Το βασικό μήνυμα του «μανιφέστου» του περιοδικού The Economist είναι ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν απομακρυνθεί από τις αρχές τους. Αυτό έχει ως συνέπεια οι ηγεσίες τους να μην υπερασπίζονται τις θεμελιώδεις αρχές του φιλελευθερισμού, οι οποίες τελικά λειτουργούν υπέρ όσων δεν έχουν κληρονομήσει ή ωφεληθεί από χαριστικά προνόμια. Αντίθετα, τα μέλη των ελίτ αυτοανακηρύσσονται ως «άριστοι» και προστατεύουν τις προνομιούχες θέσεις που έχουν καταλάβει στο σύστημα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, κατά πρόφαση αξιοκρατικά αλλά επί της ουσίας αναξιοκρατικά.
Οι αναγνώστες του «μανιφέστου» αυτού σίγουρα θα αναγνωρίσουν σε πολλά σημεία του κειμένου τη σημερινή Ευρώπη. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς η Ευρώπη διανύει μια κρίση η οποία είναι πρωτίστως υπαρξιακή και όχι οικονομική. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών διακηρύσσει ότι εκπροσωπεί τις αρχές μιας ανοιχτής αγοράς, καθώς και μιας δημοκρατικής κοινωνίας που βασίζεται στο κράτος δικαίου, τουλάχιστον σύμφωνα με όσα γράφουν οι συνθήκες που διέπουν τη λειτουργία της Ένωσης. Αλλά, παρόλο που η Ευρώπη αποτελεί μια από τις καλύτερες δημοκρατίες και οικονομίες για να ζει κανείς στον κόσμο, πολλοί ευρωπαίοι πολίτες βλέπουν την εφαρμογή αυτών των αρχών να δυσλειτουργεί στην πράξη, ακριβώς όπως περιγράφει ο Economist.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και καθημερινά. Ενδεικτικά αναφέρεται περίπτωση ελληνικών επιχειρήσεων (και τα νομικά πρόσωπα είναι «πολίτες»), που κάνοντας ανάγνωση της Ελληνικής αλλά και της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας είχαν ξεκινήσει πριν από χρόνια μια επένδυση σε προϊόν που ανταγωνιζόταν μια πολιτικά ισχυρή επαγγελματική ομάδα. Η τότε πολιτική ηγεσία, μόλις της επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους της επαγγελματικής ομάδας (οι οποίοι διαχρονικά είχαν καλές σχετικές προσβάσεις) ότι η διατύπωση της εθνικής νομοθεσίας δεν εμπόδιζε την είσοδο στην αγορά ανταγωνιστών που αξιοποιούσαν νέες τεχνικές και τεχνολογίες, ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία. Η ελληνική νομοθεσία τροποποιήθηκε και στην πράξη η νέα δραστηριότητα απαγορεύτηκε, καθώς τέθηκαν περιορισμοί και προϋποθέσεις άσχετες με την υγιεινή και ασφάλεια που ήταν σε ευθεία παράβαση του ενωσιακού δικαίου και καθιστούσαν το κόστος εισόδου στην αγορά ασύμφορα ψηλό. Η Ελλάδα παραπέμφθηκε στο αρμόδιο ευρωπαϊκό όργανο, αλλά η ελληνική κυβέρνηση υποσχέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα συμμορφωθεί. Έτσι οι σχετικές διαδικασίες της παραπομπής σταμάτησαν. Η Ελλάδα στη συνέχεια πράγματι νομοθέτησε εκ νέου, όπως έχει υποσχεθεί, αλλά και πάλι ο νέος νόμος ήταν διατυπωμένος έτσι ώστε να παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο. Η διαδικασία παραπομπής της χώρας ξεκίνησε και πάλι, αλλά στο μεταξύ η χώρα «μπήκε στα μνημόνια». Μετά από αρκετές νομοθετικές παρεμβάσεις, ως «μνημονιακή υποχρέωση» η χώρα τελικά συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο, αλλά αυτό γίνεται περίπου 10 χρόνια μετά την αρχική παραβίασή του. Οι εταιρείες που είδαν πρώτες την ευκαιρία να επεκτείνουν το πελατολόγιό τους και να ενδυναμωθούν έχασαν την ευκαιρία και οι όποιες σχετικές επενδύσεις είχαν γίνει απαξιώθηκαν. Η αδυναμία της Ευρώπης να προστατεύσει μια νόμιμη, κατά το ενωσιακό δίκαιο, επιχειρηματική πρωτοβουλία, να υπερασπιστεί την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών και του δικαίου της σε ένα κράτος-μέλος εμπόδισε τις πιο διορατικές επιχειρήσεις να καρπωθούν το όφελος της καινοτομίας τους. Η συγκεκριμένη ιστορία έχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί είναι ενδεικτική και άλλων περιπτώσεων, αλλά κυρίως γιατί, όπως και στις αντίστοιχες περιπτώσεις, ποτέ κανένας δεν έδειξε να νοιάζεται για την δυνητική ζημιά όσων εμποδίστηκαν να εισαγάγουν το νέο και καινοτόμο. Τόλμησαν να δημιουργήσουν ανταγωνισμό σε μια πολιτικά καλά οργανωμένη επαγγελματική ομάδα; «Καλά να πάθουν»! Για αυτούς δεν περισσεύει καμία σκέψη συμπόνιας, παρόλο που βρίσκονται σε μια χώρα που συχνά δείχνει πρωτοφανή συμπόνια ακόμα και σε θύτες που έχουν πληγώσει τις ζωές και τα θεμελιώδη δικαιώματα συμπολιτών τους. Και παρόλο που σήμερα η αγορά για το συγκεκριμένο προϊόν έχει πλέον εδραιωθεί στη χώρα, λειτουργώντας προς το όφελος του καταναλωτή.
