Πριν αναφερθώ στο βιβλίο, θα ήθελα να πω πως το κυριότερο συναίσθημα που ένιωθα σε μόνιμη βάση, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου στο Υπουργείο Παιδείας, ήταν ο φόβος της άσκησης «φυσικής βίας» εναντίον μου. Όπου κι αν βρισκόμουν, στο γραφείο, έξω από το σπίτι, σε μια εκδήλωση, στο σούπερ μάρκετ,… Ακόμα κι αυτή η συζήτηση που γίνεται εδώ σήμερα, από το 2010 έως το 2012 θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Ευχαριστώ λοιπόν για την πρόσκληση. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και τον κ. Μητσοτάκη για την ασυνήθη παρουσία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης: συνήθως οι αρχηγοί μιλούν μόνοι τους.
Θα ήθελα όμως να διευκρινίσω ότι κληθήκαμε προερχόμενοι από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους οι οποίοι βρίσκονται σε όλη την Ευρώπη σε σταυροδρόμι. Ιδιαίτερα στη χώρα μας που έχει γίνει πια εμφανές ότι πάνω και πρώτα απ’ όλα σε μια κοινωνία που φτωχοποιείται μέρα με τη μέρα και με γενικευμένη παρακμή απαιτούνται ανατροπές και ανατίναξη όλων των κλειστών συστημάτων, στη διοίκηση, στην οικονομία, στα κόμματα και κυρίως και πάνω απ’ όλα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Εδώ θεωρώ ότι συναντώνται οι αγωνίες και τα όνειρα όλων των πολιτών με ανοιχτούς ορίζοντες που θέλουν κάτι να αλλάξει στη χώρα.
Παρουσιάζουμε ένα βιβλίο που είναι σαν τον τίτλο του: Μια γάτα που γαβγίζει. Σε εκπλήσσει, σε κάνει να σκέφτεσαι συνεχώς, να λες: ναι και όχι, ίσως, ας το ξαναδούμε, πρέπει να το δοκιμάσουμε. Ένα βιβλίο πέρα από τα δόγματα και τα τείχη στα οποία εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα οι πολιτικοί, τα συνδικάτα, οι διανοούμενοι, οι πολίτες, επί δεκαετίες, φτάνοντας στο τέλος στην παράνοια ο διάλογος των υπουργών της χούντας να ταυτίζεται με τα επιχειρήματα στελεχών της Αριστεράς. Γιατί τα τείχη, οι απόλυτες αλήθειες, η απόρριψη και η ισοπέδωση της άλλης άποψης και η ψυχική και φυσική βία που συνόδεψαν τη συζήτηση για την παιδεία από την αρχή του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, οδήγησαν στη σύμπτωση των άκρων να παλεύουν για ένα σύστημα κλειστό, ομοιόμορφο, συγκεντρωτικό, με απόλυτο κρατικό έλεγχο, στο όνομα μιας δήθεν ισότητας που επιτρέπει να έχουν άλλες ευκαιρίες μόνο τα παιδιά της άρχουσας οικονομικά τάξης. Είναι ο καταστροφικός συνδυασμός αυταρχισμού (με αριστερό ή δεξιό πρόσημο) και της γλώσσας του Όργουελ… Κάτι που ζούμε ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό.
Παρουσιάζουμε ένα πολιτικό βιβλίο για την εκπαίδευση που τολμάει να στηρίζει ιδεολογικά τις απόψεις του στις φιλελεύθερες απόψεις, χωρίς κόμπλεξ, αλλά με δημιουργικές προτάσεις που μπορούν να απεγκλωβίσουν το σύστημα. Αυτό από μόνο του είναι σημαντικό, γιατί στη μεταπολίτευση κυριάρχησαν ιδεολογικά απόψεις του «συγκεντρωτικού σοσιαλισμού», με αποτέλεσμα ο «κρατισμός να επικρατεί στα προγράμματα των δεξιών και των αριστερών κομμάτων». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην διερευνηθούν ποτέ προτάσεις, πρακτικές και πολιτικές προς πιο φιλελεύθερη κατεύθυνση. Ο «φιλελευθερισμός» στην Ελλάδα, παρά τις δημοκρατικές και πλουραλιστικές καταβολές του σε όλο τον κόσμο, σχεδόν έχει «ποινικοποιηθεί» ως λέξη!
