Joshua Rubenstein, Οι τελευταίες ημέρες του Στάλιν, μτφρ. Μιχ. Μακρόπουλος, Ψυχογιός, Αθήνα 2017, σελ. 348
Το βιβλίο του Τζόσουα Ρούμπενσταϊν είναι αποκαλυπτικό για την εικόνα στην κορυφή της νομενκλατούρας της Σοβιετικής Ένωσης, την χρονική περίοδο λίγο πριν από τον θάνατο του Στάλιν και αμέσως μετά, στη μάχη για τη διαδοχή του. Το ολοκληρωτικό καθεστώς που διαμορφώθηκε στις καθυστερημένες συνθήκες της Ρωσίας είχε ανάγκη ιδεολογικών μηχανισμών όπου ο έλεγχος των μαζών και η κινητοποίησή τους καθοδηγούνταν από ένα απρόσωπο σύστημα εξουσίας στο οποίο το Κόμμα και ο ηγέτης του απαιτούσαν τα χαρακτηριστικά θεότητας. Στη διάρκεια δεκαετιών η καταπίεση, η εξόντωση πληθυσμών, η κατάργηση της διάκρισης αλήθειας-ψεύδους, οδήγησαν στην αποσύνθεση τις ανθρώπινες υπάρξεις και έθεσαν στην κεντρική σκηνή τον φόβο, την απελπισία και τον τρόμο. Στο πλαίσιο αυτό οι ιδιότητες που απαιτούνταν ήταν η προσαρμογή, η υποταγή, η δουλικότητα και η συμπεριφορά που επιζητεί το σύστημα από τους υπηκόους του, ως αντικείμενα χειραγώγησης.
Για τους λόγους αυτούς δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε στο απρόσωπο πρόσωπο του Στάλιν τις φυσικές ή πνευματικές ικανότητές του. Ο Στάλιν αναδεικνύεται μέσα από το μυθικό πλέγμα όπου το Κόμμα, με την ιδεολογία-απολογητική του και την εξουσία-βία ως πειθώ, θα οδηγούσε στην επιβολή της δικαιοσύνης και του παραδείσου επί της γης. Όπως έγραψε ο συγγραφέας Αντρέι Σινιάφσκι, «ο Στάλιν ήταν μέσα στους πάντες, σαν το σφυρί μέσα στο δρεπάνι, σε κάθε μυαλό». (σ. 10) Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό ο Στάλιν: το σύστημα είχε αιχμαλωτίσει την κοινωνία και είχε καταργήσει τη σκέψη των ανθρώπων, επιβάλλοντας τη δική του απολογητική ως μοναδική θεώρηση των πραγμάτων.
Ο Ρούμπενσταϊν παραθέτει και τη σκέψη του συγγραφέα Ιλιά Έρενμπουργκ: «Είχα προ πολλού λησμονήσει ότι ο Στάλιν ήταν θνητός. Είχε γίνει μια παντοδύναμη και απόμακρη θεότητα». (σ. 15) Αλλά ακριβώς αυτή η θεότητα δεν έγινε από κάποιες ικανότητες ή ιδιότητες του ίδιου του Στάλιν. Αυτή η επιβολή της «θεότητας» στηρίχθηκε στην υπόσχεση για ανατροπή της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων με την άνοδο του προλεταριάτου και την κατάργηση της «προϊστορίας». Ο τελικός αυτός στόχος είχε ως μέσον το ιερό Κόμμα και τον επί της γης εκπρόσωπό του, Στάλιν. Αυτή η αιτιοκρατική σχέση των ιδεολογικών μύθων κατάργησε την «ιστορική αναγκαιότητα» επιβάλλοντας το ψεύδος του βολονταρισμού ως αιώνια αλήθεια. Βέβαια γι’ αυτή την επιχείρηση χρειάζονται «θεοί».
