«λοιδορού[με] την ανεξαρτησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης [εννοεί την Athens Review of Books]… Ευτυχώς όμως στη σύγχρονη Ελλάδα … οι δικαστικές αποφάσεις δεν εκδίδονται από παραδικαστικά κυκλώματα».
(Ι. Κ. Μαντζουράνης,
Το Βήμα, 15.11.2015).
Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι ακέραιοι νομικοί, όπως λ.χ. ο κύριος Ιωάννης Κ. Μαντζουράνης που σέβονται και τιμούν τη Δικαιοσύνη. Και με το αυτόκλητο κύρος τους μας διαβεβαιώνουν ότι οι αποφάσεις δεν εκδίδονται [πλέον;] από παραδικαστικά κυκλώματα. Ευτυχώς υπάρχουν διαπρεπείς νομικοί σαν τον περί ού ο λόγος, που προσφέρουν τις γνώσεις και την πείρα τους –μαζί με το συμπαρομαρτούν επιστημονικό ήθος– στο Ελληνικό Κράτος για να διαμορφώσει το νέο τηλεοπτικό πεδίο, αντί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που προφανώς θεωρείται κατασκευή του παλαιού καθεστώτος. Το καθεστώς που προσπαθεί εναγώνια να εγκαθιδρύσει ο Σύριζα δεν θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του πιο πεπειραμένο συνεργάτη και «εκτελεστή».
Ο Kronjurist του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε έχει μακρά πείρα από την διαβόητη υπόθεση Κουτσόγιωργα-Κοσκωτά, οι οσμές της οποίας φτάνουν στο σήμερα. (Η τότε σοσιαλιστική κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει τον Τύπο, όπως η νυν απόφυσή της τα τηλεοπτικά κανάλια). Δεν θα σταθούμε στις προφανείς αναλογίες, ότι τότε είχαμε την Τράπεζα Κρήτης και σήμερα την Τράπεζα Αττικής κ.ο.κ., αλλά στο μόνο ίσως κοινό πρόσωπο των δύο υποθέσεων: τον Ι. Κ. Μαντζουράνη. Επειδή μάλιστα απ’ όλους τους χιλιάδες νομικούς της Ελλάδας ο υπουργός-καναλάρχης διάλεξε τον Μαντζουράνη που ανδραγάθησε στην υπόθεση Κουτσόγιωργα-Κοσκωτά, καθότι προφανώς έχει το Know How.
Και μια «ασήμαντη» παρατήρηση για τα συνταγματικά προβλήματα που παρουσιάζουν οι λύσεις Μαντζουράνη που προωθεί ο Παππάς: ο άνθρωπος ξέρει απέξω κι ανακατωτά το σύνταγμα του χασάπη Χόνεκερ, το οποίο μετέφρασε με ζήλο, προτάσσοντας και μια εγκωμιαστική εισαγωγή 112 σελίδων. Πρόσφατα μάλιστα (7.10.2016) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ελληνικού Κράτους (ας μη λέμε μεγάλες κουβέντες: για το κράτος του Σύριζα πρόκειται) ανήγγειλε από την ΕΡΤ ότι στα μέσα Νοεμβρίου θα είναι διαφορετικό το τηλεοπτικό τοπίο.
Τέλος, εκτός από ιθύνων εγκέφαλος στα νοσηρά σχέδια Παππά, ο Μαντζουράνης είναι και ο άνθρωπος που επιχείρησε σε βάρος μας αναγκαστική κατάσχεση με βάση μια σκανδαλώδη και ετοιμόρροπη δικαστική απόφαση, για λογαριασμό τού επίσης εντολέα του υπουργού Εξωτερικών Κοτζιά, στην επίσης αγχωμένη προσπάθειά του να εκκαθαρίσει το τοπίο από ένα βήμα σκληρής κριτικής του καθεστώτος αλλά και των προσωπικών του έργων και ημερών.
Ως ελάχιστη συμβολή στη γενική δημοκρατική εγρήγορση, η Athens Review of Books αναδημοσιεύει (για αρχή) την κατάθεση στον ειδικό ανακριτή εφέτη του γνωστού Ι.Κ. Μαντζουράνη, «συνεργάτη» των «αειμνήστων» Κουτσόγιωργα και Κοσκωτά (τους οποίους τελικά κατέδωσε), όπως δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία την Πέμπτη 23 Μαρτίου 1989. Εκεί ο Kronjurist του ΣΥΡΙΖΑ περιέγραφε με λεπτομέρειες την όχι δα και μικρή συμβολή τoυ στο σκάνδαλο Κουτσόγιωργα-Κοσκωτά. Την αναδημοσιεύουμε διότι ο ελληνικός τύπος έχει πάθει «αμνησία» για το παρελθόν του κ. Νομικού Συμβούλου του Κράτους των Συριζανέλ. Μετά από 27 χρόνια λοιπόν, πρέπει και οι νεότεροι να πληροφορηθούν ποιους αδάμαντες ήθους χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να ελέγξει ή να φιμώσει μέσα ενημέρωσης – ημών μη εξαιρουμένων.
