σύνδεση

Σε κίνδυνο η δημοκρατία στην Ελλάδα;

 

 

Το παρακάτω εκτενές άρθρο δημοσιεύθηκε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung στις 22 Σεπτεμβρίου 2017. (pdf)


Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς με αγωγή του κατά ενός περιοδικού υψηλού κύρους το οδηγεί στο κλείσιμο λόγω του κριτικού περιεχομένου μιας επιστολής αναγνώστη. Δεν πρόκειται για μια μεμονωμένη περίπτωση από την οποία να γίνεται σαφές το πού τοποθετεί η κυβέρνηση την ελευθερία της γνώμης και το κράτος δικαίου.

Η Athens Review of Books (ARB), ένα ευρέως αναγνωρισμένο μηνιαίο περιοδικό, ίσως εξαναγκασθεί να κλείσει, μετά την έκδοση δικαστικής απόφασης που το καταδικάζει για συκοφαντική δυσφήμιση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά. Το δικαστήριο επέβαλε υψηλή ποινή, που είχε ως συνέπεια την δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών καθώς και των μελλοντικών εσόδων από την διάθεσή του.

Ο υπουργός καταδίωξε απηνώς το περιοδικό κατά τα τελευταία τρία χρόνια εξαντλώντας και τις τρεις βαθμίδες της δικαιοσύνης. Η πρόφαση για τη δικαστική δίωξη ήταν μια επιστολή αναγνώστη την οποία δημοσίευσε η ARB. Η επιστολή περιέγραφε τον Νίκο Κοτζιά ως «ένα από τα πιο φανατικά στελέχη» του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, υπεύθυνο Προπαγάνδας, γεγονός για το οποίο του αποδόθηκε το παρατσούκλι «ο Σουσλώφ του Κόμματος». Υποστήριζε επίσης ότι «υπήρξε ο πιο ακραίος και φανατικός, σκληρός κι αμείλικτος κνίτης της γενιάς μας/του, ένας πραγματικός γκαουλάιτερ του Σταλινισμού».

Ένα από τα πολλά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ARB στο δικαστήριο ήταν το προπαγανδιστικό βιβλίο με τον τίτλο Der autonome Intellekt (Ο Αυτόνομος Νους), με συν-συγγραφέα τον Νίκο Κοτζιά, υπό την καθοδήγηση του Επικεφαλής της Προπαγάνδας του καθεστώτος Χόνεκερ, Μάνφρεντ Μπουρ, πράκτορα της Στάζι με το ψευδώνυμο “Ελαφοπόδαρος”. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1976.

Ένα επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο που προσκομίσθηκε στο δικαστήριο ήταν το βιβλίο του Κοτζιά με το οποίο υποστήριζε την δικτατορία του Γιαρουζέλσκι, και είχε εκδοθεί το 1981 στην Ελλάδα με τον τίτλο Η Πολωνία κι εμείς. Μετά τον διορισμό του ως υπουργού Εξωτερικών, το περιοδικό Der Spiegel τον ρώτησε σε συνέντευξή του, το 2015, τι σκέφτεται πλέον γι’ αυτό το βιβλίο γνωρίζοντας ότι ο Ντόναλντ Τουσκ, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κλείστηκε στη φυλακή από το καθεστώς Γιαρουζέλσκι. Η απάντηση του Κοτζιά: «Ήμουν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Έγραψα κατ’ εντολή του κόμματός μου πράγματα, π.χ. για την Πολωνία, τα οποία ήταν ανοησίες». Πραγματικά, ανάμεσα στις ανοησίες που είχε γράψει ήταν και η φράση: «Ο ιμπεριαλισμός, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την αντεπανάσταση, απένειμε το βραβείο Νόμπελ στον Τσέσλαβ Μίλος, έναν άγνωστο [sic!] πρόσφυγα».

Στην αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ο Κοτζιάς υποστήριξε ότι ο χαρακτηρισμός του ως «γκαουλάιτερ του Σταλινισμού» αποτελεί συκοφαντία. Απαίτησε αποζημίωση, την οποία έκανε δεκτή το δικαστήριο. Ένα απόσπασμα από την αιτιολογία της εφετειακής απόφασης λέει επί λέξει τα εξής: «Ναι μεν απεδείχθη ότι ο ενάγων [Ν. Κοτζιάς] υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΚΚΕ», όμως «ούτε και από τα κείμενά του που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι προκύπτει ο θαυμασμός του για το εν λόγω απολυταρχικό καθεστώς και η διαφήμισή του».

Έλληνες νομικοί, που εξέτασαν την υπόθεση, διαπίστωσαν ότι η απόφαση περιείχε πολυάριθμες αντιφάσεις, ανακρίβειες και λάθη. Το δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο Κοτζιάς ήταν κομμουνιστής και συγγραφέας των βιβλίων που προσκομίσθηκαν, όμως υποστήριξε ότι «ούτε η σύνδεσή του με το κόμμα του ούτε τα έγγραφα που παρουσίασε η υπεράσπιση» (ανάμεσά τους τα προαναφερθέντα βιβλία) μπορούσαν να αποδείξουν, ότι «εθαύμαζε ή εκθείαζε το αναφερθέν απολυταρχικό [sic!] καθεστώς». Οι δύο αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων [Εφετείου και Αρείου Πάγου] υιοθέτησαν αυτήν την άποψη.

