορίες. Εδώ πια δεν πρόκειται για μυθιστόρημα αλλά για κατάθεση ζωής, όπου μόνο αυτοί που βίωσαν στο πετσί τους την εμπειρία εκείνης της εξουσίας μπορούν να την εκφράσουν. Στο επίπεδο αυτό έχουμε τις μαρτυρίες του Άρθουρ Καίσλερ με Το μηδέν και το άπειρο ή με το Η συνωμοσία της σιωπής του Αλεξάντερ Βάισμπεργκ-Κυμπούλσκι.
Στις ανακρίσεις του Ζένεκε, όχι για να μάθουν την αλήθεια αλλά για να ομολογήσει δημόσια στη δίκη, όπως έγινε με χιλιάδες, μετά από δοκιμές πριν την παράσταση ο ανακριτής λέει στον Ζένεκε:
«Δικαιούται το Κόμμα να κάνει λάθη, δικαιούται ν’ αφήνει τις ήττες να κηλιδώνουν την υπόστασή του; Όχι, το Κόμμα οφείλει να έχει πάντα δίκιο, διότι το Κόμμα είναι το παν: η Αγία Τριάδα, η Εκκλησία, όλοι οι άγιοι και τα θαύματά τους μαζί. Όλ’ αυτά οφείλει να είναι, ειδάλλως πάμε χαμένοι. Γι’ αυτό πρέπει να παραμένει άσπιλο, να “φέγγει στο σκοτάδι”, όπως γράφει το Ευαγγέλιο. Για την καθαριότητα χρειαζόμαστε καθαρό νερό, καλό σαπούνι – χρειαζόμαστε μερικούς Ζένεκε. Το νερό που περισσεύει είναι βρόμικο, δεν πειράζει: το Κόμμα είναι πλέον καθαρό. Είναι απολύτως αδιάφορο για ποιον λόγο πεθαίνει κανείς για το Κόμμα». (Α΄, 495)
Κατά τα άλλα το Κόμμα θεωρούνταν από τον Μαρξ ως η πρωτοπορία του προλεταριάτου που θα απελευθέρωνε την ανθρωπότητα, ενώ με τον Λένιν έγινε επαγγελματική οργάνωση που εισήγαγε απ’ έξω την προλεταριακή συνείδηση, για να οργανώσει την επανάσταση, με χρονομέτρηση ωρών. Πόσο απλοποιήθηκαν αυτά με τον Στάλιν και τους θαυμαστές του!
Τελικά όλα τα βασανιστήρια, όλη η ταπείνωση και ο εξευτελισμός των ανθρώπων είχαν στόχο την επιβολή της πιο χυδαίας μορφής τυραννίας κάποιων μηχανισμών, χωρίς ανθρώπους αφού αυτοί μπορούσαν να εξοντωθούν σε κάθε στιγμή. Στόχος ήταν η επιβολή τού τίποτε! Αυτού που δεν εκπροσωπούσε τίποτε, παρά μόνο την εκπλήρωση της όποιας εντολής χωρίς νόημα και στόχο. Αυτή η επιβολή τού τίποτε, αυτό το βαθύ σκοτάδι στο βάθος του οποίου υπήρχε μόνο σκοτάδι, αυτός ήταν ο στόχος. Η διάλυση του ανθρώπινου όντος, η υποταγή του σώματος και του πνεύματος, αυτή ήταν η πρόοδος. Με αυτές τις μεθόδους ο στόχος πέτυχε.
