Για την Έφη Καλλιφατίδη (1954-2018), την πολύ καλή, σχεδόν εμβληματική μεταφράστρια των τριών τελευταίων δεκαετιών, ειπώθηκαν (ευτυχώς) αρκετά, και θα ειπωθούν κι άλλα. Δεν είναι κάτι συνηθισμένο για μεταφραστές. Ενώ στην πραγματικότητα είναι «συνδημιουργοί», καθώς μεσολαβούν δημιουργικότατα για τη μεταφορά γραπτών από τη μία γλώσσα στην άλλη, θεωρούνται μάλλον αναλώσιμοι διερμηνείς, τεχνικοί, μόλις 2-3 σκαλοπάτια πάνω από τους άλλους απαραίτητους συντελεστές των εκδόσεων, τους επιμελητές και τους διορθωτές.
Όμως αυτή η έτσι κι αλλιώς κάπως μελαγχολική μεταθανάτια δημοσιότητα γύρω από την Έφη Καλλιφατίδη δεν οφείλεται μόνο στο ότι συνδέθηκε εξαρχής με τον Ουμπέρτο Έκο, έκανε όνομα και μετέφρασε πάνω από εκατό βιβλία. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην προσωπικότητά της.
Εγώ, σαν συνεργάτης και φίλος της πολλά χρόνια, θα ήθελα να γράψω δυο λόγια για όσα ωραία ήταν κι όσα ωραία έκανε. Ένα μικρό πορτρέτο της. Γνωριστήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, στον σπουδαίο τότε εκδοτικό οίκο «Γνώση». Η Έφη Καλλιφατίδη, με σπουδές στην Αρχιτεκτονική και με ιταλικά που η ίδια δεν δίσταζε να λέει πως «τα έμαθε στο δρόμο», βρίσκεται να μεταφράζει το φαινόμενο Ουμπέρτο Έκο. Βιβλία βουνά – από κάθε άποψη. Συνεργαστήκαμε από την πρώτη στιγμή. Πρώτο βιβλίο: Το όνομα του ρόδου (1985).
Πρωτόγνωρα πράγματα για όλους μας. Ο καθηγητής Σημειωτικής, δοκιμιογράφος και φιλόσοφος Ουμπέρτο Έκο γράφει αυτό το μυθιστόρημα και αναδεικνύεται σε σούπερ σταρ. Οι προσδοκίες από την έκδοση του βιβλίου στην Ελλάδα, μεγάλες. Και ικανοποιήθηκαν με το παραπάνω. Χάρη και στη μετάφρασή του από την Έφη Καλλιφατίδη, που ανταποκρίθηκε επαρκώς και ευρηματικά στις μεγάλες απαιτήσεις αυτού του έργου.
Ήταν ένα αστυνομικό εν πολλοίς μυθιστόρημα, όπου όμως ο Έκο είχε βάλει με τέχνη όλη τη μεσαιωνική θρησκευτική γραμματεία και τη φιλοσοφία. Βρισκόμαστε στην προ Διαδικτύου εποχή. Ούτε κομπιούτερ ούτε Google, να πατήσεις ένα κουμπί και να βρεθείς σε μια θάλασσα πληροφοριών. Όλες οι αναζητήσεις γίνονται σε βιβλία κι εγκυκλοπαίδειες. Έχω πάντα την παλιά, 12τομη εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη. Σε κάθε συνεργασία με την Έφη κατέληγε ολόκληρη πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι και ψάχναμε μαζί για απίθανες αιρέσεις, αιρεσιάρχες, ιεροεξεταστές. Η εγκυκλοπαίδεια αυτή έχει μέχρι σήμερα πολλά τσακισμένα, κιτρινισμένα χαρτάκια σαν σελιδοδείκτες σε λήμματα για τις ανάγκες εκείνου του βιβλίου. Φαντάζει εξωπραγματικό κειμήλιο. Τότε ήταν καθημερινό εργαλείο.
