σύνδεση

Η επιβολή του τραγικού ως γιορτή της ασημαντότητας

Η επιβολή του τραγικού ως γιορτή της ασημαντότητας O Μίλαν Κούντερα στο Παρίσι τον Ιούνιο 1981. ©Louis Monier / GETTY IMAGES

 

 

Μίλαν Κούντερα, Η γιορτή της ασημαντότητας, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2014, σελ. 140

 

 

Στο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα το ασήμαντο είναι το σημαντικό που έχει επιβληθεί. Το σημαντικό είναι το ασήμαντο που δεν έχουμε κατανοήσει. Είναι ένα έργο που εκφράζει όλη την πολύπλευρη υπαρξιακή αγωνία και το βίωμα ενός ανθρώπου που έζησε και στο μέλλον, με τις υποσχέσεις οικοδόμησής του, και στο παρελθόν, με τη δυναμική της κατανάλωσης των πάντων. Στην εμπειρία του συγγραφέα το ευτελές, το ασήμαντο, κυριαρχεί, έτσι που το τραγικό περιθωριοποιείται και αγνοείται. Ο σαρκασμός και το γελοίο εκφράζεται μέσα από την επιβολή του κενού, του τίποτα.

Η ελαφρότητα, το αστείο και η ασημαντότητα κρύβουν πίσω τους την τραγική εμπειρία από την επιβολή της χυδαιότητας. Πίσω από τη γιορτή, που θα μπορούσε να περικλείει όλη την ανθρωπότητα, κρύβεται το αδιέξοδο, το τέλος του δρόμου, η βία η οποία ειρωνεύεται και προκαλεί με την άνετη επιβολή της. Η μοιρολατρία ως κυρίαρχη αξία, η αποδοχή της αναγκαιότητας και της νομοτέλειας και η βιωματική συμβίωση με το ευτελές και το ασήμαντο εμφανίζονται ως κυρίαρχη αλήθεια.

Στο μυθιστόρημα αυτό, το ασήμαντο και το σημαντικό, το αστείο και το σοβαρό αλλάζουν ρόλους, όπου το σημαντικό και το σοβαρό καταλήγουν ασήμαντα και αστεία για να εκφράσουν το τραγικό στοιχείο. Τι έμεινε από όλη την ιστορική περίοδο που βίωσε ως σημαντικό ο συγγραφέας, τι κληρονομιά άφησαν τα ιδεολογικά προτάγματα των ολοκληρωτισμών που κυριάρχησαν με τέτοια βιαιότητα και βεβαιότητα; Το ασήμαντο βρήκε μεγαλοπρεπώς τη δική του πύλη για να περάσει και να επιβληθεί ως σημαντικό!

Αν δούμε όλη αυτή την ιστορία με κατανόηση για τους ανθρώπους και όχι για τις ιδεολογίες θα καταλήξουμε στα ίδια συμπεράσματα με τον συγγραφέα. Οι μυθοπλασίες του με ιστορικά πρόσωπα χαρακτηρίζουν ακριβώς το ασήμαντο και την άνετη επιβολή του. Η περιγραφή του γίνεται χωρίς αγάπη και μίσος· απλώς δείχνει τη μοιρολατρική επιβολή της ασημαντότητας που κυριαρχεί, του τίποτα που διαιωνίζεται. Το συναίσθημα έχει καταργηθεί, το τίποτα ελέγχει τα πάντα σαν φυσική λειτουργία επαναλαμβανόμενη καθημερινά. Η σοβαρότητα απλώς αποκρύπτει το γελοίο, ενώ το γελοίο αποκαλύπτει το κενό και το τραγικό της σοβαρότητας.

Από το πρώτο μέρος, από τον περίπατο στον Κήπο του Λουξεμβούργου, όλη η ιστορία βρίσκεται στο προσκήνιο μέσα από την οπτική του ασήμαντου και του ανέλπιδου. Αλλά επίσης και η αποδοχή της ως μοναδικής πραγματικότητας, ως ρεαλισμός χωρίς παρατηρήσεις. Τα αγάλματα των βασιλισσών και τα γλυπτά των μεγάλων καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων πλαισιώνουν την δραστηριότητα της μάζας με τις ταπεινές ασχολίες της συγχωνεύοντας και δίνοντας ένα νόημα στο σύνολο.

