σύνδεση

«Μια ανάσα» του Αβιγκντόρ Αρίκα

«Μια ανάσα» του Αβιγκντόρ Αρίκα Ο Αβιγκντόρ Αρίκα.


 

Αβιγκντόρ Αρίκα «Μια ανάσα»   

Διάρκεια Έκθεσης: 19 Ιουνίου - 1 Σεπτεμβρίου 2019

Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1)

 

 

«Ο Αρίκα σέβεται πολύ τα λάθη, τα σφάλματα, τις παραβλέψεις, τις παραπραξίες. Το λάθος εν γένει. Γνωρίζει άριστα πως το λάθος προσφέρει στο έργο χάρη. Κι έτσι υπερασπίζεται την ύπαρξη λαθών. Χρησιμοποιεί λάδι, και η πρώτη του παρέμβαση στον καμβά είναι υγρής και ρευστής ματιέρας. Αυτή η πρώτη παρέμβαση δεν καλύπτεται, πολλές φορές δε παραμένει ορατή και στην τελική μορφή του έργου. Τα ίχνη της ζωγραφικής χειρονομίας του επίσης παρόντα. Κι εκεί, μέσα στον ψίθυρο των ζωγραφικών φαινομένων βρίσκει γόνιμο έδαφος να αναπτυχθεί η αμφιβολία».
Γιώργος Ρόρρης, σημείωμα στον υπό έκδοση κατάλογο της έκθεσης

 

O Αβιγκντόρ Αρίκα (Avigdor Arikha, 1929-2010) γεννήθηκε στο Ρανταούτσι, μια μικρή πόλη κοντά στην Μπουκοβίνα της Ρουμανίας, από γερμανόφωνους Ρουμάνους Εβραίους γονείς. Ταξίδευε πολύ συχνά στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και την Ιερουσαλήμ, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, όπου και πέθανε.

Άρχισε από πολύ νωρίς να ζωγραφίζει. Το 1941 εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ουκρανία, όπου πέθανε ο πατέρας του. Αποτύπωσε την καθημερινή φρίκη του στρατοπέδου σε σχέδια τα οποία του έσωσαν τη ζωή, όταν τα πρόσεξαν εκπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Το 1944 μετανάστευσε με την αδελφή του στην Παλαιστίνη, όπου έζησε σε κιμπούτς. Το 1948 τραυματίστηκε σοβαρά στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Σπούδασε το 1946-1949 στην Ακαδημία Τεχνών και Σχεδίου Μπεζαλέλ στην Ιερουσαλήμ και το 1949 κέρδισε υποτροφία για την Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι και ξεκίνησε επιτυχημένη σταδιοδρομία ως ζωγράφος αφηρημένης ζωγραφικής. Το 1965, μια έκθεση στο Λούβρο, με τίτλο Ο Καραβάτζιο και η ιταλική ζωγραφική του 17ου αιώνα, τον ώθησε στο σχέδιο. Σταμάτησε να χρησιμοποιεί το χρώμα μέχρι το 1973, οπότε και άρχισε να ζωγραφίζει εκ του φυσικού. Ακούραστος, δούλευε εντατικά μέχρι τον θάνατό του.

Κάθε πίνακας έπρεπε να τελειώσει μέσα στη μέρα, σε μία πόζα, κάθε σχέδιο σε λίγες ώρες: η εμπειρία της έντονης παρατήρησης έπρεπε –με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες– να μεταφραστεί σε αναπαράσταση ικανή να συγκινεί εξίσου τον ζωγράφο και τον θεατή. Πίστευε πως δεν είχε σημασία το θέμα, μόνο η ποιότητα της ζωγραφικής. «Το σχέδιο, η ζωγραφική, η γλυπτική, δεν είναι άραγε μια μορφή σιωπηλής προσευχής; Η ποιότητα της προσευχής είναι αυτό ακριβώς που διακρίνει τη ζωγραφική που συγκινεί από τη ζωγραφική που απλώς διακοσμεί».

