Στη σημερινή Ελλάδα ο τίτλος θα έπρεπε να περιέχει και το όνειδος να είναι κανείς (υψηλόβαθμος) πολιτικός, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Οι πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να είναι καχύποπτοι και δύσπιστοι. Η εξουσία όμως έχει πάντα τον τρόπο να υπερβαίνει τέτοιες λεπτομέρειες και να ισοπεδώνει τακτικά τόσο την ηθική όσο και τη λογική. Έτσι ο Υπουργός (και μάλιστα των Εξωτερικών), αφού πέρασε πολλούς Ρουβίκωνες (σταλινισμού, σοσιαλισμού, εθνοπατριωτισμού και, πρωτίστως, επωφελούς ρεαλισμού), έκρινε ότι η θιγείσα τιμή του θα αποκατασταθεί εάν καταδιώξει απηνώς την Athens Review of Books, ένα περιοδικό γνώμης και κριτικής που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στη λογοτεχνία, την τέχνη, την επιστήμη και την κοινωνία.
Καθόλου δεν εταράχθη ο Υπουργός που πλήθος ανθρώπων του πνεύματος, της πολιτικής, της επιστήμης και του δημοσίου βίου αντέδρασαν, και ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αρθρογράφησαν, εντόνως για το εμμανές τόλμημά του. Καθόλου επίσης δεν τον προβλημάτισε το γεγονός ότι η αντίδραση δεν είχε κομματικό χρώμα ή ότι σε αυτή συμμετείχαν άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς τρόπους σκέψης και πολιτικής συμπεριφοράς, ακόμη περισσότερο: που διαφωνούν μεταξύ τους. Αυτός επιβλέπει τα πάντα με ολύμπια αταραξία. Περί άλλων τυρβάζει. Τον απασχολεί η διπλωματία του μεγαφώνου. Την ασήμαντη υπόθεση του στραγγαλισμού της ελευθεροτυπίας την ανέθεσε στους κληρονόμους του κοσκωτικού άγους.
Και η Δικαιοσύνη; Αφού δίκασε και καταδίκασε. Δεν πρέπει να την σεβόμαστε; Γιατί εδώ κάνουμε εξαίρεση; Δεν πρόκειται για κατάφωρη υποκρισία να καταδικάζουμε τον Υπουργό, τον οποίο «δικαίωσε» η Δικαιοσύνη; Προσοχή αναγνώστη: είπαμε ότι σεβόμαστε τους θεσμούς και τους υπερασπιζόμαστε έναντι της πολιτικής εξουσίας που επιχειρεί να τους χειραγωγήσει, δεν είπαμε ότι απεμπολούμε το συνταγματικό δικαίωμα να κρίνουμε τους κρίνοντες. Και μάλιστα σε μια χώρα όπου οι θεσμοί έχουν υποστεί ολική διάβρωση. Από όσα έχουν γίνει γνωστά για την κρίση των δικαστών στη συγκεκριμένη περίπτωση (μαζί με άλλα πολλά περί Δικαστών και Δικαιοσύνης που βυθίζουν τους νομοταγείς σε απελπισία) έχει κανείς δύο επιλογές οι οποίες, στο τέλος, συγκλίνουν: να καγχάσει και να οργιστεί.
Ολόκληρη βιομηχανία αγωγών έχει στηθεί στην Ελλάδα, ένας πέλεκυς που πίπτει επί δικαίων και αδίκων. Αγωγή σημαίνει ότι δεν θέλω να μπεις φυλακή (προφανώς αυτό θεωρείται ευεργέτημα) αλλά να σε εξοντώσω οικονομικά και, συνεκδοχικώς, υπαρξιακά. Μέγας πειρασμός για τον πολιτικό. Αφού έχει διασφαλίσει τα νώτα του, με κάθε μορφή ασυλίας, απαλλαγής και παραγραφής, στοχεύει στον «αντίπαλο», στον πολίτη που του ασκεί κριτική.
