[Δημοσιεύθηκε στην ARB, τεύχος 46, Δεκέμβριος 2013]
Μερικές διεθνείς σαρωτικές εξελίξεις στον χώρο της Ανώτατης Παιδείας δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψη των περισσότερων καθ’ ημάς πανεπιστημιακών (υπάρχουν μερικές φωτεινές εξαιρέσεις), αλλά σύντομα θα προβάλουν σαν ασταμάτητη χιονοστιβάδα με απρόβλεπτες αντιδράσεις και συνέπειες. Εν ολίγοις, τα πανεπιστήμια θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν το κλασικό πρότυπο που ξεκίνησε από την αρχαιότητα και διαμορφώθηκε σ’ αυτό που ξέρουμε σήμερα, δηλαδή στη δημιουργία νησίδων γνώσης σαν τα μεγάλα ιδρύματα της υφηλίου (Οξφόρδη, Χάρβαρντ, Ρώμη, Γκαίτινγκεν, Μόσχα κ.λπ.). Στη σύγχρονη Ελλάδα αρχικά επικράτησε το ίδιο πρότυπο (με ΕΚΠΑ, ΕΜΠ, Θεσσαλονίκη, ΑΣΟΕΕ, και, άντε Πάτρα και Κρήτη), που όμως εξελίχθηκε στην σημερινή φάρσα τού «Κάθε νομός και πανεπιστήμιο».
Οι τριγμοί στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης άρχισαν να γίνονται αισθητοί κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού, συνδυασμένη με την ανάγκη της κοινωνίας για εκτενή κατάρτιση πέραν της γυμνασιακής, καθώς και η διακαής επιθυμία του καθενός (και των γονέων του) να αποκτήσει πανεπιστημιακό δίπλωμα σαν εισιτήριο σε εύπορο βίο οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. Αλλά ποιο αδιέξοδο εννοούμε; Οι πτυχές του είναι πολλαπλές. Πρώτον, η ζήτηση υπερέβη την προσφορά, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση των προγραμμάτων και της αξίας του πτυχίου. Δεύτερον, παρά τους ανεπαρκείς πόρους, νέα πανεπιστήμια συνέχισαν να ιδρύονται παντού. Τρίτον, και σημαντικότερο, κάθε πανεπιστήμιο συνέχισε να υποκρίνεται ότι ενστερνίζεται και ακολουθεί το όραμα του κλασικού πανεπιστημίου (δημιουργία γνώσης, διδασκαλία σκέψης, έρευνα, αναζήτηση αλήθειας, κ.ά.), ενώ στην πράξη αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα της απλής κατάρτισης των σπουδαστών σε βασικό επίπεδο. Αποτέλεσμα, η υποβάθμιση του κύρους των σπουδών, των καθηγητών, των πτυχιούχων, και, εν τέλει, των πανεπιστημίων αυτών καθεαυτών. Και δεν μιλούμε μόνο για την ελληνική ιδιαιτερότητα των πρόσφατων δεκαετιών με το τραγελαφικό «άσυλο», την κομματικοποιημένη ακαδημαϊκή κοινότητα, τον καθηγητικό νεποτισμό, και τις ανεκδιήγητες καταλήψεις. Στις ΗΠΑ, όπου υπάρχουν εκατοντάδες πανεπιστημίων με προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα, κάθε πανεπιστήμιο της «περιφέρειας» φιλοδοξεί να παρουσιάζεται σαν εικόνα και ομοίωση των ολίγων διαπρεπών ιδρυμάτων (π.χ. Χάρβαρντ, Πρίνστον, Στάνφορντ, κ.ά.). Ωστόσο η πληθώρα καθηγητών μετρίου αναστήματος και η επιτακτική ανάγκη της κοινωνίας για συνεχή και αυξημένη παραγωγή ατόμων με απλή βασική, αλλά εξειδικευμένη, κατάρτιση οδήγησαν σε πτυχία με ηχηρούς τίτλους μα πενιχρό αντίκρισμα. Η κατάσταση είναι γνωστή στην ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα και αντιληπτή από τους περισσότερους παραγωγικούς τομείς της κοινωνίας. Η λεοντή του παραδοσιακού πανεπιστημιακού προτύπου καλύπτει μια πλατιά και ανεπαρκή μετριότητα με, φυσικά, ολοένα μειούμενες φωτεινές εξαιρέσεις. Το χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό πρότυπο και την πραγματικότητα δεν είναι βιώσιμο.