Η εξοικείωση με τον θάνατο και το ξεπέρασμά του με χιούμορ τον εντάσσει στην καθημερινή ασημαντότητα, όπου πια τίποτε δεν ξεχωρίζει. Τα Απομνημονεύματα του Νικήτα Χρουστσόφ, απ’ όπου παίρνει ο συγγραφέας την ιστορία με τις είκοσι τέσσερις πέρδικες, με την οποία άρχισε η «μεγάλη αλλαγή του κόσμου», επιβάλλει το τραγικό και το φρικτό ως κωμικό. Αυτές οι πέρδικες, που περίμεναν να επιστρέψει ο Στάλιν για να τις εκτελέσει, συμβολίζουν τη φρίκη δεκαετιών, όπου τα μέλη της ηγεσίας περίμεναν τη δική τους σύλληψη και εκτέλεση! Ένας από τους ευτυχείς που επέζησε ήταν και ο Χρουστσόφ, ο οποίος

«Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν έγινε ο ανώτατος άρχοντας της σοβιετικής αυτοκρατορίας.»

Ο Κάλιμπαν σώπασε λίγο και είπε: «Το μόνο που μου φαίνεται απίστευτο σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι που κανένας δεν κατάλαβε πως ο Στάλιν έκανε πλάκα».

«Φυσικά» είπε ο Σαρλ, κι άφησε το βιβλίο στο τραπεζάκι: «Γιατί κανένας γύρω του δεν ήξερε πια τι εστί πλάκα. Και έτσι, κατ’ εμέ, μια νέα μεγάλη περίοδος της Ιστορίας προανάγγελλε τον ερχομό της.» (σ. 31-32)

Η αυτοκρατορία άλλαξε. Η νομενκλατούρα καταδίκασε τα εγκλήματα του Στάλιν και εξασφαλίστηκε να μην εκτελούνται τα μέλη της ηγεσίας μετά τις αλλαγές της εξουσίας. Αυτό ήταν το θετικό γι’ αυτήν. Αλλά ο βολονταρισμός, με τις υποσχέσεις για την οικοδόμηση του κομμουνισμού σε μερικές δεκαετίες, συνεχίστηκε πιο έντονα. Η ασημαντότητα δεν πληρωνόταν πια με τόσο αίμα όπως προηγούμενα.

Ο Κούντερα σχολιάζει τη σχετικότητα των αξιών, ανάλογα με τον χρόνο και τον σταδιακό εκφυλισμό τους:

«Ναι, έτσι είναι» είπε ο Ραμόν. «Οι άνθρωποι συναντιούνται στη ζωή, φλυαρούν, συζητούν, διαπληκτίζονται, χωρίς να συνειδητοποιούν πως απευθύνονται οι μεν στους δε από μακριά, καθένας από ένα παρατηρητήριο που είναι χτισμένο σε διαφορετικό σημείο του χρόνου.» (σ. 33)

Ο Κούντερα στη συνέχεια εισάγει τον Καλίνιν ως το πιο κωμικοτραγικό πρόσωπο χάριν του οποίου η πόλη του Καντ, το Κένιξμπεργκ, μετονομάστηκε σε Καλίνινγκραντ. Πράγματι, δεν υπάρχει ονομασία πόλης ούτε από τον Στάλιν, τον Λένιν ή άλλο παράγοντα που να παραμένει έως σήμερα στον χώρο της πρώην σοβιετικής αυτοκρατορίας. Αυτή η γελοιοποίηση της ιστορίας, όπου το ασήμαντο έχει επιβληθεί ως σημαντικό αλλά παραμένει γελοίο, είναι η νίκη του Στάλιν.

