Εδώ και αρκετούς μήνες έχει ξεκινήσει ένα διαρκώς ανατροφοδοτούμενο/ επαναφερόμενο θέμα για το πότε θα γίνουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές. Βέβαια αυτό προβλέπεται στο Σύνταγμα. Στην περίπτωσή μας προβλέπει ότι οι εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. Παρέχεται όμως στον εκάστοτε πρωθυπουργό η δυνατότητα να ζητήσει από τον (ή την) ΠτΔ πρόωρες εκλογές για την αντιμετώπιση «κρίσιμου εθνικού ζητήματος». Φυσικά δεν έχουμε κανένα παράδειγμα/καμία περίπτωση που ο ΠτΔ αρνήθηκε τις εκλογές λόγω μη συνδρομής του προβληθέντος λόγου. Η «συνταγματική» πρακτική λοιπόν στην καθ’ ημάς Βαλκανική, είναι ο πρωθυπουργός να κάνει εκλογές όποτε αυτός θέλει. Επ’ αυτού τι λένε άραγε οι συνταγματολόγοι μας, ένα είδος που διαθέτουμε σε υπερεπάρκεια; Δεν οφείλουν να πάρουν θέση; Ή μήπως θα επικαλεστούν την ύπαρξη κάποιου οιονεί εθίμου αντισυνταγματικότητας;
Το πότε (πρέπει να) γίνονται οι εκλογές το προβλέπει λοιπόν το Σύνταγμα, ο καταστατικός χάρτης του κράτους. Όπως γίνεται και με το καταστατικό του τελευταίου συλλόγου. Λ.χ. του «Συλλόγου παρατήρησης της σεξουαλικής ζωής των νυχτερίδων». Όπως προβλέπεται και τηρείται απαρέγκλιτα για τους δήμους, τις νομαρχίες, τις περιφέρειες, τις ευρωεκλογές ή την εκλογή ΠτΔ. Δηλαδή: η εντολή που δίνει ο λαός στην εκάστοτε κυβέρνηση είναι σαφώς (αλλά όχι αυστηρά!) καθορισμένη. Δηλαδή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της (αν έχει) ή να πράξει τα κατά περίπτωση αυτονόητα. Τυχαίνει όμως η αλήστου μνήμης προηγούμενη κυβέρνηση να άφησε σαν τα γεφύρια που γκρεμίζει ένας στρατός που υποχωρεί άτακτα, μια τυχοδιωκτική τροποποίηση του εκλογικού νόμου με μόνη επιδίωξη την παρεμπόδιση σχηματισμού κυβέρνησης με τη μέθοδο της απλής αναλογικής.
Η μεταπολιτευτική πείρα έχει δείξει ότι ο ελληνικός λαός συνήθως δίνει στην εκάστοτε κυβέρνηση την ευκαιρία και μιας δεύτερης τετραετίας. Ακόμη και στη σαρδανάπαλη κυβέρνηση Βαρουφάκη - Καμμένου - Τσίπρα (η αναφορά –ενόψει της ισαξιότητας– είναι αλφαβητική) παρά τα όσα διέπραξε. Όπως δε όλοι γνωρίζουμε το εν λόγω κυβερνητικό μόρφωμα εξάντλησε την πρώτη τετραετία του μέσα σε εφτά κωμικοδραματικούς μήνες.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παρά τα μύρια όσα απρόβλεπτα που προέκυψαν η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη διατηρεί ένα ασφαλές προβάδισμα έτσι που βάσιμα να ελπίζει σε μια δεύτερη θητεία ξεπερνώντας τη νάρκη της απλής αναλογικής. Γιατί όμως να αυτοπεριορίσει αυτό το προμηνυόμενο άθροισμα των δύο θητειών; Μα, για να εκφραστεί ο λαός και να δείξει τη δυσαρέσκειά του, λέει το κόμμα Τσίπρα. Όμως, εν μαρξισμώ και λενινισμώ κλπ σύντροφοι, οι εκλογές δεν είναι δημοσκοπήσεις. Ούτε προκηρύσσονται από τις συγκυρίες της στιγμής. Αυτό το τελευταίο είναι θεσμικός τυχοδιωκτισμός, όπου ο κάθε πρωθυπουργός ελπίζει να υφαρπάσει την ψήφο του λαού και ταυτόχρονα «να την φέρει» στους αντιπάλους του. Δυστυχώς όμως, με βάση την αρρωστημένη σε εμάς πρακτική, η σταθερή άποψη του κ. Πρωθυπουργού ότι θέλει (καθά οφείλει) να εξαντλήσει την πρώτη του τετραετία φαντάζει ανήκουστη!