Αυτή η πίεση για την εξάπλωση της πανεπιστημιακής παιδείας, επιπλέον της ποιοτικής υποβάθμισης που περιγράψαμε, οδήγησε σε αύξηση των πανεπιστημιακών μονάδων (που ιδιαίτερα στην Ελλάδα άγγιξε τα όρια της φαρσοκωμωδίας) και στην αναζήτηση νέων πόρων. Αλλά από πού; Οι κρατικοί κορβανάδες δεν επαρκούν μα και δεν αντέχουν άλλο. Στις ΗΠΑ τα «κρατικά» πανεπιστήμια καλύπτουν κάτω του 25% των αναγκών τους με εισόδημα από την Πολιτεία. Η αναζήτηση χορηγιών και η θέσπιση διδάκτρων, που αθόρυβα ολοένα αυξάνονται και μετατοπίζουν δαπάνες στους ώμους των σπουδαστών (ως άμεσα ωφελούμενων), επίσης δεν επαρκούν. Αυτό το κοκτέιλ λύσεων απλά συνεχίζει να υποσκάπτει το εκπαιδευτικό οικοδόμημα.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο η σωτηρία φάνηκε να έρχεται από την άρτι αναπτυχθείσα (σαν από μηχανής θεός) τεχνολογία του Διαδικτύου. Ήταν απλώς θέμα χρόνου. Η λύση που γεννήθηκε είναι όχι μόνο βιώσιμη αλλά και θεραπεύει τις ατέλειες του υπάρχοντος συστήματος. Πρόκειται για την ιδέα των MOOC (Massive Open On-line Courses), δηλαδή των Μαζικών Ανοιχτών Διαδικτυακών Μαθημάτων (ας τους δώσουμε το ακρώνυμο ΜΑΔΙΜ), που εισήχθησαν το 2008 και έχουν αποκτήσει παγκόσμια εμβέλεια από το 2012. Τα σπέρματα της ιδέας ανιχνεύονται ακόμα και στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μάθηση εξ αποστάσεως (distance learning), κατ’ οίκον μάθηση, «κανονικές» (δηλαδή Standard) εξετάσεις, μαγνητοσκοπημένες παραδόσεις, και πληθώρα παρόμοιων παραλλαγών, άρχισαν να δοκιμάζονται εκτενώς, αλλά χωρίς θεαματικά αποτελέσματα. Στηρίζονταν σε τεχνολογίες περιορισμένων δυνατοτήτων και κατά συνέπεια είχαν χαμηλή απόδοση και μέτρια απήχηση. Το Διαδίκτυο όμως προσφέρει επαναστατική τεχνολογία και μια παγκόσμια πλατφόρμα πρωτόγνωρου μεγέθους.
Τι είναι λοιπόν ένα ΜΑΔΙΜ; Είναι μάθημα που προσφέρεται σε όποιον θέλει, όποτε θέλει, και οπουδήποτε στον κόσμο κι αν βρίσκεται. Η μετάδοση γνώσης δεν στηρίζεται μόνο στην κλασική παράδοση. Τουναντίον, η από καθέδρας παράδοση είναι μάλλον η εξαίρεση. Αντ’ αυτής υπάρχει μια συνεχής ανταλλαγή πληροφορίας, ιδεών, και ερωταπαντήσεων (πάντα μέσω του Δικτύου) με ποικιλόμορφο υλικό, καθοδήγηση, και, ακόμη πιο εντυπωσιακά, με περιεχόμενο που είναι ευέλικτο και προσαρμόζεται στις ανάγκες, επιθυμίες και δυνατότητες των εγγεγραμμένων.
Η ιδέα αρχικά φάνηκε εξωφρενική και συνάντησε βαθύ σκεπτικισμό και μάλλον αρνητικές αντιδράσεις. Η κριτική εστιάστηκε στο ότι το επίπεδο της κατάρτισης υποβαθμίζεται και τα θεμέλια της παραδοσιακής πανεπιστημιακής παιδείας υποσκάπτονται. Είναι όμως πράγματι έτσι; Η μέχρι σήμερα αποκτηθείσα πείρα είναι μεν περιορισμένη αλλά δείχνει το αντίθετο. Τα περισσότερα πανεπιστήμια στις ΗΠΑ έχουν αγκαλιάσει τα ΜΑΔΙΜ με ενθουσιασμό. Οι απανταχού ευρισκόμενοι εγγεγραμμένοι σπουδαστές αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό. Προς το παρόν, πάνω από 200 μαθήματα προσφέρονται με τη μορφή των ΜΑΔΙΜ και πάνω από εβδομήντα χιλιάδες σπουδαστές εγγράφονται κάθε εβδομάδα. Το ποσοστό αυτών που παρακολουθούν το μάθημα μέχρι τέλους ανέρχεται περίπου στο 10%. Τα συστήματα Coursera, Udacity, edX, και άλλα παρόμοια ήδη λειτουργούν με συμμετοχή κορυφαίων πανεπιστημίων στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία.