— The Athens Review of Books
«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΙΔΙΚΟ ΑΝΑΚΡΙΤΗ-ΕΦΕΤΗ κ. ΣΚΑΡΛΑΤΟ
ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ
Κατ’ άρθρο 236 εδ. 2 ΠΚ
Ιωάννη Μαντζουράνη. Δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών
Μετά την από 29/3/1989 προς εσάς αίτησή μου έχω να σας αναγγείλω τα ακόλουθα. Γύρω στα τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου 1988 ο Γεώργιος Κοσκωτάς επιδιώκει να πετύχει την μη παράδοση των παραστατικών εισαγωγής συναλλάγματος (ροζ χαρτιών) στους ελεγκτές της Τράπεζας Ελλάδας. Με κάθε τρόπο διαμηνύει την παράκλησή του στην κυβέρνηση και ειδικότερα στον Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα. Είναι η περίοδος που η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει τη σύσταση επιτροπής εμπειρογνωμόνων, όπως οι κ.κ. Ζολώτας, Αγγελόπουλος, Κουλουριάνος κ.ά., για την μελέτη του ζητήματος της άρσης ή μη του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων. Η άρνηση συμμετοχής προσωπικοτήτων κύρους στην εν λόγω επιτροπή και οι πιέσεις του Τύπου οδηγούν την κυβέρνηση στη λύση της κατάθεσης τροπολογίας για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος.
Mε την εξαγγελία αυτής της κυβερνητικής απόφασης ο Γ. Κοσκωτάς δηλώνει στον κ. Α. Κουτσόγιωργα, ότι σε περίπτωση που με νομοθετική ρύθμιση τα ελεγκτικά όργανα της Τράπεζας Ελλάδας θα αρκούνται στην απλή επίδειξη των παραστατικών εισαγωγής συναλλάγματος, χωρίς να λαμβάνουν τα πρωτότυπα ή φωτοαντίγραφο των εν λόγω παραστατικών θα του δώσει ένα σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα. Για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας ζητείται η βοήθειά μου. Σε παρατήρησή μου προς τον Γ. Κοσκωτά γιατί δεν δίνει τα ροζ χαρτιά για να τελειώνει ο όλος θόρυβος, αυτός μου απαντά, ότι έχει εκκρεμή δίκη στις ΗΠΑ για φορολογικά προβλήματα και όλο το εισαχθέν συνάλλαγμά του δεν έχει φορολογηθεί στις ΗΠΑ, οπότε θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις η τυχόν δημοσιοποίηση του ύψους του εισαχθέντος συναλλάγματος της Τράπεζας εισαγωγής και της Τράπεζας δραχμοποίησης. Τα ίδια έλεγε και παρουσία των Θ. Βαρλάμη, Γ. Μεταξά, Φ. Λεμπέση κ.ά.
Στο αμέσως επόμενο διάστημα αρχίζει η επεξεργασία του κειμένου της τροπολογίας. Ο Α. Κουτσόγιωργας γνωστοποιεί στον Γ. Κοσκωτά δύο κείμενα τροπολογίας. Με βάση αυτά τα δύο κείμενα διαμορφώνονται οι σχετικές παρατηρήσεις. Αυτές οι παρατηρήσεις μεταφέρονται σε γραπτό κείμενο στον Α. Κουτσόγιωργα και τελικά διαμορφώνεται η γνωστή τροπολογία που κατατίθεται στη Βουλή στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 1988.
Στα τέλη Ιουλίου 1988 ο Γ. Κοσκωτάς μού ανακοινώνει ότι για την σύνταξη και ψήφιση της τροπολογίας υπάρχει συμφωνία του για κατάθεση 2.000.000 δολαρίων στην Ελβετία για λογαριασμό του A. Κουτσόγιωργα και για υλοποίηση αυτής της συμφωνίας χρειάζονται την βοήθειά μου. Μου εκθέτει τις λεπτομέρειες γιατί ήδη στο προηγούμενο διάστημα είχα αντιληφθεί από ακριτομυθίες περί τίνος πρόκειται.
Τότε στα τέλη Ιουλίου 1988 μεταβαίνω στη Γενεύη, συναντώ τον τραπεζίτη P. Εlsohn, στην U.B.S. ύστερα από ραντεβού που μου είχε κλείσει ο Γ. Κοσκωτάς, και υπογράφω τα αναγκαία έγγραφα για να ανοίξω λογαριασμό στο όνομά μου με αριθμό 519150 S.H. Στις 4 ή 5 Αυγούστου 1988 ψηφίζεται το άρθρο 40 του ν. 1806/1988 και αμέσως ο Γ. Κοσκωτάς και η σύζυγός του Αικατερίνη μεταβαίνουν στη Γενεύη και καταθέτουν τα 2.000.000 δολάρια στο λογαριασμό μου από χρήματα που είχαν στην Ελβετία, όπως μου είπε ο Γ. Κοσκωτάς αργότερα.