Η Έφη έγραφε τις μεταφράσεις της σε μεγάλου μεγέθους τετράδια των 100 ή 200 φύλλων. Στοίβες ολόκληρες, όπως στα χαρτοπωλεία. Πάντα με μολύβι. Πάντοτε με καθαρά, ωραία γράμματα. Εκείνες οι πρώτες μεταφράσεις των βιβλίων του Ουμπέρτο Έκο έκαναν κατά κάποιον τρόπο την Έφη Καλλιφατίδη μεταφράστρια-σταρ. Μπορεί να μην ταιριάζει πολύ ο όρος σε πνευματικούς ανθρώπους, αλλά συμβαίνουν αυτά, το φέρνει η ζωή. Για ένα διάστημα, απολαμβάνεις τη δημοσιότητα, ανοίγονται καινούργιες ευκαιρίες. Για την Έφη άνοιξε μια λεωφόρος. Έγινε περιζήτητη. Και άρχισε μια μεγάλη, πολύ δημιουργική περίοδος.
Κράτησε 30 χρόνια. Μόνο 30 χρόνια. Δεν είναι πολλά για έναν τόσο πληθωρικό άνθρωπο. Αυτή η πορεία δεν ήταν κάτι τυχαίο. Στην περίπτωσή της, πιστεύω πως ήταν αποτέλεσμα των τριών Τ, που λέει ο Ελύτης: Τέχνη - Τύχη - Τόλμη. Αυτά τα τρία είναι αδιαίρετα προαπαιτούμενα στη ζωή και τη δημιουργία. Το ένα προϋποθέτει και πυροδοτεί το άλλο. Δεν υπάρχει μόνο Τύχη, που, με την κοινή έννοια, είναι τελείως περιστασιακή. Η Έφη Καλλιφατίδη διέθετε και Τέχνη και Τόλμη.
Ο κόσμος της μετάφρασης δεν άρχισε μ’ εκείνη, δεν αρχίζει με κανέναν μεταφραστή. Γιατί, όπως όλα, είναι μια μακρά συνέχεια. Η Έφη Καλλιφατίδη ήταν μια ακόμη μεταφράστρια στον εκδοτικό χώρο. Κι ωστόσο υπάρχει κάτι που την ξεχωρίζει στα μάτια μας. Αυτό το κάτι ήταν το ύφος της, το στυλ. Και στη δουλειά και στη ζωή.
Ας πούμε πρώτα δυο λόγια για το ύφος στη μεταφραστική της δουλειά. Καθώς όλα έχουν ειπωθεί, και από μεγάλους σοφούς και από μεγάλους τεχνίτες, έχουμε καταλήξει πως εκείνο που κάνει τους ανθρώπους ξεχωριστούς είναι το ύφος – ο τρόπος με τον οποίο λες ή κάνεις προαιώνια, χιλιοειπωμένα πράγματα. Και σ’ αυτό η Έφη Καλλιφατίδη ήταν ωραία.
Από την εμπειρία μου, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν φτάνουν όλα τα πτυχία του κόσμου και τα σεμινάρια για να είσαι καλός μεταφραστής. Δεν φτάνει ούτε καν η πολύ καλή γνώση της ξένης γλώσσας. Και κάτι σαν παραδοξολογία, που όμως είναι αλήθεια: Ας παίρνεις απλώς προβιβάσιμο βαθμό στην ξένη γλώσσα. Αρκεί να παίρνεις 10 με τόνο στη μητρική.
Γιατί, τελικά, η μετάφραση, αυτή η μοναχική πνευματική περιπέτεια, πέρα από γνώσεις και τεχνικές, θέλει χέρι. Το ξαναλέω: Η μετάφραση θέλει χέρι. Ό,τι ακριβώς απαιτεί κάθε πρωτότυπη δημιουργία. Θέλει αυτό το χάρισμα. Δεν θα σε κάνει καλό αφηγητή ο ξένος συγγραφέας εάν δεν είσαι ο ίδιος καλός.
