Ο Καθηγητής Γιάννης Ο. Ιατρίδης (John O. Iatrides) εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον τομέα των Πολιτικών Επιστημών και της Διεθνούς Πολιτικής. Ο Καθηγητής Ιατρίδης είναι συνεργάτης της Athens Review of Books από την ίδρυσή της. Τιμώντας τον σεμνό αυτόν άνθρωπο, δημοσιεύσαμε αφιέρωμα στο έργο του στο τεύχος 28 (Απρίλιος 2012) και δεν θέλησε να είναι θέμα του εξωφύλλου. Στο αφιέρωμα έλαβαν μέρος ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν Τζέιμς Έ. Μίλερ (James E. Miller) με το παρόν κείμενο και οι Θεόδωρος Κουλουμπής, «Ο πρέσβης Μακβέι»· Σωτήρης Ριζάς, «Προσεγγίζοντας πάλι τα Δεκεμβριανά 40 χρόνια μετά»· Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Η χαμένη ευκαιρία της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας. Ο Γιάννης Ο. Ιατρίδης, το Βαλκανικό Τρίγωνο και η απορρύθμιση της δικτατορίας». Η Athens Review of Books πρόκειται να εκδώσει σε τόμο τα σημαντικά δοκίμιά του που δημοσίευσε στις σελίδες της.
— Μ. Βασιλάκης
Aτυχήματα συμβαίνουν. Το πώς αντιδρούμε σε αυτά διαμορφώνει τις ζωές μας. Το 1954, ένας νεαρός Έλληνας, άρτι αποφοιτήσας από αμερικανικά κολλέγια, με πρώτα πτυχία και μεταπτυχιακά, επέστρεψε στην πατρίδα του, «προτιθέμενος να εκτίσω τη στρατιωτική μου θητεία και έπειτα να μπω στο διπλωματικό σώμα. Μετά την απόλυσή μου από τον στρατό, πληροφορήθηκα πως δεν μπορούσα να συμμετάσχω στον διαγωνισμό εισαγωγής στο διπλωματικό σώμα γιατί δεν είχα πτυχίο από ελληνικό πανεπιστήμιο. … Η απόκτηση ισοδύναμου “διπλώματος”… απαιτούσε τρία χρόνια πρόσθετων σπουδών. … Επιπλέον, έπρεπε να εξεταστώ στα αγγλικά… Εγκατέλειψα την ιδέα!». Προσέγγισε έναν οικογενειακό φίλο και καθηγητή πανεπιστημίου και ρώτησε γιατί χρειαζόταν να εξεταστεί στα αγγλικά από τη στιγμή που είχε ζήσει και σπουδάσει στις ΗΠΑ για τέσσερα χρόνια. Ο καθηγητής απάντησε: «Γιατί πήγες στην Αμερική να σπουδάσεις;».
Αντί για το διπλωματικό σώμα, ο Ιατρίδης θήτευσε στο Γραφείο Τύπου του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Έχοντας, όμως, συνειδητοποιήσει ότι θα επωφελούνταν από τη συνέχιση των σπουδών του, πήγε στην Ολλανδία και έπειτα, όπως λέει ο ίδιος, «επέστρεψα στις ΗΠΑ (1960) για το διδακτορικό μου και για να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα».[1]
Η απώλεια της Ελλάδας αποδείχθηκε κέρδος για την Αμερική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από καιρό κατέβαλλαν συστηματικές και, σε μεγάλο βαθμό, επιτυχείς προσπάθειες να προσελκύσουν, να δανειστούν, ή ακόμα και να «κλέψουν» εκατομμύρια από τους πιο δραστήριους ευρωπαίους πολίτες. Μέσω της μετανάστευσης και του πολιτισμού της, η Ελλάδα έχει συμβάλει σημαντικά στον εμπλουτισμό της ζωής στην Αμερική. Αν και η πλειονότητα των ελλήνων μεταναστών ήταν απλώς άνθρωποι πρόθυμοι να εργαστούν σκληρά, μια σταθερή εισροή πνευματικού ταλέντου έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να οικοδομήσει και να ενισχύσει το εκπαιδευτικό της σύστημα. Αυτή η «απορρόφηση μυαλών» παραμένει στοιχείο-κλειδί της ανταγωνιστικής θέσης των ΗΠΑ και της δυνατότητάς τους για συχνή ανανέωση.
