Stefan Zweig, Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και Η αόρατη συλλογή, μετάφραση Μαρία Τοπάλη, επίμετρο Παναγιώτης Κ. Τσούκας, Τώνια Χ. Παπαϊωάννου, Άγρα, Αθήνα 2010, σελ. 160
Ακόμα κι αν κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτόν τον συγγραφέα, ακόμα κι αν ποτέ δεν είχε διαβάσει τίποτα δικό του, αυτές οι δύο νουβέλες θα αρκούσαν για να μπει ο Αυστριακός συγγραφέας του Μεσοπολέμου, δεύτερος γιος του Αυστριακού Εβραίου βιομήχανου υφαντουργίας, ο Στέφαν Τσβάιχ, στη λίστα με τους πιο αγαπημένους συγγραφείς πολλών αναγνωστών.
Ήρωές του, και στις δύο νουβέλες, δύο ιδιόρρυθμοι άνθρωποι, με αγαπημένες εμμονές και πάθος γι’ αυτές. Ας τους γνωρίσουμε έναν έναν από κοντά αυτούς τους περίεργους τύπους. Ο πρώτος, ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, είναι ένα ζωντανό Google για τη βιβλιογραφία κάθε επιστήμης και κάθε θέματος. Γνωρίζει πού και πότε εκδόθηκε κάθε βιβλίο, ποια βιβλιοπωλεία έχουν αντίτυπα:
Για κάθε έργο, είτε χθεσινό είτε διακοσίων ετών, γνώριζε αμέσως τόπο έκδοσης, συγγραφέα, τιμή καινούργιου ή μεταχειρισμένου, και θυμόταν, διατηρώντας αλάθητη την εικόνα στο μυαλό του, το δέσιμο ταυτόχρονα με την εικονογράφηση και τα παραρτήματα που το συνόδευαν. Κάθε έργο, είτε το είχε πιάσει στα χέρια του ο ίδιος είτε το είχε κατασκοπεύσει κάποτε από μακριά σε κάποια έκθεση ή βιβλιοθήκη, το έβλεπε με την ίδια οπτική ευκρίνεια όπως ο καλλιτέχνης δημιουργός το ενδόμυχο δημιούργημα, αθέατο ακόμα από τον υπόλοιπο κόσμο. Αν, για παράδειγμα, ένα βιβλίο προσφερόταν στον κατάλογο ενός παλαιοβιβλιοπωλείου του Ρέγκενσμπουργκ προς έξι μάρκα, θυμόταν στη στιγμή ότι το ίδιο ακριβώς, σε άλλο αντίτυπο, είχε εμφανιστεί σε έναν βιεννέζικο πλειστηριασμό δυο χρόνια πριν, προς τέσσερις κορόνες, καθώς και ποιος το απέκτησε. Όχι, ο Γιάκομπ Μέντελ ποτέ δεν ξεχνούσε τίτλους και αριθμούς, γνώριζε κάθε φυτό, κάθε μικροοργανισμό και κάθε αστερίσκο στο αενάως δονούμενο και διαρκώς παλλόμενο σύμπαν της οικουμένης των βιβλίων.