Ωστόσο αυτή η απόμακρη θεότητα του Στάλιν στις τελευταίες του στιγμές είχε ειρωνική αντιστροφή. Ο Στάλιν ήταν μόνος του στο κρεβάτι, είχε πέσει σε κώμα από την υπέρταση και κανείς δεν τολμούσε να ανοίξει την πόρτα να τον βοηθήσει. Μόνο ο Μπέρια, αργά το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1953, τον επισκέφθηκε χωρίς γιατρούς, σήκωσε το χέρι του και είπε: «κοιμάται». Την επόμενη το πρωί ήλθαν οι γιατροί και διαπίστωσαν την παράλυση της δεξιάς πλευράς και την πορεία προς το μοιραίο, το οποίο επήλθε στις 5 Μαρτίου 1953.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις αντιδράσεις πολιτικών ηγετών που αναδεικνύουν την άγνοια για το ολοκληρωτικό σύστημα και επικεντρώνονται στα χαρίσματα του Στάλιν. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν είπε για τον Στάλιν: «Γνωρίζω πολύ καλά τον Τζο Στάλιν και τον συμπαθούσα τον παλιόφιλο τον Τζο… Όμως είναι δέσμιος του Πολίτμπιρο. Δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». (σ. 36)
Αν αφαιρέσεις τη μονοκομματική εξουσία, την ιδεολογία και την κατάργηση του διαλόγου για τα οποία ο Τρούμαν δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον, τότε έμενε απλώς ο συμπαθής Τζο Στάλιν.
Μια ποιοτική διαφορά στην κατανόηση του τι συνέβαινε, ήταν η αντίδραση των κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας με επικεφαλής τον Τίτο, που γνώριζε από μέσα την ιδεολογία και τους μηχανισμούς χειραγώγησης και σχολίαζε με άλλο τρόπο το τέλος του Στάλιν. Το Ράδιο Βελιγράδι εξέδωσε ένα σχόλιο στις 4 Μαρτίου, στις 5 μ.μ., με τίτλο «Επιθανάτιος ρόγχος στο λαρύγγι του μεγαλύτερου δικτάτορα στον κόσμο». Για τον Τίτο «η φύση [ήταν] σύμμαχος της δικαιοσύνης». (σ. 41)
Η απόλυτη εξουσία του Στάλιν ως ηγέτη του ιερού Κόμματος, που θα οικοδομούσε τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, τον είχε μεταλλάξει σε θεότητα που ξεπερνούσε την ιστορία και τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Στάλιν διέσυρε και ταπείνωνε τους πάντες, εξοντώνοντας τους πιο στενούς συνεργάτες του, έτσι που κανείς δεν ήταν σίγουρος για τη ζωή του. Τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου συμπεριφέρονταν ως κόλακες και δουλοπρεπείς υπηρέτες, θεωρώντας ότι έτσι θα παρατείνουν την επιβίωσή τους. Τελικά το ιερό Κόμμα μετατράπηκε σε όργανο του ιερού ηγέτη, ο οποίος όριζε τη ζωή και τον θάνατο. Χαρακτηριστική είναι η ταπείνωση του Μολότοφ, συνεργάτη του επί δεκαετίες, πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών της χώρας, του οποίου τη σύζυγο συνέλαβε και έστειλε στο Γκουλάγκ, χωρίς ο ίδιος να αντιδράσει. Αυτή ήταν δοκιμασία αλλά και ο τρόπος να σώσει το κεφάλι του. Όταν τον Δεκέμβριο του 1945 ο Στάλιν τον διέσυρε, ο Μολότοφ απάντησε με δουλοπρέπεια. «Θα προσπαθήσω να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου με τις πράξεις μου. Για οποιονδήποτε έντιμο μπολσεβίκο, η εμπιστοσύνη σου αντιπροσωπεύει την εμπιστοσύνη του Κόμματος, που για μένα είναι πιο πολύτιμη από τη ζωή». (σ. 65) Ο Μολότοφ ταυτίζει τον Στάλιν με το Κόμμα και την Ιστορία, η εμπιστοσύνη του οποίου είναι πιο πολύτιμη από την ίδια τη ζωή!