Η μορφή των προσφερόμενων ΜΑΔΙΜ δεν έχει αποκρυσταλλωθεί και παραμένει σε διαρκή εξέλιξη. Η ποιότητά τους ποικίλλει αλλά περιλαμβάνει και μαθήματα ανωτάτου επιπέδου που «διδάσκονται» από καθηγητές-αυθεντίες των πιο καταξιωμένων πανεπιστημίων (και, φυσικά, όχι μόνον). Ένας σπουδαστής στις Ινδίες ή στην Βραζιλία ή –γιατί όχι;– στην Ελλάδα, και ασφαλώς και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, εάν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο μπορεί να παρακολουθήσει μαθήματα που τον ενδιαφέρουν χωρίς (για την ώρα) το παραμικρό κόστος. Πώς μπορεί να σταματήσει η εξάπλωσή τους; Μόνο να εξελιχθεί μπορεί. Και τα ΜΑΔΙΜ πράγματι βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία εξέλιξης.
Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πολλά. Για την ώρα τα μαθήματα αυτά δεν αποτελούν συνήθως τμήματα πτυχιακών προγραμμάτων. Όμως σε λίγο χρόνο τα πρώτα πλήρη προγράμματα με ενσωματωμένα ΜΑΔΙΜ που θα οδηγούν σε πτυχία θα εμφανιστούν και θα διαφημιστούν εντατικά. Ήδη βρίσκονται στα σκαριά. Οπότε τα κύρια ερωτήματα είναι: (1) πώς εξασφαλίζεται ο έλεγχος ποιότητας; (2) πώς ελέγχεται η επίδοση των σπουδαστών; (3) πώς γίνονται οι εξετάσεις; Και (4) ποιος πληρώνει και πόσο; Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η ποιότητα των προγραμμάτων βασίζεται στην ποιότητα των Ιδρυμάτων (πανεπιστημίων) που τα προσφέρουν, όπως και σήμερα με το κλασικό πρότυπο. Σε αυτό δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των ΜΑΔΙΜ και των προγραμμάτων που ισχύουν σήμερα. Θα υπάρχουν κορυφαία προγράμματα, επαρκή προγράμματα, εξειδικευμένα προγράμματα, μέτρια προγράμματα, και, φυσικά, και προγράμματα χαμηλής στάθμης. Σε χώρες με περιορισμένη πανεπιστημιακή αυτονομία (όπως η Ελλάδα), η Πολιτεία θα έχει σαφώς ενισχυμένο ελεγκτικό ρόλο. Μια λεπτότερη πτυχή του ποιοτικού ελέγχου στο Διαδίκτυο είναι και η ελεύθερη πρόσβαση στο υλικό των μαθημάτων που, επομένως, το εκθέτει πλήρως στην κοινότητα και ενισχύει την προσοχή των ιδρυμάτων και καθηγητών στη διασφάλιση της ποιότητας.