H μεγάλη πλειονότητα των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες διατηρεί συναισθηματικούς και οικογενειακούς δεσμούς με το έθνος καταγωγής. Οι πιο επιτυχημένοι συχνά καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να συμβάλουν στο να κατανοήσουν οι Αμερικανοί και να δουν με συμπάθεια τη γενέτειρά τους, προκειμένου να βοηθηθεί με κάποιον τρόπο η πατρίδα τους, και ενθαρρύνουν διάφορες μορφές πολιτιστικής ανταλλαγής.
Ο Γιάννης Ιατρίδης έχει παίξει όλους αυτούς τους ρόλους. Την τελευταία 50ετία, κατάφερε να εδραιωθεί ως καλός καθηγητής, καινοτόμος ακαδημαϊκός και αξιοσέβαστη αυθεντία στο θέμα της εξέλιξης των σχέσεων της Αμερικής με την Ελλάδα του 20ού αιώνα.[2] Για σαράντα χρόνια τακτικός καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών του Southern Connecticut State University δίδαξε μαθήματα για τη σύγχρονη Ελλάδα στα Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έχει προωθήσει την ελληνοαμερικανική κατανόηση και φιλία κυρίως χάρη στον ηγετικό ρόλο του στην Modern Greek Studies Association (MGSA, Ένωση Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών), αλλά και χάρη στη δεκαετή θητεία του στη Διοίκηση (Board of Trustees) του Anatolia College στη Βοστόνη. Πρόσφατα, επέστρεψε στην Ελλάδα ως μέλος επιτροπής εξωτερικής αξιολόγησης, του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Στηρίζει τους Αμερικανούς που επιθυμούν να σπουδάσουν στην Ελλάδα και τους Έλληνες που επιθυμούν να σπουδάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποδέκτης της ακαδημαϊκής προσοχής και στήριξής του, μπορώ να καταθέσω ότι πρόκειται για έναν πολύ προσεκτικό και ενθαρρυντικό κριτή. Δεδομένων των γνώσεών του περί της ιστοριογραφίας και των προσωπικοτήτων που συμμετέχουν στις νεοελληνικές σπουδές, συνειδητοποίησα ότι είναι σφάλμα να επιλέξει κανείς να αγνοήσει τις συμβουλές του.
H ειρωνεία όσον αφορά τη σταδιοδρομία του Ιατρίδη συνίσταται στο παράδοξο ότι ένας καθηγητής πολιτικής επιστήμης είναι γνωστότερος ως ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής του 20ού αιώνα και του ελληνικού εμφυλίου. Όλα ξεκίνησαν μάλλον απλά. Ο ίδιος ο Ιατρίδης εξηγεί: «Όλα σχεδόν όσα έκανα, τα έκανα “κατά λάθος”». Ως μεταπτυχιακός φοιτητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Clark, ο Ιατρίδης ήθελε να κάνει το διδακτορικό του πάνω σε έναν τομέα της σύγχρονης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (το Μακεδονικό). Το σώμα των καθηγητών, φοβούμενο ότι αυτός ο Μακεδόνας δεν θα μπορούσε να εξετάσει αντικειμενικά το Μακεδονικό Ζήτημα, του πρότεινε να κάνει διατριβή σε άλλο θέμα. Ο Ιατρίδης αποφάσισε να ασχοληθεί με το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης και Συμμαχίας, το οποίο υπέγραψαν Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία (1953-1954) προκειμένου να αποτραπεί η σοβιετική παρέμβαση στην περιοχή.