Πώς λειτουργεί στις νέες συνθήκες η ιστορική αναγκαιότητα; Η νομοτέλεια και η ιστορική αναγκαιότητα δεν έχει ανθρώπους για να εκδηλωθεί. Αυτή εκφράζεται μέσα από σκοτεινούς μηχανισμούς που βαφτίζει με διάφορα ονόματα. Το σκοτάδι δεν παρουσιάζει μορφές, η σιδηρά νομοτέλεια δεν εκφράζεται με συναισθήματα. Δρα πάντα αόρατα, στα τυφλά, και όλοι υποχρεούνται να υποχωρήσουν στο πέρασμά της. Από την άλλη πλευρά, η πορεία προς το τίποτα εκφράζεται με τη μοναξιά του πιστού που καταδικάζεται από τους ίδιους τους φορείς του στόχου για τους οποίους έδινε τη ζωή του. Αφού αυτό με το οποίο έδωσες νόημα στη ζωή σου σε προδίδει καταγγέλλοντάς σε ότι το πρόδωσες! Αυτή είναι μια σύγκρουση στην οποία ο πιστός είναι ήδη νικημένος πριν αυτή αρχίσει.
Δυο κόμματα δρούσαν στη δεκαετία του ’30. Το ένα αποφάσιζε, έδινε εντολές, άλλαζε γραμμή, είχε τρομερή ταχύτητα και ευελιξία. Το άλλο ήταν στις φυλακές ή στα Γκουλάγκ, ήταν οι πρώην που τώρα έπαιζαν τον ρόλο του σαπουνιού για ξέπλυμα του Κόμματος. Δεν είχαν κάνει κάτι κακό, δεν έφταιγαν, απλώς έπρεπε να κρατούνται, να βασανίζονται, να ταλαιπωρούνται για να αποτελούν το σκιάχτρο για όλους τους άλλους. Δεν έπρεπε κανείς να νομίζει ότι είναι αυτόνομος, ότι μπορεί να σκέφτεται και να αποφασίζει. Αυτά είχαν τελειώσει, αφού τώρα η απόλυτη εξουσία, χωρίς κανέναν έλεγχο προσδιόριζε κάθε φορά τη νέα πορεία, τη σωστή και αλάθητη που αύριο μπορεί να θεωρηθεί λαθεμένη. Το δεύτερο κόμμα αναφερόταν στο πρώτο ουδέτερα, σαν κάτι απόμακρο· έλεγαν: «αυτοί, εκείνοι μου πρότειναν, μου παρήγγειλαν…». Το πρώτο κόμμα σιωπούσε, απλώς καταδίκαζε, δεν ασχολιόταν με τα θύματα παρά μόνο ως αριθμούς.
Στην ανάκριση του Ζένεκε ο συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα πώς ο μηχανισμός χρησιμοποιεί όλα τα μέσα, με κορύφωση τα ίδια τα παιδιά του, για να αποσπάσει την ομολογία του. Η απόσπαση ομολογίας σήμαινε την διάλυση του εσωτερικού κόσμου του κατηγορούμενου, την εκμηδένιση κάθε αντίστασης και αυτονομίας, την εξαφάνιση κάθε ίχνους συνείδησης και τη μετατροπή του ατόμου σε άμορφη μάζα, σε πολτό που χρησιμοποιείται με άνεση. Από την άλλη πλευρά, η ομολογία επιτελούσε το ρόλο μιας ορθολογικής ερμηνείας των πράξεων του κατηγορούμενου, που φώτιζε το ακροατήριο των μαζών και δήθεν υπηρετούσε τον …Διαφωτισμό. Η εξουσία είχε ανάγκη την τέτοια δικαίωση αφού ήθελε να διαιωνίσει την παρουσία της.
«Η θεωρία πως οι μάζες είναι επαναστατικές ήταν ενδεχομένως κάποτε χρήσιμη, αν και όχι απόλυτα ορθή. Τώρα όμως είναι άχρηστη και εσφαλμένη. Υπό τις νέες λοιπόν συνθήκες, οι μάζες είναι σαν το νερό: τις φωτίζεις με κόκκινο φως, γίνονται κόκκινες· με πράσινο, γίνονται πράσινες». (Α΄, 527)
Ο «διάλογος» με τον κατηγορούμενο Βάσο, που ξέρει το κοντινό του τέλος, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το νέο επίπεδο χειραγώγησης και ανάπτυξης της διαλεκτικής. Στις νέες συνθήκες, όταν κατακτάται η απόλυτη εξουσία του μηχανισμού και συντρίβει τους αντιπάλους, αφού προηγουμένως τους δημιουργεί και τους επιδεικνύει ως τέτοιους για τις μάζες, αυτές μετατρέπονται σε αυθεντικές μάζες που τους δίνουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτές ελέγχουν τις διαδικασίες. Η εξουσία απλώς τις κατευθύνει με τα χαλινάρια που διαθέτει.
