Hannah Arendt, Ich selbst, auch ich tanze: Die Gedichte, Piper Verlag Gmbh, München/Berlin 2015, 160 pp.
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο της Χάννα Άρεντ (1906-1975) ανακαλύψαμε κάποιες πλευρές της που δεν γνωρίζαμε. Σε γενικές γραμμές, γνωρίζουμε την Άρεντ ως γερμανοεβραία διανοουμένη και πολιτική φιλόσοφο. Είναι κυρίως γνωστή χάρη στα σημαντικά έργα της για τον ολοκληρωτισμό, την πολιτική φιλοσοφία, την εβραϊκή της ταυτότητα και την «κοινοτοπία του κακού». Πριν από τρία χρόνια, όμως, εκδόθηκε στα γερμανικά μια συλλογή ποιημάτων της, με τίτλο Ich selbst, auch ich tanze [Κι εγώ, κι εγώ χορεύω]. Η Άρεντ είναι εδώ μια λυρική ποιήτρια, που αφήνει χώρο στα αισθήματα, την αμφισβήτηση και τον σπαραγμό, στοιχεία που σχεδόν δεν υπάρχουν στον φιλοσοφικό της στοχασμό. Από την συλλογή ποιημάτων της μαθαίνουμε, επίσης, για την τόσο περίπλοκη προσωπικότητα αυτής της μεγάλης διανοουμένης.
Αποσύνδεση (Καταστολή)
Μετά το Ολοκαύτωμα, σε αντίθεση με φίλους της που υιοθέτησαν τον σιωνισμό, η ίδια πήρε διαφορετική θέση. Έγραψε για τους πρόσφυγες και την προσφυγιά, αλλά επέλεξε να μην κάνει την σύνδεση με την προσωπική της εμπειρία, την εμπειρία μιας Εβραίας που μετά την άνοδο του Χίτλερ απέδρασε από την Γερμανία. Στο Παρίσι έμαθε εβραϊκά και έκρυψε στο διαμέρισμά της στελέχη της οργάνωσης για την μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Όταν όμως μετανάστευσε στην Αμερική στράφηκε σε πιο διεθνιστική κατεύθυνση.
Θεωρούσε πάντα ότι ήταν Εβραία[1]. Και αυτός είναι ίσως ο λόγος που στην παρατήρηση του Γκέρσον Σόλεμ, ότι δεν έχει σταγόνα Ahavat Israel (αγάπης προς τον λαό του Ισραήλ),[2] απάντησε
... Ποτέ δεν προσποιήθηκα ότι είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι, δεν ένιωσα, όμως, και την τάση να συμπεριφερθώ έτσι... πάντα έβλεπα την εβραϊκή μου ταυτότητα ως ένα πραγματικά αναμφισβήτητο στοιχείο, και ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω κάτι σχετικά με αυτό... δεν μπορείς να με ρωτάς αν έχω αγάπη προς τον λαό του Ισραήλ. …, όπως δεν μπορείς να με ρωτάς αν αγαπώ τον εαυτό μου. Είμαι Εβραία και ποτέ δεν το αρνήθηκα...
Κράτησε, όμως, αποστάσεις από τον ενθουσιασμό που επικρατούσε για το σιωνιστικό όραμα του κράτους: Παραδέχομαι πως πρόκειται για μια θέση που είναι δύσκολο να την αφομοιώσεις, και, κατά κάποιον τρόπο, δεν μπορείς ούτε να την ανεχτείς. Ήταν ένα θύμα του πολέμου που επέζησε, και έβλεπε τα πράγματα απ’ έξω, και ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος της να επιβιώσει.
Αυτή την αποστασιοποίηση της Άρεντ μπορούμε να την δούμε και ως δραστηριοποίηση των αποσυνδετικών μηχανισμών[3], που εμφανίζονται ως αντίδραση στο τραύμα. Ο αποσυνδετικός μηχανισμός[4] δημιουργεί διαχωρισμό ανάμεσα στην σκέψη και το συναίσθημα. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να συνέβη στην Άρεντ και πολλοί από τους επιζώντες δεν μπορούσαν να το υποφέρουν, πράγμα κατανοητό. Δεν μπορώ να κατακρίνω κανέναν Εβραίο επειδή δεν την αποδέχθηκε εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να αφομοιωθούν αυτά τα πράγματα. Η Άρεντ είναι σημαντική διανοουμένη, περίπλοκη και τολμηρή, πλήρωσε όμως μεγάλο τίμημα για τις θέσεις της, που δεν ήταν τότε αποδεκτές.
Η Χάννα Άρεντ γεννήθηκε το 1906 στην πόλη Λίντεν κοντά στο Ανόβερο και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες πολιτικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Εβραία που γεννήθηκε στην Γερμανία, απέδρασε το 1933 στην Γαλλία. Το 1941, όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του, κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Νέα Υόρκη.
Στα νιάτα της ήταν φοιτήτρια και ερωμένη του γερμανού φιλόσοφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, στο Μάρμπουργκ, και έκανε το διδακτορικό της στην Χαϊδελβέργη, υπό την καθοδήγηση του Καρλ Γιάσπερς. Κατά το διάστημα 1929-1937 ήταν παντρεμένη με τον Γκίντερ Στερν, δημοσιογράφο και φιλόσοφο. Αργότερα, έκανε έναν δεύτερο γάμο, με τον Χάινριχ Μπλύχερ, γερμανό ποιητή και φιλόσοφο, πρώην κομμουνιστή με αντισταλινική δράση, τον οποίον συνάντησε στο Παρίσι μετά την απόδρασή της από την Γερμανία. Η Άρεντ ήταν μια διανοούμενη-πρόσφυγας και για πολλά χρόνια παρέμεινε αμφιλεγόμενη. Κατά την διάρκεια της ζωής της απέφυγε να συσχετιστεί με τις διάφορες «σχολές», αρνήθηκε να αυτοχαρακτηριστεί «φιλόσοφος» και ‒όπως αποκαλύφθηκε‒ έγραφε και ποιήματα.
