Η ARB έχει με συνέπεια υποστηρίξει, και συνεχίζει να υποστηρίζει, το δημόσιο αγαθό που λέγεται ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα που προωθούν τη γνώση και την επιστήμη. Είναι αυτονόητο ότι η ελεύθερη πρόσβαση απαιτεί και ίση μεταχείριση. Σημαντική παρουσία στο πεδίο αυτό έχουν οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία. Δεν είναι ταυτόσημα αλλά συχνά συνυπάρχουν. Σήμερα μάλιστα, που οι δυνατότητες ψηφιοποίησης επιτρέπουν την ευρύτερη και καλύτερη πρόσβαση του κοινού στα αντίστοιχα περιεχόμενα, ο κοινωνικός τους ρόλος έχει αναβαθμιστεί σημαντικά.
Είναι γνωστό, ιδιαίτερα για την περίπτωση των αρχείων, τόσο των δημοσίων όσο και των ιδιωτικών, ότι στην Ελλάδα πολλά απομένουν να γίνουν, κυρίως στον τομέα της εξυπηρέτησης των μελετητών, αν θέλουμε πράγματι να προωθήσουμε την επιστημονική έρευνα. Είναι γνωστό επίσης ότι στο παρελθόν ορισμένες αρχειακές συλλογές υπήρξαν δυσπρόσιτες ή και απρόσιτες, είτε γιατί ο δημόσιος φορέας τις περιέβαλε με έναν γραφειοκρατικό μανδύα μυστικοπάθειας είτε γιατί ο ιδιωτικός χώρος (οικογένειες, συλλέκτες, ιδιοκτήτες κ.ά.), πλην εξαιρέσεων, τις συντηρούσαν ως κειμήλια ή, το χειρότερο, ως μέσο άσκησης πολιτισμικής εξουσίας.
Περιμέναμε λοιπόν ότι το τόσο σημαντικό για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας Αρχείο Καβάφη, έχοντας περιέλθει στην ιδιοκτησία του Ίδρύματος Ωνάση, ενός ιδρύματος που διαφημίζει τη συμβολή του στη δημόσια σφαίρα, θα υπηρετούσε άμεσα και αποτελεσματικά την επιστημονική κοινότητα. Όμως τα γεγονότα διαψεύδουν τις προσδοκίες μας.
Στο τεύχος του Νοεμβρίου 2016 της ARB δημοσιεύσαμε το άρθρο του καθηγητή Ευριπίδη Γαραντούδη «Το Αρχείο Καβάφη ως φετίχ εξουσίας;». Ύστερα από δύο (2) μήνες, και ενώ ήδη είχε κυκλοφορήσει το τεύχος Ιανουαρίου 2017, λάβαμε την απάντηση του Αρχείου Καβάφη υπογεγραμμένη από τον «Project Manager» Θοδωρή Χιώτη. Η μόνη δυνατότητα που είχαμε τότε ήταν να την αναρτήσουμε στην ιστοσελίδα μας, σημειώνοντας ότι θα δημοσιευθεί στο τεύχος του Φεβρουαρίου. Μαζί με αυτή την απάντηση δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος την ανταπάντηση του καθηγητή Ευριπίδη Γαραντούδη, καθώς και μια σχετική μαρτυρία του ομότιμου καθηγητή Χ. Λ. Καράογλου, ο οποίος διαψεύδει τους ισχυρισμούς του «πρότζεκτ μάνατζερ» του Αρχείου.
Πέραν τούτων βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι το εξώδικο (τον περασμένο Σεπτέμβριο) προς τον καθηγητή Μιχάλη Πιερή και προς τους εκδότες του περιοδικού Κονδυλοφόρος για τη δημοσίευση του καταλόγου του Αρχείου Καβάφη, αλλά και, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, οι χωρίς νομική και ηθική βάση ενέργειες της ίδιας νοοτροπίας προς ερευνητές με σημαντικό έργο στις καβαφικές σπουδές, όχι μόνο δεν πείθουν για το άνοιγμα της συλλογής στην επιστημονική έρευνα, αλλά, αντίθετα, εντείνουν την ανησυχία μας και ενισχύουν την εντύπωση ότι το Αρχείο Καβάφη για κάποιους αποτελεί μέσον άσκησης εξουσίας. Ενώ λοιπόν έχουν συμβεί όλα αυτά, ο «πρότζεκτ μάνατζερ» ισχυρίζεται πως: «Σε αντίθεση με το παρελθόν, κανένας ερευνητής δεν είχε τα τελευταία χρόνια αποκλειστική ή προνομιακή πρόσβαση στο Αρχείο»!
