Από τον Πρόλογο του Μάριο Βάργκας Λιόσα:
«Όταν ξανάπιασα στα χέρια μου την Κυρία Μποβαρύ είναι αδύνατον να μην είχα πια αποκτήσει δύο βεβαιότητες: η μία ότι ήξερα πια τι είδους συγγραφέας επιθυμούσα να γίνω κάποτε και η άλλη πως, από την στιγμή εκείνη και εφ’ όρου ζωής, θα παρέμενα ερωτευμένος με την Έμμα Μποβαρύ. Εφεξής, εκείνη θα ήταν για μένα “η ερωτευμένη όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, το ασαφές εκείνη όλων των ποιητικών συλλογών”.
Αυτή η Νορμανδή χωριατοπούλα έχει αποκτήσει μια δημοτικότητα άνευ προηγουμένου, η οποία δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης· πιθανότατα μάλιστα, τα χρόνια που μας έρχονται θα συνεχίσει να ανεβαίνει. Έχει θαυμαστές, άνδρες και γυναίκες, ποικίλης κοινωνικής προέλευσης και μορφωτικού επιπέδου: σοβαροί καθηγητάδες αφιέρωσαν την ζωή τους στην μελέτη της Κυρίας Μποβαρύ· νεαροί εικονοκλάστες προτίθενται να κατεδαφίσουν όλη την λογοτεχνία του παρελθόντος και να κτίσουν μια νέα, με θεμέλια αυτό ακριβώς το βιβλίο· ηθικολόγοι που είχαν επικρίνει αυστηρά την Έμμα μετανοούν και πασχίζουν να εξιλεωθούν γράφοντας περισπούδαστους τόμους που προορίζονται για βάθρο του αγάλματός της. Θα ’πρεπε να ζηλεύω, αλλά, όπως κάποιους διεστραμμένους γέροντες με νεαρές συζύγους, με κολακεύει τα μέγιστα αυτή η επίμονη πολιορκία της, αυτή η ομόθυμη λατρεία προς αυτήν, αυτή η μαζική διέγερση να βρίθει γύρω απ’ το κορίτσι που αγαπώ. Ξέρω πως σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, όπου διάγω τον δικό μου βίο, καμιά δεν θα μπορούσε να μου δώσει πιο πολλά απ’ όσα μου έδωσε εκείνη».
***
Μείζον έργο της γαλλικής λογοτεχνίας, η Κυρία Μποβαρύ του Γκυστάβ Φλωμπέρ είναι «ένα βιβλίο για το τίποτα», σύμφωνα με το ιδεώδες του δημιουργού του, το οποίο, ωστόσο, είναι ένα βιβλίο για τα πάντα: για τον έρωτα και την αναζήτηση της ευτυχίας, για τα απραγματοποίητα όνειρα, για τις ψευδαισθήσεις, για την αδυναμία και την ανοησία των ανθρώπων, για την απόσταση που χωρίζει τη φαντασία και τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα, για την επαρχία και τα ήθη της, για τον άνθρωπο που είναι τα πάντα και τίποτε μαζί, και βέβαια για τον θάνατο. Αδυσώπητο σαν τραγωδία και καυστικό σαν κωμωδία, διαθέτει ένα φοβερό όπλο: το ύφος. Χρησιμοποιώντας τα ακριβότερα υλικά της γαλλικής γλώσσας, ο Φλωμπέρ κατασκευάζει μια πεζολογική αφήγηση που ισοδυναμεί με ποίηση, ένα μυθιστόρημα που γίνεται έργο τέχνης, στιβαρό και ταυτόχρονα αιθέριο.
Πρόκειται για έναν μηχανισμό ακριβείας που επιφυλάσσει συνεχείς εκπλήξεις κατά την ανάγνωση, ένα παιχνίδι αντίλαλων απ’ άκρου εις άκρον. Αλλά και μια λογοτεχνική ματιά στην ανάγνωση και στη συγγραφή ως δυνατότητες υπέρβασης.