Η Έφη Καλλιφατίδη το διέθετε αυτό. Μια απλή προσπάθεια να μεταφέρεις στη γλώσσα σου κάτι που το διαβάζεις και το καταλαβαίνεις στην ξένη γλώσσα αρκεί για να σε πείσει πόσα ναρκοπέδια έχει αυτή η δουλειά. Στα δύσκολα, μερικοί προχωρούν σε αυθαιρεσίες: σε προσθήκες ή αφαιρέσεις από το πρωτότυπο, σε διασκευές, σε περιληπτική απόδοση του κειμένου. Πράγματα που αποτελούν λύσεις, λανθασμένες όμως.
Η Έφη Καλλιφατίδη, αντίθετα, είχε μια πρακτικότητα, μια καπατσοσύνη, θα έλεγα, στη δουλειά (όπως και στη ζωή). Ήταν επίμονη και ευρηματική – έδινε ωραίες λύσεις σε σπαζοκεφαλιές που συχνά καθηλώνουν επί ώρες και μέρες τους μεταφραστές πάνω από ένα σημείο του κειμένου. Έφτανε έτσι σε μια δημιουργική μετάφραση (που δεν έχει καμιά σχέση με τις στρεψοδικίες της δημιουργικής λογιστικής για την οποία ακούμε τα τελευταία χρόνια). Κατάφερνε να χτίσει αυτό που είναι το ζητούμενο: ένα νέο πρωτότυπο, που ν’ ακολουθεί το ύφος/το νήμα/τη ρητορική του πρωτοτύπου, και ν’ ακούγεται αβίαστα και να βγάζει νόημα στα ελληνικά.
Είναι μια λεπτότατη ακροβασία κάπου ανάμεσα στις γνωστές κατηγοριοποιήσεις «ωραία» ή «πιστή» μετάφραση. Ο καλός μεταφραστής πιστεύω πως εκτελεί αυτή την ακροβασία ενστικτωδώς – οπωσδήποτε όμως με γνώση, γλωσσικό αισθητήριο και τέχνη. Ο αναγνώστης δεν ξέρει πώς ακριβώς γίνονται αυτά. Ο αναγνώστης εισπράττει το αποτέλεσμα, και σιωπηρά βαθμολογεί.
Ένα άλλο ζήτημα στο οποίο φαινόταν η δεινότητα της Έφης Καλλιφατίδη ήταν οι προκλήσεις που κάνουν τη γλώσσα γοητευτικό παιχνίδι: οι αμφισημίες, ή τα σχεδόν χωρίς αντιστοιχία πράγματα μιας ξένης πραγματικότητας, ή τα συχνά δυσμετάφραστα λογοπαίγνια. Είναι γρίφοι που απαιτούν αναλυτική και συνθετική ικανότητα, αίσθηση του πραγματικού και του γλωσσικού κόσμου, γνώση της δομής των λέξεων – οι λέξεις είναι ελβετικά ρολόγια, έχουν έναν τέλειο μικροσκοπικό μηχανισμό, πρέπει να ξέρεις/ή να νιώθεις πώς δουλεύει αυτός ο μηχανισμός για να φτάσεις σε ευφάνταστες λύσεις. Κι εδώ, βέβαια, παίζει ρόλο και το ταμπεραμέντο.
Χρησιμοποιούσε με φυσικότητα την καθομιλουμένη. Εκεί που χρειαζόταν υψηλότερο ύφος, όπως λέμε, επιστράτευε πιο λόγια, καθαρευουσιάνικα σχήματα, που τα χειριζόταν με ευχέρεια – είχε αυτή την παιδεία. Το ίδιο, και με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, έκανε σε περιπτώσεις λεπτής ειρωνείας, όπου βρισκόταν απολύτως στο στοιχείο της, γιατί είχε πολύ παιγνιώδη χαρακτήρα. Το γραπτό της έβγαζε μια πνευματικότητα – χωρίς εξυπνακισμούς.