Η επίδοση των σπουδαστών μπορεί να ελεγχθεί είτε με παραδοσιακούς τρόπους (κατ’ οίκον ασκήσεις, παραδοτέες εργασίες, διαγωνίσματα, κ.λπ.) είτε με νέες μεθόδους που είναι εφικτές μόνο μέσω του Διαδικτύου (όπως, π.χ., συνεχής ανταλλαγή πληροφορίας επί του υλικού μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένων). Προφανώς όταν ο αριθμός των εγγεγραμμένων σε κάποιο μάθημα ξεπερνάει τις δέκα ή και τις εκατό χιλιάδες (αριθμοί που είναι μάλλον χαμηλοί για πολλά από τα μέχρι τώρα μαθήματα), απαιτείται σημαντικό πλήθος ανθρώπινου δυναμικού για να επανδρώσει το προσωπικό υποστήριξης του καθηγητή. Και πάλι όμως το Διαδίκτυο διευκολύνει τον συντονισμό του βοηθητικού προσωπικού υποστήριξης ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος προόδου των σπουδαστών. Ωστόσο, η ποιότητα αυτού του ελέγχου δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τις μεθόδους του κλασικού προτύπου. Γι’ αυτό και η σημασία ενός πτυχίου θα εξελιχθεί διαφορετικά. Θα είναι μάλλον πιστοποιητικό συμμετοχής στην κατάρτιση και όχι βεβαίωση αποκτηθείσας γνώσης και ικανότητας. Εδώ βρίσκεται το μεγάλο στοίχημα. Η κοινωνία θα πρέπει να προσαρμόσει τις προσδοκίες και απαιτήσεις της σχετικά με την προσφορά πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Οι εξετάσεις μπορούν να γίνονται όπως σε μεγάλα υπάρχοντα σημερινά προγράμματα (TOEFL: Test of English as a Foreign Language, GRE: Graduate Record Examination) που προσφέρονται από Αμερικανικές (κυρίως) οργανώσεις στο παγκόσμιο κοινό, δηλαδή μέσω περιοδικών ευκαιριών σε κεντρικά γεωγραφικά σημεία όπου καθίσταται δυνατή η παραδοσιακή επίβλεψη που θα εγγυάται την εγκυρότητα της διαδικασίας. Όμως, ακόμη μια φορά, στο Διαδίκτυο υπάρχουν ατέλειωτες εναλλακτικές λύσεις. Υπάρχουν μέθοδοι που είναι ακόμα στο στάδιο της έρευνας και που καταγράφουν σαν «Αποτύπωμα Διαδικτυακής Συμπεριφοράς» το προφίλ του κάθε χρήστη μπροστά στον υπολογιστή του. Από τον τρόπο πληκτρολόγησης, τον χρόνο αντίδρασης, και από άλλα μετρήσιμα χαρακτηριστικά της πρόσβασης στο Διαδίκτυο, μπορεί αυτόματα να ελέγχεται η γνησιότητα της ταυτότητας του χρήστη, όπως με τα δακτυλικά αποτυπώματα. Φυσικά τέτοιες μέθοδοι δεν μπορούν να έχουν πλήρη και απόλυτο βαθμό επιτυχίας καθώς δεν μπορούν να αποκλείσουν παροχή βοήθειας στον διαγωνιζόμενο από τρίτα πρόσωπα. Έτσι, και πάλι, το πτυχίο προσφέρει μειωμένη εγγύηση επίδοσης. Όμως, ένας κυνικός αντίλογος είναι ότι και σήμερα οι εξετάσεις κάθε άλλο παρά αδιάβλητες είναι και η φερεγγυότητά τους υποσκάπτεται σε μεγάλο βαθμό από αντιγραφές, σκονάκια και άλλες μεθόδους που μετέρχονται πολλοί διαγωνιζόμενοι.
Τα ΜΑΔΙΜ προφανώς απαιτούν οικονομική υποστήριξη από τα ιδρύματα που τα προσφέρουν στο κοινό. Αρχικά, όπως ακριβώς και με την πρόσβαση σε ιστοσελίδες που σήμερα χρεώνουν, το κόστος δεν μεταφέρεται στον χρήστη. Σταδιακά όμως, και με βάση τον βαθμό επιτυχίας του προγράμματος, θα υπάρξει μερική μετατόπιση του οικονομικού φορτίου στους χρήστες. Αλλά η σύγκριση μεγέθους του κόστους αφοπλίζει πλήρως τους πολεμίους των ΜΑΔΙΜ. Σήμερα, για απόκτηση πτυχίου τετραετούς προγράμματος από κορυφαίο ιδιωτικό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ (π.