Εβδομήντα ένα ποιήματά της βρέθηκαν μετά τον θάνατό της στο αρχείο της. Ένα μέρος από αυτά ήταν συνδεδεμένα στα φύλλα του ημερολογίου που έγραφε επιμελώς επί είκοσι χρόνια (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970), ενώ άλλα είχαν επισυναφθεί σε επιστολές που έστελνε στους φίλους της και τους αγαπημένους της. Μέχρι σήμερα δεν είναι σαφές αν σκόπευε να τα δημοσιεύσει και να τα εκδώσει ή να τα κρατήσει ως προσωπική πνευματική ιδιοκτησία.
Μέρος από τα ποιήματα που ήταν συνδεδεμένα με τα φύλλα του ημερολογίου της δακτυλογραφήθηκαν ξανά και διορθώθηκαν από την ίδια. Ενδεχομένως σκέφτηκε ότι μια μέρα θα έφταναν σε κάποιο αναγνωστικό κοινό· όσο ζούσε όμως τα φύλαγε για τον εαυτό της. Ακόμα και ο πρώτος της σύζυγος δεν ήξερε, για πολλά χρόνια, ότι έγραφε ποιήματα. Μερικά από τα ποιήματά της είδαν το φως στην βιογραφία της[5] και σε ένα άλλο βιβλίο που συγκεντρώνει μέρος από τις επιστολές της. Μόνο, όμως, το 2015 κυκλοφόρησε ολόκληρη η συλλογή των ποιημάτων της από τον εκδοτικό οίκο Piper.
«Η ποίηση είχε πάντα μεγάλη σημασία στην ζωή μου», είπε η Χάννα Άρεντ, σε τηλεοπτική συνέντευξή της[6] στον Γκίντερ Γκάους, το 1964. Και πράγματι, η Άρεντ διάβαζε ποίηση με ενθουσιασμό, και η επιρροή του Γκαίτε, του Χάινε, του Ρίλκε και του Μπρεχτ είναι εμφανής στο έργο της, καθώς και στα ποιήματά της. Έγραψε, επίσης, για την ποίηση και για κάποιους ποιητές.[7] Η μεγάλη της αγάπη για την ποίηση δεν αποτελούσε μόνο μια πλευρά του έργου της, αλλά ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα λόγια της: Μόνο από τους ποιητές περιμένουμε την αλήθεια, όχι από τους φιλοσόφους, από τους οποίους περιμένουμε την σύλληψη της αληθινής έννοιας.
Η Άρεντ έγραψε τα πρώτα της ποιήματα μεταξύ 17 και 20 χρονών, τα έτη 1923-1926. Ήταν τα χρόνια που σπούδαζε στο Μάρμπουργκ, στο πλευρό του Χάιντεγκερ, με τον οποίο διατηρούσε μυστική ερωτική σχέση. Μετά, για πολλά χρόνια, σταμάτησε να γράφει. Μόνο το 1942 που έφτασε στην Αμερική, αφού απέδρασε από την Γερμανία και έζησε ως πρόσφυγας στο Παρίσι, ξανάρχισε να γράφει ποίηση. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έγραψε ακόμα 50 ποιήματα.
Όλα της τα ποιήματα τα έγραψε στη μητρική της γλώσσα (Muttersprache) και πολλές φορές μίλησε για την γερμανική γλώσσα ως συνέχεια, όπως είπε στη συνέντευξή της το 1964: Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν είναι η γερμανική γλώσσα που τρελάθηκε. Η γλώσσα ήταν γι’ αυτήν σπίτι και πατρίδα (Heimat) μέχρι το τέλος της ζωής της.
Στα πρώιμα ποιήματά της διατηρεί την ομοιοκαταληξία και μια κλασική ποιητική δομή με ρομαντικά στοιχεία, όχι όμως με ερμητικό τρόπο. Στα ποιήματά της για την φύση και τον έρωτα αντανακλάται πολλές φορές το συναίσθημα της απώλειας και του αποχωρισμού. Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι τα έγραψε τόσο νέα, αφού το βλέμμα της στον κόσμο είναι πολύ ώριμο, βαθύ και οδυνηρά νηφάλιο. Τα χρόνια εκείνα, που μόνο λίγοι προέβλεπαν τι επρόκειτο να ακολουθήσει, έγραψε: Δεν υπάρχει λέξη που σκίζει το σκοτάδι / δεν υπάρχει Θεός που σηκώνει το χέρι του / όπου κοιτάξω / στοιβάζεται γη.