Η προώθηση και ο έλεγχος της εξουσίας όμως απαιτούσε την παραγωγή εχθρών… Η αποτυχία στην οικονομία, η έλλειψη καταναλωτικών αγαθών, η επιβολή του ψεύδους και η κατάργηση της αλήθειας, καλύπτονταν από το πλεόνασμα της παραγωγής εχθρών, όπου ο ιδεολογικός σκοταδισμός καταργούσε όλες τις αντιφάσεις. Αφού καθάρισε τους «κουλάκους», τα «αστικά και αντιδραστικά στοιχεία», έφτασε στους Εβραίους ως κατάλληλο μέσο για την παραγωγή εχθρών. Βέβαια υπήρχε και η εμπειρία του Χίτλερ. Ωστόσο οι Εβραίοι συγκέντρωναν κι άλλα χαρακτηριστικά, όπως η καπιταλιστική κατάρα του τραπεζικού κεφαλαίου, της διεθνούς συνωμοσίας και της απείθαρχης συμπεριφοράς. Η δίκη για εσχάτη προδοσία, κατασκοπεία και οικονομική δολιοφθορά, όπως και για τιτοϊσμό, με επικεφαλής τον Ρούντολφ Σλάνσκι και δεκατρείς συγκατηγορούμενούς του στην Πράγα και ο απαγχονισμός των έντεκα στις 3 Δεκεμβρίου 1952 ήταν μια συμβολή στην αντιεβραϊκή εκστρατεία. Ανάμεσα στους τρεις που χαρίστηκε η ζωή τους ήταν και ο Αρτούρ Λόντον, ο οποίος με την «ομολογία» του περιέγραψε τη σύγκρουση της ζωής του με την πίστη του.
Ο συγγραφέας περιγράφει την κηδεία της θεότητας του Στάλιν και παραθέτει την αντίδραση του νεαρού τότε ποιητή Γιεφτουσένκο, ο οποίος καταθέτει: «Ήταν ένα θέαμα τρομακτικό κι απίστευτο. Νέοι χείμαρροι χύνονταν σε τούτη την ανθρωποπλημμύρα από πίσω, αυξάνοντας την πίεση. Το πλήθος μετατράπηκε σε πελώρια δίνη. Συνειδητοποίησα πως με έσπρωχναν καταπάνω σε ένα φανάρι, το ζύγωνα ασταμάτητα. Ξάφνου είδα ότι μια κοπελίτσα σπρωχνόταν πάνω στον στύλο. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο κι ούρλιαζε. Τα ουρλιαχτά της όμως δεν ακούγονταν ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες κραυγές και τα βογκητά. Μια κίνηση του πλήθους με πήγε προς το κορίτσι· δεν άκουσα, μα ένιωσα με το κορμί μου το σπάσιμο των εύθραυστων οστών της, καθώς τσακίζονταν πάνω στο φανάρι. Έκλεισα έντρομος τα μάτια, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω την εικόνα των τρελά γουρλωμένων, παιδικών γαλάζιων της ματιών και παρασύρθηκα παραπέρα. Όταν κοίταξα ξανά το κορίτσι δεν φαινόταν πλέον. Το πλήθος πρέπει να το είχε ρουφήξει από κάτω». (σ. 132-133)
Ο Γιεφτουσένκο κατάλαβε τότε ότι ένοχος ήταν ο νεκρός Στάλιν, αλλά ωστόσο αρκετά ζωντανός για να συνεχίσει τα εγκλήματά του. Ο συγγραφέας Αντρέι Σινιάφσκι, σπουδαστής το 1953, είχε παρόμοια συναισθήματα. «“Αποδείχθηκε ότι ο νεκρός δεν είχε ξεδοντιαστεί”, έγραψε ο Σινιάφσκι στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Goodnight! (Καληνύχτα!). “Είχε σχεδιάσει έτσι έξυπνα τον θάνατό του, ώστε μια μεγάλη μερίδα από τους πιστούς του να θυσιαστεί σ’ αυτόν. Θυσιασμένοι προς τιμήν της θλιβερής αποδημίας του, μια ταιριαστή κορύφωση της ηγεμονίας του! Όπως η σορός ενός αγίου περιβάλλεται από θαύματα, έτσι του Στάλιν περιβλήθηκε από φόνο. Δεν μπόρεσα να μην το θαυμάσω. Είχε μπει στην Ιστορία η τελευταία πινελιά”». (σ. 133-134)