Οι δικαστές παρέβλεψαν ότι ο «Αρχιφιλόσοφος» του καθεστώτος Χόνεκερ εξέδωσε μαζί με τον Κοτζιά ένα από τα προαναφερθέντα βιβλία. Δεν έγινε επίσης δεκτό ότι ο Κοτζιάς θαύμαζε τον κομμουνισμό, αν και ήταν ένα εξέχον στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος, και στα δύο βιβλία, του 1976 και του 1981, προπαγάνδιζε τον κομμουνισμό. Επίσης η απόφαση περιείχε μερικά χοντροκομμένα λάθη, ανακρίβειες και παραλείψεις. Ονομάζει το ολοκληρωτικό καθεστώς του Χόνεκερ «απολυταρχικό». Διαπιστώνει ότι ο Κοτζιάς, ο οποίος είναι τώρα 66 ετών, υπήρξε «ιδρυτικό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», το οποίο είχε ιδρυθεί σχεδόν πριν από έναν αιώνα, το 1924. Κι ακόμη χειρότερα, το Εφετείο παρέλειψε να εξετάσει το θέμα ότι ο Κοτζιάς είχε πει ψέματα όταν δήλωσε ότι είχε εκλεγεί καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ.

Η υπόθεση έφθασε τέλος στον Άρειο Πάγο. Η εισηγήτρια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστήριξε την έκδοση απόφασης υπέρ της ARB, και μάλιστα παραδέχθηκε ότι η απόφαση του Εφετείου θα μπορούσε να προσβληθεί για παραβίαση του Ελληνικού Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ωστόσο στην τελική, αμετάκλητη απόφαση η ίδια αρεοπαγίτης ψήφισε ενάντια στην εισήγησή της χωρίς να εξηγήσει την αλλαγή της γνώμης της. Μήπως πίσω απ’ αυτό υπήρχε φόβος για την οργή της κυβέρνησης; Αποτελούσε ίσως υποχώρηση απέναντι στις επιθυμίες της κυβέρνησης; Όποια και αν ήταν η απάντηση: ο Άρειος Πάγος επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση του Εφετείου και καταδίκασε την ARB.

Σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής άσκησαν αυστηρή κριτική στην απόφαση των δικαστηρίων, ενώ αυξάνεται η κριτική από διεθνώς γνωστά και σημαντικά περιοδικά και εφημερίδες. Ποια θα είναι η αντίδραση του ευαίσθητου υπουργού; Θα οργανώσει επίσης ένα κυνηγητό των ξένων δημοσιογράφων; Ή μήπως θα προτιμήσει να το κάνει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων με την ελπίδα ότι θα βρεί πάλι δικαστές που θα κρίνουν ευνοϊκά την υπόθεσή του;

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι και στην Ελλάδα υπάρχουν μέτριοι δικαστές. Σε ομαλές εποχές και σε όλη τη διάρκεια των περασμένων δύο αιώνων η ελληνική δικαιοσύνη λειτουργούσε με αξιοπρέπεια και αποτελεσματικότητα, παρά τα ανεπαρκή μέσα που είχαν τεθεί από την εκτελεστική εξουσία στη διάθεση της δικαστικής. Όμως δυστυχώς δεν ζούμε σε ομαλές εποχές.

Η δίωξη της Athens Review of Books (ARB) δεν αποτελεί μία μεμονωμένη περίπτωση. Αποτελεί μέρος μιας νέας στρατηγικής με την οποία η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει να επιτύχει δύο στόχους: να ελέγξει τον Τύπο και να υποτάξει την δικαιοσύνη. Μακροπρόθεσμα αυτή η στρατηγική θα μπορούσε επίσης να έχει ως στόχο να υπονομεύσει το κράτος δικαίου και στη συνέχεια να το καταργήσει, με την επιδίωξη της δημιουργίας μιας κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας», η οποία κατ’ ουσίαν θα ήταν ένα αυταρχικό καθεστώς – όπως το βλέπουμε στην Πολωνία ή την Ουγγαρία.

Στην πραγματικότητα η υπόθεση ARB δεν αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα σχετικά με τις προσπάθειες της κυβέρνησης να βάλει φίμωτρο στην αντιπολίτευση. Μία περίπτωση που ανάγεται ήδη στο απώτερο παρελθόν είναι η υπόθεση του Ανδρέα Γεωργίου, του πρώην προέδρου της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο οποίος διώκεται διότι είχε δώσει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς το 2010 τους πραγματικούς αριθμούς για το ελλειμμα της Ελλάδας. Η «λογική» της μήνυσης είναι: Οι αριθμοί επέτρεψαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης και στη συνέχεια τα προγράμματα που ακολούθησαν, με συνέπεια να καταστραφεί οριστικά η ελληνική οικονομία. Με άλλα λόγια: Εάν ο Γεωργίου είχε συνεχίσει να στέλνει στην Ευρώπη ψευδή στατιστικά στοιχεία, δεν θα είχε καταστραφεί η χώρα. Και επίσης καμιά από τις ελληνικές κυβερνήσεις πριν και μετά το 2010 δεν θα ήταν υπεύθυνες για τα μεγάλα χρέη και όλα αυτά που έχουν συμβεί έκτοτε.