Αυτά δεν είναι χρηστή διαχείριση, είναι επιλεκτική αυθαιρεσία. Το Ίδρυμα πρέπει να ενημερώσει τους υπαλλήλους του ότι δεν πουλάνε τίμιο ξύλο σε ιθαγενείς, αλλά είναι απλοί διαμεσολαβητές ανάμεσα στο υλικό που φιλοξενούν και στην επιστημονική κοινότητα.
Για να μην μακρηγορούμε, θα ήταν χρήσιμο το Ίδρυμα Ωνάση να δει με προσοχή το παράδειγμα του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, που συνεχίζει να προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στους μελετητές, αλλά και στο κοινό, με την απεριόριστη διαθεσιμότητά του και τη γενναιόδωρη υποστήριξη των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτό και γνωρίζουν άριστα το αντικείμενό τους.
Είναι αδιανόητο για ένα ίδρυμα σαν το Ε.Λ.Ι.Α. να στείλει εξώδικα σε ερευνητές: αντίθετα, τους ενθαρρύνει και τους εξυπηρετεί ποικιλοτρόπως. Έχει ανθρώπους που γνωρίζουν αρχειονομία, που γνωρίζουν πώς συντηρούνται και πώς ταξινομούνται τα αρχεία, που συντάσσουν και δημοσιεύουν τον κατάλογό τους, που είναι πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν όλους τους ενδιαφερόμενους, όλες τις ημέρες και ώρες λειτουργίας, και όχι «κατόπιν συνεννοήσεως». Χωρίς «Project Manager»! Ούτε «επιστημονικούς συμβούλους» που δεν απαντούν όταν επισημαίνεται ότι οι ίδιοι κάνουν προνομιακή χρήση του αρχείου και οι οποίοι θορυβούν με δημοσιογραφικά σκύβαλα στο περ. Unfollow (τα έχουν άραγε υπ’ όψιν τους οι ιδιοκτήτες του Αρχείου;).
Δεν θα σχολιάσουμε για την ώρα τον κατάλογο των δράσεων του Αρχείου. Είναι άλλου παπά ευαγγέλιο στο οποίο θα επανέλθουμε. Περιοριζόμαστε στην επισήμανση του προβλήματος με την ελπίδα ότι οι αρμόδιοι θα αντιδράσουν προς τη θετική κατεύθυνση, καθιστώντας σύντομα περιττή κάθε μελλοντική μας παρέμβαση.
— The Athens Review of Books
«Απάντηση του Αρχείου Καβάφη»
Αθήνα, 4 Ιανουαρίου 2017
Κύριε Διευθυντά,
Με έκπληξη διαβάσαμε στο φύλλο της Athens Review of Books, τχ. 78 (Νοέμβριος 2016), και στην ιστοσελίδα http://athensreviewofbooks.com/?p=2593, το άρθρο του καθηγητή Ευριπίδη Γαραντούδη σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης του Αρχείου Καβάφη από το Ίδρυμα Ωνάση. Στο άρθρο του ο κύριος Γαραντούδης θέτει μια σειρά ερωτημάτων, τα οποία είχε θέσει και σε επικοινωνία του με το Αρχείο, και στα οποία είχε λάβει εγκαίρως λεπτομερείς απαντήσεις. Το γιατί επέλεξε να μην τις λάβει υπ’ όψιν του, το γνωρίζει μόνο ο ίδιος.
Το Αρχείο Καβάφη περιήλθε στην κυριότητα του Ιδρύματος Ωνάση το 2013, γεγονός το οποίο σηματοδότησε και μια καινούργια εποχή στη διαχείρισή του. Το Αρχείο Καβάφη, υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ωνάση, λειτουργεί πλέον γύρω από τους άξονες της ανοιχτότητας, της προσβασιμότητας και της εκπαίδευσης. Βασική αρχή της διαχείρισής του είναι η προώθηση της έρευνας γύρω από τον Καβάφη και το έργο του. Στην παρούσα φάση, έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της ψηφιοποίησης του Αρχείου, ενώ ετοιμάζεται και ο τελικός χώρος στέγασής του. Εντούτοις, το Αρχείο είναι ακόμα και αυτή τη στιγμή ανοιχτό σε όλους τους ερευνητές που εργάζονται σε καβαφικό υλικό και θέλουν να δουν συγκεκριμένα τεκμήρια, για συγκεκριμένο αριθμό επισκέψεων, μετά από συνεννόηση.