Αυτή η φυσική παρουσία του θανάτου έκρυβε τη φρίκη δεκαετιών με τις νομοτέλειες της ιδεολογίας και του κόμματος, που όλες εκπροσωπούνταν από τον νεκρό Στάλιν. Ο επικεφαλής της Πράβντα Ντμίτρι Σεπίλοφ και μέλος της ΚΕ του ΚΚΣΕ έγραψε αργότερα: «Κατά τις τελευταίες νυχτερινές ώρες του λαϊκού προσκυνήματος πριν την κηδεία, “ασθενοφόρα, αστυνομικά και στρατιωτικά οχήματα διέσχιζαν τους δρόμους”, έγραψε ο Σεπίλοφ, “μεταφέροντας το φορτίο τους, ακρωτηριασμένα πτώματα στα νεκροτομεία”. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσοι άνθρωποι πέθαναν στους δρόμους της Μόσχας εκείνες τις ημέρες του πένθους. Υπήρχαν εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες θύματα. Όπως έγραψε ο Σινιάφσκι: “Θα τους είχε πάρει όλους μαζί του, άμα μπορούσε”». (σ. 134)
Αυτός ο θάνατος ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήταν η λάμψη που μπορούσε να φωτίσει τα εκατομμύρια θύματα του νεκρού Στάλιν. Τα θύματα εκείνα τα οποία «κάλυπτε» η οικοδόμηση του σοσιαλισμού και δεν επιδέχονταν σχολιασμού. Η ατυχία του συνθέτη Προκόφιεφ ήταν ότι πέθανε την ίδια ημέρα με τον Στάλιν και επειδή διέμενε κοντά στην Κόκκινη Πλατεία ήταν δύσκολο να μεταφερθεί η σορός του, αλλά η νεκροφόρα ήταν αδύνατο να φτάσει στην πολυκατοικία. «Έξι σπουδαστές προσφέρθηκαν να μεταφέρουν το φέρετρο. Πήγαν από ένα πλαϊνό δρόμο παράλληλο με την κεντρική αρτηρία που έβριθε από κόσμο. Χρειάστηκαν πέντε ώρες για να διανύσουν δύο χιλιόμετρα “και μερικές φορές αναγκάζονταν να κατεβάσουν το θλιβερό τους φορτίο στο παγωμένο πεζοδρόμιο για να ξεκουραστούν”». (σ. 135)
Είναι εντυπωσιακή και εκτός τόπου και χρόνου η καταγραφή και ανάλυση των γεγονότων από τους New York Times, που αποδίδουν την επιβολή του Στάλιν στην εξουσία «σε έναν συνδυασμό γνωρισμάτων του χαρακτήρα του, πονηριάς και καλοτυχίας» (σ. 138), αλλά δεν υποπτεύονται τον ρόλο του κόμματος και της ιδεολογίας σ’ αυτή την «επιτυχία» του. Ο συγγραφέας γράφει επίσης ότι «Οι Times του Λονδίνου έπεσαν σε παρόμοια παγίδα. Αναλογιζόμενη την τροχιά που διέγραψαν οι σταδιοδρομίες του Λένιν και του Στάλιν, η κορυφαία βρετανική εφημερίδα σχολίασε ότι “σπάνια δυο διαδοχικοί ηγέτες μιας μεγάλης χώρας ανταποκρίθηκαν τόσο απόλυτα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της και την κουμαντάρισαν με τόση επιτυχία μέσα από περιόδους κρίσης”». (σ. 139)
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε τη διαφορετική οπτική των δυτικών από αυτούς που έζησαν στο εσωτερικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων και είχαν την εμπειρία και τα βιώματα του συστήματος. Οι δυτικοί αναλυτές και πολιτικοί έβλεπαν τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία, όπου τα πρόσωπα, οι ικανότητες και η δημοκρατική αντιπαράθεση, με όλα τα μειονεκτήματά τους, έπαιζαν καθοριστικό ρόλο. Αλλά δεν έβλεπαν, από την άλλη πλευρά, ότι το ολοκληρωτικό σύστημα είχε τους δικούς του κανόνες, με το Κόμμα, την ιδεολογία, την απολογητική, την κολακεία, την ιεραρχία της εξουσίας, να είναι καθοριστικά για την άνοδο στο ιεραρχικό σύστημα. Εκεί τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ηγετών ήταν δευτερεύοντα και αυτά υποτάσσονταν στους νόμους της κομματικής αναγκαιότητας, που έχει τη δική της πειθαρχία, κολακεία και τους ξεχωριστούς κανόνες προώθησης.