Το φαινόμενο αυτό αφορά όμως και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της. Η αδυναμία της Ευρώπης να υπερασπιστεί τις αρχές της, προς όφελος των πολιτών, μάλιστα καταγράφεται και σε πολύ πιο βασικές παραμέτρους. Σχετικά η περίπτωση της Athens Review of Books είναι ενδεικτική και αποκαλυπτική. Διότι αφορά το πιο θεμελιώδες από όλα τα δικαιώματα που υπερασπίζεται η δημοκρατική Ευρώπη του κράτους δικαίου, σύμφωνα με τις διακηρυγμένες αρχές της: την ελευθερία του λόγου. Η ελευθερία του λόγου αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, διότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατία – πώς θα υπάρξει υγιής πολιτικός ανταγωνισμός και πώς θα ενημερωθούν οι πολίτες πριν τις εκλογές αν δεν υπάρχει η ελευθερία του λόγου; Πώς θα ανθίσει η κοινωνία των πολιτών αν αυτοί φοβούνται να εκφραστούν ελεύθερα; Επίσης, ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου είναι κάτι απαραίτητο για να προστατευτούν τα προνόμια των λίγων εις βάρος των πολλών: μόνο με τον περιορισμό του εξασφαλίζεται ότι οι πολίτες δεν ενημερώνονται για τα κακώς κείμενα και για τα αθέμιτα προνόμια που οι ελίτ της γραφειοκρατίας απονέμουν στον εαυτό τους. Μόνο έτσι περιορίζεται η κοινωνία των πολιτών που μπορεί να αντιδράσει στις καταχρήσεις εκ μέρους των ελίτ και εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος που υποθάλπουν αυτά τα προνόμια. Η σημασία της ελευθερίας του λόγου συχνά υποβαθμίζεται – δεν είναι τυχαίο ότι η περίπτωση της ARB έχει λάβει πολύ περιορισμένη κάλυψη στα κυριότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Ελλάδα. Όμως η κοινωνία δρα απερίσκεπτα όταν αποδέχεται αυτή την υποβάθμιση, καθώς ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η υπονόμευση της ελευθερίας του λόγου αποτελεί το πρώτο βήμα για την περικοπή στη συνέχεια και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου αποτελεί όμως και ένδειξη γενικότερης δυσλειτουργίας ενός πολιτικού συστήματος. Κυρίως, αν μια χώρα έχει ήδη φτάσει στο σημείο να υπονομεύεται η ελευθερία του λόγου, αυτό σημαίνει ότι το κράτος δικαίου έχει ήδη τρωθεί και υπονομευθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Το γεγονός ότι στην Ευρώπη ανακύπτουν σχετικά προβλήματα σε αρκετές χώρες, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι μεμονωμένο. Η Ευρώπη πράγματι φαίνεται ότι αδυνατεί να υπερασπιστεί τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες δηλώνει ότι έχει οικοδομηθεί. Οι πολίτες της Ουγγαρίας και της Πολωνίας βλέπουν τις πολιτικές ελίτ να αψηφούν το κράτος δικαίου και μια Ευρώπη ανήμπορη να επιβάλλει τις αρχές της στέλνει ένα ξεκάθαρο και ορατό σε όλους μήνυμα αδυναμίας. Αδυνατώντας να αντιδράσει στο μείζον, η γραφειοκρατική ελίτ της Ευρώπης τι κάνει; Ασχολείται με θέματα όπως τη δυνατότητα αυτόνομων οχημάτων να κινούνται ομαλά ανάμεσα σε κράτη-μέλη. Αποφεύγει δε επιμελώς να ασχοληθεί ή έστω να αναφερθεί στο κρίσιμο για την επιβίωση και εμβάθυνση της Ένωσης ζήτημα, της πιο αποτελεσματικής και ενιαίας εφαρμογής, στην πράξη, των βασικών αρχών της. Επιβεβαιώνει έτσι τους χειρότερους φόβους των πραγματικών ευρωπαϊστών πολιτών της.