Στις 7 ή 8/8/1988 μεταβαίνω στη Γενεύη και συναντώ τον τραπεζίτη και φίλο του Γ. Κοσκωτά Ρ. Elsohn από τον οποίο ζητώ μια επιταγή 2.000.000 δολαρίων. Μου απαντά ότι πίστευε ότι τα χρήματα θα έμεναν στην U.B.S. και εκτός αυτού δεν μπορεί να μου δώσει 2.000.000 δολάρια, γιατί το είδος του λογαριασμού που μου άνοιξε πρέπει να έχει υπόλοιπο 50.000 δολάρια. Διαφορετικά θα πρέπει να κλείσει τον εν λόγω λογαριασμό και να μου δώσει όλα τα χρήματα μετά από μερικές μέρες. Τηλεφώνησα στον Γ. Κοσκωτά που μίλησε μαζί με τον εν λόγω τραπεζίτη και του έδωσε εντολή να καταθέσει στον λογαριασμό μου 519150 SH άλλα 50.000 δολάρια, ώστε να πάρω την ίδια μέρα την επιταγή των 2.000.000 δολαρίων. Πράγματι πήρα μια επιταγή 2.000.000 δολαρίων με αριθμό 4250320 και μεταβαίνω στην City Bank, όπου ανοίγω ένα λογαριασμό στο όνομά μου με αριθμό 0/336182/-018 Rub.Α, στον οποίο καταθέτω την επιταγή των 2.000.000 δολαρίων.
Ταυτόχρονα ανοίγω κι άλλο λογαριασμό με αριθμό 0/336183-006 RUB.B σε τρία ονόματα: στο όνομά μου, στο όνομα του Α. Κουτσόγιωργα και στο όνομα του γιου του Δημήτρη Κουτσόγιωργα δίνοντας και τους αριθμούς διαβατηρίων τους που ζήτησα τηλεφωνικά και υπογράφοντας εξουσιοδότηση για τα άλλα δύο ονόματα να μπορούν να προβαίνουν σε όλες τις τραπεζικές ενέργειες καθώς και να κλείνουν τον λογαριασμό.
Την ίδια στιγμή μεταφέρω από τον λογαριασμό RUB.Α στον λογαριασμό RUB.Β 1.200.000 δολάρια βάσει της εντολής Γ. Κοσκωτά. Τα υπόλοιπα 800.000 δολάρια παραμένουν στο λογαριασμό RUB.Α μέχρι να εκδοθεί και η κοινή υπουργική απόφαση η οποία έπρεπε να εκδοθεί μέσα σε τρεις μήνες από την ισχύ του Ν. 1806/1988, δηλαδή γύρω στο Νοέμβρη 1988.
Επιστρέφω στην Αθήνα και ενημερώνω τον Γ. Κοσκωτά και τον Α. Κουτσόγιωργα χωρίς να πω όλες τις λεπτομέρειες στον Γ. Κοσκωτά κατά παράκληση του Α. Κουτσόγιωργα, μολονότι ο Γ. Κοσκωτάς με ρώτησε επίμονα. Ύστερα πηγαίνω διακοπές και τον Σεπτέμβριο 1988 επανέρχομαι στην Αθήνα. Την ίδια περίοδο αρχίζει να εντείνεται ο έλεγχος της Τράπεζας Ελλάδος στην Τράπεζα Κρήτης και ο Τύπος κατακρίνει την διάταξη του άρθρου 40 του Ν. 1806/1988, ενώ επισημαίνει την καθυστέρηση έκδοσης της σχετικής κοινής υπουργικής απόφασης.
Τελικά η κυβέρνηση διαμορφώνει ένα κείμενο κοινής υπουργικής απόφασης που ο Α. Κουτσόγιωργας δίνει στον Γ. Κοσκωτά. Στο γραφείο του Γ. Κοσκωτά γίνεται η τελική επεξεργασία του κειμένου και τούτο επιστρέφεται στον Α. Κουτσόγιωργα, οπότε και δημοσιεύεται διασφαλίζοντας την απλή επίδειξη των παραστατικών εισαγωγής συναλλάγματος.
Αμέσως μετά έπρεπε να μεταβώ στην Γενεύη για την μεταφορά και των 800.000 δολαρίων από το λογαριασμό RUB.Α στον λογαριασμό RUB.B. Δεν πήγαν όμως γιατί ο Α. Κουτσόγιωργας είχε αρχίσει να ανησυχεί και να δυσφορεί από τις οχλήσεις του Γ. Κοσκωτά και μου είπε «ήταν λάθος το άνοιγμα του λογαριασμού RUB.Β και κακώς έγινε η μεταφορά των 1.200.000 δολαρίων από τον RUB.B στον λογαριασμό τον δικό μου και της συζύγου μου Αλίκης». Γι’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι γύρω στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1988 (δεν θυμάμαι ακριβώς) με αρχές Οκτωβρίου 1988, ήρθε στην Αθήνα ο τραπεζίτης Ernst Peterer στέλεχος της City Bank που έμεινε στο Meridien Hotel στην πλατεία Συντάγματος.