Οι αντιδράσεις των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν ανάλογες στην εκδήλωση λατρείας και θαυμασμού. Ο Ενβέρ Χότζα, ως αρχηγός του κόμματος, πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας, «συγκέντρωσε όλο τον πληθυσμό των Τιράνων στη μεγαλύτερη πλατεία της πρωτεύουσας. Έπειτα τους “έβαλε να γονατίσουν και να δώσουν όρκο 2.000 λέξεων για “αιώνια πίστη” και “ευγνωμοσύνη” προς τον “αγαπημένο τους πατέρα”, τον “μεγάλο απελευθερωτή”… στον οποίο χρωστούσαν “τα πάντα”». (σ. 143) Αντίθετα, «στην Πολωνία, όπου οι “υπερβολικοί εορτασμοί με αλκοόλ” δεν μπόρεσαν να κατασταλούν, η αμερικανική πρεσβεία επιβεβαίωσε τη “γενική χαρά” και την “έξαψη” για την αρρώστια και τον θάνατο του Στάλιν». (σ. 144)
Στην κηδεία του Στάλιν, στις 9 Μαρτίου, η μάχη για τη διαδοχή ήταν εμφανής. Πιο σίγουρος και με τις μεγαλύτερες πρωτοβουλίες ήταν ο Μπέρια, που δήλωνε ότι ο σοβιετικός λαός μπορούσε «να εργάζεται ήρεμα και με σιγουριά, γνωρίζοντας ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα διατηρήσει τα δικαιώματά του, που τα εγγυάται το σοβιετικό σύνταγμα». (σ. 153) Προφανώς αυτά τα εγγυώνταν ο Μπέρια, αλλά πολύ γρήγορα οι φοβισμένοι αντίπαλοί του ενώθηκαν για να εξασφαλίσουν τη ζωή τους από αυτόν.
Όπως παρατήρησε ειρωνικά ο Σολζενίτσιν για την περίοδο εκείνη, «αν έκρινε κανείς από τα δάκρυα, θα πίστευε ότι μια ρωγμή είχε εμφανιστεί στο σύμπαν και όχι ότι είχε πεθάνει ένας άνθρωπος». (σ. 155) Αυτό που συνέβη ήταν ότι έσπασε ο ισχυρός κρίκος, αλλά το Κόμμα και το σύστημα εξουσίας συνέχισε τον μετασταλινικό σταλινισμό του, με κάποια χαλάρωση της εξουσίας και της εξασφάλισης της νομενκλατούρας από τις εκκαθαρίσεις όσων διαφωνούν. Έπρεπε να περάσουν πάνω από τριάντα χρόνια για να θέσει ο Γκορμπατσόφ και τις ευθύνες του Κόμματος στο προσκήνιο και τελικά να καταρρεύσει το σύστημα εξουσίας.
Ακόμη και ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αντρέι Ζαχάροφ, τις στιγμές εκείνες του φόβου και του πανικού έγραψε στη σύζυγό του: «Βρίσκομαι υπό την επήρεια του θανάτου ενός μεγάλου άνδρα. Συλλογιέμαι την ανθρωπιά του». Γράφοντας τα απομνημονεύματά του, δεκαετίες αργότερα, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι «είχε παρασυρθεί … επηρεασμένος από το γενικό πένθος κι από μια αίσθηση της καθολικής κυριαρχίας του θανάτου». Ή όπως έγραψε ο Γιεφτουσένκο: «“Όλη η Ρωσία έκλαψε” ‒ κατά το ήμισυ από θλίψη και κατά το άλλο ήμισυ από ανακούφιση». (σ. 157)
Η συγγραφέας Ευγενία Γκίνσμπουργκ, που ζούσε εξόριστη στην Κολιμά, έχοντας περάσει τα προηγούμενα δεκαοκτώ χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Γκουλάγκ, έγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά της ότι «τα αφεντικά στην Κολιμά … δεν μπορούσαν να δεχτούν τη χυδαία ιδέα ότι ο Ιδιοφυής Ηγέτης, Πατέρας, Δημιουργός, Εμπνευστής, Οργανωτής, Καλύτερος Φίλος, Κορυφαίος κτλ. κτλ. υπόκειτο στους ίδιους ποταπούς βιολογικούς νόμους όπως οποιοσδήποτε κρατούμενος. Επιπλέον είχαν συνηθίσει όλοι στην ιδέα ότι τα σημαίνοντα πρόσωπα μπορούσαν να πεθάνουν μονάχα εάν ο Στάλιν έδινε προσωπική εντολή». (σ. 158)