Αυτό το ανθρωπάκι που επέλεξε ο Λένιν από το 1919 ως πρόεδρο του Ανωτάτου Σοβιέτ και διατήρησε ο Στάλιν ως τον θάνατό του το 1946, αυτή η απόλαυση του Στάλιν με τα ουρολογικά προβλήματα του Καλίνιν, χαρακτηρίζει όλο το αυθαίρετο σύστημα προσωπικής εξουσίας του αφεντικού της αυτοκρατορίας. Η ταπείνωση που υφίσταντο οι στενότεροι συνεργάτες παραμένοντας πιστοί στο... μεγάλο ιστορικό καθήκον αφορά άμεσα τον Καλίνιν. Όταν το 1938 ο Στάλιν συνέλαβε τη γυναίκα του Καλίνιν, Αικατερίνη, η οποία έμεινε στα στρατόπεδα ως το 1945, όπου πέρασε φριχτά βασανιστήρια, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ παρέμεινε πιστός και απλώς κατά καιρούς ρωτούσε το αφεντικό πότε θα την απελευθερώσει. Τελικά ο Στάλιν του το υποσχέθηκε και την απελευθέρωσε με το τέλος του πολέμου, το 1945.

sel41
Δεξιά ο Νικίτα Χρουστσόφ κατά την επίσκεψη του Τίτο στη Σοβιετική Ένωση το 1956. ©DMITRI BALTERMANTS

Ο Καλίνιν έγραψε βιβλία για την κομμουνιστική ηθική και διαπαιδαγώγηση που κυκλοφορούσαν σε εκατομμύρια αντίτυπα. Πού να ξεχωρίσει το γελοίο από το σοβαρό, όταν το δεύτερο είχε αφομοιωθεί από το πρώτο. Ήταν τέτοια η συμπάθεια του Στάλιν προς τον Καλίνιν, αλλά και η άνεση της επιβολής του γελοίου πάνω στο σοβαρό που έχει καταργηθεί, ώστε όταν πέθανε ο Καλίνιν, στις 3 Ιουνίου 1946, πέρασε μόνο ένας μήνας όταν στις 4 Ιουλίου 1946 το Κένιξμπεργκ μετονομάστηκε σε Καλίνινγκραντ προς τιμήν του υπάκουου μαθητή, τον οποίο απολάμβανε ο Στάλιν όταν κοκκίνιζε μπροστά του και τα έκανε πάνω του.

«Να υποφέρεις για να μη λερώσεις το σώβρακό σου... Να είσαι ο οσιομάρτυς της καθαριότητάς σου... Να πολεμάς τα ούρα που γεννιούνται, που αυξάνουν, που προχωρούν, που απειλούν, που επιτίθενται, που σκοτώνουν... Υπάρχει πιο πεζός και πιο ανθρώπινος ηρωισμός; Οι λεγόμενοι μεγάλοι άνδρες που τα ονόματά τους λαμπρύνουν τους δρόμους μας μου είναι παντελώς αδιάφοροι. Όλοι αυτοί έγιναν διάσημοι χάρη στις φιλοδοξίες τους, τη ματαιοδοξία τους, τα ψέματά τους. Ο Καλίνιν είναι ο μόνος που το όνομά του θα μείνει στη μνήμη σαν σύμβολο ενός μαρτυρίου που το έχουν ζήσει όλοι οι άνθρωποι, σαν σύμβολο ενός απελπισμένου αγώνα που δεν έφερε δυστυχία σε κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό του». (σ. 43-44)

Οι άλλοι απλώς επέζησαν του Στάλιν και αυτή ήταν η μεγάλη επιτυχία τους. Η κατάργηση της ατομικότητας, η οποία πια δεν εκφράζεται από το στήθος, τα οπίσθια ή τους μηρούς αλλά από την ομοιομορφία του αφαλού είναι ένα εύρημα του Κούντερα για να δείξει τη μαζική κοινωνία όπου δεν υπάρχουν πια πολλά πράγματα να διακρίνουμε.

Αλλά το τυχαίο και το ασήμαντο της ύπαρξής του ο ήρωας του μυθιστορήματος Αλαίν το φαντάστηκε με τον πατέρα πάνω στο κορμί της μητέρας του.

Πριν από την ερωτική πράξη, εκείνη τον προειδοποίησε: «Δεν έχω πάρει χάπι, πρόσεχε!» Εκείνος την καθησύχασε. Αφήνεται έτσι αυτή χωρίς καχυποψία, κι έπειτα, όταν βλέπει στο πρόσωπό του να έρχεται η ηδονή, να μεγαλώνει, αρχίζει και φωνάζει: «Πρόσεχε!» κι έπειτα: «Μη! μη! δεν θέλω! δεν θέλω!» αλλά το πρόσωπο του άντρα γίνεται όλο και πιο κόκκινο, κόκκινο και αποκρουστικό, αυτή σπρώχνει το κορμί που έχει βαρύνει και τη σφίγγει πάνω του, παλεύει, αλλά εκείνος την αγκαλιάζει ακόμα πιο δυνατά, κι αυτή καταλαβαίνει ξαφνικά ότι για κείνον δεν είναι η τύφλωση της διέγερσης, αλλά μια θέληση, θέληση ψυχρή και υπολογισμένη, ενώ γι’ αυτήν είναι κάτι πιο πολύ κι από θέληση, είναι μίσος, ένα μίσος που το έκανε ακόμα πιο ανελέητο το γεγονός πως η μάχη είχε χαθεί. (σ. 74-75)

Αυτή η αποτύπωση του δευτερόλεπτου στη διάρκεια του οποίου είχε συλληφθεί ο Αλαίν εμπλουτίζεται μετά από την εμπειρία μιας ζωής και τόσων τυχαίων συμβάντων που την καθιστούν μια πορεία μεταξύ ιερού και βλάσφημου.

Η παρουσία του Στάλιν στη ζωή, στις σκέψεις, στη φαντασία και σε όλη την ύπαρξη των υποτακτικών του είναι αμείλικτη και δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν.

Εγώ, καθισμένος στην άκρη του μεγάλου τραπεζιού, βλέπω ατάραχος τον Στάλιν, που μουρμουρίζει σκυθρωπός: «Ηρεμήστε, ψοφίμια! Τι φοβάστε;» Κι έπειτα, πιο δυνατά: «Καθίστε κάτω, δεν τέλειωσε η συνεδρίαση!» (σ. 91)

Εδώ πάλι εμφανίζεται ο Μολότοφ για να καταγγείλει στον Στάλιν συνωμοσία εναντίον των αγαλμάτων του. Πάλι εμφανίζεται ο Καλίνιν με την μεγαλειώδη κατάκτηση της πόλης του Καντ, το Καλίνινγκραντ, ενώ το γέλιο του Στάλιν μοναχικό και χαρούμενο μαζί, πλανιέται για ώρα στη μεγάλη αίθουσα.

Όλοι σωπαίνουν και μόνο ο Καλίνιν, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, διακηρύσσει μεγαλόφωνα: «Ό,τι και να γίνει, το Καλίνινγκραντ θα μείνει για πάντα Καλίνινγκραντ!»

«Δικαίως. Και είμαι πανευτυχής που ξέρω ότι το όνομα του Καντ θα μείνει συνδεδεμένο για πάντα με το δικό σου» απαντάει ο Στάλιν, διασκεδάζοντας όλο και πιο πολύ. «Γιατί ξέρεις, του αξίζει απολύτως του Καντ.» Και το γέλιο του, μοναχικό και χαρούμενο μαζί, πλανιέται για ώρα στη μεγάλη αίθουσα. (σ. 92)

Δεν είναι τυχαία η παρουσία του Μολότοφ και η δουλοπρέπειά του προς τον Στάλιν. Ο Μολότοφ υπηρέτησε ως πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης πολύ πιστά το αφεντικό του, υπογράφοντας και το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ το 1939. Όμως αυτός ο ηγέτης όταν ο Στάλιν συνέλαβε τη γυναίκα του Πωλίνα το 1937 δεν είπε κουβέντα. Μόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν παρακάλεσε τον Μπέρια να την αφήσουν, και βγήκε από το στρατόπεδο την ημέρα της κηδείας του Στάλιν, στις 9 Μαρτίου 1953! Από τη μια η απόλαυση της εξουσίας του Στάλιν πάνω σε ζωντανούς ανθρώπους και από την άλλη η πλήρης ταπείνωση των συνεργατών που οικοδομούσαν με αυτόν τον τρόπο το μέλλον!

Ο Ραμόν ομολογεί τη γνώση όλης της διαδρομής:

Καταλάβαμε από καιρό ότι δεν είναι πια δυνατόν να ανατρέψουμε τον κόσμο, ούτε να τον ξαναφτιάξουμε, ούτε να σταματήσουμε την ολέθρια πορεία του προς τα μπρος. Μόνο μία μορφή αντίστασης ήταν εφικτή: να μην τον παίρνουμε στα σοβαρά. Αλλά διαπιστώνω ότι οι πλάκες μας έχασαν τη δύναμή τους. Εσύ ζορίζεσαι να μιλάς πακιστανικά για να διασκεδάσεις. Αδίκως. Μόνο κούραση και πλήξη αισθάνεσαι». (σ. 94)

Το κενό, το ανόητο όλης της ιστορίας και η προσπάθεια διαγραφής της περιγράφεται σπαρακτικά από τη φωνή της μητέρας του Αλαίν:

«Όταν έμεινα έγκυος εγώ, έβλεπα τον εαυτό μου σαν μέρος αυτού του δέντρου, να κρέμεται σ’ έναν από τους λώρους του, κι εσένα, αγέννητο ακόμα, σε φανταζόμουν να αιωρείσαι στο κενό, δεμένος από τον λώρο που έβγαινε απ’ το σώμα μου, κι από εκείνη τη στιγμή άρχισα να ονειρεύομαι έναν δολοφόνο που, κάτω χαμηλά, σφάζει την ανάφαλη γυναίκα, φαντάζομαι το σώμα της που ψυχορραγεί, πεθαίνει, αποσυντίθεται, ώσπου όλο αυτό το τεράστιο δέντρο που φύτρωσε απ’ αυτήν μένει ξαφνικά χωρίς ρίζες, χωρίς στήριγμα, κι αρχίζει να γέρνει· είδα τα κλαδιά του που εκτείνονταν στο άπειρο να πέφτουν σαν γιγάντια βροχή και, προσπάθησε να με καταλάβεις, δεν ονειρευόμουν την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ιστορίας, την κατάργηση του μέλλοντος, όχι, όχι, ήθελα μόνο την πλήρη εξαφάνιση των ανθρώπων μαζί με το μέλλον τους και το παρελθόν τους, με την αρχή τους και το τέλος τους, με όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους, με όλη τους τη μνήμη, με τον Νέρωνα και τον Ναπολέοντα, με τον Βούδα και τον Ιησού, ήθελα το απόλυτο ξεθεμέλιωμα του δέντρου που ρίζωνε στη μικρούτσικη, ανάφαλη κοιλιά μιας πρώτης, ανόητης γυναίκας, που δεν ήξερε τι έκανε και τι φρικαλεότητες θα μας στοίχιζε η άθλια συνουσία της, που σίγουρα δεν της είχε δώσει την παραμικρή ηδονή...» (σ. 100-101)

Στο έκτο μέρος, «Η πτώση των αγγέλων», ο Κούντερα ολοκληρώνει την εικόνα της αυθαίρετης εξουσίας του Στάλιν και την ασημαντότητα των συντρόφων του, σε ένα σύστημα όπου όλα λειτουργούν θαυμάσια και η βούληση έρχεται απ’ έξω για να επιβληθεί στους άβουλους υποτακτικούς. Πάλι έχει δίπλα του τον Καλίνιν με την επιτυχία του να κατακτήσει τη γενέτειρα του Καντ και να απλουστεύσει και να εκχυδαΐσει όλη τη φιλοσοφία με την επιβολή της εξουσίας και την ανεπανάληπτη ερμηνεία της. Ο Στάλιν μόνος ρωτάει και μόνος απαντάει, αφού ο κόσμος του είναι τόσο αυτονόητος και αλάνθαστος που οποιαδήποτε παρέκκλιση σημαίνει απόλυτη μεταστροφή.

Ο Κούντερα χρησιμοποιεί τις έννοιες του Σοπενχάουερ για να καταλήξει στον θρίαμβο της βούλησης που επέβαλλε ο Στάλιν στη διάρκεια δεκαετιών και συνεχίζει ακόμη να επηρεάζει ανυποψίαστες μάζες.

«Η σπουδαία άποψη του Σοπενχάουερ, σύντροφοι, είναι ότι ο κόσμος αποτελεί απλώς παράσταση και βούληση. Αυτό σημαίνει ότι, πίσω από τον κόσμο όπως τον βλέπουμε εμείς, δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό, κανένα “Ding an sich”, και ότι, για να υπάρξει αυτή η παράσταση, για να γίνει πραγματική, πρέπει να υπάρχει μια βούληση· μια τεράστια βούληση που θα την επιβάλει». (σ. 111)

Ο Στάλιν καταλήγει πολύ σύντομα στο αποφασιστικό του συμπέρασμα παρουσιάζοντας τη δική του αυθαίρετη βούληση ως νόημα όλης της ιστορίας. Ο Στάλιν ρωτάει και απαντάει μόνος του.

Στάλιν: «Ποια είναι η πρωταρχική ιδιότητα της βούλησης, σύντροφε Ζντάνοφ;»

Ο Ζντάνοφ σωπαίνει και ο Στάλιν απαντάει: «Η ελευθερία της. Μπορεί να ισχυριστεί ό,τι θέλει. Πάμε παρακάτω. Το πραγματικό ζήτημα είναι το εξής: Υπάρχουν τόσες παραστάσεις του κόσμου όσες και οι άνθρωποι που υπάρχουν στον πλανήτη· αυτό δημιουργεί αναπόφευκτα χάος· πώς να βάλεις τάξη σ’ αυτό το χάος; Η απάντηση είναι σαφής: Επιβάλλοντας σ’ όλο τον κόσμο μία και μοναδική παράσταση. Και αυτήν τη μία παράσταση μόνο με μία και μοναδική βούληση μπορείς να την επιβάλεις, μια απέραντη βούληση, μια βούληση υπεράνω όλων των βουλήσεων. Αυτό που έκανα εγώ, όσο μου το επιτρέπαν οι δυνάμεις μου. Και σας διαβεβαιώνω ότι, με την επίδραση μιας μεγάλης βούλησης, οι άνθρωποι πιστεύουν στο τέλος τα πάντα! Ναι, σύντροφοι, τα πάντα!» Και ο Στάλιν γέλασε, και υπήρχε ευτυχία στη φωνή του. (σ. 111-112)

Ο Κούντερα παρουσιάζει ανάγλυφα την αντίληψη για την ελευθερία του σταλινισμού ως συνείδηση της αναγκαιότητας, όπου η συνείδηση είναι το κόμμα, δηλαδή ο ίδιος ο Στάλιν. Σ’ αυτό το τραγικό πνευματικό νεκροταφείο έγιναν και γίνονται ακόμη οι μεγάλες ιδεολογικές συγκρούσεις τού τίποτα με το ασήμαντο, όταν είναι χαμένη η σοβαρότητα και το γελοίο έχει επιβληθεί.

Ο Κούντερα παρουσιάζει δίπλα στον Στάλιν όλους τους υποτελείς του με τους διάφορους ευτελείς ρόλους που έπαιξαν για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο Καγκάνοβιτς, ένας από τους πιο πιστούς «σκύλους» του Στάλιν, ο οποίος στο 17ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1934, πλαστογράφησε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και ανέδειξε πρώτο τον Στάλιν αντί του Κίροφ, για να αρχίσουν μετά οι περίφημες δίκες της Μόσχας, με την εκκαθάριση όλης της ηγεσίας των Μπολσεβίκων, αλλά θυσίασε και τον αδελφό του ως πράκτορα των ναζί για να ανέβει «ηθικά» στα μάτια του Στάλιν.

Στο έβδομο μέρος Η γιορτή της ασημαντότητας παρουσιάζει το τραγικό και τυχαίο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη σχετικότητα του σημαντικού και του ασήμαντου:

«Κοίτα γύρω σου: απ’ όλους όσους βλέπεις, κανείς δεν είναι εδώ με τη θέλησή του. Φυσικά, σου λέω την πιο κοινή αλήθεια του κόσμου. Τόσο κοινή και τόσο ουσιώδη, που έχουμε πάψει να τη βλέπουμε και να την ακούμε.»

Ο Αλαίν συνέχισε τον δρόμο του ανάμεσα από ένα φορτηγό κι ένα αυτοκίνητο που εδώ και λίγα λεπτά τον στρίμωχναν κι από τις δύο πλευρές.

«Οι πάντες φλυαρούν για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γούστο έχει! Η ύπαρξή σου δεν βασίζεται σε κανένα δικαίωμα. Ακόμα και το να τερματίσεις τη ζωή σου με τη θέλησή σου δεν σου το επιτρέπουν οι ιππότες των ανθρώπινων δικαιωμάτων.» (σ. 124)

Η εποχή των αφαλών, η ομοιομορφία, η κατάργηση της ατομικότητας και η εισβολή των μαζών με νέα ορμή, δίψα και διάθεση για υποταγή είναι η προβληματική που ο Κούντερα σχολιάζει προς το τέλος του βιβλίου.

«Πόσες φορές ήρθες κι έφυγες ώς τώρα;»

«Τρεις φορές. Έτσι που, στην πραγματικότητα, δεν έρχομαι εδώ για να δω τον Σαγκάλ, αλλά για να διαπιστώσω πως από βδομάδα σε βδομάδα οι ουρές είναι όλο και πιο μεγάλες, άρα ο πλανήτης όλο και πιο πυκνοκατοικημένος. Γιά κοίτα τους! Πιστεύεις πως άρχισε ξαφνικά να τους αρέσει ο Σαγκάλ; Είναι έτοιμοι να πάνε παντού, να κάνουν τα πάντα, μόνο και μόνο για να σκοτώσουν την ώρα τους, που δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Δεν γνωρίζουν τίποτα, κι έτσι αφήνονται και τους χειραγωγούν. Και είναι υπέροχα χειραγωγήσιμοι. Με συγχωρείς. Είμαι στις κακές μου. Ήπια πολύ χτες. Πραγματικά παραήπια.» (σ. 127-128)

Η έκφραση «και είναι υπέροχα χειραγωγήσιμοι» εκφράζει όλη την πραγματικότητα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του σημερινού κόσμου. Το πώς αυτοί οι υπέροχα χειραγωγήσιμοι υποτάσσονται σε ταπεινές και χυδαίες βουλήσεις τυχάρπαστων είναι κωμικοτραγική ιστορία. Το εύρημα του αφαλού ο Κούντερα το παρουσιάζει ως την επιβολή της μάζας πάνω στην ατομικότητα.

«Μην ξεχνάς όμως πως η μόδα του αφαλού εγκαινίασε τη νέα χιλιετία! Σαν να τράβηξε κάποιος μια κουρτίνα, αυτήν τη συμβολική χρονολογία, μια κουρτίνα που μας εμπόδιζε επί αιώνες να δούμε το ουσιώδες: ότι η ατομικότητα είναι αυταπάτη!» (σ. 129)

Ο εκχυδαϊσμός της μαζικής κατανάλωσης, της λατρείας του σεξ και η απώλεια της ατομικότητας αλλάζουν όλο το νόημα της ιστορίας.