Κατά τύχη, ένας Έλληνας διπλωμάτης τον βοήθησε να έχει πρόσβαση σε σχετικά έγγραφα. Ο Ιατρίδης συνέλεξε κι άλλο υλικό, το ανέλυσε και άρχισε να γράφει. Όταν τελείωσε, όμως, το Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης ήταν πια «νεκρό γράμμα», θύμα των κλιμακούμενων εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το θέμα της Κύπρου, αλλά και του ενισχυόμενου αισθήματος των Ευρωπαίων ότι το μετασταλινικό Σοβιετικό κράτος αποτελούσε μικρότερη απειλή. Κάτι που είχε αρχίσει ως διδακτορική διατριβή στις Διεθνείς Σχέσεις αποτελούσε πια παρελθόν. Ευτυχώς, ένας ολλανδός εκδότης ενδιαφερόταν για τα Βαλκάνια και για την ιστορία του συμφώνου και εξέδωσε την εργασία, η οποία δέχθηκε θετικές κριτικές, το 1968.[3]
Όταν ερωτήθηκε σχετικά με την θεωρητική προσέγγιση που ακολουθεί όταν γράφει ιστορία, ο Ιατρίδης απάντησε: «Φιλοσοφία; Δεν έχω μια φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών μου, τα θεωρητικά και κυρίως μαθηματικά μοντέλα [διεθνών σχέσεων], με τα οποία ήρθα σε επαφή, με απώθησαν με την επιφανειακή επιστημονικότητά τους. … Σε πιο προσωπικό επίπεδο, αγωνίστηκα σκληρά να αντισταθώ στους εθνοκεντρικούς και εθνικιστικούς πειρασμούς… προκειμένου να διατηρώ μια υγιή αποστασιοποίηση [από] το θέμα μου, να αποφεύγω γενικεύσεις, αν αυτές δεν υποστηρίζονται σαφώς από τα αρχεία… και να θυμίζω στον εαυτό μου ότι καμιά ποσότητα στοιχείων δεν αποτελεί τη μία και ιερή ιστορική αλήθεια».[4]
Στο δεύτερο βιβλίο του, με τίτλο Revolt in Athens (Εξέγερση στην Αθήνα, 1972), ο Ιατρίδης παρουσίασε την προσέγγισή του. Το βιβλίο άρχισε να παίρνει μορφή στα υπόγεια των αρχείων του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ όταν ο νεαρός ακαδημαϊκός άρχισε να εργάζεται για μια μελέτη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Κατά τύχη ανακάλυψε αντίγραφα επικοινωνιών μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής του KKE και της ανώτατης διοίκησης του ΕΛΑΣ που έδειχναν ότι τον Δεκέμβρη του 1944 οι κομμουνιστές δεν είχαν πρόθεση να χρησιμοποιήσουν βία για να πάρουν την εξουσία. Το Εξέγερση στην Αθήνα εδραίωσε τη φήμη του Ιατρίδη και παραμένει μια από τις μελέτες-κλειδιά της εξέλιξης του ελληνικού εμφύλιου. Χαρακτηρίζεται από πολύ προσεκτική ανάγνωση των εγγράφων, σήμα κατατεθέν της δουλειάς του Ιατρίδη, δίκαιη προσέγγιση των εμπλεκόμενων μερών και ένα σύνολο συμπερασμάτων με γερές βάσεις στα αρχειακά δεδομένα.

Από αριστερά: Ουίλιαμ Χ. Μακνήλ, Γιώργος Π. Σαββίδης, Νίκος Σβορώνος, Ιωάννης Α. Πετρόπουλος, Έντμουντ Κήλυ, Κρίστοφερ Γούντχαουζ, Γιάννης Ο. Ιατρίδης και Λιλή Μακράκη. Συμπόσιο του MGSA, 12 Νοεμβρίου 1978 στην Ουάσιγκτον.