Ίσως το κείμενο του Σινιάφσκι Καληνύχτα! να εκφράζει όλο το φάσμα των συναισθημάτων, του φόβου, της χαράς και της λύτρωσης, από την ανακούφιση που ένιωσε με τον θάνατο του Στάλιν. «Το κουδούνι χτύπησε… Ένας στενός μου φίλος ήταν στην πόρτα. Δίχως να βγάλω άχνα, με το κλειδί στην τσέπη μου, τον οδήγησα μακριά από τα μάτια των γειτόνων μου, κάτω στο υπόγειο. Κανένας δεν μπορούσε να μας κατασκοπεύει εκεί. Διπλοκλείδωσα την πόρτα. Σταθήκαμε αντίκρυ ο ένας στον άλλο, με τα μάτια μας να λάμπουν. Αγκαλιαστήκαμε σιωπηλά. Χαμογελάσαμε… Κρυφοί συνωμότες. Ανταλλάσσοντας ευτυχισμένα χαμόγελα όταν όλοι οι άλλοι ήταν δακρυσμένοι. Ήταν γιορτή; Χορός μεταμφιεσμένων; Ένας τελευταίος χαιρετισμός κι έπειτα έφυγε αθόρυβα, σιωπηλός ακόμα». (σ. 162) Ασφαλώς ήταν βέβαιοι ότι κάτι χειρότερο από αυτό που είχαν βιώσει δεν μπορούσε να συμβεί. Ήταν μια βασανιστική επιστροφή σε κάποια ζωή.
Η ενημέρωση του Αϊζενχάουερ την επομένη του θανάτου του Στάλιν στις 6 Μαρτίου 1953 δείχνει τον ερασιτεχνισμό και την άγνοια ακόμη και της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την ουσία του ολοκληρωτικού συστήματος στη Σοβιετική Ένωση και στις ελεγχόμενες από αυτήν «λαϊκές δημοκρατίες», όπου δεν έβλεπε ούτε τους μηχανισμούς του κόμματος και τον ρόλο της ιδεολογίας, ενώ ανέλυε την κατάσταση με κριτήρια τη δυτική λογική των προσώπων, των συμπεριφορών πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο Αϊζενχάουερ είπε στους συμβούλους του εκείνη τη μέρα: «Για περίπου επτά χρόνια, από το 1946, γνωρίζω πως οι πάντες που θα όφειλαν να ασχολούνται μ’ αυτά τα πράγματα εκφράζουν την άποψή τους για το τι θα έπρεπε να κάνουμε όταν πεθάνει ο Στάλιν – τι θα άλλαζε, πώς θα επηρέαζε την πολιτική μας. Ε λοιπόν, πέθανε – και πήγαμε να δούμε τι ευφυείς ιδέες υπήρχαν στα αρχεία ετούτης της κυβέρνησης, τι σχέδια είχαν καταστρωθεί. Αυτό που βρήκαμε ήταν ότι το αποτέλεσμα επτά χρόνων αερολογίας είναι ΜΗΔΕΝ. Δεν έχουμε κανένα σχέδιο. Δεν έχουμε καν συμφωνήσει για το τι έχει αλλάξει τώρα που πέθανε. Είναι – είναι εγκληματικό, αυτό μπορώ να πω όλο κι όλο». (σ. 187-188)
Η έλλειψη γνώσης του ολοκληρωτικού συστήματος, στο οποίο δεν έβλεπαν το κύριο χαρακτηριστικό, τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας, μέσα στο πλαίσιο της οποίας μπορούσαν να συμπεριφέρονται «δημοκρατικά» αφού δεν απειλούνται, φαίνεται καθαρά και από την ομιλία του διευθυντή της CIA Άλεν Ντάλες, στις αρχές Απριλίου 1953, σε σύσκεψη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας: «Περιέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες τις αλλαγές που έρχονταν από τη Μόσχα. Αληθεύει ότι “η CIA είχε θεωρήσει αρχικά πως μετά τον θάνατο του Στάλιν [οι διάδοχοί του] θα έπαιζαν ένα πολύ προσεχτικό παιχνίδι [και]… θα ακολουθούσαν πιστά την πολιτική του Στάλιν για πολύ καιρό”. Όμως τώρα ο Ντάλες παραδέχτηκε ότι “καμία από αυτές τις εκτιμήσεις δεν είχε αποδειχτεί αληθινή πραγματικότητα”. Σε μια αναφορά που πρέπει να ξάφνιασε τους πάντες στην αίθουσα, επιβεβαίωσε ότι η “απόκλιση των νέων Σοβιετικών ηγετών από την πολιτική του σταλινικού καθεστώτος ήταν συνταρακτική”, καθώς περιλάμβαναν τολμηρές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις και μείζονες αποκλίσεις στην εξωτερική πολιτική, που έπρεπε να αναγνωριστούν όχι μόνο ως “σημαντικές” αλλά ως “εκπληκτικές”». (σ. 203-204)