Και γιατί να γίνουν πρόωρες εκλογές; Για να έχει η νέα κυβέρνηση μια «νωπή λαϊκή εντολή», λένε οι φιλικοί προς την κυβέρνηση εφημεριδογράφοι. Όμως, όπως και τα νήπια γνωρίζουν, η νωπότητα της εντολής στα μέρη μας εξατμίζεται μέσα στις πρώτες εβδομάδες από τον σχηματισμό κάθε νέας κυβέρνησης. Οπότε οι χαμένοι ζητούν νέες εκλογές, κ.ο.κ. Όπως έχει επισημανθεί, οι Έλληνες το μόνο που ξέρουν να κάνουν εκλογές. Όχι να ασκούν πολιτική με κάποια προοπτική και σοβαρότητα. Στην παρούσα περίπτωση ο κ. Τσίπρας ζητάει εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ελπίζοντας προφανώς στην «ευεργετική» συμβολή των αναμενόμενων (ή και ευκταίων;) πυρκαγιών του καλοκαιριού. Βέβαια και σ’ αυτόν τον τομέα ακόμη και η πιο ανίκανη κυβέρνηση δύσκολα θα ξεπεράσει τα πολύνεκρα ρεκόρ της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου (εδώ μάλλον κυριολεκτούμε).
Ο κ. Τσίπρας ζητάει εκλογές (και ξωπίσω του αμήχανα ο κ. Ανδρουλάκης του Κινάλ) για λόγους που μόνο αυτός (κι η ψυχή του) γνωρίζει. Και εδώ όμως φαίνεται να παρουσιάζει το γνωστό φαινόμενο του βολονταρισμού όπως το ονομάζει η κομματική βουλγάτα. Ή wishful thinking όπως το έλεγε η γιαγιά μου στο χωριό. Εκτός κι αν εδώ λειτουργεί το «σύνδρομο της γαλοπούλας». Η αλήθεια δε, δηλαδή η πραγματικότητα, είναι ότι από την εκλογή του κ. Μητσοτάκη ως προέδρου της Ν.Δ. ο κ. Τσίπρας βλέπει μονίμως και από μακριά την πλάτη του κ. Μητσοτάκη, τον οποίο νόμιζε ότι θα νικήσει τρώγωντας ποπ-κόρν. Ο οποίος ευφυώς έχει αναθέσει τη αντιμετώπιση του κ. Τσίπρα στον μη στερούμενο μνήμης (ή/και χιούμορ) κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Γιάννη Οικονόμου. Η αλήθεια βέβαια είναι πως μια σοβαρή αντιπολίτευση θα μπορούσε να βοηθάει την εκάστοτε κυβέρνηση. Εδώ όμως είμαστε πολύ μακριά απ’ αυτό το ευκταίο, αφού η σοβαρότητα δεν ανήκει στα «φόρτε» του κ. Αλέξη.
Ο κ. Τσίπρας προβάλλει το απελπισμένο αίτημά του για εκλογές, –τις οποίες όλα δείχνουν ότι θα χάσει– ενόψει, λέει, του κρίσιμου φθινοπώρου που έρχεται. Βέβαια η τετραετία έχει τέσσερα φθινόπωρα και ετούτο δεν προμηνύεται πολύ χειρότερο από τα τρία προηγούμενα. Έστω όμως κι έτσι, ποιος θα αντιμετωπίσει αυτό το κρίσιμο φθινόπωρο; Μια υπηρεσιακή (δηλ. διεκπεραιωτική) κυβέρνηση υπό τον κ. Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Ο διακαής πόθος τους εδώ είναι να δουν τον κ. Μητσοτάκη εκτός πρωθυπουργίας, έστω για λίγους μήνες.
Το συμπέρασμα είναι ότι λόγος για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Ποτέ όμως επειδή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται σε σύγχυση και αδυναμία εξεύρεσης κάποιων συνθημάτων ή ενός αφήγησης που να εκφράζει το νέο. Ωστόσο ο κ. Τσίπρας δεν είναι νέος. Εζυγίσθη, εμετρήθη και απερρίφθη όπως λένε οι Γραφές. Παναπεί αποδείχθηκε πολύ ελαφρύτερος των περιστάσεων· και γι’ αυτό επικίνδυνος. Επίσης πλέον δεν έχει ούτε καν το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, αφού είναι ένας γερασμένος πολιτικός αρχηγός. Συγκεκριμένα είναι ο τελευταίος τύπος πολιτευτή του 19ου αιώνα που τάζει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του. Ακόμη και στον εαυτό του τάζει την πρωθυπουργία, μπροστά στον καθρέφτη.