Κατά τη διάρκεια της διαχείρισής του από το Ίδρυμα Ωνάση, δεν υπήρξε ούτε ένας ερευνητής στον οποίο να αρνηθήκαμε την πρόσβαση, ενώ μεγάλος αριθμός ερευνητών μπόρεσαν για πρώτη φορά να συμβουλευτούν τον κατάλογο του Αρχείου και τα τεκμήρια που ζήτησαν. Σε αντίθεση με το παρελθόν, κανένας ερευνητής δεν είχε τα τελευταία χρόνια αποκλειστική ή προνομιακή πρόσβαση στο Αρχείο.
Η πολιτική ανοιχτής πρόσβασης, προώθησης της έρευνας γύρω από το καβαφικό έργο και της απεύθυνσής του σε πολλαπλά κοινά (μαθητές, φοιτητές, ερευνητές, ευρύ κοινό) είναι προφανής αν ανατρέξει κανείς και στις δράσεις του Αρχείου Καβάφη κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών. Μπορεί κανείς να βρει το σύνολο των δράσεων του Αρχείου Καβάφη, και την οργάνωση της λειτουργίας του στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.onassis.org/cavafy-archive-overview.php.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ άλλων:
– Εννέα εκδηλώσεις σχετικές με τον Καβάφη στον κύκλο Λέξεις και Σκέψεις στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
– Μια ημερίδα σε συνεργασία με το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
– Έντεκα μαθήματα του κύκλου «Καβάφης για ενήλικες».
– Είκοσι εννέα εργαστήρια του προγράμματος «Ο Καβάφης πάει σχολείο» σε σχολεία σε Αθήνα, Ιωάννινα, Άνδρο και Θεσσαλονίκη.
– Η έκθεση «Ιδανικές 'μορφές' κι αγαπημένες…’ - Εικονογραφώντας ποιήματα του Καβάφη’», μια συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
– Εικαστικές εγκαταστάσεις («Εικαστικοί Διάλογοι: Καβάφης», «Μονοτονία», «Mες τες σκιές και μες τα φώτα») σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
– Εκδηλώσεις του Αρχείου Καβάφη σε συνεργασία με θεσμούς και πανεπιστήμια σε Αγγλία και Αμερική (εβδομάδα Καβάφη στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τιμητική εκδήλωση για τον Καβάφη από τον οργανισμό ΡΕΝ στη Νέα Υόρκη και πλήθος άλλων εκδηλώσεων).
– Το Αρχείο Καβάφη είχε επίσης μια πολύ ενεργή παρουσία στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Μόσχας τον Σεπτέμβριο του 2016 διοργανώνοντας σειρά εκδηλώσεων.
Για το έτος 2016-2017 έχουν προγραμματιστεί
– κύκλος έξι σεμιναρίων ο οποίος απευθύνεται σε φοιτητές και ερευνητές
– νέα σειρά επτά μαθημάτων «Καβάφης για ενήλικες» η οποία απευθύνεται στο ευρύ κοινό
– τέσσερις παραστασιακές διαλέξεις
– δώδεκα εργαστήρια «Ο Καβάφης πάει σχολείο» σε Αθήνα και Καστοριά τα οποία απευθύνονται σε μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου
– και, τέλος, το International Cavafy Summer School το οποίο θα φιλοξενήσει ερευνητές και επιφανείς πανεπιστημιακούς από όλο τον κόσμο.
Μπορείτε να βρείτε το πρόγραμμα των δράσεων του Αρχείου για το 2016-2017 στη σελίδα http://www.onassis.org/cavafy-archive-overview.php.
Και με την ευκαιρία αυτή, να υπενθυμίσουμε ότι το Αρχείο Καβάφη είναι ανοιχτό στην παγκόσμια ερευνητική κοινότητα και στοχεύει στην ολοένα αυξανόμενη προσβασιμότητα στο υλικό του.