Ποιες μεταρρυθμίσεις άραγε, αφού η μονοκομματική εξουσία και ο έλεγχος των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης παρέμεινε το ίδιο ασφυκτικός; Απλούστατα έβλεπαν τις επιφανειακές και επιδερμικές αλλαγές οι οποίες δεν έθιγαν το σύστημα ως «εκπληκτικές». Η διάψευση θα διαρκούσε μερικές δεκαετίες ακόμη. Με τον θάνατο του Στάλιν έπρεπε κάπως να χαλαρώσουν τα δεσμά και μην εξοντώνονται οι διαφωνούντες στην κορυφή της εξουσίας. Αλλά το καθεστώς έπρεπε να ελέγχει την κοινωνία, την οικονομία και τη ζωή των υπηκόων του με κάθε τρόπο.
«Η Σοβιετική Ένωση ήταν στα μαχαίρια με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο για λόγους που παρέμειναν ασαφείς για τους κοινούς θνητούς» (σ. 227), σχολίαζε ο Ολέγκ Τρογιανόφσκι, βοηθός του Μολότοφ στο Υπουργείο Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Στάλιν. Αυτοί οι ασαφείς λόγοι, που ήταν βέβαια πολύ σαφείς αφού αφορούσαν την προσπάθεια επιβολής της Σοβιετικής Ένωσης σε όλες τις αποκαλούμενες «σοσιαλιστικές χώρες», άλλαξαν τα επόμενα χρόνια με την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών. Αλλά ενώ η Γιουγκοσλαβία είχε αυτόνομη και ανεξάρτητη γραμμή από τη Μόσχα, οι Ούγγροι με τον Ράκοσι και οι Ανατολικογερμανοί με τον Ούλμπριχτ είχαν πλήρη εξάρτηση και απαιτούσαν σκληρά μέτρα κατά των αντιφρονούντων. Έτσι έγινε η αιματοχυσία στην Ανατολική Γερμανία το 1953 και η σφαγή στη Βουδαπέστη το 1956. «Μεταρρυθμίσεις» ναι, αλλά ως το σημείο που δεν απειλούν το καθεστώς. Αυτή ήταν η «σοφή» γραμμή του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Μια φρικτή όψη των «μεταρρυθμίσεων» του μετασταλινικού σταλινισμού ήταν και το ερώτημα που τέθηκε στον Ματίας Ράκοσι: «Η Σοβιετική Ένωση έχει εξίσου ευθύνη για το τι είδους καθεστώς υπάρχει τώρα στην Ουγγαρία. Αν το ΚΚΣΕ [Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης] έδωσε λανθασμένες συμβουλές στο παρελθόν, το αναγνωρίζουμε και κάνουμε βήματα για να το διορθώσουμε… Το κυριότερο όμως είναι να καταστρώσουμε μαζί μέτρα για να επανορθώσουμε τα λάθη [των ουγγρικών αρχών]» . Και ποια ήταν αυτά τα λάθη; «Οι Σοβιετικοί ηγέτες τις επέπληξαν για την κλίμακα της κατασταλτικής πολιτικής τους. Όχι κάποιος άλλος, αλλά ο Μπέρια ρώτησε: “Θα μπορούσε να είναι αποδεκτό στην Ουγγαρία, μια χώρα με 9.500.000 κατοίκους να ξεκινήσουν διώξεις εναντίον 1.500.000;”. Αναγνώρισε ότι ακόμα κι ο Στάλιν έκανε λάθος να “δώσει εντολές να ανακρίνονται όσοι συλλαμβάνονταν”». (σ. 234) Αυτές ήταν οι «μεταρρυθμίσεις», στον αριθμό των φυλακισμένων. Τότε η Ουγγαρία είχε το 10% των υπηκόων της στις φυλακές, γύρω στο ένα εκατομμύριο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μπέρια τέθηκε επικεφαλής των «μεταρρυθμίσεων», προφανώς για να ξεπλύνει τις αμαρτίες του.