Ταυτόχρονα ο εγκλωβισμός σε στενά κρατικίστικες απόψεις για την προσέγγιση του εκπαιδευτικού συστήματος δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο που ανακύκλωνε τα ίδια προτάγματα και οδήγησε σε ιδεολογικές αγκυλώσεις και ιδεοληψίες και πρακτικές οι οποίες κυριάρχησαν στους εκπαιδευτικούς, φοιτητές, αλλά και στους γονείς και στην κοινωνία. Σχηματικά θα έλεγα ότι η ελληνική κοινωνία και το εκπαιδευτικό σύστημα στερήθηκε πλήρως, δεν «γεύτηκε» τα καλά τέτοιων απόψεων.
Το βιβλίο παρουσιάζει βασικά σημεία που έχουν δημιουργήσει τις μεγάλες στρεβλώσεις, την τροχοπέδη του εκπαιδευτικού συστήματος, με βάση αυτά τα σημεία κάνει συγκριτικές προσεγγίσεις (ποσοτικές και ποιοτικές) με χώρες της ΕΕ και διεθνώς και ταυτόχρονα διατυπώνει προτάσεις. Τα σημεία αυτά στηρίζονται σε ιδεολογικά, εκπαιδευτικά, οικονομικά, κοινωνικά προτάγματα, βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει, και αρθρώνονται ως εξής: περιορισμοί της ελεύθερης επιλογής σχολείων (ταμπού για την Ελλάδα), περιορισμένο φάσμα τύπων σχολείων, οικονομικά αντικίνητρα στους γονείς για ιδιωτικά σχολεία, μοναδικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, μοναδικό κρατικό εγχειρίδιο ανά μάθημα, η προσωπική επιταγή, το κρατικό μονοπώλιο των ΑΕΙ-ΤΕΙ που γίνεται πελατειακό, την αναθεώρηση του άρθρου 16, τα οφέλη από την κατάργηση του μονοπωλίου της ανώτατης εκπαίδευσης, ο μύθος της δωρεάν παιδείας.
Το βιβλίο αναδεικνύει πολύ καλά και απλά τα οφέλη που μπορεί να έχει η κάθε ελληνική οικογένεια, ο μαθητής, φοιτητής, η ελληνική κοινωνία και η χώρα υιοθετώντας φιλελεύθερες προσεγγίσεις και καταθέτει προτάσεις για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. «Ανοίγει» θέματα ταμπού για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα η επιλογή του σχολείου από τους γονείς. Το να γράφουν οι γονείς το παιδί τους στο σχολείο της γειτονιάς θεωρείται εντελώς δεδομένο, «δίκαιο», δεν συζητείται καν από κανέναν, σαν να μην υπάρχει άλλη πρόταση. Μέσα από αυτό το παράδειγμα, την ανάλυσή του και τις προτάσεις του φαίνεται καθαρά το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα παραμένει στα προτάγματα προηγούμενων εποχών που ήταν το δικαίωμα της πρόσβασης όλων των παιδιών στην εκπαίδευση (κατακτήθηκε αυτό) και δεν προχωράει στα νέα προτάγματα για την εκπαίδευση, που είναι η ποιότητα, η αριστεία, η ευελιξία, η δημιουργικότητα, η ποικιλία, κ.λπ.
Το βιβλίο μπορεί να βοηθήσει στον σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολικής πρότασης για κόμματα με φιλελεύθερες νέες απόψεις πέρα από τον «στενό κρατισμό», που θα βοηθήσουν να ξεμπλοκάρει το εκπαιδευτικό σύστημα και να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο.