Το «γραφείο» του βρισκόταν για χρόνια σ’ ένα μαρμάρινο τραπέζι στο «Γκλουκ», ένα τυπικό βιεννέζικο καφέ του Μεσοπολέμου. Εκεί δεχόταν τους «πελάτες» του, εκεί έτρωγε το λιτοδίαιτο γεύμα του, εκεί ξετύλιγε τις μοναδικές δυνατότητες που είχε η μνήμη του για κάθε πληροφορία που αφορούσε τον κόσμο του βιβλίου. Οι ιδιοκτήτες του καφέ και το προσωπικό τον είχαν υποδεχθεί με αγάπη, σχεδόν με θαυμασμό, και είχαν αποδεχθεί απολύτως την ιδιόρρυθμη ζωή του, που κανέναν δεν ενοχλούσε. Έτσι, του κρατούσαν την αλληλογραφία του –γιατί ο Γιάκομπ Μέντελ ήταν διάσημος σε όλους του βιβλιόφιλους του κόσμου, και του ζητούσαν συμβουλές από παντού– και η γριούλα που καθάριζε τις τουαλέτες του καφέ τού έραβε τα κουμπιά του μοναδικού του παλτού και του ξεσκόνιζε τα ρούχα. Στο καφέ έμπαινε κι έβγαινε κόσμος, γινόταν φασαρία, συζητήσεις, αντεγκλήσεις, ό,τι συμβαίνει σ’ ένα τόπο όπου μαζεύονται ζωντανοί άνθρωποι δηλαδή. Τον μόνο που δεν άγγιζαν όλα αυτά ήταν τον Γιάκομπ Μέντελ. Εκείνος ήταν σκυμμένος πάνω από τους καταλόγους του.
...και να τονε καθισμένος εκεί, ο Βιβλιομέντελος, διοπτροφόρος, γενειοφόρος, μαυροντυμένος, διαβάζοντας να λικνίζεται σαν θάμνος σκοτεινός στον άνεμο. Μπήκαμε μέσα, και δεν μας αντιλήφθηκε. Μόνο καθόταν και διάβαζε και σαν παγόδα λίκνιζε το πάνω μέρος του κορμιού του πέρα-δώθε πάνω απ’ το τραπέζι και στην κρεμάστρα πίσω του κουνιόταν το τριμμένο μαύρο παλτό του σαν εκκρεμές, παραγεμισμένο κι αυτό απ’ την μια άκρη ως την άλλη με εφημερίδες και χαρτομάνι. Για να ανακοινώσει την άφιξή μας ο φίλος μου έβηξε δυνατά.
Για τον Βιβλιομέντελο δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τα βιβλία. Ήταν γι’ αυτόν προορισμός, έρωτας, πάθος, μανία, αφοσίωση, σεβασμός. Στις σελίδες τους υπήρχαν όλα όσα αναζητούσε ο Γιάκομπ Μέντελ και όλα όσα τον ενδιέφεραν. Πέρα από αυτές δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε καν ο πόλεμος. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος! Κι έτσι του φάνηκε απόλυτα φυσικό να στείλει ένα γράμμα σ’ έναν βιβλιοπώλη του Παρισιού για να διαμαρτυρηθεί ότι δεν είχε λάβει τα τελευταία οκτώ τεύχη του γαλλικού βιβλιογραφικού δελτίου!
Για τον υπάλληλο της Υπηρεσίας Λογοκρισίας φάνηκε καταρχήν περίεργο, όσο και ανόητο, «να απευθύνει κάποιος ξένοιαστα και αμέριμνα ένα γράμμα από την Αυστρία στη Γαλλία, δηλαδή ωραία και καλά να ρίχνει στο κουτί γράμμα προς χώρα με την οποία βρισκόμασταν σε πόλεμο...». Όμως αυτή η αλλόκοτη αλληλογραφία συνεχίστηκε, αφού ο Γιάκομπ Μέντελ συνέχιζε να στέλνει επιστολές σε διάφορους βιβλιοπώλες και εκδότες από τις αντίπαλες προς τη Γερμανία και την Αυστρία χώρες, ζητώντας τους τα… τεύχη του τάδε περιοδικού που καθυστερούσαν να φτάσουν!