Τελικά, όμως, τα άλλα στελέχη του προεδρείου του Κόμματος, με τη βοήθεια του στρατάρχη Ζούκοφ, πέτυχαν τη σύλληψη και εκτέλεση του Μπέρια ο οποίος είχε τρομερή εγκληματική δραστηριότητα με βιασμούς και δολοφονίες. Αλλά βέβαια το κατηγορητήριο εναντίον του δεν μπορούσε να διαφέρει από την σταλινική παράδοση του Βισίνσκι. Ο Χρουστσόφ τον κατηγόρησε «ότι ήταν “μεγάλος μηχανορράφος” και “πανούργος”. “Δεν ήταν κομμουνιστής” αλλά “καριερίστας και υποκινητής”. “Ίσως έπαιρνε διαταγές από ξένους κατασκόπους”. Είναι “ξένος προς εμάς, άνθρωπος από αντισοβιετικό στρατόπεδο”. Ο Μολότοφ κατηγόρησε τον Μπέρια ότι ήθελε να δει τη Γερμανία “ενωμένη ως αστικό φιλειρηνικό κράτος” εγκαταλείποντας έτσι την προχωρημένη θέση της Σοβιετικής Ένωσης στην κεντρική Ευρώπη.» (σ. 251)
Η εξαιρετικά οργανωμένη δίκη, αφού κάτι είχαν μάθει από τις σταλινικές οι ηγέτες του ΚΚΣΕ, καταδίκασε ομόφωνα τον Μπέρια, ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με άλλους κατηγορούμενους λίγες ώρες μετά το πέρας της δίκης. Ο Μπέρια θυσιάστηκε για να εξιλεωθεί το κόμμα και να απαλλαγεί από την ενοχή των εγκλημάτων του καθεστώτος, όπως λίγο αργότερα, το 1956, έγινε με την καταδίκη της «προσωπολατρίας» του Στάλιν.
Τελικά, μόνο μετά το 1985 με τον Γκορμπατσόφ, όταν για πρώτη φορά τέθηκαν στο προσκήνιο οι ευθύνες του Κόμματος και αποκαλύφθηκε η ιστορική ανευθυνότητα η οποία υποκαθιστούσε την «ιστορική αναγκαιότητα», το σύστημα παρέδωσε την ψυχή του στον άγριο καπιταλισμό, τον οποίο επικαλούνταν σαν τον σατανά επί εβδομήντα χρόνια, από το 1917. Έτσι τελείωσε μια ιστορία και άρχισαν άλλες, που συνεχίζουν και διαιωνίζουν κάποια από τα χαρακτηριστικά της μονοκομματικής εξουσίας, στο πλαίσιο του ελεγχόμενου «πολυκομματισμού».
Το βιβλίο του Ρούμπενσταϊν παρουσιάζει την εικόνα μιας εποχής χωρίς να διεισδύει στις βαθύτερες αιτίες που συγκροτούσαν το ολοκληρωτικό σύστημα. Αλλά εκφράζει ανάγλυφα την οπτική που είχαν οι δυτικοί πολιτικοί ηγέτες και τα μέσα ενημέρωσης. Η οπτική τους ξεκινούσε από τη δυτική αντίληψη για τη δημοκρατία, το άτομο και τον πλουραλισμό, ενώ δεν είχε την οξυδέρκεια να διεισδύσει στα μυστικά του ολοκληρωτικού συστήματος, με το Κόμμα, την ιδεολογία και με τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας. Στο σύστημα αυτό τα πρόσωπα, οι συμπεριφορές και οι ανθρώπινες σχέσεις αλλοιώνονται. Το Κόμμα, η «αναγκαιότητα» και η εξουσία είναι τα χαρακτηριστικά που το καθορίζουν.
Μειονέκτημα του κρινόμενου έργου είναι ότι προσπαθεί να αναλύσει τις βιογραφίες ανθρώπων οι οποίοι, αν αφαιρέσεις το Κόμμα, την ιδεολογία και τους μηχανισμούς εξουσίας, δεν έχουν βιογραφία ούτε προσωπική ζωή. Το υλικό όμως που προσφέρει το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα να αναπλάσουμε την εποχή μέσα από μια κριτική ανάγνωσή του.