Με εκτίμηση,
Θοδωρής Χιώτης
Project Manager
Αρχείο Καβάφη/Ίδρυμα Ωνάση
Διαψεύδει ο καθηγητής Χ.Λ. Καράογλου
Θεσσαλονίκη, 20 Ιανουαρίου 2017
Αγαπητέ κύριε Βασιλάκη,
Η απάντηση του κ. Θοδωρή Χιώτη, «Project Manager» του Αρχείου Καβάφη, στο άρθρο του κ. Ευριπίδη Γαραντούδη («Το αρχείο Καβάφη ως φετίχ εξουσίας;», ARB, τεύχ. 78), με αναγκάζει να λύσω τη σιωπή μου, για να διαψεύσω και να σχολιάσω τα γραφόμενά του. Ο κ. Χιώτης παρουσιάζει μιαν άψογη εικόνα της μέχρι σήμερα διαχείρισης του Αρχείου από το Ίδρυμα, την οποία μάλιστα δεν διστάζει να τη συγκρίνει με ένα (δήθεν) αμαρτωλό παρελθόν. Όμως, δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι διόλου έτσι.
Γράφει ο κ. Χιώτης: «Κατά τη διάρκεια της διαχείρισής του από το Ίδρυμα Ωνάση, δεν υπήρξε ούτε ένας ερευνητής στον οποίο να αρνηθήκαμε την πρόσβαση». Δεν ξέρω αν είμαι ο μόνος, αλλά την πρόσβαση την αρνήθηκαν σ’ εμένα με εκκωφαντικό (και προσβλητικό) τρόπο: Δεν απάντησαν καν στο αίτημά μου. Τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Την 1η Δεκεμβρίου 2013, έστειλα ηλεκτρονικά () το παρακάτω αίτημα: «Σας παρακαλώ να με πληροφορήσετε αν μπορώ να αναζητήσω στο Αρχείο Καβάφη υλικό που απαιτείται για τη συγγραφή μιας μελέτης μου για τον ποιητή. Συγκεκριμένα, αναζητώ αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών τα οποία, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες (του Μιχ. Περίδη κ.ά.), κρατούσε ο ποιητής. Επιθυμητές ημέρες έρευνας: 11-14 Δεκεμβρίου [2013]. Επίσης, σας παρακαλώ να με πληροφορήσετε αν υπάρχει αναλυτικός κατάλογος των περιεχομένων του Αρχείου.»
Την επομένη, 2 Δεκεμβρίου, έλαβα ηλεκτρονικά την εξής υπόσχεση: «Ευχαριστούμε για το αίτημά σας. Θα σας απαντήσουμε σύντομα.» Ωστόσο, δεν έλαβα ποτέ καμιάν απάντηση.
Στις 23 Δεκεμβρίου, με νέο ηλεκτρονικό μήνυμα, υπενθύμιζα στο Ίδρυμα το αίτημά μου και την αθέτηση της υπόσχεσής του και ρωτούσα: «Μήπως θα ήταν δυνατόν να έχω κάποια εξήγηση, έστω και τώρα;» Όμως, ούτε σε αυτό πήρα απάντηση.
Το κείμενο του κ. Χιώτη γεννά ορισμένα ερωτηματικά για το αν πράγματι «το Αρχείο πλέον λειτουργεί γύρω από τους άξονες της ανοιχτότητας [sic], της προσβασιμότητας και της εκπαίδευσης». Το Αρχείο, λέγει, είναι μεν ανοιχτό, αλλά «για συγκεκριμένο αριθμό επισκέψεων και ύστερα από συνεννόηση». Περιμένουμε από τον κ. Χιώτη να εξηγήσει υπό ποίους συγκεκριμένους όρους μπορεί κανείς να εργαστεί στο Αρχείο και, κυρίως, ποιο είναι το όριο των επισκέψεων και για ποιον λόγο επιβλήθηκε. Πέρα από την αυτονόητη δήλωση ενδιαφέροντος του ερευνητή, απαιτείται και τίποτε άλλο; Το Αρχείο είναι ανοιχτό όλες τις εργάσιμες μέρες και ώρες; Γνωρίζει ο κ. Χιώτης αν άλλα ιδρύματα, λ.χ. το ΕΛΙΑ ή η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, με μακρά πείρα στη διαχείριση αρχείων, θέτουν τέτοιους όρους;
Γράφει ο κ. Χιώτης: «Σε αντίθεση με το παρελθόν κανένας ερευνητής δεν είχε τα τελευταία χρόνια αποκλειστική ή προνομιακή πρόσβαση στο Αρχείο». Είναι προφανές ότι ο κ. Χιώτης, καθώς και μερικοί άλλοι φιλοκατήγοροι καλοθελητές, αμφισβητούν την αναγνωρισμένη γενναιοδωρία του Γιώργου Σαββίδη στην αξιοποίηση του Αρχείου. Ας κάνουν τον κόπο να δουν τον κατάλογο των ονομάτων όσων εξυπηρετήθηκαν με στοιχεία και πληροφορίες του Αρχείου (Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά καβαφικά, τ. Α΄, σ. 55). Μακάρι όμως και η επί των ημερών του κ. Χιώτη διαχείριση του Αρχείου να αποδειχθεί τόσο συνετή και γόνιμη όσο επί Γιώργου Σαββίδη. Δυστυχώς, τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα (ποια αποτελέσματα;) δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι.
