Το φοβερότερο στη ζωή είναι να συναντήσεις τη ισχύ του ανθρώπου που κρατά την μοίρα σου στα χέρια του. Μπορεί να σε σκοτώσει, να σε φυλακίσει, να σε εξορίσει ή να σε αφήσει ελεύθερο. Το να σε φυλακίσει ή να σε ελευθερώσει, αν και το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, είναι το ίδιο καταπιεστικό. Επειδή εσύ δεν έχεις το δικαίωμα να εκφραστείς. Οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό φοράνε τήβεννο και κάθονται σε μια υψηλή έδρα. Λέγονται δικαστές.
Το μόνο που θα δικαιολογούσε το να έχει κάποιος μια τέτοια υπεράνθρωπη ισχύ θα ήταν το να τη χρησιμοποιούσε δίκαια.
Τι γίνεται όμως αν αυτή η δύναμη αψηφήσει το δίκαιο;
Στο μυθιστόρημα Αποχαιρετισμός στα όπλα του Χέμινγουεϊ υπάρχει μια σκηνή όπου στις μέρες που ο ιταλικός στρατός βιώνει μια πανωλεθρία, σε μια σπηλιά στρατιωτικοί δικαστές δικάζουν φαντάρους. Με τη σιγουριά ότι οι αποφάσεις τους δεν θα έχουν καμία επίπτωση στη δική τους μοίρα, με πλήρη αδιαφορία σε κάθε τους απόφαση, φορούν τα πηλίκια τους, χαιρετούν και τους καταδικάζουν σε θάνατο.
Και στην ταινία όπου έπαιζαν ο Ροκ Χάντσον και ο Βιτόριο ντε Σίκα αυτή η σκηνή, όπου βλέπουμε να στέλνονται οι φαντάροι στο απόσπασμα, είναι συνταρακτική.
Στην κάπως μακρά περίοδο της κράτησής μου ήρθα αρκετές φορές αντιμέτωπος με δικαστές. Ούτε καν άκουγαν τι τους έλεγα, εγώ παρουσίαζα τα επιχειρήματά μου που αποδείκνυαν την αθωότητά μου αλλά εκείνοι επαναλάμβαναν τις ίδιες κατηγορίες σαν να μην είχα μιλήσει, σαν να μην είχα πει τίποτα. Πρώτα με καταδίκασαν σε ισόβια κάθειρξη, μετά σε δέκα χρόνια και έξη μήνες, και με αποφυλάκισαν.
Τώρα που γράφω αυτά, περιμένω τι απόφαση θα πάρει ένας δικαστής για την έφεση που έκανε ένας εισαγγελέας για την αποφυλάκισή μου. Μπορεί ξανά να με φυλακίσουν.
Έχω ακούσει σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις από τον ίδιο δικαστή την ισόβια καταδίκη μου και την αποφυλάκισή μου. Ήταν ψυχοπλάκωμα και οι δύο αποφάσεις. Ήξερα ότι κάποιοι που δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για μένα έκριναν ότι μπορώ να βγω από τη φυλακή.
Εγώ τώρα είμαι έξω αλλά χιλιάδες αθώοι άνθρωποι βρίσκονται στις φυλακές.
Όταν γλίτωσα από την ζούγκλα με τα σιδερένια κάγκελα και τους τοίχους άφησα πίσω μου ανήμπορους ανθρώπους.
Παραπάνω από τρία χρόνια έμεινα σε ένα μικρό κελί με δύο κατάδικους. Ήταν τελείως αθώοι, κανείς δεν τους άκουγε, παρ’ όλο που εξηγούσαν ότι δεν έφταιξαν σε τίποτα, και καταδικάστηκαν από κάποιους που έμοιαζαν στους δικαστές του έργου Αποχαιρετισμός στα όπλα.
Ο ένας από αυτούς ήταν στην ηλικία του γιου μου. Όταν τον συνέλαβαν μόλις είχε παντρευτεί. Ήταν θρήσκος αλλά ενδιαφερόταν και για τη φιλοσοφία και για τις επιστημονικές έρευνες.
Είχε καταπληκτικά ικανά χέρια. Σε ένα χώρο με πολύ περιορισμένες δυνατότητες έφτιαχνε καταπληκτικά πράγματα με απίθανα υλικά. Μπορούσε να φτιάξει dumbbell (βαράκια) με τα κουτιά αλατιού, μάνταλους με τα πιρούνια, τσιμπίδες με τα κουταλάκια του τσαγιού. Έκανε νέα φαγητά από αυτά που μας έφερναν προσθέτοντας διάφορα υλικά. Τον έλεγαν Σελμάν. Πίστευε ότι το να παραπονιέσαι θα ήταν σαν να εναντιώνεσαι στη μοίρα που έκρινε ο Θεός και ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Για διάφορους λόγους ποτέ δεν είχε επισκέπτες.
Ούτε για αυτό παραπονέθηκε.