Ίσως ο αργός θάνατος του πατέρα της από σύφιλη, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί, να της προκάλεσε την βαθιά εμπειρία της έλλειψης κάποιου προστάτη, και ίσως μια διαρκή αναζήτηση εναλλακτικού πατρικού προτύπου. Ήδη σε ηλικία δεκαεφτά ετών έγραψε ποιήματα για την κόπωσή της και εξέφρασε μια εμπειρία αμβλύνοιας, κατάρρευσης και κάμψης, μέσω της οδυνηρής επίγνωσης για την έλλειψη και την υπαρξιακή ανασφάλεια. Παράλληλα, τα πρώιμα ποιήματά της αντανακλούν την πίστη μιας νέας κοπέλας, ασυγκράτητης στον έρωτα, με δυνατό πόθο για στενή και προσφιλή επαφή, χωρίς τον αρνητικό χαρακτήρα ενός αναμενόμενου αποχωρισμού. Ο έρωτας ανάμεσα στην Χάννα Άρεντ, την ευφυή φοιτήτρια, και τον Χάιντεγκερ, τον δάσκαλο που προκαλούσε θαυμασμό, έλαβε χώρα κατά το διάστημα που εκείνος έγραψε το έργο του Είναι και Χρόνος (Sein und Zeit, 1927). Εκείνος ήταν τριάντα πέντε χρόνων, ένας παντρεμένος οικογενειάρχης, που προσπαθούσε να κρατήσει μυστική την σχέση του με την Άρεντ για να μην βλάψει την μεγάλη σταδιοδρομία του, κι έδειχνε προς τα έξω αυτοσυγκράτηση. Μόνο μετά από πολλά χρόνια τής εξομολογήθηκε ότι από εκείνη δήθεν εμπνεύστηκε αυτό το έργο, ότι εκείνη αποτελούσε το κίνητρο της παθιασμένης σκέψης του. Όπως φαίνεται στα ποιήματά της, η Χάννα Άρεντ ήταν, παρά την νεαρή ηλικία της, πολύ ρεαλίστρια. Η πρόωρη εμπειρία του απαγορευμένου έρωτα συνοδεύτηκε από μεγάλο πόνο και βάσανα, που βρήκαν την έκφρασή τους στα πρώιμα ποιήματά της.
Καλοκαιρινή ώριμη αφθονία / τα χέρια μου θα αφήσω να
αιωρούνται / προς μια σκούρα, βαριά γη, / τα μέλη μου μέχρι
πόνου διαστέλλονται. // Αγροί λυγίζουν, θροΐζουν / το δάσος
χύνεται στα μονοπάτια / όλα προστάζουν σιωπή: / να
ερωτευόμαστε, ενώ υποφέρουμε.
Πέρα από την αγάπη και τον πόνο της, η ποίησή της ασχολείται και με ερωτήματα ταυτότητας και ένταξης, και σε μερικά από τα ποιήματά της σκιαγραφεί την αυτοπροσωπογραφία της. Κάποτε περιγράφει εμπειρίες απενσωμάτωσης και διάλυσης και ακραία αισθήματα αποξένωσης, όπως στο ποίημα «Βυθισμένη στον εαυτό μου»:
Όταν κοιτάζω τα χέρια μου / ‒μέλη ξένα κοντινά μου‒ / στέκομαι
στο πουθενά, / σε κανένα εδώ και τώρα / σε τίποτε αυτονόητο.
Ερωτήματα για την διπλή της ταυτότητα, την εβραϊκή και την γερμανική, συνδέονται με την πρόωρη επίγνωσή της για τους κακούς ανέμους που έπνεαν εκείνα τα χρόνια στην Ευρώπη γενικά, και στην Γερμανία ειδικά: από πάνω μου, η νύχτα / σκορπίζει τρόμο / σαν άγνωστο πουλί / μεγάλο, ζοφερό… Σε ένα από τα πρώιμα ποιήματά της αναφέρεται στις αμφιβολίες της για την θρησκεία: από τον προθάλαμο παρακολουθούν την προσευχή, / και την ιερότητα που δεν καταλαβαίνουν, / με βλέμμα θυμωμένο κάνουν πίσω / και για την χαμένη ζωή θρηνούν.
Σε αυτά τα ποιήματα, ωστόσο, έγραψε και για την γνώση του ονόματος και της καταγωγής ως εσαεί υπαρξιακής έννοιας. Παράλληλα με την απομάκρυνσή της από το εβραϊκό θρησκευτικό Είναι, ήταν πάντα περιστοιχισμένη από φίλους εβραϊκής καταγωγής. Ως επί το πλείστον, έβρισκε μαζί τους μια κοινή γλώσσα και πολλές φορές αναφέρεται στην εμπιστοσύνη που της είχαν σε δύσκολες περιόδους. Στα κείμενά της αλλά και στην ποίησή της περιγράφει την επιθυμία της να ανήκει στους κύκλους των γερμανών διανοούμενων,[8] την απόκρυψη και το προσποιητό χαμόγελο, την επιθυμία της να είναι σαν τους άλλους και, σαν μεταφορά της εβραϊκής καταγωγής της, το αίμα που της έκραζε να φύγει από εκεί. Αυτά τα μοτίβα εμφανίστηκαν στο έργο της πολύ νωρίς, περίπου δέκα χρόνια πριν από την απόδρασή της από την Γερμανία. Στην πρώιμη ποίησή της προφήτεψε τον μελλοντικό αποχωρισμό της από την γενέτειρά της:
... τώρα όμως κράζει το αίμα / που ποτέ δεν το ηρέμησα / με καλεί
σε καράβια, που ποτέ δεν πλοήγησα. / Ξέρω, ξέρω. Ο θάνατος
κρύβεται στην ζωή. // Αφήστε με, ω! μέρες χαμένες, να απλώσω το
χέρι μου σε σας... / Δεν θα χαθώ. Για χάρη σας θα αφήσω πίσω μου
/ αυτό το φύλλο και την φλόγα.