Λίγο μετά την αγορά του Αρχείου, το Ίδρυμα εξήγγειλε την ψηφιοποίησή του. Σήμερα, στον ιστότοπό του αναφέρεται ότι «η διάθεση του ψηφιοποιημένου υλικού, μέσα στο 2016, θα αποτελέσει ένα πρότυπο αρχειακής διαχείρισης και ανοιχτής πολιτισμικής πολιτικής». Όμως, από την απάντηση του κ. Χιώτη, πληροφορούμαστε ότι αυτή θα καθυστερήσει και άλλο, αφού «στην παρούσα φάση, έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της ψηφιοποίησης του Αρχείου». Δύο ερωτήματα ζητούν καθαρές απαντήσεις: 1) Γιατί έχει καθυστερήσει τόσο πολύ η υλοποίηση της αρχικής εξαγγελίας; 2) Σε πόσες ακόμη «φάσεις» θα ολοκληρωθεί η ψηφιοποίηση και πόσο θα διαρκέσουν; Υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα;
Στα τέσσερα χρόνια διαχείρισης του Αρχείου, το Ίδρυμα θα έπρεπε, πρώτα από όλα, να είχε συντάξει και να είχε αναρτήσει τον κατάλογό του. Γιατί δεν το έπραξε; Στην ιστοσελίδα του αναφέρεται ότι το Αρχείο είναι «πλήρως καταγεγραμμένο και καταλογογραφημένο» (αλήθεια, από ποιον;)· και ο κ. Χιώτης, στην απάντησή του, κάνει λόγο για κάποιον κατάλογο, τον οποίον «μεγάλος αριθμός ερευνητών μπόρεσαν [-σε] για πρώτη φορά να συμβουλευτούν [-τεί]». Σε ποιον κατάλογο αναφέρεται; Αν το Ίδρυμα διαθέτει (από πότε;) έναν δικό του κατάλογο, γιατί δεν τον αναρτά στον ιστότοπό του, ώστε να μπορούν να τον συμβουλευτούν οι ερευνητές, χωρίς να χρειάζεται να απασχολούν τους υπαλλήλους του Ιδρύματος με επιτόπια επίσκεψη; Μήπως, όμως, πρόκειται για μια προγενέστερη μορφή του «Αναλυτικού και ειδολογικού καταλόγου» που δημοσίευσε το περιοδικό Κονδυλοφόρος (τχ. 14, 2015); Αν ναι, για ποιον λόγο το Ίδρυμα απέστειλε εξώδικη διαμαρτυρία εναντίον του συντάκτη του καταλόγου κ. Μιχάλη Πιερή και εναντίον του εκδοτικού οίκου για τη δημοσίευσή του;
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Χ. Λ. Καράογλου
Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Το αρχείο Καβάφη ως μοχλός άσκησης εξουσίας
Από τον ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗ
Στο κείμενό μου «Το αρχείο Καβάφη ως φετίχ εξουσίας;» (Athens Review of Books, τχ. 78, Νοέμβριος 2016, σ. 36-37) τα ερωτήματα για τη διαχείριση του αρχείου Καβάφη τα τέσσερα τελευταία χρόνια, από τότε που το Ίδρυμα Ωνάση το αγόρασε και το κατέχει, απευθύνονταν γενικά προς το Ίδρυμα και όχι προς τα φυσικά πρόσωπα της ομάδας στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση του εν λόγω αρχείου. Κι αυτό επειδή πιστεύω ότι τα προβλήματα της διαχείρισης του αρχείου Καβάφη (και συνεπώς τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτά) υπερβαίνουν τις όποιες ενέργειες, προθέσεις και επιλογές των προσώπων της υπεύθυνης για τη διαχείριση ομάδας και αφορούν τα πρόσωπα που διοικούν σε κεντρικό επίπεδο το Ίδρυμα και, συνεπώς, αποφασίζουν τόσο για την εξαγγελθείσα όσο και για τη λανθάνουσα πολιτισμική πολιτική του Ιδρύματος.
Η απάντηση λοιπόν στο κείμενό μου, μέσω μίας επιστολής, που υπογράφεται από τον «Project Manager» του αρχείου Καβάφη Θοδωρή Χιώτη (και όχι από τον γενικό επιστημονικό σύμβουλο του αρχείου Δημήτρη Παπανικολάου), είναι συνέχεια τής, επανειλημμένα κατά την τελευταία τετραετία, εξαγγελθείσας (και ουσιαστικά μη υλοποιημένης) πολιτισμικής πολιτικής του Ιδρύματος Ωνάση: στην επιστολή, γραμμένη σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, δεν δίνεται απάντηση σε κανένα από τα ερωτήματα του κειμένου μου (προκειμένου, προφανώς, αυτά να υποβαθμιστούν), επαναλαμβάνονται οι γνωστές εξαγγελίες του Ιδρύματος Ωνάση για το αρχείο Καβάφη και, κυρίως, παρατίθεται ένας κατάλογος των σχετικών, ήδη πραγματοποιημένων και προγραμματισμένων, «δράσεων του Αρχείου Καβάφη». Μάλιστα ο κατάλογος αυτός, που καταλαμβάνει το ήμισυ της επιστολής, επαληθεύει τη διαπίστωση του αρχικού κειμένου μου ότι «το σύνολο αυτών των εκδηλώσεων […] θα μπορούσαν να είχαν γίνει και χωρίς το Ίδρυμα Ωνάση να κατέχει το αρχείο Καβάφη – κι αυτό γιατί δεν είχαν καμία εξαρτημένη σχέση με αυτό καθαυτό το αρχείο». Μπορεί κανείς να επαινέσει το Ίδρυμα Ωνάση επειδή οργανώνει και πραγματοποιεί συχνά «δράσεις»-εκδηλώσεις με θέμα τον Καβάφη, όπου έχουν συμμετάσχει και αρκετά πρόσωπα του ακαδημαϊκού χώρου. Όπως, επίσης, μπορεί κανείς να ασκήσει δημόσια κριτική για την ποιότητα ορισμένων από αυτές τις «δράσεις» (βλ. σχετικά το κείμενό μου «Ο Καβάφης παρά τας οδούς»[i], όπου σχολιάζεται αρνητικά η πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ωνάση να τοποθετηθούν σε μέσα μαζικής μεταφοράς και σε σταθμούς του μετρό μεγάλες αφίσες με μεμονωμένους στίχους ή και τμήματα στίχων του Καβάφη). Επιβεβαιώνω ό,τι γράφει στην αρχή της επιστολής του ο κ. Χιώτης, πως επικοινώνησα τηλεφωνικά μαζί του και του έθεσα ορισμένα ερωτήματα για το αρχείο Καβάφη. Αλλά στη συνέχεια προχώρησα στη γραφή και τη δημοσίευση του κειμένου μου, επειδή έκρινα ότι δεν έλαβα «εγκαίρως λεπτομερείς απαντήσεις». Αντιθέτως, ο κ. Χιώτης περιορίστηκε να μου επαναλάβει τις ήδη γνωστές γενικές εξαγγελίες του Ιδρύματος Ωνάση για το αρχείο Καβάφη.
Τα λιγοστά σημεία της υπογεγραμμένης από τον κ. Χιώτη επιστολής, όσα αφορούν τα ουσιώδη πραγματικά ζητήματα γύρω από τη διαχείριση του αρχείου Καβάφη κατά το παρελθόν και το παρόν, επισημαίνονται και σχολιάζονται στην επιστολή του ομότιμου καθηγητή νεοελληνικής φιλολογίας του ΑΠΘ Χ.Λ. Καράογλου. Καθώς έλαβα γνώση της επιστολής του κ. Καράογλου πριν από τη σύνταξη του δικού μου απαντητικού κειμένου και επειδή συμφωνώ πλήρως με τις διαπιστώσεις που κάνει ο κ. Καράογλου και τα ερωτήματα που θέτει, δεν πρόκειται να σχολιάσω τα ίδια σημεία.