Μα είναι επιλήψιμο να αποκαλέσεις κάποιον πολιτικό «γκαουλάιτερ του σταλινισμού»; Σε αυτό το ερώτημα έδωσε μια διεξοδική απάντηση ο Δημήτρης Ψαρράς με το άρθρο του «Οι πολιτικοί “γκαουλάιτερ” της Δικαιοσύνης» (ΕφΣυν, 19.7.2017). Εξάλλου είναι μέσα στα πλαίσια της επιτρεπτής ρητορικής για δημόσια πρόσωπα τα οποία έχουν πει, γράψει και κάνει πολύ χειρότερα. Να όμως που έσταξε η ουρά του γαϊδάρου και αυτό συγκίνησε τη Δικαιοσύνη, οπότε έδωσε στον Ν. Κοτζιά, τον Υπουργό, την ικανοποίηση ότι όποιος τολμήσει να τον σχολιάσει, πόσο μάλλον να τον κρίνει αυστηρά, όπως είθισται στις κανονικές δημοκρατίες, θα τιμωρηθεί έως εξοντώσεως.
Υπό αυτές τις συνθήκες: ποιος πολίτης μπορεί να γράψει εναντίον πολιτικών χωρίς την επικουρία δικηγόρου; Αψηφώντας την τρομοκρατία που τον καταδικάζει σε ψυχοφθόρα αυτολογοκρισία; Αυτό όμως είναι το τέλος της ελευθερίας της γνώμης. Πώς να γράψεις με τη δαμόκλειο σπάθη να αγγίζει τον σβέρκο σου, ως υποψήφιο θύμα σπαθάριων που κρύβονται στο απυρόβλητο και δεν φοβούνται να κατηγορηθούν για θρασύδειλη κακία;
Δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς, τι θα είχε υποστεί στην Ελλάδα αν χαρακτήριζε κάποιον πολιτικό με τα λόγια βρετανού δημοσιογράφου ως «άνθρωπο με τεράστιες προσωπικές ορέξεις, καβγατζή, παραβάτη όλων των κανόνων, φιγούρα με ζωτικότητα χαρακτήρα από καρτούν, παράφρονα με ανοιακή γοητεία». Ακόμη χειρότερα: αν έγραφε αυτό που έγραψε ο αρθρογράφος του London Review of Books για τον Εγγλέζο Υπουργό Εξωτερικών: «Υπάρχει μια γερμανική λέξη γι’ ανθρώπους όπως ο Μπόρις Τζόνσον: Backpfeifengesicht. Σημαίνει “ένα πρόσωπο που του χρειάζεται μια γροθιά”». Θα εσείετο η δημοκρατική ευαισθησία των ρινόκερων. Θα μιλούσαν για «παρακίνηση σε βιαιοπραγία», «για εκδήλωση βαρβαρότητας», για «υπονόμευση των θεσμών» και άλλα τέτοια ευτράπελα. Κάπου στη γωνία θα περίμενε και η Δικαιοσύνη για να πράξει τα δέοντα. Κάτι σαν να θέλει να κάνει ίσιες τις μπανάνες.
Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αν ο Υπουργός δεν αντιμετώπιζε την καταδίωξη ενός περιοδικού όπως η Athens Review of Books ως προσωπική βεντέτα, δίνοντας και το ανάλογο παράδειγμα στους καθημαγμένους πολίτες, αν οι δικαστές έτρεμαν τη γελοιοποίηση και όχι την πολιτική εξουσία, θα μπορούσε κανείς να αναφωνήσει: Plaudite cives, plaudite amici, finita est comoedia (Χειροκροτήστε πολίτες, χειροκροτήστε φίλοι, η κωμωδία τελείωσε).
Δυστυχώς όμως η κωμωδία συνεχίζεται…
Ο κ. Δημήτρης Δημηρούλης είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου.