Χρήστος Καρβούνης, Κοινωνική διγλωσσία και γλωσσική ιδεολογία. Συμβολή στην ιστορία της κοινής νεοελληνικής (1783-1941), μτφρ. Παναγιώτα Καλογερά - Χρήστος Καρβούνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023, σελ. 542
Το βιβλίο του Χρήστου Καρβούνη δεν είναι μια ακόμα ιστορία αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «γλωσσικό ζήτημα», αν και σ’ αυτό θα βρούμε όλες τις παραμέτρους και τους πρωταγωνιστές των συζητήσεων για τη γλώσσα. Το κύριο ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν είναι τόσο οι απόψεις των πρωταγωνιστών του γλωσσικού ζητήματος όσο οι πρωτογενείς πηγές και τα υπαρκτά σε αυτές γλωσσικά δεδομένα. Και αυτή είναι μία από τις πρωτότυπες συμβολές του βιβλίου: να μας διηγηθεί την ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας, όπως μας τη διηγούνται οι πηγές, όχι με το περιεχόμενό τους, αλλά με τους τύπους που βρίσκουμε σε αυτές.
To βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια: Πρόλογο, Επίλογο, Κατάλογο γραφημάτων και πινάκων, Γλωσσάριο όρων, Βιβλιογραφία και Ευρετήριο προσώπων και όρων. Τα δύο πρώτα κεφάλαια είναι, παρά τη μεγάλη έκτασή τους, εισαγωγικά. Το πρώτο, με τίτλο «Γλωσσική χειραφέτηση, προτυποποίηση και εθνικές γλώσσες» παρουσιάζει συνθετικά το ευρύτερο ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο, καθώς και βασικές έννοιες της κοινωνιογλωσσολογίας, που είναι ο κύριος κλάδος αναφοράς αυτής της διεπιστημονικής μελέτης. Παρουσιάζεται έτσι, εξαρχής, η νέα ελληνική ως μια περίπτωση για μελέτη και αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητά της. Το ερώτημα που δημιουργείται εδώ στους αναγνώστες και αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι: «Γιατί εμείς, σε σχέση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, αργήσαμε τόσο πολύ να καθιερώσουμε τη νέα γλώσσα και να της αναγνωρίσουμε το κύρος της υψηλής ποικιλίας;».
Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Η διγλωσσική κληρονομιά», παρουσιάζει τα δεδομένα σχετικά με τη διγλωσσία στην Ελλάδα από την Αρχαιότητα έως την εποχή του Διαφωτισμού και μια από τις βασικές θέσεις του συγγραφέα: πριν από τον 19ο αιώνα δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κοινωνική διγλωσσία, παρά μόνο καταχρηστικά. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, με τα πολύ υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού, η υψηλή ποικιλία, δηλαδή η ποικιλία που διαφέρει δομικά από τις ποικιλίες της καθημερινής προφορικής επικοινωνίας και που χρησιμοποιείται από τους μορφωμένους κυρίως στη γραφή και σε επίσημες περιστάσεις, είναι απούσα από τον γλωσσικό ορίζοντα της πλειονότητας των ομιλητών. Μπορούμε λοιπόν, υποστηρίζει ο Καρβούνης, να μιλάμε μόνο για μερική διγλωσσία των εγγράμματων ελίτ, συνθήκη αρκετά διαφορετική από τη διγλωσσία που θα εμφανιστεί αργότερα και που, κάποιοι από μας, προλάβαμε να ζήσουμε.
Στο τρίτο, πολύ σύντομο, κεφάλαιο, ο συγγραφέας προτείνει μια περιοδολόγηση της νεοελληνικής κοινωνικής διγλωσσίας, με βάση τις κοινωνιογλωσσολογικές και κοινωνικοπολιτικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν κάθε προτεινόμενη περίοδο. Η περιοδολόγηση αυτή ορίζει και τη δομή του υπόλοιπου βιβλίου, καθώς τα τρία επόμενα κεφάλαια (4-6) αφορούν, αντίστοιχα, τις τρεις πρώτες από τις τέσσερεις συνολικά περιόδους που προτείνει ο συγγραφέας.
– Η πρώτη περίοδος (κεφ. 4 «Η περίοδος από το 1783 ώς το 1830») ξεκινά με την αρχή του Διαφωτισμού και φτάνει έως το έτος ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Η δημώδης, τώρα, διευρύνει τη χρήση της σε πεδία που έως τότε κατείχε η λεγόμενη «κοινή», μια γλωσσική ποικιλία που παρουσίαζε διαφορετικού βαθμού αρχαϊσμούς.