Θα εστιάσω την προσοχή μου μόνο σε ένα κρίσιμο δεδομένο και θα διατυπώσω τη γνώμη μου γι’ αυτό, επειδή έχω πειστεί ότι έρχεται πλέον στο φως ό,τι μέχρι τώρα ήταν όχι μόνο δική μου υποψία, ποια δηλαδή είναι η λανθάνουσα πολιτισμική πολιτική του Ιδρύματος Ωνάση για το αρχείο Καβάφη. Όπως πληροφορεί η επιστολή του κ. Καράογλου (και όπως και εγώ προηγουμένως είχα πληροφορηθεί από τον κ. Μιχάλη Πιερή, ύστερα από τη δημοσίευση του κειμένου μου) «το Ίδρυμα [Ωνάση] απέστειλε εξώδικη διαμαρτυρία εναντίον του συντάκτη του καταλόγου κ. Μιχάλη Πιερή και εναντίον του εκδοτικού οίκου [του Κονδυλοφόρου University Studio Press] για τη δημοσίευσή του». Ποιο είναι το σκεπτικό αυτής της εξώδικης διαμαρτυρίας για το γεγονός της δημοσίευσης («Αρχείο Καβάφη. Αναλυτικός και ειδολογικός κατάλογος», Κονδυλοφόρος, τόμ. 14, 2015 [2016], σ. 217-395); Ότι ο κ. Πιερής δεν είχε (και δεν έχει) το δικαίωμα να δημοσιεύσει μία εργασία του που έγινε κατά το παρελθόν και συνδέεται με το αρχείο Καβάφη, επειδή τα πνευματικά δικαιώματα αυτής της εργασίας ανήκουν στο Ίδρυμα Ωνάση ως σημερινού κατόχου του αρχείου Καβάφη! Παράλληλα η εξώδικη διαμαρτυρία του Ιδρύματος Ωνάση προς τον εκδοτικό οίκο του Κονδυλοφόρου University Studio Press ανάγκασε τον εκδοτικό οίκο να αποσύρει το επίμαχο τεύχος από την κυκλοφορία, όπως θα διαπιστώσει όποιος το αναζητήσει στα βιβλιοπωλεία. Αλλά η δημοσίευση «Αρχείο Καβάφη. Αναλυτικός και ειδολογικός κατάλογος» πυροδότησε μια σειρά ευρύτερων αντιδράσεων του Ιδρύματος Ωνάση. Όπως έχω πληροφορηθεί από συναδέλφους, ως μέλος της επιστημονικής κοινότητας της νεοελληνικής φιλολογίας, το Ίδρυμα Ωνάση επικοινώνησε και με άλλους/ες ερευνητές/ερευνήτριες του καβαφικού έργου και τους ζήτησε αφενός να επιστρέψουν στο Ίδρυμα Ωνάση το αρχειακό υλικό που πιθανόν έχουν σε οποιαδήποτε μορφή στην κατοχή τους και αφετέρου να μην προχωρήσουν στη δημοσίευση επιστημονικών εργασιών συνδεόμενων με το εν λόγω υλικό. Δεν είμαι νομικός και συνεπώς δεν γνωρίζω ποιο είναι το νομικό έρεισμα τέτοιων ενεργειών του Ιδρύματος Ωνάση. Αλλά ως επιστήμονας δικαιούμαι να αναρωτηθώ: ένα Ίδρυμα που πριν από τέσσερα χρόνια δεν είχε την παραμικρή σχέση με το αρχείο Καβάφη και γενικότερα με το έργο του Καβάφη, στη βάση ποιου ηθικού ερείσματος απειλεί με νομικές ενέργειες και αξιώνει από ερευνητές και ερευνήτριες να παραιτηθούν από το δικαίωμα της ολοκλήρωσης των εν προόδω εργασιών τους, όταν είναι γνωστό στην επιστημονική κοινότητα ότι αυτοί οι ερευνητές και ερευνήτριες εργάστηκαν και εργάζονται επάνω στο καβαφικό έργο τις τελευταίες δεκαετίες και εκπόνησαν εκδόσεις καβαφικών κειμένων, διδακτορικές διατριβές και μονογραφίες με θέμα τον Καβάφη; Αν, όμως