Ενδιαφέροντα σημεία τα οποία τεκμηριώνονται με παραδείγματα στο βιβλίο είναι τα εξής:
– Οι χώρες που έχουν τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα στις διεθνείς ιεραρχήσεις είναι χώρες με σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
– Δύο χώρες που εναλλάσσονται στην πρώτη θέση, η Φιλανδία και η Νότιος Κορέα, είχαν την εμπειρία βαθιάς οικονομικής κρίσης και επέλεξαν ως πρώτη πράξη τη βαθιά και ολοκληρωτική μεταρρύθμιση των εκπαιδευτικών συστημάτων τους (κάτι που επιχειρήθηκε το 2010 στην Ελλάδα).
– Όλες οι προτάσεις στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας έχουν δοκιμαστεί, σε όλες τις βαθμίδες, σε χώρες με διαφορετικά πολιτικά συστήματα, όπως στις ΗΠΑ, Βρετανία, Σουηδία, Φιλανδία, Βέλγιο, Νότιο Κορέα, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ – και αναφέρομαι στην Ανατολή γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει η «αντεπίθεσή» της την τελευταία 20ετία.
– Θέτει ζητήματα ιδεολογικά με μείζονες πολιτικές επιπτώσεις:
– Η παιδεία ως δημόσιο αγαθό και πώς αυτό ορίζεται. Κατά την άποψή μου η παιδεία είναι το κορυφαίο δημόσιο αγαθό σε κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία. Αυτό που συζητείται είναι ο ρόλος του κράτους στην παραγωγή και διανομή αυτού του αγαθού, και το αποτέλεσμα του κρατισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας στο σχολείο.
– Οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, μία διατύπωση κατά την άποψή μου όχι αρκετή, κυρίως γιατί απαιτείται ενίσχυση και αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων, ιδίως όταν τα φαινόμενα στοχοποίησης οξύνονται και εντείνεται η σχολική αποτυχία.
– Η αριστεία ως κινητήριος μοχλός των κοινωνιών και της οικονομίας. Η αριστεία δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά όπως την «αριστεροποιεί» ο ΣΥΡΙΖΑ, η αριστεία βασίζεται στις δεξιότητες, στις ικανότητες, στον μόχθο και στο προσωπικό πάθος. Γι’ αυτό και δεν συναντάται συνήθως στα υψηλά εισοδήματα όπου τα κίνητρα είναι λιγότερα. Γι’ αυτό και στις εξετάσεις των Πρότυπων Σχολείων είδαμε εκπληκτική επιτυχία φτωχών συνοικιών και παιδιών μεταναστών.
– Η αποδοχή μη κρατικών πανεπιστημίων· κατά την άποψή μου πρέπει να εξετασθούν οργανισμοί (όχι κατ’ ανάγκη κρατικοί) για τον έλεγχο ποιότητας προδιαγραφών.
Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει ευθύνη να εξελίσσεται, να προσαρμόζεται, να ανοίγει σε ρεύματα και προκλήσεις και να διαθέτει αρχές και αξίες. Η αγάπη για τη μάθηση, η δημιουργικότητα, η συλλογικότητα, η προσπάθεια, η πειθαρχία, η σκληρή δουλειά, ο σεβασμός του άλλου είναι στοιχεία που λείπουν από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και γι’ αυτό απαιτούνται αλλαγές και επίμονη και σταθερή δουλειά χρόνων.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ μία μεταρρύθμιση χρειάζεται 2 με 3 χρόνια για να οργανωθεί και να επιτύχει συναινέσεις. Χρειάζεται μία περίοδο πιλοτικής λειτουργίας ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις και αλλαγές και μετά μία συνολική εφαρμογή που θα αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα μετά την πρώτη πενταετία. Το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι κάνουμε στη χώρα.