– Η δεύτερη περίοδος (κεφ. 5 « Η περίοδος από το 1830 ώς το 1880) εκτείνεται από το 1830 έως τη δεκαετία του 1880, δεκαετία στην οποία εκδίδεται το Ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη και εμφανίζεται ο δημοτικισμός ως ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό κίνημα.
– Η τρίτη περίοδος (κεφ. 6 «Η περίοδος από το 1880 ώς το 1941) διαρκεί από το 1880 έως το 1941, χρονολογία έκδοσης της Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
– Η τέταρτη και τελευταία περίοδος, που ξεπερνά τα χρονικά όρια μελέτης του βιβλίου, εκτείνεται από το 1941 έως το 1976, οπότε λήγει και τυπικά η κοινωνική διγλωσσία, με τη θεσμική κατοχύρωση της δημοτικής, δηλαδή της «κοινής νέας ελληνικής».
Πώς εξελίσσεται η κοινωνική διγλωσσία μέσα στον ενάμιση αυτόν αιώνα; Προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό ένα βιβλίο εκδοτικά καλαίσθητο και τυπογραφικά και γλωσσικά άψογο, ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα του με μεθοδολογική αυστηρότητα, βιβλιογραφική τεκμηρίωση σε όλους τους εμπλεκόμενους επιστημονικούς κλάδους (γλωσσολογία, κοινωνιογλωσσολογία, ιστορία, φιλολογία), πρωτότυπη επανανάγνωση των δεδομένων και παράθεση πηγών, που κάποιες φορές προσφέρουν ευχάριστα διαλείμματα στον αναγνώστη. Χαρακτηριστική της χρήσης των πηγών από τον Καρβούνη είναι η κοινωνιογλωσσολογική ανάλυση παραθεμάτων από τα απομνημονεύματα του Παύλου Νιρβάνα που αποτυπώνουν πώς ο ίδιος, παιδί, βίωνε τη διγλωσσία (405-408), καθώς και των μαρτυριών περί «γλωσσικής διαμεσολάβησης», θα λέγαμε σήμερα, μιας πρακτικής απαραίτητης στους οπλαρχηγούς του Αγώνα, όταν έπρεπε να κατανοούν και να στέλνουν μηνύματα σε καθαρεύουσα (252-255). Τέτοιες πρακτικές που στόχευαν, με τη μεσολάβηση ενός τρίτου ομιλητή-μεταφραστή, να εξομαλύνουν τη διγλωσσική κατάσταση, επιτρέποντας την επικοινωνία μεταξύ ομιλητών που χρησιμοποιούσαν διαφορετικές ποικιλίες, έγιναν αντικείμενο σάτιρας στη Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου και μας έχουν παραδοθεί σε ιστορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα που σταχυολογούνται από τον Καρβούνη (253). Γλωσσική διαμεσολάβηση γινόταν αργότερα και από τον δάσκαλο, τον γιατρό ή τον παπά του χωριού, που διάβαζαν την εφημερίδα μεγαλόφωνα στο καφενείο, με τις απαραίτητες επεξηγήσεις (251), και κάποιοι από μας θυμόμαστε τους «γλωσσικούς διαμεσολαβητές» (τότε δεν λέγονταν έτσι), καθισμένους σε τραπεζάκια έξω από τα υπουργεία, που έναντι μιας μικρής αμοιβής συνέτασσαν τις αιτήσεις των πολιτών. Τέτοια φαινόμενα γλωσσικής διαμεσολάβησης, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, είναι χαρακτηριστικά της τυπικής διγλωσσικής κατάστασης, κατά την οποία στους ομιλητές μιας γλώσσας έχει επιβληθεί άνωθεν ως υψηλή ποικιλία μια ποικιλία στην οποία δεν έχουν πρόσβαση.