Σε όλα αυτά τα πράγματα η Έφη Καλλιφατίδη ήταν καλή και για έναν άλλο λόγο, απλό αλλά βασικότατο: επειδή διάβαζε πολύ. Το αγαπούσε το διάβασμα, που είναι σαν τα μεγάλα ταξίδια: προσφέρει εμπειρίες και εντυπώσεις, σε βγάζει από το μικρόκοσμο και σε κάνει κοσμοπολίτη.
Ένας άλλος τομέας στον οποίο δοκιμάστηκε πολλά χρόνια με επιτυχία ήταν ο υποτιτλισμός κινηματογραφικών έργων. Μετάφραση έχουμε κι εδώ, αλλά είναι ένας κόσμος άλλων απαιτήσεων, πολύ διαφορετικός από τα βιβλία, τον οποίο δεν γνωρίζω. Απλώς υποψιάζομαι πως απαιτεί κι αυτός ειδικές δεξιότητες, καθώς έχεις ν’ αντιμετωπίσεις την αμεσότητα, τη γυμνή προφορικότητα των διαλόγων σε συνδυασμό με την εικόνα (έκφραση και κίνηση), και να βρεις πώς παντρεύονται αυτά.
Η Έφη Καλλιφατίδη μετέφραζε από τα ιταλικά και τα αγγλικά. Κι ενώ ξεκίνησε την καριέρα της και καθιερώθηκε με τα ιταλικά (λόγω Ουμπέρτο Έκο), οι μεταφράσεις της από τα αγγλικά ήταν τελικά πολύ περισσότερες. Αποδείχθηκε χαλκέντερη. Μετέφρασε πάνω από 100 βιβλία, λογοτεχνικά και μη. Εδώ, μια απλή αναφορά σε μερικούς μόνο από τους συγγραφείς με τους οποίους αναμετρήθηκε:
Ολόκληρος σχεδόν ο Ουμπέρτο Έκο (λογοτεχνία, δοκίμια, φιλοσοφία, πανεπιστημιακά μαθήματα), Τζιοβάνι Βέργκα, Ίταλο Σβέβο, Ίταλο Καλβίνο, Παζολίνι, Οριάνα Φαλάτσι, Σουζάνα Ταμάρο, Χένρι Φίλντινγκ, Λόρενς Στερν, Ναθάνιελ Χόθορν, Χέρμαν Μέλβιλ, Ντίκενς, Μαρκ Τουέιν, Λιούις Κάρολ, Τζόζεφ Κόνραντ, Άιν Ραντ, Μπάροουζ, Μπουκόφσκι, Τομ Γουλφ, Μάργκαρετ Άτγουντ, Τόνι Μόρισον, Τζέφρι Ευγενίδης.
Μετέφρασε επίσης πολλά ελαφρότερα βιβλία (όχι ρομάντζα). Γιατί ο βιοπορισμός απαιτεί να κάνεις απ’ όλα. Απ’ αυτά τα ελαφρότερα (που για τον σοβαρό μεταφραστή δεν έχουν μικρότερες απαιτήσεις) αναφέρω ενδεικτικά τα έξυπνα και δημοφιλή μυθιστορήματα της Αγγλίδας Έλεν Φίλντινγκ με τις περιπέτειες της Μπρίτζετ Τζόουνς. Τέλος, μετέφρασε αρκετά αστυνομικά μυθιστορήματα, άλλο συναρπαστικό και πολύ απαιτητικό είδος, που της άρεσε και της πήγαινε πολύ. Εδώ, αναφέρω την Αμερικανίδα Πατρίσια Κόρνγουελ και την Αγγλίδα Ρουθ Ρέντελ με τα περίφημα ψυχολογικά της θρίλερ.
