σύνδεση

Περί αφελούς ή/και συναισθηματικής επιστολογραφίας (ο altra cosa)

Περί αφελούς ή/και συναισθηματικής επιστολογραφίας (ο altra cosa) «Η κυρία με το σκυλάκι και ο Άντον Τσέχωφ» του Δημήτρη Χαντζόπουλου (λεπτομέρεια). Δημοσιεύθηκε στο Protagon, στις 25.2.2016 αργά το βράδυ.

 

 

Η κ. Βασιλική Θάνου, συνδικαλίστρια του δικαστικού χώρου και νεοδιόριστη τότε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΞΕΛ πρόεδρος του Αρείου Πάγου, τον Ιούλιο 2015, θεωρώντας ότι έχει καλλιεργηθεί από ευρωπαϊκούς παράγοντες ανθελληνικό κλίμα, αισθάνθηκε «επιτακτικό καθήκον», όπως λέει, να συντάξει και να αποστείλει σε ευρωπαίους συναδέλφους της, μια επιστολή, για να ανατρέψει αυτό το κλίμα. Η κ. Θάνου θεωρεί ότι η επιστολή της σκοπό είχε να ενημερώσει τους συναδέλφους της «κατά τρόπο αντικειμενικό, αμερόληπτο και ειλικρινή, όπως επιβάλλει η δικαστική μου [της] ιδιότητα αναφορικά με τις θέσεις του ελληνικού λαού και με την κατάσταση της Ελλάδος». Από τη διατύπωση και μόνο είναι προφανές ότι τις προσωπικές της απόψεις τις εκλαμβάνει ως «θέσεις του ελληνικού λαού».

Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης, καταξιωμένος καθηγητής συνταγματικού δικαίου, θεώρησε την ενέργεια «πρωτοφανή», την επιστολή «αφελή» και προέβη σε σχετική ανάρτηση σε ιστολόγιό του. Θεωρούσε δε ότι η επιστολογράφος προβαίνει «σε σωρεία πολιτικών κρίσεων, από την ερμηνεία της ψήφου στο δημοψήφισμα [το αποτέλεσμα του οποίου όλοι είδαμε πόσο σεβάστηκε η κυβέρνηση] μέχρι την εκτίμηση για την πολιτική των Μνημονίων και την άποψη ότι οι Έλληνες δεν φέρουν ευθύνη, αλλά μόνο οι κυβερνήσεις» [τους]. Επίσης ότι η επιστολογράφος «είναι τόσο αφελής ώστε δεν υποψιάζεται καν ότι οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους διαπιστώνοντας ότι ανώτατος δικαστικός λειτουργός μιλά ως πολιτικάντης».

Προσωπικά δεν γνωρίζω αν οι Ευρωπαίοι συνάδελφοι της κας Θάνου θεώρησαν την επιστολή σοβαρή ή αφελή. Για να μορφώσουμε γνώμη καλό θα ήταν να ξέρουμε αν είχε έστω και το ελάχιστο αποτέλεσμα. Είμαι όμως βέβαιος ότι οι συνάδελφοί της θα αναρωτήθηκαν αν στη χώρα μας, χώρα που αρνείται να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, έχουμε ακούσει τίποτε για διάκριση των εξουσιών για την οποία μίλησε κάποιος Μοντεσκιέ (και πριν απ’ αυτόν κάποιος Αριστοτέλης). Διότι η επιστολή δεν εστάλη από την πολίτη κα Βασιλική Θάνου (που μπορεί να φαντάζεται και να λέει ό,τι θέλει), αλλά από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Ο κ. Τσακυράκης, θεωρεί την επίμαχη επιστολή «πολιτικάντικη» και «αφελή». Το πρώτο διότι η κα Θάνου έσπευσε να την κοινολογήσει και στην εγχώρια λαϊκή αγορά, το δεύτερο διότι, έξω από το παράξενο περιεχόμενο, η επιστολή απευθυνόταν προφανώς και σε λάθος παραλήπτες. Όμως ποιος θα κρίνει αν μια επιστολή είναι ή δεν είναι πολιτικάντικη και αφελής; Ο συντάκτης της; Μα, αν τη θεωρούσε τέτοια προφανώς και δεν θα την έγραφε. Αλλά κι αν την έγραψε σε κάποια στιγμή που την «έπνιξε το εθνικό μας δίκαιο», μετά από νηφαλιότερες σκέψεις προφανώς δεν θα την έστελνε. Θεωρεί λοιπόν την επιστολή της όχι αφελή, αλλά σοβαρή και σπουδαία και διαπορεί που άλλοι απορούν τόσο για το περιεχόμενο όσο και για την ενέργεια της αποστολής.