Η μεταφορά του αίματος δεν μπορούσε να μη μου θυμίσει και άλλους εβραίους διανοούμενους, και κυρίως αυτούς που επέλεξαν να αφομοιωθούν μέσα στο κομμουνιστικό είναι και γίγνεσθαι της Σοβιετικής Ένωσης,[9] όπως τους Ιλιά Έρενμπουργκ, Βασίλι Γκρόσμαν, Μαρκ-Μορντεχάι Αντοκόλσκι, Μαργκαρίτα Έλιγκερ, Λεονίντ Περφομάισκι κ.ά. Για να διασαφηνίσει την θέση του στην ρωσική κοινωνία, ο Έρενμπουργκ συνήθιζε να αναφέρεται στα λόγια του πολωνοεβραίου ποιητή Γιούλιαν Τούβιμ, «Εμείς, οι Εβραίοι της Πολωνίας»:
Είμαι Πολωνός γιατί έτσι θέλω, είναι δικό μου ζήτημα, και δεν είμαι αναγκασμένος να δώσω λόγο γι’ αυτό σε κανέναν. Είμαι Πολωνός επειδή γεννήθηκα στην Πολωνία, εκεί μεγάλωσα, γεύτηκα για πρώτη φορά την ευτυχία και την θλίψη, καθώς και επειδή από τον τόπο της αποδημίας μου λαχταρώ να επιστρέψω στην Πολωνία με κάθε τρόπο, και ας είναι η ζωή μου αλλού γλυκιά σαν μέλι... Είμαι Πολωνός, γιατί την πρώτη μου ερωτική εξομολόγηση την έκανα σε τρεμουλιαστά πολωνικά, στα οποία μουρμούρισα κάτι για ευτυχία και τρικυμία ψυχής που πάνε με την αγάπη, και ακόμα: είμαι Πολωνός επειδή η λεύκη και η ιτιά είναι πιο κοντά στην καρδιά μου από το κυπαρίσσι και την φοινικιά, γιατί ο Μιτσκιέβιτς[10] και ο Σοπέν μού είναι πιο αγαπητοί από τον Σαίξπηρ και τον Μπετόβεν…Θα πουν, αν είσαι Πολωνός, γιατί έγραψες “Είμαστε Εβραίοι”; Σε αυτό θα απαντήσω: λόγω του αίματος. ‒ Δηλαδή, του ρατσισμού; Όχι, καθόλου, όχι ρατσισμός, το αντίθετο, δυο είδη αίματος έχει ο κόσμος: αυτό που ρέει στις φλέβες κι αυτό που ρέει από τις φλέβες προς τα έξω.[11]
Και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να μη γράψω δυο στίχους από ένα από τα πιο δυνατά ποιήματα που διάβασα στη ζωή μου. Αυτό του Ιλιά Έρενμπουργκ:
Καταδιωγμένοι καθώς κοιμούνται και η γη δεν τους θέλει. Και πάλι ξύπνησε ο πόνος μου, ο παμπάλαιος πόνος μου, την μητέρα μου την έλεγαν Χάννα.[12]
Και πράγματι, η Χάννα Άρεντ μάντεψε τους ανέμους του πολέμου που έρχονταν, τον κίνδυνο του θανάτου, την Ευρώπη που φλεγόταν, τρώγοντας τις σάρκες της. Από το 1926 μέχρι το 1942, που ασχολούνταν με την επιβίωσή της, και κυρίως τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της φυγής, τότε που έγινε πρόσφυγας με τη θέλησή της, δεν έγραψε ποιήματα. Το 1933, μετά την σύλληψή της από την Γκεστάπο λόγω της δραστηριότητάς της υπέρ μιας σιωνιστικής οργάνωσης (έκρυβε Εβραίους πρόσφυγες στο διαμέρισμά της στο Βερολίνο), κατάφερε να διαφύγει στην Γαλλία. Στο Παρίσι δραστηριοποιήθηκε με την μετανάστευση νέων στην υπό βρετανική Εντολή Παλαιστίνη. Αυτή την περίοδο ξαναπλησίασε τις εβραϊκές της ρίζες και έμαθε εβραϊκά, όπως έγραψε: «για να γνωρίσω τον λαό μου». Ο γάμος της με τον πρώτο της σύζυγο διαλύθηκε και συνάντησε τον Χάινριχ Μπλύχερ, που επρόκειτο να γίνει ο δεύτερος σύζυγός της. Το 1940 στάλθηκαν και οι δυο σε στρατόπεδο εγκλεισμού στην νότια Γαλλία, από το οποίο απέδρασαν, και το 1941 έφτασαν στην Νέα Υόρκη ως πρόσφυγες, σε κατάσταση εξαθλίωσης. Είχε απαρνηθεί την γερμανική υπηκοότητα από το 1937.
Μόνο όταν έφτασε σε ασφαλές λιμάνι, μετά από χρόνια περιπλανήσεων, η Χάννα Άρεντ επανήλθε στη συγγραφή ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα που έγραψε το αφιέρωσε στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, που ήταν γι’ αυτήν αδελφή ψυχή κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παρίσι. Τα περισσότερα ποιήματα που γράφτηκαν αυτή την όψιμη περίοδο δεν έχουν ομοιοκαταληξία και οι ρυθμοί τους αντανακλούν μια εμπειρία κρίσης, ξενιτιάς και προσωρινότητας. Μεταξύ άλλων, έγραψε για «ερείπια» και «κατεστραμμένους δρόμους», για «βουλιαγμένες γέφυρες» και για «αβύσσους και ουράνιους θόλους», καθώς και για την έλλειψη συνοδού στην ζωή της: άνθρωποι χωρίς σκιά / βραχίονες χωρίς χέρι. Πολλές φορές περιέγραψε τον εαυτό της σαν άνθρωπο που μετακινείται από ακτή σε ακτή, από κόσμο σε κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, της άρεσε πάντα να γράφει για τον έρωτα – «... Έτσι καίγεται η καρδιά μου και φλέγεται και δεν φωτίζει.» Όχι σαν παρηγοριά ή άμυνα μπροστά στην μοναξιά ή τον θάνατο, αλλά σαν ζωτική πρωτόπλαστη δύναμη που έμεινε μέσα της ακέραιη.
Γενικεύοντας, θα λέγαμε ότι η Χάννα Άρεντ έζησε την ποίηση ως «τόπο» και όχι ως «καταφύγιο». Όταν έγραφε για την αγάπη που έγινε «στίγμα, όχι ουλή», μπορεί να εννοούσε τις περίπλοκες σχέσεις της με τον Χάιντεγκερ και το σημάδι του Κάιν που της κόλλησε και προκάλεσε τον στιγματισμό της, ακόμα και τον αφορισμό της από διάφορους χώρους. Είναι φανερό ότι η τραχιά προσωπικότητά της, οι κριτικές και επίμονες θέσεις της, και κυρίως το αμφιλεγόμενο βιβλίο της για την δίκη του Άιχμαν,[13] δεν την βοήθησαν. Η επιλογή της να εφιστά πάντα την προσοχή ή να είναι προφήτης οργής, να είναι ένας άνθρωπος που από την δική του οπτική γωνία βλέπει τον πιο περίπλοκο ορίζοντα και τις αντιθέσεις του, έγινε αιτία να πληρώσει ακριβό τίμημα μοναξιάς. Φαίνεται όμως ότι η προσωπικότητά της και οι θέσεις της ήταν πολύ πιο περίπλοκες από όσο νομίζουμε. Η έκθεσή της σε συναισθήματα και διάφορες περιοχές της ψυχής, που αποκαλύπτεται σε όποιον διαβάσει τα ποιήματά της, εμβαθύνει στην κατανόηση της συναρπαστικής μορφής της, ακόμα και στην αναγνώριση της σημασίας να είναι ο φύλακας όλων μας.
Νηφάλιος-υπερφυσικός, υπερφυσικός-νηφάλιος / αυτός είναι ο δρόμος, δεν υπάρχει άλλος: / γι’ αυτό είναι διστακτική η γνώση σου / κι ο δισταγμός σου ‒ φυλάει την πύλη του.
Προς το τέλος του βιβλίου συνάντησα το ποίημα «Ο θάνατος του Έριχ Νόιμαν», ένα ποίημα που με συγκίνησε πολύ και σε προσωπικό επίπεδο:
Τι έμεινε από σένα; / όχι περισσότερο από ένα χέρι, / όχι περισσότερο από τα απλωμένα τρεμάμενα χέρια σου, / που κρατιούνται και κλείνουν λέγοντας έναν χαιρετισμό. // Το σφίξιμό σου άφησε στο χέρι μου / άσβεστα ίχνη, / σε νοιώθω ακόμα / ενώ το στόμα σου και τα μάτια σου σκόνταψαν.
Ο Έριχ Νόιμαν ήταν ο κατεξοχήν μαθητής του Γιουνγκ. Και η συγκίνηση προέρχεται από το γεγονός ότι ο φιλοσοφικός και πνευματικός στοχασμός του μου άφησε κι εμένα άσβεστα ίχνη. Είναι ενδιαφέρον να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον στοχασμό του Νόιμαν και την ψυχική ένταση της Άρεντ, για την οποίαν μιλήσαμε παραπάνω. Μια από τις σημαντικές προσφορές του Νόιμαν στην θεωρία του Γιουνγκ είναι η ανάπτυξη του όρου centroversion,[14] που αναφέρεται στους ειδικούς τρόπους στους οποίους επικεντρώνεται το βιο-ψυχικό σύστημα στον δρόμο για την ολότητα. Σε ένα από τα βιβλία του[15] ο Νόιμαν πραγματεύεται τις σκέψεις με τις οποίες ασχολείται η Χάννα Άρεντ στο βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Όπως η Άρεντ έτσι και ο Νόιμαν βλέπει την ταύτιση του ανθρώπου με τις αξίες της κοινωνίας στην οποία ζει ‒όποιες κι αν είναι αυτές– ως κατάλληλο χώρο για την κυριαρχία του συλλογικού ασυνείδητου και του ξεσπάσματος του κακού: Η πραγματικότητα του κακού που ξεσπάει και κυριαρχεί στο μεμονωμένο άτομο βλασταίνει όχι μόνο από την ατομική πραγματικότητα, αλλά είναι και η ιδιαίτερη ενσάρκωση μιας συλλογικής κατάστασης. Αυτές ακριβώς τις διαδικασίες η Χάννα Άρεντ αποκαλεί «κοινοτοπία του κακού». Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της «νέας ηθικής», ο άνθρωπος υποχρεώνεται να αναπτύξει την συνείδησή του ατομικά, ξεχωριστά από την συλλογική συνείδηση. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να εμβαθύνει και να ερευνήσει την εσωτερικότητά του και γενικά τις ρίζες του καλού και του κακού που βρίσκονται μέσα του: Καλό είναι να γνωρίζεις το κακό στον εαυτό σου. Αν είσαι πέραν του δέοντος καλός, δηλαδή αν αποζητάς να ξεπεράσεις τα όρια του καλού και δυνατού που πραγματικά υπάρχει μέσα σου, αυτό είναι κακό. Αυτή η πλήρης επίγνωση του εσωτερικού διχασμού και η αποφυγή επίρριψης του κακού στον πλησίον (πολλές φορές στον «εχθρό») οδηγούν στην ανάπτυξη συνειδησιακής επαφής με ψυχικούς χώρους που εκτείνονται πέρα από κάθε διχασμό. Δεν ξέρω ποιες ήταν οι σχέσεις Νόιμαν - Άρεντ, και κατά πόσον υπήρξε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, όμως η ομοιότητα ανάμεσα στον συλλογισμό του Νόιμαν και στον συλλογισμό της Άρεντ αφύπνισε μέσα μου μεγάλο ενδιαφέρον.