Τον συνάντησα κι ένα μεσημέρι πήγαμε στο σπίτι του Α. Κουτσόγιωργα, όπου ήταν μόνον οι δύο σύζυγοι, ο Ε. Peterer κι εγώ. Εκεί ο Α. Κουτσόγιωργας και η σύζυγός του Αλίκη άνοιξαν κοινό λογαριασμό άκρως απόρρητο υπογράφοντας τα σχετικά έγγραφα. Πιστεύω ότι η Αλίκη Κουτσόγιωργα δεν ήξερε για ποιο σκοπό ήτο ο λογαριασμός, γιατί ο Μένιος μου έλεγε ότι δεν πρέπει αυτή να μάθει τίποτε. Μετά ταύτα ο Μένιος έδωσε γραπτή εντολή στον Ε. Peterer να μεταφέρει τα 1.200.000 δολάρια από τον κοινό λογαριασμό του Α. Κουτσόγιωργα, του γιου του Δ. Κουτσόγιωργα κι εμού στον κοινό λογαριασμό των δύο συζύγων. Αυτό κι έγινε. Μετά από λίγες μέρες δημοσιεύεται η κοινή υπουργική απόφαση.
Στο μεταξύ το σκάνδαλο Γ. Κοσκωτά είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις και πλησιάζει στην κορύφωσή του. Ο Α. Κουτσόγιωργας ανησυχεί και συνάμα δυσφορεί για τις οχλήσεις του Γ Κοσκωτά προς αυτόν. Τότε ο Α Κουτσόγιωργας αρχίζει να σκέπτεται το ενδεχόμενο αποκάλυψης των 2.000.000 δολαρίων.
Στις 19/10/1988 λαμβάνεται απόφαση για τοποθέτηση προσωρινού επιτρόπου στην Τράπεζα Κρήτης και αποκαλύπτεται η πλαστογράφηση των extraits της Merril Lynch που αφορούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τράπεζας Κρήτης.
Στις 23 ή 24/10/1988 παραδίνεται από εμένα και τον Γ. Μεταξά το αποδειχθέν τελικώς πλαστό έγγραφο της Merrill Lynch με τα ονόματα των Γ. Παπανδρέου, Α. Λιβάνη και Γ. Πέτσου στον Α. Κουτσόγιωργα. Γι’ αυτό το θέμα ο Γ. Κοσκωτάς ψεύδεται στα σημειώματα και τις συνεντεύξεις του. Το έγγραφο που μας παρέδωσε, δόθηκε στον Α. Κουτσόγιωργα που το άνοιξε μπροστά μας.
Από τα τέλη Νοεμβρίου 1988 αρχίζω να επικοινωνώ τηλεφωνικά με την Αικατερίνη Κοσκωτά για το θέμα των 2.000.000 δολαρίων. Οι εν λόγω συνδιαλέξεις είναι γνωστές στον Α. Κουτσόγιωργα ο οποίος πλέον ενδιαφέρεται άμεσα για την διευθέτηση του εν λόγω ζητήματος με τρόπο που να αποφεύγεται η ανάμιξη του ονόματός του και ο σχετικός θόρυβος. Γι’ αυτό στις συνδιαλέξεις λέγω αναλήθειες στην Αικ. Κοσκωτά, αποφεύγω να την εκνευρίζω και γενικά προσπαθώ να κερδίζω χρόνο μέχρι την έκδοση του πορίσματος του προσωρινού επιτρόπου για το συνάλλαγμα. Μόνιμη αγωνία του Α. Κουτσόγιωργα είναι η απαλλαγή από τα 2.000.000 δολάρια χωρίς να φανεί πουθενά το όνομά του.
Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1988 και συγκεκριμένα γύρω στις 7/12/1988 μεταβαίνω στη Γενεύη. Εκεί συναντώ τον τραπεζίτη Zuericher στη City Bank, επειδή έλειπε ο Ε. Peterer, του οποίου είχε πεθάνει η μητέρα. Τον ενημερώνω για το πρόβλημα που με απασχολεί και του λέγω την αλήθεια για την προέλευση των χρημάτων από τον Γ. Κοσκωτά. Σε λίγες μέρες επέστρεψε κι ο Ε. Peterer που κι αυτός ενημερώθηκε από μένα για το ίδιο θέμα και την προέλευση των χρημάτων από τον Γ Κοσκωτά. Και στους δυο αυτούς τραπεζίτες είπα ότι τα χρήματα ήταν αμοιβή για παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες από μένα και τον Α. Κουτσόγιωργα με τον οποίο είχαμε μαζί δικηγορικό γραφείο. Ασφαλώς και κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο.
Τις ίδιες μέρες συναντώ τον Ελβετό δικηγόρο Croisset, στον οποίο εκθέτω το πρόβλημά μου και την αλήθεια για την προέλευση των 2.000.000 δολαρίων. Ο Croisset με συμβουλεύει να δεσμεύσω τα χρήματα. Τότε μεταβαίνω στη City Bank, συναντώ τους τραπεζίτες Ε. Peterer και Zuericher, τους εκθέτω τα διαμειφθέντα με τον Croisset και ζητώ να δεσμευτούν τα χρήματα και να μην δοθούν σε κανένα, ούτε στον πρώην πελάτη μου Γ. Κοσκωτά ούτε στην Τράπεζα Κρήτης μέχρι να ξεκαθαρίσει το θέμα της προέλευσής τους με τον συναλλαγματικό έλεγχο του προσωρινού επιτρόπου.