Ή ακόμη πως η τέχνη είναι ανάσα:

«Ο ζωγράφος επί το έργoν: είναι συνεπαρμένος. Παρεμβαίνει το κεφάλι: διακοπή. Το χέρι μένει μόνο του: διακοπή. Συνεπαρμένος, δεν βρίσκεται ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά είναι αληθινό μόνο ό,τι υπάρχει μέσα του. Αν τίποτε δεν τον συνεπάρει θα παραμείνει αδρανής μπροστά στον καμβά του, με την αυθαιρεσία μόνο του καταφύγιο.

Η τέχνη είναι τίποτα. Είναι ανάσα. Απ’ την ανάσα περνάει και μες στην ανάσα μένει».

Λόγιος, προικισμένος με βαθιά γνώση της ιστορίας της τέχνης και της τεχνικής της, με ουσιαστικό ενδιαφέρον για την παγκόσμια ιστορία και την επιστήμη, έγραψε πολλά δοκίμια και επιμελήθηκε σημαντικές εκθέσεις μεγάλων δασκάλων του παρελθόντος που θαύμαζε (Πουσέν, Βελάσκεθ, Ενγκρ). Συγκαταλέγεται στους κορυφαίους ζωγράφους της γενιάς του, μαζί με τον Λούσιαν Φρόυντ και τον Ρ. Μπ. Κιτάι (R. B. Kitaj). Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο. Έχουν διοργανωθεί, μεταξύ άλλων, αναδρομικές εκθέσεις στο Μουσείο του Τελ Αβίβ (1998), στην Εθνική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης της Σκοτίας, στο Μέγαρο Καλών Τεχνών της Λιλ (1999), το Βρετανικό Μουσείο (2006), το Μουσείο Τίσεν-Μπορνεμίτσα στη Μαδρίτη (2008).

Στη ζωή του συνδέθηκε στενά με σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης, όπως οι Ανρί-Καρτιέ Μπρεσόν, Αλμπέρτο Τζιακομέττι, Ρ. Μπ. Κιτάι, Ρεϊμόν Κενώ και Άιζακ Στερν.

Η φιλία του με τον Σάμιουελ Μπέκετ κράτησε 34 χρόνια, ώς τον θάνατο του Μπέκετ το 1989. Για τον Μπέκετ ο Αρίκα έλεγε: «Ήταν ο φάρος που έψαχνα και ποτέ δεν περίμενα ότι θα ’βρισκα». Σε χειρόγραφο σημείωμά του ο Σάμιουελ Μπέκετ γράφει για τον Αρίκα:

«Πολιορκία που αναβάλλεται μπροστά στο απόρθητο εκεί έξω. Πυρετός ματιού και χεριού μέσα στη δίψα της άρνησης του εγώ. Μάτι που ακατάπαυστα αλλάζει από το χέρι την ίδια στιγμή που ακατάπαυστα εκείνο αλλάζει το χέρι. Βλέμμα που αποσπάται από το αόρατο, μόνο και μόνο για να πέσει πάνω στο απραγματοποίητο, και αστραπιαία επιστροφή. Κατάπαυση αυτής της διαδρομής και ίχνη αυτού που σημαίνει είναι και είναι ενώπιον. Ίχνη βαθιά.»

O Ζαν Κλαιρ έγραψε κάποτε: «Η ζωγραφική του Αρίκα διασώζει την πραγματικότητα». Mας κάνει να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια μας, αδιαμεσολάβητο. Μας οδηγεί να τον αγαπήσουμε στην ολότητά του και στα απειροελάχιστα κομμάτια του, όπως είναι, γι’ αυτό που πραγματικά είναι – μοναδικός και ανεπανάληπτος.

 

Η έκθεση συνδιοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη και την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Ε Κ Ε Π (Εταιρεία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού) που συστήθηκε το 2018 και επιδιώκει τη διάδοση πολιτιστικών αγαθών ποιότητας στον χώρο του βιβλίου και των εικαστικών τεχνών.

004

Αβιγκντόρ Αρίκα, Αυτοπροσωπογραφία (σχέδιο), 1991. © Peter Mallet