Παντού. Εκτός από τη Ροδόπη, όπου μια θλιβερή συμμαχία άφησε μια τελευταία κηλίδα ντροπής πάνω στον χάρτη. Ποτέ στην πολιτική μας ιστορία το κεντρικό σύνθημα του δεύτερου κόμματος που ζητούσε να διώξει από την κυβέρνηση το πρώτο δεν αποδείχθηκε τόσο προφητικό και τόσο αποτελεσματικό: εναντίον του εαυτού του. Γιατί στις βουλευτικές του 2019 μόνο μερικώς εισέπραξε τη δίκαιη τιμωρία του ο ΣΥΡΙΖΑ για τα ακατανόμαστα που διέπραξε κατά την κυβερνητική του θητεία. Και κατά την πρώτη περίοδο, όταν μεθόδευσε την άτακτη χρεωκοπία της χώρας, έκλεισε τις τράπεζες και υποχρέωσε τους είλωτες-πολίτες να περιμένουν ατέλειωτες ώρες στην ουρά για μερικά ευρώ, ετοιμάζοντας έτσι την έξοδο από το κοινό νόμισμα και την ΕΕ εν πλήρει συνειδήσει σε τι στόχευε, όπως παραδέχθηκε αργότερα με υπερηφάνεια ο Γ. Δραγασάκης. Και κατά τη δεύτερη, όταν μη τολμώντας να κάνει το τελευταίο ολέθριο βήμα μάς φόρτωσε το τρίτο και επαχθέστερο όλων μνημόνιο. Στις Ευρωεκλογές του 2019 φάνηκε ότι θα εισπράξει τα επίχειρα για την καταστροφική του πολιτεία. Μέχρι όμως τις βουλευτικές ξαναβρήκε τον εαυτό του και με μιαν εκστρατεία ψεύδους και εκφοβισμού μπόρεσε να αποσπάσει το θηριώδες σε εκείνες τις συνθήκες 32%. Η συκοφαντία τότε ήταν, όπως αξίζει να θυμηθούμε, ότι ο Μητσοτάκης θα έκοβε όλες τις συντάξεις (που οι ίδιοι πετσόκοβαν από χρόνια) και ακόμα ότι θα καταργούσε το οκτάωρο και την αργία του Σαββάτου!
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολιτικό κόμμα με ένα ελάχιστο κοινωνικής ευθύνης, αντί για ένα μάζωμα ιδεοληπτικών αρχηγίσκων που θεωρούσαν τους εαυτούς τους θεοφώτιστους, με ένα στίφος από πίσω τους αδίστακτων «αντισυστημικών» που φαντασίωναν μια «δημοκρατία του πεζοδρομίου» και των αγανακτισμένων πλατειών, πολλά θα μπορούσε να είχε επιτύχει με αυτό το 32%. Θα μπορούσε λ.χ. μετά από σοβαρή μελέτη να είχε παραδεχθεί ότι η ατζέντα του 2015 ήταν θεμελιακά λανθασμένη και να εγκαινιάσει μια πορεία μετασχηματισμού του σε κόμμα ευρωπαϊκής δημοκρατικής αριστεράς. Αντ’ αυτού εψέλλισε τα πατροπαράδοτα της σταλινικής «αυτοκριτικής»: οι στόχοι του κόμματος ήταν σωστοί, αλλά δεν υπολογίσαμε σωστά τον συσχετισμό δυνάμεων. Οπότε περιμένουμε για άλλη ευκαιρία. Κι έτσι διατήρησε ακέραιο το κομματικό προσωπικό, τον λόγο μίσους και τις διαλυτικές πρακτικές της «αγανακτισμένης περιόδου», και με κάθε ευκαιρία μάς πετούσε κατάμουτρα ότι «την δεύτερη φορά θα σας δείξουμε τι σημαίνει η δική μας δημοκρατία, είτε με το καλό είτε με το κακό». Ταυτόχρονα, έχοντας ενσωματώσει την ακροδεξιά γελοιότητα των καμμένων, περισυνέλεγε τα ξεφτίδια του αυριανικού ΠΑΣΟΚ και κάτι γελωτοποιούς του καραμανλισμού, και όλον ετούτο τον ανεκδιήγητο πολτό τον βάφτισε «παύλα προοδευτική συμμαχία».
Ο Κ. Μητσοτάκης έβλεπε να πέφτουν επάνω στη χώρα το ένα μετά το άλλο κύματα υπαρξιακών προκλήσεων και τις αντιμετώπιζε με ικανότητα και σθένος. Όμως από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ ξεχυνόταν ένας ορυμαγδός από κατάρες και ουρλιαχτά κατά του «φασιστικού καθεστώτος» που είχε δήθεν εγκατασταθεί. Μέσα στις άκρως δυσμενείς διεθνείς συνθήκες, πολιτικές και οικονομικές, η οικονομία της χώρας ανέκαμπτε θεαματικά, η αμυντική της ικανότητα στερεωνόταν και το κύρος της άρχισε πάλι να λάμπει. Είχαμε ταυτόχρονα ανάπτυξη, μείωση του ποσοστού του χρέους, αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων και στήριξη των μεσαίων και μικρών εισοδημάτων. Στο παραμύθι όμως του ΣΥΡΙΖΑ («αφήγημα» τώρα το λένε) οι Έλληνες έτρωγαν από σκουπιδοτενεκέδες και αναστέναζαν πότε θα έρθει ο Σφακιανός να ανατρέψει τον «γιο του Εφιάλτη». Η παράσταση του μπουλουκιού έβγαζε απλώς γέλιο και με τον καιρό γιουχαΐσματα, αλλά κανείς εκεί μέσα δεν είχε ενός κοκόρου γνώση να το καταλάβει.
Πού θα κατέληγε όλο αυτό ο γράφων (και άλλοι φυσικά) το είχε προβλέψει – όχι πως ήταν δύσκολο. Η καταρράκωσή τους στις εκλογές του Μαΐου ήταν πράξη δικαιοσύνης. Και μια εκκωφαντική βεβαίωση ότι η δημοκρατική κρίση του λαού έμεινε αλώβητη μέσα στην πολύχρονη καταιγίδα του λαϊκισμού. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει άλλο παραμύθι – συγγνώμη, «αφήγημα». Δεν ξέρει όμως τίποτε άλλο παρά να βρίζει τον κόσμο που τον έριξε στα αζήτητα. Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει πια.