Αυτό και γίνεται. Δεσμεύονται και οι δύο λογαριασμοί RUB.Α και 336235 VLH στη City Bank και μεταβαίνω στην UBS, συναντώ τον τραπεζίτη Ρ. Elsohn τον ρωτώ για την προέλευση των χρημάτων που στις 4/8/1988 κατέθεσε ο Γ. Κοσκωτάς στο λογαριασμό μου 519150 SH στην UBS. Ο Ρ. Elsohn μου απαντά ότι στην UBS δεν έχουν έρθει χρήματα από την Ελλάδα. Τον ερωτώ αν τα 2.000.000 δολάρια προέρχονται από καταθέσεις της Τράπεζας Κρήτης στο εξωτερικό ή από προσωπικό λογαριασμό του Γεωργίου και της Αικατερίνης Κοσκωτά ή λογαριασμό της εταιρείας τους. Μου απαντά ότι πέρα από την διαβεβαίωσή του ότι ούτε τα 2.000.000 ούτε άλλα χρήματα του Γ. Κοσκωτά έχουν έρθει από την Ελλάδα ή την Τράπεζα Κρήτης ειδικότερα, δεν μπορεί να μου πει τίποτε άλλο γιατί δεσμεύεται ως τραπεζίτης. Τότε, επειδή δεν γνωρίζω τους δεσμούς του με τον Γ. Κοσκωτά, ζητώ να κλείσω τον υπ’ αριθμό 519150 SH λογαριασμό μου, παίρνω τα 50.000 δολάρια και τα καταθέτω στον ήδη δεσμευμένο λογαριασμό μου RUB.Α. Αυτό γίνεται στις 9/12/1988.
Παράλληλα ο Ε. Peterer μου δίνει ένα έγγραφο στο οποίο υπογράφω για να κλείσει ο λογαριασμός RUB.Β που είναι στο όνομά μου, στο όνομα του Α. Κουτσόγιωργα και στο όνομα του γιου του Δημήτρη Κουτσόγιωργα. Αυτό έγινε στις 8/12/1988 μολονότι ο εν λόγω λογαριασμός είχε μηδενιστεί από την ημέρα που ο Α. Κουτσόγιωργας έδωσε εντολή να μεταφερθούν τα 1.200.000 δολάρια στον λογαριασμό αυτού και της συζύγου του. (Αυτό είχε γίνει κατά την συνάντηση Ε. Peterer, Α. Κουτσόγιωργα και εμού στο σπίτι του Α. Κουτσόγιωργα στην Κηφισιά στις αρχές Οκτωβρίου 1988. Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης εγώ ήμουν σε άλλο δωμάτιο, ενώ ο Α. Κουτσόγιωργας και ο Ε. Peterer ήταν στο σαλόνι του Α. Κουτσόγιωργα).
Ταυτόχρονα ζητώ από τον Ε. Peterer να επιστραφούν τα 1.200.000 δολάρια από τον λογαριασμό του Α. Κουτσόγιωργα και της συζύγου του στον αρχικό λογαριασμό μου RUB.Α. Μολονότι έχω λευκό χαρτί με την υπογραφή του Α. Κουτσόγιωργα και εντολή να συμπληρώσω ό,τι χρειάζεται, ο Ε. Peterer μου ζητεί να του τηλεφωνήσει ο Α. Κουτσόγιωργας και μου υπαγορεύει ένα κείμενο το οποίο πρέπει να υπογράψει ο Α. Κουτσόγιωργας για να γίνει η μεταφορά στον αρχικό λογαριασμό μου RUB.Α.
Επιστρέφω στην Αθήνα, ενημερώνω τον Α. Κουτσόγιωργα για τις ενέργειές μου και αυτός ανησυχεί πολύ. Τελικά μου υπογράφει το κείμενο που χρειαζόταν ο Ε. Peterer και γύρω στις 28/12/1988 μεταβαίνω στη Γενεύη από τη Ρώμη όπου ήμουν με την οικογένειά μου. Παραδίδω στον Ε. Peterer το έγγραφο με την υπογραφή του Α. Κουτσόγιωργα και γίνεται η μεταφορά των 1.200.000 δολαρίων πλέον των τόκων στον αρχικό λογαριασμό μου. Αντίγραφο αυτού του εγγράφου έχω στα χέρια μου με τον αριθμό του λογαριασμού του Α. Κουτσόγιωργα και της συζύγου του. Οι αριθμοί είναι γραμμένοι με το χέρι γιατί γράφτηκαν μετά την άφιξή μου στη Γενεύη καθ’ υπόδειξη του Α Κουτσόγιωργα για λόγους ασφαλείας.