Μίλησα για το ιδιαίτερο ύφος, το στυλ στη μεταφραστική δουλειά της Έφης Καλλιφατίδη. Όμως αυτά τα πράγματα δεν διαφοροποιούνταν στην προσωπική της ζωή, στη στάση ζωής. Το ένα ήταν αντανάκλαση του άλλου. Και θυμάμαι εδώ τον σπουδαίο συγγραφέα Μάριο Χάκκα, που μιλώντας για τη δικαίωση των ανθρώπων, λέει: «Δεν υπάρχει δικαίωση. Κάθε είδους δικαίωση είναι κατασκευή, κι ίσως το μόνο που υπάρχει είναι ο τρόπος που περπατάς ή που στέκεσαι – θέλω να πω, μ’ αυτή η φάτσα κι αυτό το σουλούπι μέσα στο χώρο».
Η Έφη, λοιπόν, ήταν ένα ωραίο, απλό κορίτσι. Μια φρεσκάδα που δεν την έχασε ούτε σαν ώριμη γυναίκα ούτε μέσα στην περιπέτεια με την υγεία της. Γιατί αυτή ήταν η φιλοσοφία της: ευθύτητα, αυθορμητισμός, αυτοσαρκασμός με το τσουβάλι. Και γενναιοδωρία, γιατί δε ζήλευε και δε φοβόταν τίποτα. Και χιούμορ τρελό – ένα πειραχτήρι, κυριολεκτικά. Και μπρίο, και γέλιο, εκείνο το γέλιο της που κρατούσε πάντα το ποτήρι μισογεμάτο.
Ένας αληθινά μποέμ τύπος. Καλλιτεχνική φυσιογνωμία περισσότερο παρά σκοτεινός χαρτοπόντικας. Δούλευε ευσυνείδητα και με γνώση, απεχθανόταν όμως οτιδήποτε «περιδιαγραμμάτου» (αυτά τα έβαζε καταλλήλως μέσα στη δουλειά της, και σχεδόν τα απέκλειε από την προσωπική της ζωή). Απρόσμενα συνεσταλμένη κι αμήχανη με τη δημοσιότητα. Αλλεργική στο τουπέ, τη σπουδαιοφάνεια, την πολλή θεωρία.
Έκανε αυτό το σχετικά σύντομο αλλά εντυπωσιακό πέρασμα από τη ζωή, με σαφή ίχνη, και ανάμνηση σίγουρα τρυφερή. Όπως λέμε: πολύ αφοσιωμένη στη ζωή για να σκέφτεται το θάνατο, την υστεροφημία. Ίσα ίσα, τα σάρκαζε. Δεν είχε καλά καλά ούτε αρχείο από τα τόσα βιβλία που μετέφρασε. Επειδή τα χάριζε.
Οι μεταθανάτιες εκδηλώσεις αγάπης και μνήμης για άξιους δημιουργούς είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο να καταλήγουν σε αγιογραφίες. Η απώλειά τους είναι νωπή. Το έργο τους, γραπτό μάλιστα, μένει. Έχει τυπωμένο ίχνος, ανεξίτηλο. Οι μεταφράσεις αυτές θα κριθούν ξανά και ξανά, αμερόληπτα, από πολλούς, και ειδικούς και απλούς αναγνώστες.
Τώρα, τέλος. Όλα είναι Ιστορία για την Έφη Καλλιφατίδη.
Τι μένει εδώ;
Για όσους τη γνώρισαν, η απουσία, η ολική έκλειψη μιας ωραίας φίλης που θα ’θελες να περπατήσεις κι άλλο μαζί της, η ανάμνηση ενός γελαστού κοριτσιού που δεν τα πρόλαβε όλα. Ποτέ δεν τα προλαβαίνεις όλα.
Για τους άλλους μένουν στοίβες από μεταφρασμένα βιβλία. Διαβάστε, κατά το γούστο του ο καθένας. Η Έφη Καλλιφατίδη τα έφτιαξε καλά. Έφυγε βιαστικά κι άφησε αυτά τα δώρα. Για μας που είμαστε ακόμα εδώ, που έχουμε ακόμα τις μικρές μας απολαύσεις και παρηγοριές. Και μια απ’ αυτές είναι το διάβασμα.