Ήταν φως φανάρι: ο Γιάκομπ Μέντελ ήταν κατάσκοπος! Γι’ αυτό και γρήγορα βρέθηκε εκεί που πρέπει να βρίσκονται όσοι υπονομεύουν τη χώρα. Σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έτσι κι αλλιώς αυτός ο καλοκάγαθος αλλά ιδιόρρυθμος άνθρωπος δεν είχε φροντίσει καν να έχει χαρτιά στη χώρα που ζούσε ως μετανάστης τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ο αφηγητής-Τσβάιχ γράφει αυτή τη νουβέλα το 1929 και διηγείται με διεισδυτικότητα έναν κόσμο που φεύγει κι έναν άλλον που έρχεται. Από τη μια μεριά υπάρχουν ο Μέντελ και η παθιασμένη μονομανία του, που είναι ταυτοχρόνως και ένα μοναδικό προτέρημα. Δίπλα του υπάρχουν οι άνθρωποι του καφέ και της Βιέννης που αφομοιώνουν αυτόν τον μικροκαμωμένο βιβλιοπώλη από τη Γαλικία, τον στηρίζουν, γίνονται η οικογένειά του. Ένας κόσμος δηλαδή που χωράει τις «ανορθογραφίες» και τις διαφορετικότητες.
Από την άλλη μεριά είναι ο κόσμος του απόλυτου προγραμματισμού, της τυπολατρίας, της κοντόφθαλμης εφαρμογής του νόμου, του ξεβράσματος όσων «περισσεύουν» από τα καλούπια. Είναι ο κόσμος της ομοιομορφίας που ευαγγελίζεται το τότε ανερχόμενο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Και σ’ αυτόν τον κόσμο δεν χωρούν ούτε κατανόηση ούτε ιδιαιτερότητες ούτε τρυφερότητες. Έτσι, ο καημένος ο Γιάκομπ Μέντελ βγαίνει με την παρέμβαση παλαιών του φίλων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ποτέ δεν ξαναβρίσκει τη θέση που είχε στο μαρμάρινο τραπέζι του στο καφέ «Γκλουκ». Γιατί αυτό έχει ήδη περάσει στα χέρια ενός άξεστου νεόπλουτου που δεν έχει καμία διάθεση να παρέχει σε κάποιον κουρελή ένα τραπέζι που προορίζεται για τους πελάτες! Κι ήταν η πρώτη φορά που ο Βιβλιομέντελος είδε μπροστά του και τον πραγματικό κόσμο κι όχι μόνο εκείνον των βιβλίων, που κανέναν δεν βλάπτουν και κανέναν δεν υπομονεύουν.
Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει αυτούς τους δύο κόσμους με μοναδικό τρόπο. Υπαινικτικά και ταυτοχρόνως με σαφήνεια. Παίρνει θέση, ειρωνεύεται τους στενόμυαλους, αγωνιά για τον τρόπο με τον οποίο επικρατούν και εξουσιάζουν την κοινωνία, αναδεικνύει εκείνους που με ευαισθησία και τρυφερότητα δεν σβήνουν από τη ζωή τους ούτε μνήμες ούτε ανθρώπους. Και κρατά για το ρόλο του αφηγητή έναν μελαγχολικό αναστοχασμό... Άλλωστε η νουβέλα έχει και υπότιτλο: «Ένα επεισόδιο από τη Βιέννη, πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Αλλά και η δεύτερη νουβέλα αυτής της έκδοσης, Η αόρατη συλλογή, έχει υπότιτλο: «Ένα επεισόδιο από την εποχή του πληθωρισμού στη Γερμανία». Ήρωάς της είναι ένας «συνταξιούχος δασονόμος και αγρονόμος με βαθμό συμβούλου επί τιμή, υπολοχαγός ε.