Μέσα από τη μελέτη των πηγών, λοιπόν, παρακολουθούμε την πορεία της δημώδους προς την απόκτηση του status μια υψηλής ποικιλίας, δηλαδή μιας γλώσσας πρότυπης, επίσημης και, για τα ελληνικά δεδομένα, χειραφετημένης από την κληρονομιά της αρχαίας γλώσσας. Η πορεία αυτή, πολύ πιο αργή από αυτή άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών, ακολούθησε δύο παράλληλους δρόμους. Ο συγγραφέας διαχωρίζει, από τη μια, την ιστορία του εγγραφισμού της δημώδους, δηλαδή την καλλιέργεια και τη διεύρυνση των χρήσεών της στον γραπτό λόγο. Πρόκειται για μια πορεία γραμμική και αδιάκοπη από τον 12ο αιώνα και μετά, όμοια με αυτή των ευρωπαϊκών γλωσσών. Ορόσημα αυτής της πορείας είναι η δημώδης γραπτή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η μη αφηγηματική πεζογραφία της Επτανήσου, η δημοτική της γενιάς του 1880 και στη συνέχεια του 1930 (430-438).
Παράλληλα όμως έχουμε την πορεία της δημώδους στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Αυτή η πορεία αφορά τη διαδικασία γλωσσικής χειραφέτησης, ανάπτυξης δημόσιου λόγου για τη γλώσσα και μεταγλωσσικής συνείδησης των ομιλητών για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, προφορικά ή και γραπτά. Αυτή η δεύτερη πορεία, κάθε άλλο παρά ομαλή και απρόσκοπτη, παρουσιάζει τομές και ανατροπές. Και είναι αυτή η δεύτερη περιπετειώδης πορεία που εξηγεί την αργοπορία της καθιέρωσης της δημώδους ως υψηλής ποικιλίας. Με άλλα λόγια, υπήρξε, σε όλο το υπό μελέτη διάστημα, μια αναντιστοιχία μεταξύ των γλωσσικών δεδομένων, του corpus της δημώδους, που δεν έπαψε να χρησιμοποιείται, να καλλιεργείται και να διευρύνεται, και της κοινωνικής αποδοχής και αναγνώρισης σε αυτή τη γλώσσα του status της υψηλής ποικιλίας. Οι βασικές τομές σε αυτή την δεύτερη πορεία είναι εμφανείς στην περιοδολόγηση που προτείνει ο Καρβούνης: ο Σοφιανός και το πρώτο δείγμα «γλωσσικού πατριωτισμού» (54), με την πρώτη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας στα μέσα του 16ου αι. (ανέκδοτη έως το 1870), ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, από τα τέλη του 18ου αι., όταν τίθεται ρητά το ζήτημα της αναγνώρισης της ομιλούμενης γλώσσας, η ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, όταν ξεκινά θεσμικά η ανάσχεση της διαδικασίας εδραίωσης της δημώδους, η δεκαετία του 1880, με το πρώτο κίνημα του δημοτικισμού, η έκδοση της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη το 1941, η επίσημη αναγνώριση της δημοτικής το 1976. Μέσα από τη μελέτη των πηγών, όπως απλώνονται σε αυτή τη χρονογραμμή, ο Καρβούνης καταφέρνει να ανατρέψει τρεις θεμελιώδεις πεποιθήσεις που υπάρχουν ακόμα στο πλατύ κοινό, και όχι μόνο, σχετικά με το «γλωσσικό ζήτημα»: ότι η καθαρεύουσα δημιουργήθηκε ήδη από την εποχή του Κοραή, ότι η δημοτική εμφανίστηκε με τους δημοτικιστές τον 20ό αι., ενώ πριν από αυτήν υπήρχαν μόνο οι κατά τόπους ομιλούμενες διάλεκτοι, και ότι η σημερινή κοινή νέα ελληνική υπήρξε προϊόν συγχώνευσης και σύνθεσης της δημοτικής με την καθαρεύουσα.
Μέσα από τη σοβαρότητα του θέματος και της πραγμάτευσής του, το βιβλίο δεν στερείται ενός κάποιου μυθιστορηματικού, θα έλεγα, κλίματος. Υπάρχουν, βέβαια, οι «πρωταγωνιστές / ήρωες», και κάποιοι, ίσως, διαβάζοντάς το, θα αναγνωρίσουν τους δικούς τους «καλούς» ή «κακούς» της ιστορίας. Υπάρχουν και αρκετοί μύθοι, όπως αυτός, ο κυρίαρχος, περί της ενότητας της γλώσσας μέσα στον χρόνο, που πρόβαλε την καθαρεύουσα ως απόδειξη της σχέσης των σύγχρονων Ελλήνων με τους Αρχαίους. Μύθοι που μάγεψαν το πλατύ κοινό, το μη εγγράμματο, και που κολάκεψαν το μικρό κοινό, το μορφωμένο, που είχε το προνόμιο να χειρίζεται αυτή τη μη μητρική γλώσσα. Υπάρχουν ακόμα ανατροπές («πλοτ τουίστ» θα λέγαμε σήμερα, υιοθετώντας το κινηματογραφικό discours), σύμβολα, τεχνάσματα, ανταγωνισμοί και συμβιβασμοί. Νομίζω ότι εύκολα ο αναγνώστης, διαβάζοντας το βιβλίο, θα κάνει τις αντιστοιχίσεις. Στη συνέχεια, στην έκταση που μου επιτρέπεται, θα αναφερθώ σε μία ανατροπή, στους ανταγωνισμούς και τους συμβιβασμούς και σε ένα τέχνασμα.