Μια μέρα καθώς έγραφα το νέο μου μυθιστόρημα Η κυρά Ζωή άκουσα στην αυλή μας μουσική. Έναν ήχο φλογέρας. Βγήκα στην αυλή και είδα τον Σελμάν που είχε ακουμπήσει τη ράχη του στον τοίχο, είχε κλείσει τα μάτια του και έπαιζε την φλογέρα του. Είχαν σιγάσει οι φωνές στα γύρω κελιά. Όλοι άκουγαν αυτήν την ανέλπιστη μουσική. Όταν τελείωσε το τραγούδι ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να πέφτει χαλάζι. Από τα κελιά έπεφταν καραμέλες που μπορούσαμε να προμηθευτούμε από την καντίνα. Αυτό σήμαινε χειροκρότημα και «bis». Έπαιξε για ώρες ο Σελμάν.
Όταν έκλεισαν την πόρτα της αυλής τον ρώτησα πού βρήκε τη φλογέρα. Την είχε κάνει από τα χαρτόνια των ημερολογίων. Δεν είχε χάρακα για να μετρήσει, γι’ αυτό τοποθέτησε τις τρύπες εκτιμώντας τις αποστάσεις. Έκοψε το πάνω μέρος μιας πλαστικής φιάλης και έφτιαξε το στόμιο της φλογέρας.
Από τη φλογέρα του έβγαινε ένας ήχος που δεν ακούγεται από κανένα μουσικό όργανο. Ήταν διαφορετικός και κάπως πιο μπάσος. Σχεδόν καθόλου δεν του ξέφευγαν οι νότες.
Δεν ήταν πάντα μελαγχολικά τα τραγούδια του, κάποτε έπαιζε και εύθυμα. Πάντως τα περισσότερα ήταν πονεμένα.
Ήταν σαν τον γιο μου ο Σελμάν.
Δεν είχε επισκέπτες.
Ούτε μια φορά δεν παραπονέθηκε.
Έκανε μια φλογέρα από χαρτί. Ακούμπησε στον τοίχο και έπαιξε.
Όταν σχεδόν μεσάνυχτα βγήκα από την φυλακή με ρώτησαν πώς αισθάνομαι. Ήθελαν να ακούσουν ότι χαιρόταν αυτός που αποκτούσε την ελευθερία του μετά από μια μακρόχρονη κράτηση. Είπα ότι είμαι λίγο στενοχωρημένος.
Είχα αφήσει πίσω από τους τοίχους χιλιάδες αθώους και τον Σελμάν με τη χάρτινη φλογέρα του.
Ξέρω ότι είναι αθώοι και δεν έχω την ισχύ να τους σώσω. Κανείς δεν άκουγε αυτά που λένε. Όχι μόνο οι δικαστές, αλλά σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας είχε γίνει όπως οι άνθρωποι της σπηλιάς που αμέριμνα αποφάσιζαν τις θανατικές καταδίκες. Φορούν τα πηλήκιά τους, χαιρετούν, τους στέλνουν στο εκτελεστικό απόσπασμα και στρέφονται στα επόμενα θύματά τους.
Όταν έχεις δει αυτήν την σπηλιά, έχεις ζήσει αυτά που έχουν υποστεί αυτοί οι κρατούμενοι και έχεις ακούσει τη χάρτινη φλογέρα, δεν είναι δυνατόν να βγεις πολύ ευτυχισμένος από τη φυλακή. Αισθάνεσαι σαν συνεργός κάποιας μεγάλης αδικίας. Έχοντας ζήσει στη φυλακή ως θύμα της αδικίας, όταν βγεις έξω γίνεσαι ο συνένοχος της μεγάλης αδικίας.
Ξέρω ότι το φοβερότερο στον κόσμο είναι να συναντήσεις κάποιον που έχει την ισχύ να αποφασίσει για τη μοίρα σου. Ξέρω επίσης πόσο πόνο προκαλεί και πόσο εξευτελιστικό είναι να βλέπεις ότι αυτός που έχει την ισχύ δεν δίνει καμιά σημασία σε αυτά που λες,
Ξέρω επίσης τι είδους ήχο βγάζει μια φλογέρα από χαρτόνι και πώς εκφράζει τη νοσταλγία που δεν κοπάζει.
Ξέρω ότι υπάρχει η πιθανότητα να με συλλάβουν ξανά.
Για τον Σαλμάν δεν υπάρχει αυτή η πιθανότητα, αυτός είναι ήδη μέσα.
Και έχει τα χρόνια του γιου μου, φτιάχνει βαράκια από τα κουτιά και φλογέρα από χαρτόνι.
Κανείς δεν τον επισκέπτεται.
Ποτέ δεν παραπονιέται.
Ακουμπά στον τοίχο και παίζει την φλογέρα του.
— Μετάφραση από τα τουρκικά: Ηρακλής Μήλλας
© AHMET ALTAN 2019
Σημείωση: Μετά την έκδοση αυτού του κειμένου αποκαλύφθηκε στα μέσα ενημέρωσης η ταυτότητα του Σελμάν. Είναι ο ανιψιός του Φετχουλλάχ Γκιουλέν, Σελμάν Γκιουλέν.