χ. το Χάρβαρντ) απαιτούνται μόνο για δίδακτρα γύρω στις 200 χιλιάδες δολάρια, δηλαδή 50 χιλιάδες δολάρια ανά έτος. Και αυτό δεν περιλαμβάνει το σημαντικότατο πρόσθετο κόστος της τετραετούς διαμονής στον τόπο που βρίσκεται το ίδρυμα. Οι εκτιμήσεις κόστους ενός προγράμματος ΜΑΔΙΜ ποικίλλουν και κυμαίνονται από 50 έως 2.000 δολάρια ανά άτομο, ποσό που εξαρτάται και από το πλήθος των εγγεγραμμένων και την φύση των μαθημάτων. Ταυτόχρονα δεν υφίσταται κόστος μετάβασης και διαμονής εκτός έδρας, ούτε χρονικό όριο για τη συμπλήρωση του προγράμματος. Αυτή η κολοσσιαία διαφορά κόστους αποτελεί την πιο εύλογη εγγύηση για το μέλλον των ΜΑΔΙΜ. Και κάτι ακόμα. Ας δούμε την οικονομική εικόνα από τη σκοπιά του Χάρβαρντ. Αν σήμερα έχει περίπου 6.000 σπουδαστές και εισπράττει (έμμεσα ή άμεσα) περίπου 50.000 δολάρια ανά σπουδαστή κάθε χρόνο, αποκτά ετήσιο εισόδημα 300 εκατομμυρίων δολαρίων. Αν προσφέρει ένα πρόγραμμα ΜΑΔΙΜ αντί 100 δολαρίων τον χρόνο κατ’ άτομο και έχει το προβλεπόμενο πλήθος 10 εκατομμυρίων σπουδαστών ανά τον κόσμο, αποκτά ετήσιο εισόδημα ενός δισεκατομμυρίου με ασυγκρίτως μειωμένα λειτουργικά έξοδα. Η οικονομική πλευρά του θέματος καθιστά την πρόταση των ΜΑΔΙΜ ακατανίκητη. Εν ολίγοις, βγαίνουν όλοι σημαντικά κερδισμένοι. Μια τέτοια οικονομική διάσταση μετατρέπει το ερώτημα αν τα ΜΑΔΙΜ θα επικρατήσουν υπό κάποια μορφή στον χώρο της ανώτατης παιδείας σε απόλυτη βεβαιότητα.
Ο αναγνώστης θα διερωτηθεί εύλογα κατά πόσον (και πότε) η μεταβολή αυτή θα πραγματοποιηθεί. Η απάντηση είναι ότι ήδη πραγματοποιείται. Όπως αναφέραμε πιο πριν, κάθε εβδομάδα πάνω από 70.000 σπουδαστές εγγράφονται σε κάποιο ΜΑΔΙΜ παρ’ όλο που ακόμα δεν υπάρχουν πλήρως συγκροτημένα προγράμματα στον κυβερνοχώρο. Η ακριβής και τελική μορφή τους καθώς και ο τρόπος απορρόφησής τους στα εκπαιδευτικά συστήματα ανά την υφήλιο δεν έχει αποκρυσταλλωθεί. Είναι σε συνεχή εξέλιξη και αποτελεί κεντρικό ζήτημα συζήτησης στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Κανείς δεν μπορεί ακόμα να προβλέψει πώς ακριβώς θα εφαρμοστούν. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι η εφαρμογή των ΜΑΔΙΜ θα οδηγήσει σε βαθμιαία ατροφία τα «πανεπιστήμια-μαϊμούδες». Όταν ο μελλοντικός σπουδαστής έχει να επιλέξει μεταξύ ενός προγράμματος ΜΑΔΙΜ από το Χάρβαρντ (με πενιχρό κόστος και με σφραγίδα ποιότητας από αυτό το ίδρυμα) και ενός κλασικού προγράμματος (αρκετά δαπανηρού ακόμα και σε σύστημα «δωρεάν» παιδείας ) από υποβαθμισμένο ίδρυμα, είναι μάλλον προφανές ότι θα επιλέξει το πρώτο έστω και αν το πτυχίο που θα λάβει είναι λιγότερο ηχηρό από το δίπλωμα του κλασικού προτύπου.
Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι το κλασικό πανεπιστημιακό πρότυπο θα εκλείψει; Κάθε άλλο. Απλώς θα περιοριστεί ο αριθμός των «κλασικών» πανεπιστημίων που, έτσι, θα έχουν την ευκαιρία να επανακτήσουν την αρχική αποστολή τους (ήτοι, την έρευνα, δημιουργία γνώσης, ανάπτυξη κριτικής σκέψης, κ.λπ.). Δεν είναι «ελιτίστικη» η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ικανός αριθμός ατόμων που να διαθέτουν το υψηλό δυναμικό ανώτερης επιστημονικής επίδοσης που απαιτείται ώστε όλα τα σημερινά ιδρύματα να λειτουργούν στο επίπεδο τού, ας το πούμε, «αληθινού» πανεπιστημίου. Είναι απλώς ρεαλιστική και ίσως ωμή. Από την άλλη πλευρά η κοινωνία χρειάζεται πραγματικά τεράστιους αριθμούς ατόμων με εξειδικευμένη κατάρτιση πέραν της δευτεροβάθμιας. Η ανάγκη για τέτοια άτομα αυξάνεται αλματωδώς ενώ οι διαθέσιμοι πόροι ατροφούν.