Η μεγάλη ανατροπή γίνεται το 1830, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η επιλογή[1] μιας αρχαΐζουσας γλώσσας, της καθαρεύουσας (τότε δεν λεγόταν ακόμα έτσι), ως επίσημου γλωσσικού οργάνου του νέου κράτους, ανέστειλε καθοριστικά τη διαδικασία χειραφέτησης της δημώδους. Το βιβλίο μάς δείχνει πώς από αυτή τη στιγμή ξεκινά μια θεσμική, κεντρικά εκπορευόμενη γλωσσική πολιτική, μια στρατηγική, που ξεδιπλώνεται σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια, προκρίνεται μια αυστηρά αρχαΐζουσα γλώσσα ως εκλεκτή του νέου ελληνικού κράτους, ενώ από την άλλη, καλλιεργείται ο επαναστιγματισμός της δημώδους ως ποικιλίας των μη εγγραμμάτων. Με άλλα λόγια, από το 1830, η γραμμική πορεία ανέλιξης της δημώδους ως υψηλής ποικιλίας, η οποία ξεκίνησε με τον Διαφωτισμό, θα διακοπεί για έναν ολόκληρο αιώνα, με τη θεσμική εισαγωγή στο πεδίο μιας νέας γλωσσικής ποικιλίας, με νέο όνομα, της καθαρεύουσας, όνομα που δηλώνει μια γλώσσα που τείνει προς την καθαρότητα[2], δηλαδή προς την αρχαία γλώσσα. Από τη στιγμή που επιβάλλεται σε όλους τους ομιλητές μια άγνωστη σε αυτούς ποικιλία, ξεκινά, σύμφωνα με τη θέση του Καρβούνη, η ιστορία της καθαυτό διγλωσσίας στην Ελλάδα. Και σ’ αυτό το σημείο, γεννάται στους αναγνώστες ένα δεύτερο ερώτημα: «Για ποιον λόγο, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, υπήρξε πλήρης απομάκρυνση από τα κεκτημένα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τον γλωσσικό πλουραλισμό που τον χαρακτήριζε;».
Η απάντηση φαίνεται απλή, αλλά ο συγγραφέας θυμίζει σε μερικούς και πληροφορεί τους περισσότερους από εμάς ότι η απομάκρυνση αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με ένα σημαντικό δίλημμα που είχε να λύσει τότε η ελληνική κοινωνία, το δίλημμα «Βαλκάνια ή Ευρώπη;». Διότι, κατά την προεπαναστατική περίοδο, στα Βαλκάνια και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η δημώδης λειτουργούσε ως lingua franca, με το κύρος της ισχυρής γλώσσας γοήτρου. Μάλιστα οι έμποροι, ανεξαρτήτως καταγωγής, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούσαν τη νέα ελληνική, αποκαλούνταν Έλληνες (56). Ωστόσο, αυτό το χειροπιαστό κύρος του πρόσφατου παρελθόντος έμελλε να θυσιαστεί για χάρη ενός ασφαλώς πιο λαμπρού, αλλά χρονικά πολύ μακρινού κύρους, χρήσιμου για την αναγνώριση του νέου κράτους από την Ευρώπη και για την ποθούμενη δυτικοευρωπαϊκή φυσιογνωμία του. Γιατί οι Έλληνες δεν ήθελαν απλώς ισοτιμία, κάτι που γλωσσικά θα πετύχαιναν προκρίνοντας τη δημώδη γλώσσα, όπως είχαν ήδη κάνει τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ήθελαν υπεροχή. Η χρήση του απώτερου παρελθόντος, όπως εύστοχα το διατυπώνει ο Καρβούνης, και ο μύθος της «ενιαίας» γλώσσας και της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας μετέτρεψε «μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ένα αίσθημα πολιτισμικής κατωτερότητας σε ψευδαίσθηση υπεροχής» (67). Έτσι, στην κυρίαρχη ιστοριογραφία της νέας ελληνικής, το κύρος της νέας ελληνικής στα Βαλκάνια υπονομεύθηκε και σχεδόν αποσιωπήθηκε, ενώ η δημώδης εμφανίστηκε ως μια χαμηλή ποικιλία, των μη εγγράμματων, διαιρεμένη σε πολλές διαλέκτους, ανίκανη να αποτελέσει το ενοποιητικό μέσο έκφρασης που χρειαζόταν το προσανατολισμένο προς την Ευρώπη νέο κράτος. Το παρελθόν της ως lingua franca των Βαλκανίων έγινε ζήτημα ταμπού, στάση η οποία στη συνέχεια, με τον εμφύλιο πόλεμο και την ψυχροπολεμική Ευρώπη, ενισχύθηκε.
