Στην επίσημη ομιλία τους στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, οι βραβευμένοι συγγραφείς καταθέτουν συνήθως τις ιδέες τους και τους προβληματισμούς τους για τον βαθύτερο χαρακτήρα της τέχνης που διακονούν (ποίηση ή πεζογραφία), το ρόλο του συγγραφέα στη σύγχρονη εποχή, το παρόν και το μέλλον της γραφής ή της ανάγνωσης, ή άλλα σχετικά. Ο Κουτσύ ακολούθησε αυτό το έθιμο, μόνο που διάλεξε να μιλήσει όχι ευθέως και κυριολεκτικά, αλλά εμμέσως και αλληγορικά (αυτό που κάνει κατά κανόνα στα μυθιστορήματά του). Από αυτή την άποψη η ομιλία του είναι εντελές προσχέδιο ενός νέου μυθιστορήματος, συμπυκνωμένη μορφή (zip) ενός εκτενούς αρχείου.
* * *
Ό συγγραφέας φόρεσε ένα προσωπείο, υποδύθηκε τον Ροβινσώνα Κρούσο, γέρο πια και αποτραβηγμένο στο Μπρίστολ της Αγγλίας, χωρίς πια τον Παρασκευά, χωρίς τον παπαγάλο. Ο Ροβινσώνας λαβαίνει συνεχείς αναφορές από τον συγγραφέα Ντάνιελ Ντηφόου, που διατρέχει την Αγγλία και τον ενημερώνει για ό,τι συμβαίνει ‒ από το κυνήγι της πάπιας στο Λίνκολνσαϊρ ως τη μεγάλη πανώλη του Λονδίνου. Ο Ροβινσώνας και ο Ντηφόου είναι «Αυτός και ο άνθρωπός του». Ο Ροβινσώνας είναι το υπαρκτό πρόσωπο και ο Ντηφόου το πλασματικό. Ο Ροβινσώνας ο συγγραφέας και ο Ντηφόου ο ήρωάς του. Ωστόσο, τελικά δεν είναι βέβαιο ποιος είναι ποιος:
Πώς να τους παραστήσει κανείς, αυτόν τον άνθρωπο και εκείνον; Σαν αφέντη και δούλο; Σαν αδέλφια, δίδυμα; Σαν συντρόφους εν όπλοις; Ή σαν εχθρούς, αντιπάλους;
Αλλά και η σχέση του ίδιου του συγγραφέα Κουτσύ με τα δύο πλασματικά/υπαρκτά πρόσωπα είναι εξίσου προβληματική. Όταν ο Νοτιοαφρικανός νομπελίστας ρωτήθηκε από δημοσιογράφο ποιος τον αντιπροσωπεύει, ο Ροβινσώνας ή ο Ντηφόου, εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι σίγουρος». Στην ίδια αμηχανία καταλήγει και ο προσεκτικός αναγνώστης του κειμένου.
* * *
Οι σχέσεις περιπλέκονται με τη σκιώδη παρουσία στη σκηνή του απόντος Παρασκευά. Πράγματι, το μότο από τον Ροβινσώνα Κρούσο (1719) στην αρχή του κειμένου αλλά και άλλες νύξεις κάνουν εύλογη την ερμηνεία ότι ο Ντηφόου δεν είναι παρά ο «εξελιγμένος» Παρασκευάς. Ο Ροβινσώνας τον έμαθε «να μιλάει και να τον καταλαβαίνει» όταν του μιλάει εκείνος, και ο σύντροφός του «αποδείχτηκε δεκτικότατος ως μαθητής». Τόσο καλός ώστε όχι μόνο να μπορεί να μιλάει αλλά και να γράφει.
* * *
Η Βιρτζίνια Γουλφ, αυτοδίδακτη μεν αλλά οξυδερκής κριτικός, γράφει το 1919, με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την έκδοση του Ροβινσώνα Κρούσου, ότι το βιβλίο μοιάζει με εκείνα τα ανώνυμα δημιουργήματα της φυλής μάλλον παρά σαν επίτευγμα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου.
Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι μας διάβασαν το βιβλίο όταν ήμασταν παιδιά, και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας ότι υπήρξε κάποτε ένα πραγματικό πρόσωπο που τον έλεγαν Ντηφόου. Αν μας έλεγαν ότι ο Ροβινσώνας Κρούσος ήταν το έργο ενός ανθρώπου που κρατούσε στο χέρι του πένα, αυτό είτε θα μας ενοχλούσε είτε δεν θα σήμαινε για μας απολύτως τίποτε. Οι εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας διαρκούν πολύ και σημαδεύουν βαθιά. Αλλά ακόμη και τώρα, μας φαίνεται ότι το όνομα του Ντάνιελ Ντηφόου δεν έχει κανένα δικαίωμα να εμφανίζεται στη σελίδα τίτλου του βιβλίου.
Αυτόν τον ίδιο «αφανή» συγγραφέα λαχταράει να συναντήσει ο Ροβινσώνας του Κουτσύ στην τελευταία παράγραφο του κειμένου, να τον συναντήσει
με σάρκα και οστά, να του σφίξει το χέρι, να πάνε μαζί μια βόλτα στην προκυμαία και να τον ακούσει προσεκτικά να του λέει για την επίσκεψή του στο σκοτεινό βορρά του νησιού ή για τις περιπέτειές του με τη δουλειά της γραφής.