Το σπάσιμο της ομοιοκαταληξίας
Η συλλογή Κι εγώ, κι εγώ χορεύω περιέχει ποιήματα από δύο περιόδους της ζωής της Άρεντ: την δεκαετία του 1920, όταν ήταν φοιτήτρια 17-18 χρόνων, και την δεκαετία του 1940, όταν ήταν πλέον διάσημη και ζούσε στην Αμερική.
Η Χάννα Άρεντ δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Από τα γραπτά της συνάγεται ότι ήταν γυναίκα τραχιά, ίσως δύστροπη, θετική και διεκδικητική, ενώ τα ποιήματά της αποκαλύπτουν μια άλλη πλευρά της προσωπικότητάς της: ευαισθησία, θλίψη, αδυναμία. Ανοίγει ένα παράθυρο προς άλλους χώρους, που ως πολιτική φιλόσοφος και απόλυτη διανοούμενη δεν αποκάλυψε. Αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίον ζει την προσφυγιά. Περιγράφει πώς από την στιγμή που γίνεσαι πρόσφυγας διωγμένος από την χώρα σου, ποτέ δεν θα βρίσκεσαι, έστω για λίγο, «σε κανένα Εδώ». Παρότι στην Αμερική βρήκε δημόσια αναγνώριση, καθώς και εργασία, στα ποιήματά της επιτρέπει στον εαυτό της να φτάσει σε μια πολύ βαθιά έλλειψη δυνατότητας να αποφανθεί.
Ένα άλλο θέμα είναι ο ρυθμός της ποίησής της. Η Άρεντ ήταν μια μορφωμένη γυναίκα, που είχε διαβάσει πολύ φιλοσοφία και ποίηση. Στα πρώτα της ποιήματα προσπάθησε να κρατήσει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, καθώς και να χρησιμοποιήσει εξεζητημένη γλώσσα. Τα ποιήματά της ήταν δουλεμένα, δεν ήταν μια κραυγή που έβγαινε έξω με τρόπο ανειλικρινή.
Μετά το Ολοκαύτωμα παραιτήθηκε από αυτή τη γραφή, πράγμα που συνέβη και σε άλλες γερμανοεβραίες ποιήτριες. Ένιωσε φαίνεται ότι η ομοιοκαταληξία έσπασε, πως δεν γινόταν πια να συνεχίσει να γράφει με τον ίδιο τρόπο όπως πριν από τον πόλεμο. Η Γερμανία πριν από το Ολοκαύτωμα ήταν ένας τεράστιος τόπος κουλτούρας και πνεύματος, μετά όμως όλα στιγματίστηκαν και επιβαρύνθηκαν. Το ερώτημα είναι πώς μπορούσε να συνεχίσει να γράφει στα γερμανικά, μετά το Ολοκαύτωμα; Η παραίτησή της από την ομοιοκαταληξία δίνει, ίσως, ένα είδος απάντησης σε αυτό το ερώτημα.
Γιατί δεν δημοσίευσε τα ποιήματά της
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι δύσκολη. Στην Χάννα Άρεντ δεν άρεσε να δίνει στον εαυτό της τίτλους που δεν μπορούσε να τους υποστηρίξει απολύτως. Ποτέ δεν συμφώνησε να την χαρακτηρίσουν φιλόσοφο. Ενδεχομένως να μην θεωρούσε τον εαυτό της ποιήτρια. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι επιμελήθηκε η ίδια τα ποιήματά της (και βρίσκουμε τα πρόχειρα των ποιημάτων εντελώς τακτοποιημένα), μπορεί να σημαίνει ότι της πέρασε από το μυαλό ότι κάποια στιγμή θα δημοσιεύονταν, από την ίδια ή μετά θάνατον. Μπορεί κιόλας να ήξερε την εικόνα που είχε δημιουργήσει με το έργο της και δεν ήθελε να αλλάξει αυτό το στερεότυπο, όσο βρισκόταν στην ζωή.
Και τελειώνω με το μυστικιστικό ποίημα της Χάννα Άρεντ «Η θεωρία των χρωμάτων του Γκαίτε», το οποίο πέρα από τον διχασμό, ασχολείται με την εμπειρία της ένωσης των αντιθέτων, που οδηγεί στην εμπειρία της ένωσης με τον κόσμο και το σύμπαν:
[59]
Η θεωρία των χρωμάτων του Γκαίτε
Σήμερα είναι κίτρινο...
την νύχτα μπλε.
Ο κόσμος κείτεται στο πράσινο...
Το φως και το σκοτάδι παντρεύονται
στην σκοτεινιά, με λαμπεράδα,
το χρώμα ανακαλύπτει το σύμπαν
χρώματα ξεχωρίζουν το κάθε τι από το κάθε τι.
Όταν ο ήλιος και η βροχή
κουράζονται από την φιλονικία των σύννεφων
το βρεγμένο και το στεγνό ακόμα ενώνονται
στον γάμο των χρωμάτων,
‒ το σκούρο λάμπει σαν το φωτεινό
αψιδωτό ανατέλλει από πάνω
το μάτι μας, το σύμπαν...
Ευχαριστώ πολύ την Καρίνα Λάμψα για τις παρατηρήσεις της και την Ραχήλ Φλωρεντίν για τη συζήτηση σχετικά με ορισμένους ψυχολογικούς όρους.
Εννιά ποιήματα
Η Χάννα Άρεντ έγραψε τα παρακάτω ποιήματα τον χειμώνα του 1923-24, όταν ήταν μόνο δεκαεφτά ετών, νεαρή φοιτήτρια στο Μάρμπουργκ και μαθήτρια του Χάιντεγκερ. Συγκαταλέγονται στα πρώιμα ποιήματά της (1923-26).