Σχετικά με τους ανταγωνισμούς και τους συμβιβασμούς, για να τους κατανοήσουμε και να τους ερμηνεύσουμε, είναι χρήσιμο να κάνουμε μια παρένθεση και να αναλογιστούμε το θέμα της γλωσσικής ποικιλότητας (των διαφορετικών γλωσσών, διαλέκτων, κοινωνιολέκτων, υφών κ.λπ.) και το πώς το αντιλαμβανόμαστε. Στη γλωσσολογία ξέρουμε ότι οι γλωσσικές ποικιλίες συνυπάρχουν σε ένα συνεχές[3] και δεν αποτελούν στεγανά και διακριτά συστήματα. Στα δύο άκρα του συνεχούς έχουμε δύο ποικιλίες που δεν είναι αμοιβαία κατανοητές, δηλαδή οι ομιλητές της μιας δεν καταλαβαίνουν τους ομιλητές της άλλης. Καθώς όμως ταξιδεύουμε από το ένα άκρο προς το άλλο, όλες οι γειτονικές ποικιλίες είναι αμοιβαία κατανοητές. Αυτό το συνεχές ήταν αντιληπτό εμπειρικά στην Ευρώπη έως τις αρχές του 20ού αι., πριν τα εθνικά κράτη, η υποχρεωτική εκπαίδευση, η αστυφιλία και τα ΜΜΕ οδηγήσουν στην αποδιαλεκτοποίηση της περιφέρειας. Το αντιλαμβανόμαστε όμως ακόμα, όταν μιλάμε για συγγενείς γλώσσες, όταν καταλαβαίνουμε λίγα ιταλικά, επειδή ξέρουμε γαλλικά κ.λπ. Το συνεχές αυτό είναι γεωγραφικό και αφορά τοπικές ποικιλίες. Μπορούμε όμως να το προβάλουμε και στην περίπτωση της πορείας της νέας ελληνικής και της διγλωσσίας της. Ιδιαίτερα αναδεικνύεται μέσα από τη δουλειά «με το μικροσκόπιο» που κάνει ο συγγραφέας πάνω στις πηγές, μελετώντας και συγκρίνοντας τους γλωσσικούς τύπους που βρίσκει σε αυτές. Πάνω σε έναν άξονα που ξεκινά από τα πιο αρχαϊστικά στοιχεία με κατεύθυνση προς τα πιο δημώδη, υπάρχουν τύποι που τοποθετούνται άλλοι πιο κοντά στο ένα άκρο, άλλοι πιο κοντά στο άλλο. Ενώ στην περίπτωση του γεωγραφικού συνεχούς, πρόκειται για σύγχρονες, ομιλούμενες ποικιλίες, στο δικό μας συνεχές, το ιστορικό, τα στοιχεία έχουν επανεισαχθεί στη συγχρονία από διάφορους χρήστες του γραπτού, κυρίως, λόγου. Κάθε χρήστης, ανάλογα με την περίσταση στην οποία βρίσκεται, σε ποιον απευθύνεται, κ.λπ., ανάλογα με το πόσο θέλει να αρχαΐσει ή να δημοτικίσει, επιλέγει μέσα από το συνεχές τα στοιχεία που επιθυμεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Βενιαμίν του Λέσβιου (192-194), ο οποίος χρησιμοποιεί την αρχαΐζουσα στην εκκλησιαστική του αλληλογραφία, τη δημώδη στην ιδιωτική του αλληλογραφία, ενώ τα φιλοσοφικά του κείμενα τα γράφει στη «γραπτή κοινή», μια ενδιάμεση «πρότυπη και τυποποιημένη» ποικιλία, σύμφωνα με τον Καρβούνη (195), που δεν ήταν ούτε η αυστηρή αρχαΐζουσα ούτε η «χυδαία».