«Είμαστε έτοιμοι να ξεμπερδεύουμε με τους ουραγούς της επανάστασης, πραγματικούς ή δυνάμει στασιαστές, οι οποίοι την επικαλούνται για να κάνουν αυτά που κάνουν. Σημασία δεν έχουν οι επιτεύξεις τους στο παρελθόν όσο, και μάλιστα αποκλειστικά, το γεγονός ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ενδέχεται να αποδειχτούν επικίνδυνοι, διότι αρνούνται να αναγνωρίσουν τη νέα πραγματικότητα της οποίας το όνομα είναι: εξουσία». (Α΄, 527)
Η εξουσία αυτή καταργεί τα πάντα: δεν υπάρχει θεωρία, ιδεολογία, ορθολογισμός, ιδανικά, συνέπεια λόγων και έργων, δικαιοσύνη. Υπάρχει μόνο εξουσία, η οποία αυτοερμηνεύεται κάθε φορά. Αυτή αλλάζει τα πάντα· εκτός από το παρόν ουσιαστικά αλλάζει το παρελθόν και το προσαρμόζει στις ανάγκες τού σήμερα:
«Αυτό είναι διαλεκτική»… «Οι λέξεις», λέει, «έμειναν οι ίδιες, το περιεχόμενό τους είναι αυτό που άλλαξε. Το λάβαρο παρέμεινε κόκκινο απ’ το αίμα των μαρτύρων, που τους τιμάμε ακριβώς επειδή σκοτώθηκαν πριν αποκτήσουμε την εξουσία και τους σκοτώσουμε εμείς. Εξακολουθούμε να μιλάμε για επανάσταση και σοσιαλισμό και ελευθερία, ωστόσο το νόημα αυτών των λέξεων άλλαξε – μα αυτό είναι κρατικό μυστικό και δεν πρέπει να βγει παραέξω!». (Α΄, 529-530)
Τελικά η εξουσία θέλει να καταργήσει τον άνθρωπο, να τον μεταλλάξει σε ένα κενό πράγμα που το χρησιμοποιεί όπως τη βολεύει. Η ομολογία του είναι η κατάργηση του ανθρώπινου όντος και η βεβαίωση της επιβολής της εξουσίας. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται. Ομολογία, και στη συνέχεια δολοφονία· αυτός είναι ο διαλεκτικός τρόπος λειτουργίας της εξουσίας.
Ο διάλογος του καθηγητή Στέτεν με τον Ντόινο, το 1938, όταν πια ο σταλινισμός καταβροχθίζει τα παιδιά του και δείχνει το τερατώδες του πρόσωπο, γίνεται ανάμεσα σε έναν σκεπτικιστή και σε έναν πρώην ενθουσιώδη προπαγανδιστή της απόλυτης αλήθειας χάριν της οποίας μπορεί να πει κανείς τα μεγαλύτερα ψεύδη:
«Άκουσα πως οι φίλοι σας της Μόσχας δολοφόνησαν τον φίλο σας τον Βάσο Μίλιτς. Μεγάλη απώλεια για σας, βέβαια, αλλά θα θέλατε να μου εξηγήσετε γιατί αυτός ειδικά ο φόνος, ο οποίος ακολούθησε μια σειρά από πολλούς άλλους, όχι λιγότερο παράλογους και αποτρόπαιους, δεν πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος; Ως τώρα δικαιολογήσατε πολλά και χειρότερα. Θα θυμάστε, σε μια επίσκεψή σας το φθινόπωρο του 1934, σας είχα πει πως δεν είδα ποτέ μου μια απάτη τόσο προφανή, τόσο μεγάλη, τόσο απεχθή. Και τι μου είπατε τότε;»
«Δεν θυμάμαι».