Ο Economist καλεί τις ελίτ να στραφούν εναντίον του εαυτού τους, υπερασπιζόμενες και πάλι τους πολλούς αντί των προνομίων των ελίτ τα οποία έχουν κατακτηθεί αναξιοκρατικά. Ο βαθμός στον οποίο ένα σύστημα εξουσίας σε μια χώρα υπονομεύει την ελευθερία του λόγου και τη λειτουργία του κράτους δικαίου αποτελεί, τελικά, και ένα μέτρο της απόστασης που χωρίζει μια χώρα από την, αφελή θα μπορούσε να πει κανείς, προσταγή του Economist. Οι πολιτικοοικονομικές ‒διαπλεκόμενες, όπως θα έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης‒ ελίτ σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες σίγουρα απέχουν αρκετά από το στάδιο να υιοθετήσουν τη φράση «Θα υπερασπιστώ τα θεμελιώδη δικαιώματά σας, παρόλο που αυτό σημαίνει ότι θα χάσω κάποια από τα προνόμιά μου». Αλλά και συνολικά, η έλλειψη διάθεσης της ευρωπαϊκής ελίτ να θέσει στο κέντρο των συζητήσεων για το μέλλον της Ευρώπης την πιο ενιαία και αυτόματη εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών της σε όλα τα κράτη-μέλη παρέχει τελικά ένα αποκαρδιωτικό μέτρο για τον βαθμό στον οποίο η Ευρώπη, συλλογικά, απέχει από την υλοποίηση της προσταγής του Economist. Και, φυσικά, για τον προσεκτικό αναγνώστη, στην περίπτωση της Ελλάδας η υπόθεση της ARB δείχνει ότι αυτό ισχύει στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Όταν αγνοείται συστηματικά η πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, όταν αδιάψευστα τεκμήρια δεν λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια, χωρίς μάλιστα να προβλέπονται στο τέλος τής πολύχρονης διαδικασίας σαφείς κυρώσεις για όσους λειτουργούς έχουν αποδειχθεί, στην καλύτερη περίπτωση, ανεπαρκείς στην υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενός πολίτη, οι προβλέψεις των ιδρυτικών συνθηκών της Ένωσης φαντάζουν πράγματι μακρινή θεωρία και όχι σαφής πραγματικότητα για τον πολίτη της Ευρώπης. Έτσι καταγράφεται ότι απέχει ακόμα περισσότερο η Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ευρώπη ως μέσο όρο, από τις αρχές που διακηρύσσει το «μανιφέστο» του Economist.
Γιατί όμως έχει τόση σημασία η προσταγή του Economist; Διότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου που υπερασπίζεται, καθώς και οι ανοιχτές αγορές τελικά δίνουν στους πολίτες, χωρίς διακρίσεις, τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη ζωή τους με ένα τρόπο που δεν είναι επιβλαβής για τους συμπολίτες τους. Και ο κλέφτης βελτιώνει τη ζωή του, αλλά εις βάρος του συμπολίτη του. Όμως, ο δημιουργικός και εργατικός πολίτης, που μπορεί να προγραμματίσει, να επενδύσει, να δημιουργήσει, στο πλαίσιο κανόνων που υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, βελτιώνει τη ζωή του και ταυτόχρονα συμβάλλει στην πρόοδο όλων των άλλων. Ειδικά αν το αποτελεσματικό και χωρίς «λαθρεπιβάτες» κοινωνικό κράτος μεριμνά για αυτούς «που μένουν πίσω» γιατί δεν έχουν την ικανότητα να δημιουργήσουν και να εργαστούν. Η προσταγή του Economist είναι ο δρόμος όχι μόνο για την ανάπτυξη κάθε ανθρώπου με τον τρόπο που αυτός επιθυμεί, και που οδηγεί τελικά στην προσωπική του ευτυχία, αλλά και για την αύξηση της υλικής του ευημερίας, τουλάχιστον στα επίπεδα εκείνα που σηματοδοτούν την απομάκρυνση από το επίπεδο εισοδήματος που συνεπάγεται δυστυχία. Κυρίως, όμως, αποτελεί την προσταγή να προστατευθεί ο άνθρωπος που δημιουργεί. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι η πρακτική της παρεμπόδισης ή και ευθείας επίθεσης σε κάποιον μόνο και μόνο επειδή έχει το μεράκι να δημιουργεί αποτελεί, τελικά, βασανισμό. Ο βαθμός στον οποίο μια χώρα αποδέχεται αυτού του είδους τον βασανισμό ορισμένων συμπολιτών της, ακόμα και αν την ίδια ώρα διακηρύσσει ότι προστατεύει την κοινωνία και ότι συμπονά τους αδύνατους, αποτελεί άλλο ένα μέτρο της τεράστιας απόστασης που τη χωρίζει από τις προσταγές του Economist.