γράφεται στην επιστολή του κ. Χιώτη, «βασική αρχή της διαχείρισής του [Αρχείου Καβάφη] είναι η προώθηση της έρευνας γύρω από τον Καβάφη και το έργο του», με τέτοιες ενέργειες προωθείται η εν λόγω έρευνα; Αντιθέτως, γίνεται φανερό ότι το Ίδρυμα Ωνάση προσπαθεί πλέον είτε να σταματήσει είτε να χειραγωγήσει την έρευνα όσων κατά το παρελθόν είχαν, κατά τον ισχυρισμό της υπογεγραμμένης από τον κ. Χιώτη επιστολής, «αποκλειστική ή προνομιακή πρόσβαση στο Αρχείο». Αποκαλύπτεται πλέον ότι αυτή είναι η αληθινή όψη των επανειλημμένων εξαγγελιών περί «ανοιχτότητας» και «προσβασιμότητας» του αρχείου Καβάφη. Μέχρι τώρα αυτού του τύπου οι εξαγγελίες, που δεν συνοδεύτηκαν από κανένα απτό παράδειγμα συνέπειας λόγων και πράξεων, προσέβαλαν όχι μόνο τους καβαφιστές αλλά και κάθε σοβαρό νεοελληνιστή που έχει εργαστεί με αρχειακό υλικό. Όποιοι συνέταξαν αυτές τις εξαγγελίες, καλό θα είναι να διαβάσουν όσα έγραφε ο Φίλιππος Ηλιού για τα «Ανοιχτά αρχεία» (περ. Αρχειοτάξιο, τχ. 1, Ιούνιος 1999, σ. 5) ως «δυνατολογική πρόκληση» για μελετητές πρόθυμους να προασπίσουν «τους όρους, τα εργαλεία και την ηθική δεοντολογία» μιας ομαλής αρχειονομικής λειτουργίας.
Οι παραπάνω ενέργειες του Ιδρύματος Ωνάση επιβεβαιώνουν δυστυχώς ότι χρησιμοποιεί πλέον το αρχείο Καβάφη ως μοχλό άσκησης εξουσίας. Με ποιον απώτερο στόχο; Δεν γνωρίζω και δεν μπορώ επίσης να υποθέσω. (Στο αρχικό κείμενό μου χρησιμοποίησα ως επιγραφή τον στίχο του τελευταίου καβαφικού ποιήματος «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας»: «Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού». Αναρωτιέμαι τώρα ποιο είναι αυτό το «αλλού»;). Ο εκτελεστικός βραχίονας του Ιδρύματος Ωνάση φαίνεται να είναι τα πρόσωπα που βρέθηκαν στην ομάδα διαχείρισης του αρχείου Καβάφη. Αναγνωρίζω και σέβομαι ότι ο κ. Χιώτης λειτουργεί ως διαμεσολαβητής, καθώς έχει υπαλληλική σχέση με το Ίδρυμα Ωνάση. Αλλά ο κ. Δημήτρης Παπανικολάου, που έχει επιστημονική ιδιότητα ανεξάρτητη από το Ίδρυμα Ωνάση, οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα αν συναινεί με τις ενέργειες του Ιδρύματος που αποβλέπουν στη χειραγώγηση της καβαφικής έρευνας. Είμαι βέβαιος ότι η συντριπτική πλειονότητα των μελών της ακαδημαϊκής νεοελληνικής φιλολογίας θα αντισταθεί σε αυτή την προσπάθεια χειραγώγησης. Από την άλλη πλευρά, καλό θα ήταν το Ίδρυμα Ωνάση, που κατέχει πλέον νομικά και θεσμικά το αρχείο Καβάφη, να αντιληφθεί ότι εξελίσσεται σε ήρωα ενός καβαφικού ιστορικού ποιήματος. Όποιος έχει διαβάσει, με κάποια προσοχή, τον ιστορικό ποιητή Καβάφη, καταλαβαίνει τι εννοώ.
[i] Ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης, 24 Οκτωβρίου 2013, διαθέσιμο στο: https://goo.gl/kIypmc