Εκτός του ότι ανέτρεψε τη μακρόχρονη πεποίθηση ότι KKE και ΕΛΑΣ συνωμότησαν το 1944 για να πάρουν την εξουσία, ο Ιατρίδης έδειξε ότι, ενώ η σύγχυση, η δυσπιστία και η υπερβολική πολιτική διαμάχη στην Αθήνα προβλήθηκαν στο Λονδίνο, η απόφαση του Τσώρτσιλ να επέμβει στρατιωτικά και να συντρίψει την εξέγερση δεν αποτελούσε παρερμηνεία της κατάστασης. O βρετανός πρωθυπουργός ήταν σίγουρος ότι οι αποφάσεις που πήρε προωθούσαν τα συμφέροντα όχι μόνο της Αγγλίας, αλλά και του ελληνικού λαού και της Δύσης. Ο Τσώρτσιλ είχε μόλις κλείσει συμφωνία με τον Στάλιν που χώριζε τα Βαλκάνια σε σφαίρες επιρροής. Η αποφασιστικότητά του να κρατήσει τους καρπούς της συμφωνίας του Οκτωβρίου του 1944 εξέπληξε και εξόργισε τους αμερικανούς συμμάχους του και, ειρωνικά, επιβεβαίωσε τη διπλωματική ευελιξία του Στάλιν. Απρόθυμος να αντιταχθεί στον Δυτικό συνεργάτη του, όσο μαινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ή να του δώσει πρόσχημα να αναμιχθεί στην κατεχόμενη από τη Ρωσία Ανατολική Ευρώπη, και θεωρώντας τη συμφωνία με τους Βρετανούς σπουδαία διπλωματική επιτυχία, ο Στάλιν εγκατέλειψε την ελληνική αριστερά. Το KKE/ΕΛΑΣ πλήρωσε το τίμημα. Ο Στάλιν έδειξε τον σεβασμό του προς την αποφασιστικότητα και την ετοιμότητα της Δύσης να τοποθετήσει τα Σοβιετικά συμφέροντα πάνω από κάθε δέσμευση για επαναστατική δράση. Είναι ειρωνικό, αλλά οι Δυτικές δυνάμεις δεν κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Οι ανησυχίες των Συμμάχων σχετικά με τους στόχους των ευρωπαϊκών εθνικών κομμουνιστικών κομμάτων και την υποτιθέμενη υποταγή τους στον έλεγχο του Στάλιν αποτέλεσαν στοιχείο πυροδότησης του Ψυχρού Πολέμου.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν, σε μεγάλο βαθμό, απλός θεατής των γεγονότων στην Αθήνα, και στην Ελλάδα γενικότερα, μέχρι τα τέλη του 1946. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι έτειναν να θεωρούν την Ελλάδα τμήμα της βρετανικής σφαίρας συμφερόντων και παρείχαν περιορισμένη στήριξη στο Λονδίνο. Δεν είχαν, όμως, έλλειψη ακριβούς και εις βάθος πληροφόρησης. Ο καλύτερα πληροφορημένος, και πιο βαθιά σκεπτόμενος, αμερικανός παρατηρητής ήταν ο πρέσβης του Ρούζβελτ στην Ελλάδα, Λίνκολν Μακβέι. Στη διάρκεια της έρευνας για το Εξέγερση στην Αθήνα, ο Ιατρίδης ανακάλυψε ότι ο Μακβέι ζούσε ακόμα και είχε στην κατοχή του μια σειρά από ημερολόγια για το διπλωματικό του έργο στην Ελλάδα. Κατάφερε να τον πείσει να επιτρέψει να εξετάσει και, στη συνέχεια, να δημοσιεύσει όχι μόνο τα ημερολόγια, αλλά και άλλα έγγραφα που είχε στην κατοχή του ο πρώην πρέσβης.
Συνδυάζοντας το υλικό του Μακβέι με αυτό της Προεδρικής Βιβλιοθήκης Ρούζβελτ και των Εθνικών Αρχείων της Αμερικής, ο Ιατρίδης έγραψε το Ambassador MacVeigh Reports: Greece,1933-1947 (1980, Οι αναφορές του πρεσβευτή Μακβέι: Ελλάδα, 1933-1947), μια επισκόπηση τόσο της ελληνικής κοινωνίας των δεκαετιών του 1930 και του 1940, όσο και της αργής και, σε μεγάλο βαθμό, μη σχεδιασμένης αμερικανικής εμπλοκής με αυτό το βαριά πληγωμένο μεσογειακό κράτος. Γοητευμένος από την Ελλάδα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μακβέι ανέπτυξε ευρύ φάσμα επαφών και ήταν πολύ καλά πληροφορημένος σχετικά με τη δυναμική της χώρας που τον φιλοξενούσε. Οι αναλύσεις του, που έφταναν απευθείας στον πρόεδρο Ρούζβελτ μέσω μιας σειράς προσωπικών επιστολών, καθώς και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ με τη μορφή επίσημων τηλεγραφημάτων και αναφορών, στέκονται καλά. Διατελώντας αμερικανός εκπρόσωπος της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, ο Μακβέι βρισκόταν επιτόπου από τις χαοτικές ημέρες της απελευθέρωσης και τις αρχικές απόπειρες ανοικοδόμησης μέχρι τις βίαιες συγκρούσεις που οδήγησαν σε κομμουνιστική εξέγερση και εμφύλιο πόλεμο. Υποστήριζε δυναμικά την αμερικανική ανάμιξη, αλλά ανησυχούσε ολοένα και περισσότερο για τις επιπτώσεις που θα είχε μια μαζική και πιεστική επιβολή αμερικανικής εξουσίας από φιλόδοξους αμερικανούς αξιωματούχους. Τελικά, στα μέσα του 1947, η κυβέρνηση Τρούμαν αποφάσισε να τον αποσύρει από τη θέση του. Σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες του, αλλά και ως αναγνώριση του ιδιαίτερου χαρίσματός του στη διπλωματία, ο Μακβέι πήγε στην Ιβηρική χερσόνησο, όπου εργάστηκε με δύο από τους πιο ευέξαπτους αλλά ευφυείς δικτάτορες της εποχής, τον Ισπανό Φρανθίσκο Φράνκο και τον Πορτογάλo Αντόνιο Σαλαζάρ.
Οι ιστορικοί μπορούν μόνο να θλίβονται για την αποχώρηση του καλλιεργημένου και έμπειρου Μακβέι από την Αθήνα, καθώς η παρέμβαση των ΗΠΑ εντατικοποιήθηκε. Οι πληροφορίες που συνέλεξε ο Ιατρίδης για τη δράση των αμερικανικών αποστολών στην Ελλάδα είναι πολλές και πλούσιες. Η εξέταση των κρατικών αρχείων ακολουθεί λίγους αλλά αυστηρούς κανόνες. Σε γενικές γραμμές, όμως, όσοι επιδίδονται σε αυτήν τείνουν να έχουν μια διακριτική συμμετοχή στην ιστορία που συνθέτουν. Ο Ιατρίδης ανέπτυξε τη δική του προσέγγιση, η οποία βασιζόταν στις εκτενείς γνώσεις του για τα θέματα και είχε σαν στόχο να αξιοποιεί ποικίλες και πολύ προσεκτικά επιλεγμένες και επιμελημένες πηγές. Το αποτέλεσμα καθιστά το Οι αναφορές του πρεσβευτή Μακβέι βιβλίο-ορόσημο, το οποίο συνδυάζει ωραία την ακαδημαϊκή γνώση με τις πηγές. Είναι μια καλή αφετηρία για την κατανόηση μιας σημαντικής εποχής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, καθώς παρέχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με προσωπικότητες, την πολιτική και την κοινωνία. Όπως συμβαίνει και με το Εξέγερση στην Αθήνα, έτσι και αυτό το βιβλίο ξεχωρίζει για τη δίκαιη μεταχείριση των προσωπικοτήτων και των θεμάτων που αφορούν μια περίοδο η οποία υπήρξε για καιρό το κέντρο ακαδημαϊκής και δημόσιας πολεμικής περισσότερο παρά λογικής ανάλυσης.
Ο ελληνικός εμφύλιος έδωσε στον Ιατρίδη την ευκαιρία να συνδυάσει τα δικά του ενδιαφέροντα με την προώθηση των σύγχρονων ελληνικών σπουδών και να παράσχει ένα σημείο εστίασης για το έργο του MGSA, οργανισμού στον οποίο αφιέρωσε πολύ χρόνο και πάθος. Από τη θέση του διευθυντικού στελέχους του MGSA, εξασφάλισε την απαραίτητη υποστήριξη για τη διοργάνωση συνεδρίων σχετικά με την περίοδο του εμφυλίου και διετέλεσε επιμελητής δύο σπουδαίων συλλογών με δοκίμια για την εποχή. Το πρώτο από τα συνέδρια, μια συνάντηση στην Ουάσιγκτον το 1978, συγκέντρωσε περισσότερους από 40 ειδικούς στη σύγχρονη ελληνική ιστορία για μια εποικοδομητική, αλλά και θερμή, συζήτηση περί του ζητήματος του εμφυλίου. Μεταξύ των ομιλητών ήσαν οι Νίκος Σβορώνος, Γουίλιαμ Μακ Νιλ, Κ. Τσουκαλάς, Γιώργος Μαυρογορδάτος, Νίκος Αλιβιζάτος, Αργύρης Φατούρος, Χάγκεν Φλάισερ, Προκόπης Παπαστράτης, Βαγγέλης Κουφουδάκης, Ρίτσαρντ Κλογκ, Αδαμαντία Πόλλις, Κρίστοφερ Γούντχαουζ.
Όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή του βιβλίου Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950,[5] ο Ιατρίδης και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να ορίσουν τις παραμέτρους του ακαδημαϊκού εγχειρήματος και, εν συνεχεία, συγκέντρωσαν μια ομάδα ακαδημαϊκών οι οποίοι, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, μπορούσαν να προσφέρουν ειδικές γνώσεις βασισμένες σε καινοτόμο έρευνα. Τα αποτελέσματα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν άνισα. Ένας από τους ακροατές σχολίασε τα εξής: «Σε ορισμένα σημεία ένιωσα ότι είχατε καλέσει όλους τους Νότιους μετά τον αμερικανικό εμφύλιο για να μας εξηγήσουν γιατί έχασαν, ενώ δεν σκεφτήκατε να καλέσετε και τους Βόρειους να μας πουν πώς νίκησαν».[6] Πολλές εργασίες εστίαζαν στη λιγότερο γνωστή (και ελλιπέστερα καταγεγραμμένη) πλευρά της ιστορίας: το KKE. Το κόμμα ηττήθηκε από μόνο του; Ποιος ήταν ο ρόλος των Σοβιετικών στην ήττα; Αλλά και η αγγλική και αμερικανική ανάμιξη προσέλκυσαν, φυσικά, την προσοχή και υπήρξε αντικείμενο σχολιασμού. Έλληνες και ξένοι ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει το συνέδριο του 1978 στην Ουάσιγκτον σαν την αρχή της συστηματικής μελέτης του εμφυλίου πολέμου.
Μια δεύτερη, καθοδηγούμενη από τον Ιατρίδη, πρωτοβουλία σχετικά με την περίοδο του εμφυλίου εξασφάλισε την αναγκαία χορηγία για δύο συνέδρια στην Κοπεγχάγη και την υποστήριξη για τη δημοσίευση των πρακτικών και των δύο. Το Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949[7] προώθησε τους καρπούς του πρώτου συνεδρίου, ενώ το Greece at the Crossroads (1995, Η Ελλάδα σε σταυροδρόμι) διεύρυνε τη συζήτηση, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις διεθνείς πλευρές της διαμάχης. Τα συνέδρια της Κοπεγχάγης, στα οποία πήραν μέρος μεταξύ άλλων οι Ελίζαμπεθ Μπάρκερ, Αγγελική Λαΐου, Σταύρος Θωμαδάκης, Ντέιβιντ Κλόουζ, εισήγαγαν κάποια από τα νεότερα στοιχεία για τον εμφύλιο και επιχείρησαν να δώσουν στα γεγονότα ευρύτερη διάσταση. Τα βιβλία που εκδόθηκαν ξεχωρίζουν για την απουσία πολεμικής αφενός, αλλά και αφετέρου για την εξέταση θεμάτων που μέχρι πρότινος είχαν τραβήξει ελάχιστα την προσοχή, όπως η εξέλιξη του ελληνικού δικαίου και η οικονομική μεταρρύθμιση. Η προσπάθεια του Ιατρίδη να ενθαρρύνει νεότερους ακαδημαϊκούς, καθώς και η προώθηση από πλευράς του της δίκαιης ιστορικής ανάλυσης, είναι εμφανής σε πολλά σημεία των πρακτικών.