«Σας ζητώ να επαναλάβετε τι είπατε!»
«Είπα πως θα καλύψουμε την απάτη με ψέματα, και πως τα ψέματα θα γίνουν αλήθεια και η απάτη θα πάψει να είναι απάτη – αρκεί να παραμείνουμε πιστοί και αφοσιωμένοι στην επανάσταση, και τότε το στραβό θα ισιώσει· αυτό είπα».
«Και γιατί δεν πιστεύετε πια πως το στραβό θα ισιώσει και πως τα ψέματα θα μεταμορφωθούν σε αλήθειες;»
«Η απάτη έπαψε να είναι απλά ένα μέσον, έγινε θεσμός, η κατάχρηση εξουσίας έπαψε να είναι ένας ελιγμός, διότι η εξουσία έγινε ο μοναδικός στόχος μερικών ολίγων» (Α΄, 556-557)
Στη θέση των θεσμών έχουμε πια εγκαταστήσει την απάτη ως αλήθεια για την οποία κάθε θυσία είναι υπηρεσία στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτός ο διάλογος και αυτή η έξοδος του Ντόινο από την απάτη στο άκουσμα της δολοφονίας του φίλου του Βάσο Μίλιτς, από το 1938, επαναλαμβάνεται με παραπλήσιους τρόπους, τα τελευταία 76 χρόνια, από πιστούς που με μεγάλη δυσκολία εγκαταλείπουν την πίστη-απάτη.
Η περίπτωση του Γιόσμαρ, φανατικού υπερασπιστή της «γραμμής», ο οποίος διασώθηκε από την εκτέλεσή του από τους δικούς του, σ’ αυτή τη φάση είναι πολύ χαρακτηριστική.
«Ο Γιόσμαρ πολέμησε γενναία, όπου και να τον έστειλαν· ένα πράγμα δεν κατάφερε ωστόσο: να απαλλαγεί από την ανάγκη να πιστεύει. Η ανάγκη της αναζήτησης του Απόλυτου μετατρέπει την ανθρωπότητα σε μια κλοάκη· από τις θρησκείες φτιάχνει εκκλησίες, από τις ιδέες αστυνομοκρατούμενους θεσμούς. Αυτός ο Γιόσμαρ μπορούσε να μάχεται μέρες ολόκληρες σε συνθήκες κινδύνων που κανονικά σου κόβουν τα πόδια, αλλά δεν μπορούσε ν’ αντέξει λεπτό, αν του στερούσες τη βεβαιότητα του Απόλυτου» (Α΄, 561-562)
Δυστυχώς το πάθος, η δίψα για εκδίκηση, η ανθεκτικότητα στις πιέσεις υπάρχουν μαζί με τη βεβαιότητα του τελικού στόχου, ο οποίος βέβαια είναι απόλυτα αληθινός, ηθικός και δίκαιος. Γι’ αυτό στην υπηρεσία του δεν βλέπουμε τις θυσίες και τις ταπεινώσεις των συντρόφων μας, ούτε τη σφαγή τους από την ιεραρχία του μηχανισμού που επιδιώκει το απόλυτο. Αυτό το απόλυτο, ως μεταφυσική οντότητα, δεν είχε τελικά σχέση με τους ανθρώπους, την πραγματικότητα και την επιδίωξη αλλαγής στον κόσμο, αλλά καθόριζε με τη μια ή την άλλη μορφή τη στοχευμένη ανθρώπινη δραστηριότητα.
Βλέπε: δεύτερο μέρος
[1] Για τον Χαμένο όρμο χρησιμοποιήσαμε τη σερβική μετάφραση (με τίτλο “Izgubljen zaliv”) από τον Tomislav Bekić, εκδ. Matica srpska, Νόβισαντ 1997. Η αγγλική έκδοση έχει τίτλο: Journey Without End.
[2] Με το (Α΄, 45) εννοούμε: τόμος Α΄, Η καμένη βάτος, σ. 45.