Ένα ακόμη παράδειγμα για την εκτεταμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει τα Μέσα ήταν η δημοπράτηση των αδειών για τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια. Στη Βουλή τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν κάνει φανερές τις ελλείψεις της δημοπράτησης, καθώς και προσπάθειες να χορηγηθούν άδειες σε φίλους της κυβέρνησης ή σε υποψήφιους με ανεπαρκή οικονομικά μέσα. Και επιπλέον ο πρώτος νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες απορρίφθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως αντισυνταγματικός. Η κυβέρνηση όμως επέμεινε στην άποψή της και περιφρόνησε την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου. Πολλές δικαστικές ενώσεις διαμαρτυρήθηκαν διότι η κυβέρνηση επεμβαίνει σε θέματα αρμοδιότητας της δικαιοσύνης και περιφρονεί τις αποφάσεις της. Στα μέσα του 2017 η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε όταν το ΣτΕ απέρριψε μία νομοθετική φορολογική μεταρρύθμιση, με την οποία είχε καταργηθεί η πενταετής παραγραφή για φοροαδικήματα. Στις 30 Ιουλίου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είπε σχετικά ότι «υπάρχουν κι άλλα μονοπάτια» τα οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει η κυβέρνηση. Ποτέ δεν εξήγησε αν αυτά τα “άλλα μονοπάτια” σήμαιναν με αυτόν τον τρόπο παράκαμψη της δικαιοσύνης. Σε μια άλλη περίπτωση ο Τσίπρας είπε ότι «δεν θα δεχθεί να εμποδίζουν το έργο της κυβέρνησης θεσμικά εμπόδια». Ο πρώτος σημαντικός θεσμός που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για την κυβέρνηση είναι η δικαιοσύνη. Ο άλλος είναι το κοινοβούλιο, όμως παραδόξως κανένας δεν σκέφθηκε ότι ο Τσίπρας θέλει να παρακάμψει και το κοινοβούλιο.

Ένα άλλο αποκαλυπτικό παράδειγμα της πλήρους έλλειψης σεβασμού της κυβέρνησης απέναντι στην δικαιοσύνη ήταν οι τηλεφωνικές συνομιλίες τις οποίες έκανε ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος με έναν φυλακισμένο λαθρέμπορο ναρκωτικών. Ο υπουργός Καμμένος ηγείται ενός ακροδεξιού κόμματος που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατηγορείται ότι ενθάρρυνε τον φυλακισμένο να δηλώσει ως συνένοχό του έναν μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, του οποίου οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια τηρούν κριτική στάση απέναντι στην κυβέρνηση.

Πάντως στις 17 Σεπτεμβρίου τρεις από τους πέντε δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση κατά της Athens Review of Books πήραν προαγωγή από την ελληνική κυβέρνηση. Ένας από τους δικαστές διορίσθηκε πρόεδρος του Αρείου Πάγου, οι άλλοι δύο έγιναν αντιπρόεδροι ‒ ανάμεσα σε αυτούς και η αρεοπαγίτης που έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην δίκη της ARB. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική κυβέρνηση δείχνει την αποφασιστικότητά της να ελέγξει την δικαιοσύνη και να θέσει εκτός ισχύος το κράτος δικαίου.

Το ότι η ελευθερία της γνώμης και η δημοκρατία στην Ελλάδα βρίσκονται σε κίνδυνο το υπενθύμισαν η αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, οι Financial Times, η Neue Zürchner Zeitung και ο Έλληνας νομπελίστας Χριστόφορος Πισσαρίδης. Τι έχει να φοβηθεί όμως η κυβέρνηση του Τσίπρα; Εάν είναι σωστή η παρατήρηση ότι η ελληνική κυβέρνηση περιφρονεί δικαιοκρατικές αρχές, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι σε θέση να επιβάλει την μοναδική δυνατή ποινή – να αναστείλει το δικαίωμα ψήφου της Ελλάδας στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι αναγκαία η ομόφωνη απόφαση όλων των άλλων κρατών-μελών. Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε όμως να διασφαλίσει δύο υποστηρικτικές ψήφους – από την Πολωνία και την Ουγγαρία.

 

Ο Γιώργος Β. Δερτιλής είναι μέλος της Academia Europaea, Διευθυντής στην École des Hautes Études en Sciences Sociales, στο Παρίσι, και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

  • Δημοσιεύθηκε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, στις 22 Σεπτεμβρίου 2017. Το άρθρο γράφτηκε στα αγγλικά και η μετάφραση στα γερμανικά έγινε από τον Τομπίας Πίλλερ.