Δεν υπάρχει λέξη που σκίζει το σκοτάδι
Δεν υπάρχει λέξη που σκίζει το σκοτάδι
δεν υπάρχει Θεός που σηκώνει το χέρι του
όπου κοιτάξω,
στοιβάζεται γη.
Δεν υπάρχει σχήμα που ξετυλίγεται μόνο του
δεν υπάρχει σκιά που αιωρείται.
Και ακόμα ακούω:
πολύ αργά, πολύ αργά.
Όνειρο
Πόδια αιωρούνται με αξιολύπητη λάμψη,
κι εγώ,
κι εγώ χορεύω,
απαλλάσσομαι από βάρος
στο κενό, στο σκοτάδι.
Κενά συμπιεσμένα από το παρελθόν,
διαστήματα που χάθηκαν
χαμένες στιγμές μοναξιάς,
αρχίζω να χορεύω,
να χορεύω.
Κι εγώ,
κι εγώ χορεύω
με τόλμη ειρωνική
δεν ξέχασα τίποτα
γνωρίζω τι είναι άδειο
γνωρίζω τι είναι βάρος
εγώ χορεύω, εγώ χορεύω.
Με λάμψη προσποιητή.
Το παρακάτω ποίημα γράφτηκε το 1942, μετά την άφιξη της Χάννα Άρεντ στην Αμερική, και είναι αφιερωμένο στον στενό της φίλο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που αυτοκτόνησε το 1940. Είναι το πρώτο ποίημα που έγραψε μετά το 1926, μετά από πολλά χρόνια σιωπής. Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε πει ότι σκέφτεται σαν ποιητής και ότι η μεταφορά είναι γι’ αυτόν το μεγαλύτερο δώρο της γλώσσας.
[22] Β.ΜΠ. (Βάλτερ Μπένγιαμιν)
Πάλι πλησιάζουν τα σούρουπα,
Η νύχτα φυλλοβολεί από τα άστρα,
με απλωμένα τα μέλη ξαπλώνουμε
κοντινά, μακρινά.
Μέσα από τα σκοτάδια παίζουν
μικρές μελωδίες, απαλές.
Να τις ακούσουμε και να χαλαρώσουμε,
τον θάνατο τελικά να σώσουμε.
Φωνές μακρινές, θλίψη κοντινή:
είναι οι φωνές των νεκρών
που στείλαμε σαν αποστόλους
να μας οδηγήσουν σε γαλήνιο ύπνο.
[10] Δεν είναι ευτυχία
Δεν είναι ευτυχία,
όπως νομίζουν,
ικετεύουν, κλαίνε,
και προχωρούν στα ιερά
από τον προθάλαμο παρακολουθούν την προσευχή
και την ιερότητα που δεν καταλαβαίνουν
με βλέμμα θυμωμένο κάνουν πίσω
και για την χαμένη ζωή θρηνούν.
Τι είναι ευτυχία,
για τον άνθρωπο που έχει κάνει ειρήνη με τον εαυτό του;
Όταν το πόδι του πατάει
μόνο εκεί που προορίζεται γι αυτόν.
Γι’ αυτόν η γνώση του εαυτού του είναι όριο και δικαίωμα
Γι’ αυτόν η γνώση του ονόματός του είναι σημάδι εσαεί.
[7] Αποχωρισμός
Αφήστε με, ω μέρες χαμένες, να απλώσω το χέρι μου σε σας.
Δεν υπάρχει διαφυγή στο κενό και από μένα δεν θα
αποδράσετε μέσω του χρόνου.
Ξένα σημάδια παθιασμένου ανέμου με περιτριγυρίζουν,
δεν θέλω να το σκάσω στο κενό, σε καιρούς που άργησαν να
’ρθουν.
Αχ, γνωρίσατε το χαμόγελο με το οποίο δόθηκα.
Ξέρετε πόσα στην σιωπή μου έκρυψα
για να ξαπλώσω δίπλα σας στο λιβάδι.
Τώρα όμως κραυγάζει το αίμα, που ποτέ δεν το ηρέμησα
με καλεί σε καράβια, που ποτέ δεν πλοήγησα.
Ξέρω, ξέρω, ο θάνατος κρύβεται στην ζωή.
Αφήστε με, ω! μέρες χαμένες, να απλώσω το χέρι μου σε εσάς.
Δεν θα χαθώ. Για χάρη σας θα αφήσω πίσω μου
αυτό το φύλλο και την φλόγα.
[38]
Ι
Η απόσταση, χωρίς μέτρο, μόνο
όταν προσπαθούμε να μετρήσουμε
αυτό που η καρδιά μας σκοπεύει να καταλάβει.
Το βάθος, χωρίς μέτρο, μόνο
όταν μετρούμε το πέσιμό μας
μέχρι τον πυθμένα.
Το ύψος, χωρίς μέτρο, μόνο
όταν προσπαθούμε να αποστρέψουμε το βλέμμα
από μια φλόγα που ανεβαίνει στον ουρανό.
Ο θάνατος αναπόφευκτος, μόνο
όταν από τέρψη για το μέλλον
δεν ζούμε ούτε μια καθαρή στιγμή του Είναι.
ΙΙ
Έλα να μείνεις
στην λοξή, σκοτεινή σοφίτα της καρδιάς μου,
και οι μακρινοί τοίχοι θα γίνουν δωμάτιο.
Έλα και βούλιαξε
στα πολύχρωμα βάθη του ύπνου μου,
που νιώθει δέος για την απότομη πλαγιά του κόσμου μας.
Έλα και πέτα
στις μακρινές, συνεστραμμένες επιθυμίες μου,
ώστε η φωτιά να γίνει λαμπερή φλόγα.