α., τιμηθείς με το μετάλλιο του Σιδηρού Σταυρού Πρώτης Τάξεως». Εκτός απ’ όλα αυτά ο γηραιός αυτός ήρωας παλαιών πολέμων είχε και ένα πάθος: ήταν μανιώδης συλλέκτης αυτογράφων και χειρογράφων – όπως και ο Τσβάιχ. Η συλλογή του είναι μοναδική και σπουδαία. Και παρ’ ότι τυφλός, ανοίγει κάθε απόγευμα τους φακέλους του, ξέρει απ’ έξω τη σειρά των έργων, και τα ξαναβλέπει με τα μάτια της αφής. Υπάρχει και εδώ ένας αφηγητής, που αναλαμβάνει να μεταφέρει την ιστορία μιας ανατροπής, μιας αλλαγής και μιας τρυφερής συνωμοσίας. Η κόρη και η σύζυγος του συνταξιούχου δασονόμου και παθιασμένου συλλέκτη συμβολίζουν την πραγματικότητα, την ανέχεια και την οδύνη που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι εκείνο το απόγευμα, στο ταπεινό διαμέρισμα μιας επαρχιακής πόλης της Σαξονίας, ο αφηγητής –παλαιοπώλης συλλέκτης κι αυτός– και η οικογένεια του παθιασμένου συλλέκτη αυτογράφων και γκραβούρων παίζουν ένα σπαρακτικό και εν τέλει πολύ τρυφερό θέατρο. Για να καταφέρουν να επιβιώσουν στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του πληθωρισμού μετά τον πόλεμο έχουν πουλήσει ένα ένα τα κομμάτια της σπάνιας και μοναδικής αυτής συλλογής, βάζοντας στη θέση του καθενός ένα αντίγραφο. Ο τυφλός συλλέκτης, όμως, συνεχίζει να ζει στον κόσμο της συλλογής του, συνεχίζει ν’ ανοίγει κάθε απόγευμα τους φακέλους του, συνομιλεί με καθένα από τα κομμάτια της, θυμάται πώς τα απέκτησε, θυμάται τις λεπτομέρειες του δημιουργού, τον δημιουργό:
«Κι ακόμα δεν είδατε τίποτα» θριαμβολόγησε, «περιμένετε πρώτα να δείτε τη Μελαγχολία ή τα Πάθη, σε αντίτυπο διακοσμημένο με μινιατούρες που δεν υπάρχει δεύτερο τέτοιας ποιότητας. Δείτε, μονάχα δείτε», ξανάπε χαϊδεύοντας γι’ άλλη μια φορά με τρυφερότητα μια φανταστική απεικόνιση, «αυτή η φρεσκάδα, αυτός ο θερμός τόνος, και τούτος ο κόκκος! Εδώ μπορεί να σταθεί προσοχή το Βερολίνο, μ’ όλους τους εμπόρους του και με τους δόκτορες των μουσείων». Και συνεχίστηκε έτσι τούτη η κελαρυστή θριαμβολογία για δυο ώρες γεμάτες. Όχι, είναι αδύνατον να σας περιγράψω πόσο ανατριχιαστικό ήταν να κοιτάζουμε παρέα τούτα τα εκατό-διακόσια παλιόχαρτα ή τις φθαρμένες αναπαραγωγές. Κι όμως, στο μνημονικό αυτού του τραγικά ανυποψίαστου ανθρώπου ήταν όλα τους αληθινά σε απίστευτο βαθμό. Τα εξυμνούσε και τα περιέγραφε αλάθητα και με τη σωστή σειρά, με ακρίβεια και με λεπτομέρειες: η αόρατη συλλογή που θα ’χε σκορπίσει από καιρό στους τέσσερις ανέμους παρέμενε αναλλοίωτη και παρούσα για τούτον τον τυφλό, τον συγκινητικά εξαπατημένο άνθρωπο.