Στις 28 ή 29/12/1988 ήλθε στη Γενεύη ο Γ. Κατσιούφης που κατ’ εντολή της Αικατερίνης Κοσκωτά ήθελε τα χρήματα. Τον ενημέρωσα για τη δέσμευση των χρημάτων έγινε έξαλλος και μου είπε: «αν τα φας, θα πάθεις μεγάλη ζημιά». Του απάντησα ότι λέγω την αλήθεια και αν ήθελε μπορεί να έρθει μαζί μου στην Τράπεζα για να δει του λόγου το αληθές και ότι δεν προτίθεμαι να ιδιοποιηθώ τα χρήματα κανενός. Του τόνισα ότι αδυνατώ να τα πάρω πριν εκδοθεί το πόρισμα του προσωρινού επιτρόπου της Τράπεζας Κρήτης για το συνάλλαγμα, οπότε θα ξεκαθάριζε το ζήτημα του δικαιούχου αυτών των χρημάτων.
Τις ίδιες μέρες είχα συνδιάλεξη με την Αικ. Κοσκωτά και ακολουθώ την ίδια παραπλανητική και συνάμα δελεαστική τακτική. Άλλωστε, μετά τη συνάντησή μου με τον Γ. Κατσιούφη και την δέσμευση των χρημάτων έχω λάβει τα μέτρα μου για τη διαφύλαξη των χρημάτων και προσπαθώ να κερδίσω χρόνο μέχρι την έκδοση του πορίσματος του προσωρινού επιτρόπου για να δω ποιος τελικά είναι ο δικαιούχος. Έτσι μολονότι υποψιάζομαι ότι με μαγνητοφωνεί η Αικ. Κοσκωτά, συνεχίζω να συζητώ μαζί της με μοναδικό σκοπό να κερδίσω χρόνο.
Γύρω στα τέλη Ιανουάριου η αρχές Φεβρουαρίου 1989 η Αικ. Κοσκωτά με απειλεί ότι αν μέχρι τις 23/2/1989 που είχαν μια δίκη στις ΗΠΑ δεν της επιστρέψω τα 2.000.000 δολάρια, τότε θα μου κάνει μεγάλο κακό και θα αποκαλύψει το θέμα της δωροδοκίας. Της απαντώ ότι αδυνατώ να δώσω τα χρήματα πριν από την έκδοση του πορίσματος του προσωρινού επιτρόπου και αρχίζω να της λέω ότι από μέρα σε μέρα θα βγει το εν λόγω πόρισμα. Αυτό το «από μέρα σε μέρα θα βγει το πόρισμα» το επαναλαμβάνω και σε άλλες τηλεφωνικές συνομιλίες μου για να κερδίσω χρόνο, μολονότι αγνοώ παντελώς το πότε θα βγει αυτό το πόρισμα.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα βασανίζομαι και κατατρύχομαι από έμμονες ιδέες και διλήμματα. Από τη μια πλευρά είναι η αποκάλυψη της αλήθειας με τις διαστάσεις πολύκροτου σκανδάλου και από την άλλη η αποκάλυψη ενός ανθρώπου που με εμπιστεύθηκε και με τον οποίο διατηρούσα καλές σχέσεις. Αν σ’ αυτά προστεθεί και ο πανικός μου για τις συνέπειες της εμπλοκής μου σ’ αυτή την υπόθεση και φόβος μου μπροστά στη δημοσιότητα αυτού του σκανδάλου γίνεται αντιληπτός ο δισταγμός και οι συνεχείς αμφιταλαντεύσεις μου.
Τελικά στις 3/3/1989 καταλήγω στην απόφαση της αυθόρμητης κατάθεσης ως μάρτυρα. Η μαρτυρική μου όμως κατάθεση διεκόπη λόγω της συλλήψεώς μου χωρίς να ολοκληρωθεί.
Στις 6/3/1989 προσήλθα στον ειδικό ανακριτή με πλήρη συνείδηση της μοιραίας κατάληξης αυτής της υπόθεσης. Γι’ αυτό και μετά αρνήθηκα να απολογηθώ θέλοντας να κερδίσω χρόνο για να συγκεντρώσω τα στοιχεία που θα βοηθήσουν την δικαιοσύνη στον σωστό επιμερισμό των ευθυνών τόσο εμού του ιδίου όσο και των άλλων προσώπων.
Υπογραμμίζω ότι ούτε μια στιγμή μέχρι τη δημοσίευση των πρώτων πορισμάτων του προσωρινού επιτρόπου δεν πίστεψα ότι είχαν γίνει ατασθαλίες στην Τράπεζα Κρήτης. Μέχρι τότε πίστευα ότι τα χρήματα του Γ. Κοσκωτά είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, είχαν κτηθεί στο εξωτερικό, αλλά δεν είχαν φορολογηθεί από τις ΗΠΑ. Και επειδή κινδύνευε να αντιμετωπίσει βαριές κατηγορίες φοροδιαφυγής στις ΗΠΑ δεν επιθυμούσε να δώσει στοιχεία από τα παραστατικό εισαγωγής συναλλάγματος (ροζ χαρτιά). Παράλληλα μετά τα πορίσματα του προσωρινού επιτρόπου δεν μπορώ να γνωρίζω αν τα συγκεκριμένα 2.050.000 δολάρια ανήκουν στον Γ. Κοσκωτά ή στην Αικ. Κοσκωτά ή προέρχονται από την Τράπεζα Κρήτης.