Στάσου και μείνε.
Περίμενε, ο ερχομός να συμβεί
μέσα από την απόβαση μιας στιγμής.
[43]
Και δεν υπάρχει γνώση
για εκείνες τις μέρες
που έφαγαν τον εαυτό τους
στην φλόγα
και μας έβλαψαν:
Η πληγή της ευτυχίας
έγινε στίγμα, όχι ουλή.
Γι’ αυτό δεν υπήρχε γνώση
Αν τα λόγια σου
δεν την απαθανάτιζαν:
η λέξη της ποίησης είναι
τόπος, όχι διαφυγή.
[62]
Τέτοια είναι η καρδιά μου:
σαν μια κόκκινη φέτα
φεγγαριού, τυλιγμένη με σύννεφα-δακρύων
που χρειάζεται την νύχτα για να σβήσει τον εαυτό της
σε ήσυχη φλόγα
σαν ζεστή σπίθα κούτσουρου
που καίει σε σβησμένο τζάκι, στο σκοτάδι ‒
έτσι καίει η καρδιά μου και φλέγεται και δεν φωτίζει.
Και όταν ξεπροβάλλει το απαλό ξημέρωμα
και τα πράγματα φορούν μορφή και σχήμα,
και τίποτα δεν φαγώθηκε στην φλόγα της νύχτας,
συμμετέχουν τα πράγματα, πλήρη κι ωραία,
στα παιχνίδια φωτός κι αέρος, ήχου και βροχής,
τότε η καρδιά μου κρεμάμενη σαν χλομό δρεπανοφέγγαρο
αόρατο, ανείδωτο και ανέγγιχτο
πάνω σε ουράνιο ανοιχτόχρωμο θόλο.
[63]
Η πληγή της ευτυχίας
είναι στίγμα, όχι ουλή.
Αυτά διακηρύσσουν μόνο
οι λέξεις του ποιητή.
Μια διήγηση που έγινε ποίημα
είναι τόπος, όχι διαφυγή.
[1] Hannah Arendt, Gershom Scholem, Der Briefwechsel, Herausgegeben von Luise Knott Unter Mitarbeit von David Heredia, Jüdischer Verlag im Suhrkamp Verlag, Βερολίνο 2010, επιστολή 133.
Hannah Arendt and Gershom Scholem, Edited by Marie Luise Knott, Translated by Anthony David, 336 pages, 2017. Βλ. κ. Gershom Scholem - Hannah Arendt, Δύο επιστολές για την ρηχότητα του κακού, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Άγρα 2017.
[2] Ό.π., επιστολή 132. Στην επιστολή του, ο Σόλεμ γράφει αυτό τον εβραϊκό όρο με λατινικούς χαρακτήρες. Προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτόν τον δύσκολο όρο και να στηρίξει πάνω σ’ αυτόν την σκληρότητα της Άρεντ προς κάθε τι που αφορά τους Εβραίους, και να την ταυτίσει με την πλειοψηφία των Γερμανών διανοούμενων που προήλθαν από την γερμανική αριστερά.
[3] Dissociation (αποσύνδεση ή διάσχιση). Ψυχική διεργασία κατά την οποία το άτομο αποκόπτεται από την πραγματικότητα, τις σκέψεις, τις μνήμες και τα συναισθήματά του.
[4] Ο Φρόιντ αντικατέστησε τον όρο dissociation, που χρησιμοποιούσαν οι Γάλλοι ψυχοπαθολόγοι, με τον όρο repression (καταστολή), που η βασική διαφορά του από τον πρώτο είναι η δυναμικότητά του και η επεξηγηματική του δυνατότητα.
[5] Elisabeth Young-Bruehl, Hannah Arendt: For Love of the World, Yale University Press, 1977, 22004.
[6] Hannah Arendt in Conversation with Günter Gaus, Jerusalem Cinemathèque, Israel Film Archive.
[7] Αλέξανδρος Κεσίσογλου, «Ποίηση και Ποιητική από την Χάννα Άρεντ», The Athens Review οf Books, τεύχος 84, Μάιος 2017. Hannah Arendt, “Bertolt Brecht, 1888-1956”, in Men in Dark Times, Harcourt, Brace and World, Νέα Υόρκη 1968.
[8] Ενδεχομένως ο Γκέρσομ Σόλεμ, στις διάσημες επιστολές που δημοσιεύτηκαν και στα ελληνικά, να είδε πράγματα που η ίδια αρνήθηκε να παραδεχτεί, όπως όταν απάντησε στην επιστολή του σχετικά με την ένταξή της στην γερμανική διανόηση.
[9] Αφομοιωμένοι Εβραίοι θεωρούνται όλοι εκείνοι που τείνουν να αποκοπούν πλήρως ή μερικώς από τον εβραϊσμό τους, όμως είναι ακόμα γερά δεμένοι με αυτόν.
[10] Άνταμ Μιτσκιέβιτς (1798-1855), εθνικός ποιητής της Πολωνίας. Ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά αναστήματα που αντιπροσωπεύουν την ρομαντική εποχή του 19ου αι. της Πολωνίας και ένας από τους διανοούμενους που αφύπνισαν τον πολωνικό εθνικισμό.
[11] Ιλιά Έρενμπουργκ, Άνθρωποι, Χρόνια, ζωή, Νεφέλη.
[12] Ilya Erenburg, Sobranie sochinenii, Vol. 3, p. 435.
[13] Χάνα Άρεντ, Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Νησίδες, 2009.
[14] Σύνθεση εξωστρέφειας και εσωστρέφειας.
[15] Erich Neumann, Depth Psychology and a New Ethic. Shambhala, Reprint edition (1990).