Μια εξαπάτηση που δεν προήλθε από δόλο, αλλά από την ανάγκη ν’ αντιμετωπίσουν στοιχειώδεις ανάγκες της βιωτής σε καιρούς δύσκολους για την Ευρώπη. Ο Στέφαν Τσβάιχ περιγράφει την τραγική οικονομική κατάσταση της Γερμανίας στο κείμενό του «Η εποχή του πληθωρισμού στη Γερμανία», που επίσης περιέχεται στις σελίδες αυτής της έκδοσης:
Ήρθαν ημέρες που για μια πρωινή εφημερίδα έπρεπε να πληρώσω πενήντα χιλιάδες μάρκα, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας έπρεπε να πληρώσω εκατό χιλιάδες μάρκα. Όποιος είχε ξένα νομίσματα, τα εξαργύρωνε τμηματικά, γιατί στις τέσσερις η ώρα μπορούσε να πετύχει μια καλύτερη τιμή απ’ ό,τι στις τρεις και στις πέντε ακόμα καλύτερη απ’ ό,τι πριν μια ώρα. Παράδειγμα, έστελνα στον εκδότη μου ένα χειρόγραφο, που το δούλευα ένα ολόκληρο χρόνο. Για να εξασφαλιστώ, ζητούσα έναντι των δικαιωμάτων μου μια προκαταβολή πάνω σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Ώσπου να καταθέσει το τσεκ, το ποσόν που εισέπραττα μόλις μου έφτανε να καλύψω τα ταχυδρομικά που είχα πληρώσει για να στείλω πριν μια εβδομάδα το δέμα. Το εισιτήριο στο λεωφορείο κόστιζε εκατομμύρια. Μεταφέρανε με κάρα τα χαρτονομίσματα από τη Ράιχσμπανγκ στις άλλες τράπεζες κι ένα δεκαήμερο αργότερα έβλεπες στ’ αυλάκια των δρόμων εκατοντάδες χιλιάδες χαρτονομίσματα, που τα είχε πετάξει κάποιος ζητιάνος περιφρονητικά. Τα κορδόνια των παπουτσιών κόστιζαν περισσότερο όχι απ’ ό,τι είχε κοστίσει ένα ζεύγος παπούτσια, αλλά από ένα πολυτελές μαγαζί με δυο χιλιάδες ζευγάρια παπούτσια.
Τελικά σ’ αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλώς την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση δυο ξεχωριστών ανθρώπων. Διαβάζει πώς επέδρασαν οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές στη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, πώς όλα άλλαξαν μέσα σε λίγα χρόνια, πώς έκανε την εμφάνισή της η σκληρή και οδυνηρή πραγματικότητα του 20ού αιώνα, με ποιον τρόπο οι μεγάλοι πόλεμοι ανέτρεψαν συνήθειες και ήθη αιώνων. Η μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη συμβάλλει αποφασιστικά στην απόλαυση της ανάγνωσης αυτού του πραγματικά σπουδαίου βιβλίου.
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΪΧ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ*
Σκακιστική νουβέλα (2008), Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας (2008), Ο κόσμος του χθες (2006), Φανταστική νύχτα (2004), Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας (2004), Το γράμμα μιας άγνωστης (2003), Σύγχυση αισθημάτων (2003), Συντριβή μιας καρδιάς (2003), Αλληλογραφία Sigmund Freud - Stefan Zweig (2003), Τρεις θρύλοι και ένα παραμύθι (2003), Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας (2002), Φόβος (2002), Καυτό μυστικό (2002), Η γυναίκα και το τοπίο (2000), Αμέρικο (1998), Η φυγή στο Θεό (1997), Η άλωση του Βυζαντίου (1997), Φυγή στην αθανασία (1997), Κλαρίσα (1992), Μαγεμένη νύχτα (1991).
— Το 1990 επανακυκλοφόρησαν τα: Μαγγελάνος, Η καταστροφή μιας καρδιάς, Τα μάτια του αιώνιου αδελφού, Λέων Τολστόη, Χάινριχ Κλάιστ, Νίτσε, 24 ώρες απ’ τη ζωή μιας γυναίκας, Ντοστογιέβσκη, Έρασμος, Μαρία Στούαρτ, Μαρία Αντουανέτα.
[*] Καταγράφουμε μόνον όσα κυκλοφορούν σε νέες εκδόσεις ή επανεκδόσεις από το 1990 και μετά.