Στο βιβλίο του ο συγγραφέας κάνει μια αξιέπαινη προσπάθεια να βάλει σε τάξη το γλωσσικό υλικό που έχει στη διάθεσή του, κατατάσσοντάς το σε ποικιλίες, ονοματίζοντάς τες με ένα σύστημα συμβόλων που μπορεί κάποιες φορές να φανεί δυσνόητο ή και κρυπτικό (π.χ. Α3β, Α3γ, βλ. και τα γραφήματα στην ενότητα 6.7. Να σημειώσω, εδώ, ότι θα βοηθούσε ένας ενιαίος κατάλογος, όπου θα επεξηγούνταν αυτά τα σύμβολα, ώστε να μπορεί να ανατρέχουν σ’ αυτόν οι αναγνώστες κάθε φορά που τα συναντούν). Έχει όμως νομίζω ενδιαφέρον, πέρα από αυτή την αξιοθαύμαστη ταξινόμηση, χρήσιμη, ίσως, για τους γλωσσολόγους, να αναλογιστούμε ότι στην πράξη οι συγγραφείς, ιδίως στα χρόνια πριν τη μεγάλη πόλωση, είναι πολύ πιθανόν να επέλεγαν στοιχεία, γλωσσικούς τύπους, που τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία πάνω στο συνεχές και όχι διακριτές ποικιλίες που υφίστανται ως ξεχωριστές οντότητες, με στεγανά μεταξύ τους.
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να αντιληφθούμε κάποιους ανταγωνισμούς και κάποιους συμβιβασμούς στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος ως διαφορετικές στάσεις απέναντι στο γλωσσικό συνεχές. Οι ανταγωνισμοί γεννιούνται όταν οι άνθρωποι βλέπουν τα γλωσσικά δεδομένα όχι ως ένα συνεχές (φυσικό, συγχρονικό ή κατασκευασμένο, διαχρονικό), αλλά ως διακριτές, «καθαρές» ποικιλίες από τις οποίες πρέπει να επικρατήσει μία. Οι συμβιβασμοί, πάλι, γεννιούνται, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη δυνατότητα να κινηθεί κάποιος πιο ελεύθερα πάνω στο συνεχές. Όταν ο Ψυχάρης κατηγορεί τους δημοτικιστές στην Ελλάδα για συ[μ]βιβασμό (434), έχει στο νου του διακριτές γλωσσικές ποικιλίες που «αναμειγνύονται», ενώ δεν θα έπρεπε. Αντίθετα, οι δημοτικιστές τότε, όπως και οι χρήστες της νεοελληνικής αργότερα και σήμερα, έπαιξαν και παίζουμε με το γλωσσικό συνεχές, χρησιμοποιώντας στοιχεία που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία πάνω σε αυτό. Σε αυτή την περίπτωση, έχει σημασία ότι, σύμφωνα με τον Καρβούνη, η δομική βάση είναι πάντα η δημώδης, η οποία κατά τη διεύρυνσή της ενσωματώνει (ή απορρίπτει, ανάλογα με τα γλωσσικο-ιδελογικά κίνητρα) στοιχεία από τη διαχρονία της ελληνικής (441).
Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η καθαρεύουσα, με τους διαφορετικούς βαθμούς αρχαϊσμού που την χαρακτήριζαν, ήταν εξαρχής ένα παράδειγμα εργαλειοποίησης του συνεχούς, με στόχους γλωσσικο-ιδεολογικούς. Η καθαρεύουσα όμως, όπως υποστηρίζει ο Καρβούνης, ήταν μια ετερόνομη ποικιλία σε σχέση με τη δημοτική. Δημοτική και καθαρεύουσα αποτελούν δύο διακριτά γλωσσικά συστήματα (442). Όπως μας δείχνει το παράδειγμα του Μητσάκη (186, 448), δύο κείμενα γραμμένα εξ ολοκλήρου με στοιχεία από το ένα ή από το άλλο άκρο είναι τόσο απομακρυσμένα, που αντιστοιχούν σε διαφορετικά συστήματα. Τραγική ειρωνεία για την καθαρεύουσα ήταν ότι, ακριβώς σε αυτή την καταστατική της ιδιότητα, την εργαλειοποίηση του συνεχούς, βασίστηκε μια μορφή γλώσσας που τελικά υπονόμευσε την ύπαρξή της. Ο λόγος είναι για την καθαρεύουσα του φαίνεσθαι (442-451), όπως την βάπτισε ο Καρβούνης, που την αποκάλυψε χάρη στη λεπτομερή εργασία του πάνω στους τύπους. Η καθαρεύουσα του φαίνεσθαι ήταν ένα «μεγάλο κόλπο», αν μου επιτρέπεται η έκφραση. Μια ποικιλία που δεν επικράτησε, όπως η καθαρεύουσα ή η δημοτική, αλλά που βοήθησε, ως «τρικ», τους χρήστες της να εκφραστούν, σε δύσκολες εποχές, παίζοντας ίσως και αυτή τον ρόλο της στη διαμόρφωση της σημερινής κοινής νεοελληνικής. Η λογική της καθαρεύουσας του φαίνεσθαι ήταν η εξής: «Αφού δεν μου επιτρέπεται να εκφραστώ στη δημοτική, μπορώ από τα γλωσσικά στοιχεία που τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία πάνω στο συνεχές να διαλέξω τα πιο ανώδυνα, αλλά αρχετυπικά (π.χ. το τελικό -ν, την πρόθεση εις, κάποιες καταλήξεις, τη ρηματική αύξηση), και να μεταμφιέσω τη δημοτική “μου” σε καθαρεύουσά “τους”». Με άλλα λόγια, η καθαρεύουσα του φαίνεσθαι ενώ είχε ως δομική βάση τη δημοτική, φάνταζε σαν να ήταν «κανονική» καθαρεύουσα. Ήταν ένα τέχνασμα διάσωσης, μια ύστατη γραμμή άμυνας των υποστηρικτών της δημοτικής, «για λόγους κοινωνικής ευθυγράμμισης με τον γλωσσικό καθωσπρεπισμό της εποχής» (444). Χάρη στην πιστοποιημένη, πλέον, ύπαρξή της, το κυρίαρχο αφήγημα για τη δημιουργία της κοινής νέας ελληνικής το 1976, σύμφωνα με το οποίο η δημοτική πλησίασε προς την καθαρεύουσα, δέχεται ένα σοβαρό πλήγμα. Ο Καρβούνης μας δείχνει ότι αρκετά πριν, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η καθαρεύουσα, η καθαρεύουσα του φαίνεσθαι, που είχε μετατοπιστεί προς τη δημοτική.
Το βιβλίο του Καρβούνη θέτει πολλά ερωτήματα που η συζήτησή τους ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας βιβλιοπαρουσίασης. Με τη μέθοδό του, προσφέρει ένα μονοπάτι για νέες μελέτες. Ο αναγνώστης μπορεί να μην συμφωνεί με όλα όσα υποστηρίζονται σε αυτό. Όμως η γραφή του συγγραφέα μας προσκαλεί διαρκώς σε έναν διάλογο και μας κάνει να σκεφτούμε ή να ξανασκεφτούμε πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα και λυμένα.
[1] Σύμφωνα με τον Ε. Ηaugen, η διαδικασία μετατροπής μιας γλωσσικής ποικιλίας σε πρότυπη γλώσσα ακολουθεί τέσσερα στάδια, όχι απαραίτητα σε γραμμική σχέση μεταξύ τους: επιλογή μιας γλωσσικής ποικιλίας, κωδικοποίηση, επεξεργασία και υλοποίηση. Βλ. E. Haugen, “Dialect, language, nation”, American Anthropologist 1966, 68 (4), 922-935.
[2] Ρέα Δελβερούδη, «Από τη μιξοβάρβαρον στην καθαρεύουσα: η διαμόρφωση ενός όρου». Στο Μ. Θεοδωροπούλου (επιμ.), Θέρμη και Φως / Licht und Wärme. Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α.-Φ. Χριστίδη, Θεσσαλονίκη 2008, 353-363.
[3] Ferdinand de Saussure, Cours de linguistique générale, Payot, Paris 1988 [1916].