Ευνόητο είναι ότι κατά τεκμήριο (εξ ού και το altra cosa του υπότιτλου), όποιος γράφει κάτι (άρθρο, βιβλίο, πραγματεία, επιστολή) δεν το θεωρεί αφελές και ανόητο· ούτε ότι τον εκθέτει. Διότι, απλούστατα, αν το θεωρούσε τέτοιο, δεν θα το δημοσίευε. Παναπεί, το υποκειμενικό κριτήριο κειμενογράφου ή επιστολογράφου δεν αρκεί. Να γιατί οι σοβαροί άνθρωποι πριν δημοσιεύσουν κάτι ρωτούν και κάποιους τρίτους που μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω. Αν λοιπόν αρκούσε το υποκειμενικό κριτήριο για να αποτρέψει την αυτοέκθεση μέσω της δημοσίευσης άστοχων, αφελών ή ακόμη και βλακωδών κειμένων, δεν θα είχαν δει το φως της δημοσιότητας τόσες και τόσες ανοησίες. «Είχε προ αυτού χάρτην, κάλαμον, μελανοδοχείον και παν ό,τι χρειάζεται προς επίδειξιν της αμαθείας του» γράφει κάπου ο Ροΐδης.

Ο χαρακτηρισμός της επιστολής ως αφελούς θεωρώ ότι είναι αξιολογικός, και δυσμενής κρίση για επιστημονική, καλλιτεχνική, επαγγελματική ή όπως αλλιώς κι αν χαρακτηρίσουμε την εξ Αρείου Πάγου επιστολή. Σύμφωνα δε με το άρθρο 367 του Ποινικού μας Κώδικα, οι τέτοιες κρίσεις όχι μόνο δεν είναι αξιόποινες, αλλά ούτε καν άδικες. Δηλαδή ούτε μήνυση, ούτε (αστική) αγωγή παρέχεται στις περιπτώσεις αυτές. Ο δε αρμόδιος εισαγγελέας έχει όχι δυνατότητα, αλλά υποχρέωση να θέσει μια τέτοια μήνυση στο αρχείο.

Πολλά όμως είπαμε και δεν είναι ορθό να παρεμβαίνουμε σε μια εκκρεμή ιδιωτική διαφορά. Αυτό όμως πρέπει να το τηρούν όλοι. Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στη μήνυσή της, η κα Θάνου πρότεινε ως μοναδική μάρτυρα μία συνάδελφό της, εφέτη στην Αθήνα, διάδοχό της στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Με πρωτοβουλία της τελευταίας προφανώς συγκλήθηκε το Δ.Σ. της εν λόγω Ένωσης για να ασχοληθεί με το θέμα. Η απόφαση του Δ.Σ. ήταν 6-5 υπέρ της κας Θάνου. Δεν νομίζω όμως ότι καταστατικός σκοπός της Ένωσης είναι η υποβοήθηση των μελών της στις προσωπικές τους αντιδικίες. Φανταστείτε λοιπόν να κληθούν να δικάσουν την υπόθεση οι συγκεκριμένοι δικαστές! Και ναι μεν ο έμπειρος κ. Τσακυράκης γνωρίζει καλά τον δρόμο για το Στρασβούργο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πώς όμως μπορεί να αισθάνεται ο απλός πολίτης τούτης της δύστυχης χώρας;