Είναι σαφές ότι το σύστημα των ΜΑΔΙΜ έχει ατέλειες και προβλήματα. Δεν είναι πανάκεια. Η διαμόρφωσή του θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Προφανώς δεν προσφέρεται εξίσου ικανοποιητικά για όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Και προφανώς δεν θα υποκαταστήσει πλήρως το παρόν σύστημα της άμεσης επαφής διδάσκοντος-διδασκομένου. Εκείνο που θα επιτύχει είναι η επέκταση της δυνατότητας κατάρτισης πολλών επιπέδων σε μαζική κλίμακα και με σημαντικά μειωμένο κόστος. Και, επιπλέον, θα επιφέρει μια υγιέστερη ισορροπία στον αριθμό των ανώτατων σχολών μέσω του αυτόματου «ψαλιδίσματος» που θα προκαλέσει η εισαγωγή του. Είναι γνωστό πως μόνο δυνάμεις της φύσης και της τεχνολογίας μπορούν να επιφέρουν πολιτικά δύσπεπτες αλλαγές, όπως η μείωση και ανακατάταξη των πανεπιστημίων.
Οι βαθμοί ελευθερίας που προσφέρει η τεχνολογία του Διαδικτύου είναι σχεδόν απεριόριστοι. Ήδη υπάρχει πληθώρα ευφάνταστων μεθόδων παρουσίασης του υλικού ενός μαθήματος που επιτρέπουν την ατομική προσαρμογή του στις ανάγκες του κάθε σπουδαστή. Πρόκειται για θεμελιακή και επαναστατική αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας. Έτσι, όχι μόνο γίνεται σημαντική συμβολή στην επίλυση του αδιεξόδου μεταξύ πόρων και αναγκών, αλλά και αναβαθμίζεται σημαντικά η ποιότητα της διαδικασίας της εκπαίδευσης.
Τέλος, το ερώτημα είναι πώς άραγε θα εφαρμοστεί το σύστημα των ΜΑΔΙΜ στη χώρα μας. Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το όλο θέμα δεν έχει ακόμα εστιαστεί στα ραντάρ της πανεπιστημιακής κοινότητας η οποία περί άλλα τυρβάζει. Όμως η εξάπλωσή τους είναι ραγδαία και ήδη «χτυπάει την πόρτα μας». Το πιο φωτεινό παράδειγμα διαδικτυακών μαθημάτων στον ελληνικό χώρο είναι η πρόσφατη ανάπτυξή τους στο Πανεπιστήμιο Κρήτης από τον Στέφανο Τραχανά και τους συναδέλφους του στον χώρο της Φυσικής. Οι ενδιαφερόμενοι αξίζει να επισκεφθούν την ιστοσελίδα του Τμήματος Φυσικής όπου θα βρουν ένα λαμπρό παράδειγμα του τι εστί MOOC (ΜΑΔΙΜ). Αλλά η ανάπτυξή τους σε ευρύτερη κλίμακα είναι ακόμη στα σπάργανα.
Η αρχική αντίδραση θα είναι μάλλον λοιδορία και χλευασμός. Όταν όμως η πίεση αυξηθεί, η αντίδραση θα μεταλλαχθεί σε κατηγορίες περί εισβολής του «νεοφιλελευθερισμού», περί «σιωνιστικών» συνωμοσιών για την εξαφάνιση της «αληθινής» και «δημοκρατικής» Παιδείας των Ελληνικών ιδεωδών, και αλλά παρόμοια. Τι το δημοκρατικότερο όμως από τη δωρεάν πρόσβαση στα προγράμματα του Χάρβαρντ από οιονδήποτε; Όπως και οι αντιδράσεις σε άλλες τεχνολογικές εξελίξεις (περιλαμβανόμενου και αυτού καθεαυτού του Διαδικτύου) που, θέλουμε - δεν θέλουμε, άλλαξαν τον τρόπο ζωής μας, έτσι και αυτές ενάντια στα ΜΑΔΙΜ θα κοπάσουν, θα μεταβληθούν σε αποδοχή, και τελικά σε εναγκαλισμό και πλήρη εφαρμογή.