Η μεταρρύθμιση για το Νέο Σχολείο, που είχε γίνει με την υποστήριξη του ΟΟΣΑ και της Φιλανδίας, είχε βάθος υλοποίησης μια πενταετία. Το ίδιο και η μεταρρύθμιση για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Το ξήλωμα άρχισε αμέσως, από το 2012, ενώ από το 2015 και μετά έχουμε την «ολοκληρωτική φτωχοποίηση του σχολείου», όχι μόνο οικονομικά αλλά και από πλευράς ιδεών, προγραμμάτων και αντιλήψεων που μας γυρίζουν στη δεκαετία του ’50. Αρκεί να αναφέρει κανείς ότι τρεις μέρες πριν ξεκινήσουν τα σχολεία στάλθηκε με εγκύκλιο η μεταρρύθμιση την οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση.
Προσωπικά είμαι πια ανοιχτή σε ιδέες, πειράματα και κυρίως πιστεύω βαθιά στην πολυμορφία που απαιτείται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Πολυμορφία σε τύπους σχολείων, σε προγράμματα, σε παιδαγωγικές μεθόδους. Βρισκόμαστε όμως στην Ελλάδα της κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής, και εκτιμώ ότι για να μπορέσουμε να κάνουμε τα απαιτούμενα άλματα πρέπει να συμφωνήσουμε με ευρείες συναινέσεις πως θα χτίσουμε τον βατήρα, πως θα συναινέσουμε στα απολύτως αναγκαία και τα οποία είναι:
– Προϋπολογισμός για την παιδεία ως προτεραιότητα της χώρας. Κόβουμε από παντού για να μην λείψει σε κανένα παιδί η ευκαιρία στη μάθηση, η υποστήριξη στη δύσκολη στιγμή. Αυτό είναι μία εθνική προτεραιότητα που καμία κοινωνική τάξη, κανένας Έλληνας ή Ελληνίδα δεν θα έχουν αντίρρηση. Στην Ελλάδα της κρίσης «πρώτα το παιδί».
– Αποκέντρωση σε περιφερειακό επίπεδο. Έχουμε το πιο συγκεντρωτικό σύστημα στην Ευρώπη.
– Προγράμματα Σπουδών, ένα βασικό εθνικό πρόγραμμα και ευελιξία σε επίπεδο περιφέρειας, δήμου και σχολείου.
– Αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών σε τριετή περίοδο, με βάση στόχους και σύστημα υποστήριξης των σχολείων και εκπαιδευτικών που έχουν προβλήματα. Συνεχή αξιολόγηση με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές όλων των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και του προσωπικού τους.
– Η κατάργηση των σημερινών εξετάσεων προϋποθέτει Εθνικό Απολυτήριο και ενεργό ρόλο του κάθε Πανεπιστημιακού Ιδρύματος. Άρα χωρίς την αξιοπιστία και την αξιολόγηση κάθε μονάδας δεν μπορεί να γίνει το επόμενο βήμα.
– Κατάργηση του άρθρου 16 και προσπάθεια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργίας ενός οργανισμού παρακολούθησης εφαρμογής των ποιοτικών προδιαγραφών.
Εάν δεν συμφωνήσουμε και δεν λειτουργήσουν τα παραπάνω, ας σκεφτούμε πόσο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, είναι να δοκιμάσουμε πιλοτικά σχήματα από τα πιο απλά, το να έχουμε διαφορετικά βιβλία μέχρι την εφαρμογή του συστήματος της επιταγής.
Το βιβλίο δίνει πραγματική τροφή για σκέψη, για νέες προτάσεις, ίσως για νέες «συλλογικότητες», για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της εποχής, που θα μπορούσε να έχει και θετικά αποτελέσματα. Είναι σκέψεις έξω από τα συνηθισμένα, πέρα από τα ταμπού και από τη βαρετή ρητορική της κομματικής γλώσσας. Εύχομαι να βρει μιμητές.