Και ο Αλαίν: «Άλλοτε ο έρωτας ήταν η γιορτή του ατομικού, του ξεχωριστού, η δόξα αυτού που είναι μοναδικό, που δεν ανέχεται καμία επανάληψη. Αλλά ο αφαλός όχι μόνο δεν επαναστατεί κατά της επανάληψης, είναι πρόσκληση στις επαναλήψεις! Και θα ζήσουμε, στη χιλιετία μας, στον αστερισμό του αφαλού. Σ’ αυτό τον αστερισμό είμαστε όλοι ανεξαιρέτως στρατιώτες του σεξ, με το ίδιο βλέμμα καρφωμένο όχι πάνω στην καλή μας αλλά στην ίδια μικρή τρυπούλα στη μέση της κοιλιάς, που αντιπροσωπεύει το μοναδικό νόημα, τον μοναδικό στόχο, το μοναδικό μέλλον κάθε ερωτικού πόθου». (σ. 131)

Ο Κούντερα κλείνει το τελευταίο μέρος με την ανάλυση της ασημαντότητας:

Η ασημαντότητα, φίλε μου Ντ’ Αρντελό, είναι η ουσία της ύπαρξης. Είναι μαζί μας παντού και πάντοτε. Είναι παρούσα ακόμα και εκεί που κανένας δεν θέλει να τη δει: στις φρικαλεότητες, στις αιματηρές μάχες, στις μεγαλύτερες δυστυχίες. Συχνά χρειάζεται θάρρος να την αναγνωρίσουμε μέσα σε τόσο δραματικές συνθήκες και να την πούμε με τ’ όνομά της. Αλλά το θέμα δεν είναι απλώς να την αναγνωρίσουμε, πρέπει να την αγαπήσουμε την ασημαντότητα, πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε. Εδώ, σ’ αυτό το πάρκο, μπροστά μας, κοίτα, φίλε μου, είναι παρούσα σ’ όλο της το μεγαλείο, μ’ όλη της την αθωότητα, μ’ όλη την ομορφιά της. Ναι, την ομορφιά της. Όπως το ’πες κι εσύ ο ίδιος: η τέλεια και απολύτως άχρηστη ζωντάνια..., τα παιδιά που γελούν... χωρίς να ξέρουν γιατί, δεν είναι όμορφα όλα αυτά; Μύρισε, Ντ’ Αρντελό, μύρισε, φίλε μου, αυτή την ασημαντότητα που μας περιβάλλει, είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας...» (σ. 137-238)

Και αμέσως μετά δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει την ασημαντότητα χωρίς τον άντρα με το παχύ μουστάκι και τον γέρο με το γενάκι, δηλαδή του Στάλιν και του Καλίνιν. Ο Στάλιν μιλάει στο όνομα του υπάκουου Καλίνιν:

«Σύντροφοι! Ο γέρο-φίλος μου μού έδωσε τον λόγο της τιμής του πως δεν θα ξανακατουρήσει ποτέ πάνω στις μεγάλες κυρίες της Γαλλίας!» (σ. 138)

Και το έργο κλείνει με τον Στάλιν και τον Καλίνιν, που βέβαια έγραψαν και γράφουν ακόμα ιστορία.

Ο μουστακαλής και ο γέρος με το γενάκι ανεβαίνουν, κάθονται, χαιρετούν για τελευταία φορά το κοινό, που κουνάει ενθουσιασμένο τα χέρια, ενώ η παιδική χορωδία αρχίζει να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα. (σ. 140)

Το βιβλίο αυτό εκφράζει όλη την εμπειρία, τις αντιφάσεις και τους προβληματισμούς του συγγραφέα που κατάφερε να παρουσιάσει με ένα δικό του προσωπικό και ξεχωριστό τρόπο. Μέσα από εικόνες ασήμαντων στιγμών και γελοίων καταστάσεων παρουσιάζεται ο κόσμος του 20ού αιώνα, με την «πολιτική» του σοβαρότητα και η συνέχιση της εφόδου των μαζών στον 21ο αιώνα. Είναι ένα έργο-δίδαγμα για όλους όσους μπορούν να παρακολουθήσουν την αυθεντική σκέψη χωρίς χειραγώγηση. Είναι ένα εξαιρετικά τραγικό έργο με όλους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας στο προσκήνιο, χειραγωγούς και μάζες μαζί αγκαλιασμένες θανάσιμα.