Άλλωστε σε κανένα από τα μέχρι τώρα εκδοθέντα πορίσματα του επιτρόπου δεν αναφέρεται τίποτα γι’ αυτά τα 2.050.000 δολάρια. Έτσι επιτείνεται η αβεβαιότητά μου για την προέλευση των χρημάτων και για τον πραγματικό δικαιούχο τους. Εξάλλου το γεγονός ότι χρειάστηκε η μετάβαση και του Γεωργίου και της Αικατερίνης Κοσκωτά στη Γενεύη για να γίνει η κατάθεση στο λογαριασμό μου στην UBS σημαίνει ότι δεν έγινε εξαγωγή συναλλάγματος από την Ελλάδα αλλά μεταφορά χρημάτων που ήδη βρίσκονταν στο εξωτερικό.
Ιδιαίτερα η παρουσία της συζύγου του Γεωργίου, Αικατερίνης Κοσκωτά, στη Γενεύη δημιουργεί βάσιμες υποψίες ότι πρέπει να προέρχονται από κοινό λογαριασμό των Γεωργίου και της Αικ. Κοσκωτά, διαφορετικά δεν ήταν αναγκαία η μετάβασή της στη Γενεύη, δεδομένου ότι σπάνια εγκατέλειπαν τα παιδιά τους μόνα τους στην Αθήνα.
Θέλω να τονίσω ότι τα 100.000 δολάρια, το οποία εισήγαγα στην Ελλάδα και δραχμοποίησα στις 6/10/1988 ήταν συμφωνηθείσα αμοιβή μου για υπηρεσίες τις οποίες προσέφερα πηγαίνοντας στην Σοβιετική Ένωση για την συμφωνία.
- Αγοράς ποδοσφαιριστών και παικτών μπάσκετ - μπολ για τον Ολυμπιακό.
- Εγκαταστάσεων στη Μόσχα ανταποκριτικών γραφείων της Τράπεζας Κρήτης και της ΓΡΑΜΜΗ A.Ε.
Όταν ζήτησα από τον Κοσκωτά την αμοιβή μου αυτός μου είπε να πάρω από την UBS το υπόλοιπο των 50.000 δολλαρίων και τ’ άλλα 50.000 δολλάρια από την City Bank, αφαιρώντας τα από τα 800.000 δολλάρια, διότι εν τω μεταξύ με διάφορες βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις θα προέκυπταν τόκοι, οπότε και θα εκαλύπτετο η διαφορά και θα συνεπληρούτο το ποσόν των 800.000 δολλαρίων.
Επίσης θέλω να γίνει κατανοητό ότι επέδειξα έμπρακτη μετάνοια διότι εγώ ήμουν αυτός που έδωσε στις 7/12/1988 την εντολή δέσμευσης των 800.000 δολλαρίων προκειμένου να διασφαλισθούν αυτά υπέρ του δικαιούχου.
Ουδέποτε εξεδήλωσα πρόθεση αποδοχής ή ιδιοποιήσεως των 800.000 δολλαρίων ή μέρους αυτών διότι εγώ ήμουν αυτός ο οποίος μετέφερε την 28/12/88 το ποσόν του 1.200.000 δολλαρίων από τον λογαριασμό των Αγαμέμνονα και Αλίκης Κουτσόγιωργα στον ήδη κατόπιν ενεργειών μου δεσμευμένο λογαριασμό. Σε αντίθετη περίπτωση θα μετέφερα το παραπάνω ποσόν σε άλλο λογαριασμό μη δεσμευμένο.
Επίσης σας γνωρίζω ότι με εξώδικό μου καθώς και προφορικά ενημέρωσα τον Κ. Επίτροπο της Τράπεζας Κρήτης για τα ανωτέρω, προς τον οποίο και εδήλωσα ότι είμαι έτοιμος, να υπογράψω τα σχετικά πληρεξούσια ώστε το μεν να αποδεσμευθεί ο λογαριασμός και η Τράπεζα Κρήτης να λάβει τα χρήματα αφ’ ετέρου δε να δοθούν από την City Bank τα παραστατικά έγγραφα όλων των αναφερθέντων λογαριασμών. Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων προκύπτει θέμα απ’ ευθείας εφαρμογής του άρθρου 236 § β ΠΚ, δεδομένου ότι η ενέργειά μου προς εσάς πληροί απολύτως τις προϋποθέσεις του νόμου.