* * *
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο Κουτσύ είχε πει ότι η ιδέα ενός ανθρώπου μόνου και εγκαταλειμμένου σε ένα νησί είναι «η μόνη ιστορία», εννοώντας προφανώς ότι είναι η «σημαίνουσα ιστορία» ή και «η μόνη μεγάλη ιστορία κάθε ανθρώπου». H παρατήρησή του ανασκευάζει ή τροποποιεί τη διάσημη ρήση του μεγάλου ποιητή Τζων Νταν: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί αποκομμένο. Ο καθένας είναι μέρος της ηπειρωτικής χώρας». Ο Ροβινσώνας του Κουτσύ αισθάνεται πιο απομονωμένος στην Αγγλία απ’ όσο όταν ήταν στο νησί. Κι έπειτα, η ρήση του Νταν, ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί αποφατική πρόταση, είναι σαν αντιλογία στην παρατήρηση ότι «ο άνθρωπος είναι νησί».
* * *
Η Βιρτζίνια Γουλφ προλαβαίνει τον Κουτσύ όταν επισημαίνει την υποχώρηση του πραγματικού συγγραφέα, τον σφετερισμό του από τον ήρωά του και την αντιστροφή των ρόλων. Αλλά η ιδέα ενυπάρχει ήδη στον πρόλογο του Ντάνιελ Ντηφόου στο βιβλίο του, όπου ο συγγραφέας προσποιείται ότι είναι απλώς ο επιμελητής των απομνημονευμάτων ενός υπαρκτού και συγκεκριμένου προσώπου, του Ροβινσώνα Κρούσου.
* * *
Ο Κουτσύ αναγνωρίζει την «επανάληψη» της παλιάς ιστορίας, αλλά τη δικαιολογεί λέγοντας ότι
στον κόσμο δεν υπάρχουν περισσότερες από μια δράκα ιστορίες· κι αν απαγορέψεις στους νέους να λυμαίνονται τους παλιούς, τότε θα πρέπει να καθίσουν για πάντα σε μιαν άκρη σιωπηλοί.
Πράγμα που μας φέρνει ξανά στη μοναδική ιστορία.
* * *
Αυτά όλα, οι αντιστροφές των ρόλων και οι εναλλαγές των προσώπων, τα παιχνίδια μεταξύ υπαρκτού και πλασματικού, η επανάληψη και οι συνεχείς παραλλαγές τού ενός κειμένου, μοιάζουν να είναι μεταμοντέρνα επινοήματα της τρέχουσας λογοτεχνικής θεωρίας. Αλλά κι αν ακόμη παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι ιδέες αυτές ενυπάρχουν σπερματικά στο ίδιο το πρωταρχικό κείμενο (Ροβινσώνας Κρούσος, 1719) και σε έναν αρκετά πρώιμο σχολιασμό του (Βιρτζίνια Γουλφ, 1919), η αλληγορική εκδοχή του Κουτσύ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύνηθες, ευφυές τέχνασμα, από αυτά στα οποία ενασμενίζεται η σύγχρονη θεωρία.
Η ιστορία που αφηγείται είναι αλληγορική αλλά έχει την καθαρότητα και την πειθώ της μυθιστορηματικής γλώσσας και, αν πράγματι ο συγγραφέας διατυπώνει έμμεσα μια «θεωρητική» θέση, αυτή μάλλον δεν αφορά στον προβληματικό χαρακτήρα της εναλλαγής των ρόλων συγγραφέα και μυθιστορηματικού ήρωα (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), όσο στην αντίληψη ότι και οι δύο ενοικούν παράλληλους, παρόμοιους, αλλά διαφορετικούς κόσμους, έχουν αντίθετη ρότα, είναι μοναχικοί, δεν αναγνωρίζουν εύκολα ο ένας τον άλλον, μολονότι ασχολούνται με το ίδιο πράγμα. (Η αναβάθμιση και η εξίσωση του μυθιστορηματικού ήρωα με τον συγγραφέα έχει οπωσδήποτε ιδιαίτερη σημασία.)
Αλλά ο Κουτσύ δεν θεωρητικολογεί. Αυτό που λέει στην ακροτελεύτια παράγραφο, το λέει με τον ισχυρό, εικονογραφικό τρόπο και την κρυστάλλινη διαύγεια που μόνο η μυθιστορηματική γραφή διαθέτει ‒ ας πούμε με τον τρόπο του Τζόζεφ Κόνραντ:
Αν πρέπει να καταλήξει οπωσδήποτε σε μια εικόνα για τους δυο τους, τον άνθρωπό του και τον εαυτό του, θα γράψει πως είναι σαν δυο καράβια που πλέουν σε αντίθετη κατεύθυνση, το ένα κατά τη δύση, το άλλο κατά την ανατολή. Ή καλύτερα πως είναι αρμενιστές, παλεύουν με τα ξάρτια, ο ένας σε πλοίο που τραβάει δυτικά, ο άλλος σε πλοίο που τραβάει ανατολικά. Τα πλοία τους διασταυρώνονται σε μικρή απόσταση, τόσο μικρή ώστε να μπορούν να ανταλλάξουν χαιρετισμό. Όμως τα νερά είναι αγριεμένα, ο καιρός προμηνύει καταιγίδα: με μάτια που τα μαστιγώνει ο αφρός, χέρια που τσούζουν από τα σκοινιά, περνούν ο ένας μπροστά από τον άλλο, απορροφημένοι τόσο από τη δουλειά τους που ούτε καν χαιρετιούνται.
Έτσι διατυπωμένη, η αντίληψη του Κουτσύ είναι λογοτεχνία, δεν είναι θεωρία, όσο και αν την προϋποθέτει και την προκαλεί.
Σημ. ARB: Πρώτη δημοσίευση, σε πολυτονικό, στο περιοδικό Νέα Εστία (τεύχος 1764, Φεβρουάριος 2004). Το δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα μας με την άδεια της Μόνικας Μπερλή.
Τζ.Μ. Κουτσύ (J.M. Coetzee), «Αυτός και o άνθρωπός του».
H ομιλία κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2003.
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου (web only)