Τα 63 έγγραφα
Συνημμένως υποβάλλω τα εξής έγγραφα:
- Το από 4/8/88 έγγραφο της UBS
- Το από 4/8/88 έγγραφο της UBS
- Το από 8/8/88 έγγραφο της UBS
- Το από 11/8/88 έγγραφο της UBS
- Το από 11/8/88 έγγραφο καταθέσεως της υπ’ αριθμόν 4250320 επιταγής της UBS στον υπ’ αριθμ. 0/336182/018 λογαριασμό της Citicorp Investment Bank
- Το από 15/8/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- Το από 15/8/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- Το από 12/8/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- Το από 16/8/88 έγγραφο κίνησης λογαριασμού της προαναφερομένης Τράπεζας
- Την από 16/8/88 υπ’ αριθμ. 3882293043 εντολή μεταφοράς των 1.200.000 δολλαρίων στον λογαριασμό RUB.B
- Το από 17/8/88 έγγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- Το από 17/8/88 έγγραφο της Citicorp Investment Bank.
- To από 31/8/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- To από 15/9/88 έγγραφο της προαναφερθείσας Τράπεζας
- Το από 16/9/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 27/9/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 27/9/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 30/9/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Citicorp Investment Bank
- Το από 4/10/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 5/10/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 6/10/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 31/10/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της ίδιας Τράπεζας
- Το από 1/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Την από 8/12/88 εντολή μου προς την ίδια Τράπεζα σχετικά με το κλείσιμο του λογαριασμού 338183 Rubrik «Β»
- Το από 9/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 9/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας.
- Το από 22/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας
- Το από 12/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας.
- Το επίσης από 12/12/88 έγγραφο της ίδιας Τράπεζας.
- Το από 8/12/88 έγγραφο της Τράπεζας UBS.
- Το από 27/12/88 αντίγραφο κίνησης λογαριασμού της Τράπεζας Citicorp Investment Bank.
- Φωτοαντίγραφο της εντολής κλεισίματος του υπ’ αριθμ. 336235 VLH λογαριασμού των Αγαμέμνονα και Αλίκης Κουτσόγιωργα στην Citicorp Investment Bank.
[….]
- Λευκή κόλλα υπογεγραμμένη από τον Α. Κουτσόγιωργα.
Αθήνα 22/3/1989
Ο Αναγγέλων»
Γιατί κατέδωσε τους Κουτσόγιωργα και Κοσκωτά
Με αυτό το υπόμνημα αναγγελίας αξιόποινης πράξης, ο Ι.Κ. Μαντζουράνης αναφέρεται στη δωροδοκία 2.050.000 δολαρίων από τον Γιώργο Κοσκωτά στον Μένιο Κουτσόγιωργα. Ο Μαντζουράνης τότε ήταν προφυλακισμένος, προέβη δε στην ενέργεια αυτή, να αποκαλύψει δωροδοκία, με υπερασπιστικό στόχο να τύχει των ευεργετικών διατάξεων του σχετικού νόμου που προβλέπει το ατιμώρητο γι’ αυτόν που συμμετείχε σε δωροδοκία και την καταγγέλλει (άρθρο 236 του ΠΚ):
«Δωροδοκία για παράνομες πράξεις. Με την ίδια ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος δίδει, προσφέρει ή υπόσχεται τέτοια δώρα ή άλλα ανταλλάγματα. Η πράξη μένει ατιμώρητη, αν αυτός με δική του θέληση και πριν εξεταστεί οπωσδήποτε για την πράξη, την αναγγείλει στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε οποιοδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας έγγραφη αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση».
Ο Μαθουσάλας πελάτης του Μαντζουράνη
[O] υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, έχοντας βαθύτατα μελετήσει την ιστορία της ανθρωπότητας και την πολιτική σημασία που ενίοτε αποκτά η επίκληση του πολιτισμού, αποφάσισε να μιμηθεί το υποδειγματικό βρετανικό «αυτοκρατορικό» τέχνασμα.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η τρέχουσα αυτοπεποίθησή του προέρχεται από τον πρόσφατο δικαστικό θρίαμβό του στη διαμάχη του με ταπεινό περιοδικό της Αθήνας. Η δικαστική βούλα τον έχρισε υπεραιωνόβιο, αποδεχόμενη τον ενεργό του ρόλο στην ίδρυση του ΚΚΕ, πριν από εκατό χρόνια.
Τον ανήγαγε δε στην απόλυτη πολιτική αγνότητα διαπιστώνοντας ότι ναι μεν συνέβαλε στην ίδρυση ενός «σταλινικού» κόμματος, πλην όμως, ως έτερος Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων, ποτέ δεν συμμερίστηκε τις «σταλινικές» ιδιότητες του τελευταίου. Προφανώς με τον τρόπο αυτό διαπιστώθηκε ότι ο υπουργός βρίσκεται πέρα από το μέτρο του ανθρώπινου και του λογικού.
Με τις δικαστικές δάφνες νωπές στο κεφάλι του ο υπουργός αποφάσισε να επιταχύνει την από καιρό αναγγελθείσα διαμόρφωση –έπειτα από δική του φυσικά πρωτοβουλία– ενός νέου παγκόσμιου συστήματος δυνάμεων το οποίο μάλλον θα μεταβάλει την τάξη του κόσμου.
Γιώργος Μαργαρίτης
Kαθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ
(Η Εφημερίδα των Συντακτών, 10.10.2016)