Ο Ιατρίδης συνέχισε να αναπτύσσει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και για την κατανόησή τους μέσω δοκιμίων που κυκλοφόρησαν σε πρακτικά συνεδρίων και επιστημονικά περιοδικά. Οι σχολιασμοί του σχετικά με την αμερικανική πολιτική εξετάζουν την εξέλιξη της αμερικανικής σκέψης και των στόχων των ΗΠΑ για την Ελλάδα από τον Ψυχρό Πόλεμο και έπειτα. Αν και τα αρχεία λιγοστεύουν καθώς φτάνουμε κοντά στο σήμερα, ο Ιατρίδης επέδειξε ιδιαίτερη ικανότητα άντλησης στοιχείων από ποικίλες πηγές, που είχε σαν στόχο να δείξει τι πίστευαν οι Αμερικανοί διαμορφωτές πολιτικής ότι έπρατταν και ταυτόχρονα τι πράγματι έπρατταν. Αναπόφευκτα, όπως σε κάθε σχέση μεταξύ κρατών άνισης ισχύος και επιρροής, η ικανότητα της Ελλάδας να επηρεάσει τις αποφάσεις των ΗΠΑ ήταν πολύ περιορισμένη. Παρ’ όλα αυτά, η εδραιωμένη στην Ελλάδα παράδοση άσκησης δημόσιας κριτικής για τον ισχυρό προστάτη, πρακτική που εντάθηκε όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, φορέας διπλής ιθαγένειας, δραστηριοποιούνταν πολιτικά, αποτελεί ενδιαφέροντα οδηγό σχετικά με τις προθέσεις και τις απόψεις της Ελλάδας για τον προστάτη αυτόν. Η ικανότητα του Ιατρίδη να εξετάζει πολύ προσεκτικά τις πηγές, που αποκαλύπτεται ήδη στο Εξέγερση στην Αθήνα, εξυπηρέτησε τους αναγνώστες.
Μετά το 2000, ο Ιατρίδης άρχισε να περιορίζει τις δραστηριότητές του. Το 2002, αποσύρθηκε από τη θέση του καθηγητή στο Southern Connecticut State University. Στο τέλος του ίδιου έτους αποχώρησε από την επιτροπή έκδοσης του Journal of Modern Greek Studies, τον επόμενο χρόνο παρέδωσε τα ηνία του Bulletin του MGSA και, το 2004, παραιτήθηκε από τη διευθυντική του θέση. Η ιδιότητα του ομότιμου καθηγητή τού εξασφάλισε περισσότερο χρόνο να ασχοληθεί με θέματα που πάντα τον ενδιέφεραν, όπως ο ανεξιχνίαστος φόνος του Τζορτζ Πολκ, του αμερικανού δημοσιογράφου που βρέθηκε νεκρός στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το 1948, και ο ρόλος του Τζορτζ Κέναν στη διαμόρφωση του Δόγματος Τρούμαν.
Στην προσπάθεια αξιολόγησης του ακαδημαϊκού Ιατρίδη, κανείς θα αναφερόταν, πιθανότατα, σε δύο κύρια επιτεύγματα. Το πρώτο είναι η ακαδημαϊκή αμεροληψία και η καθαρή κρίση που επέδειξε στο σύνολο του έργου του. Το δεύτερο είναι η ενθουσιώδης υποστήριξη από πλευράς του των προσπαθειών των άλλων. Το MGSA χρησίμευσε ως όχημα αυτών των προσπαθειών, αλλά και ως βασικό τμήμα της κληρονομιάς του, καθώς ένωσε τις δυο πατρίδες του Ιατρίδη σε μια προσπάθεια αμοιβαίας κατανόησης.
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Ο. ΙΑΤΡΙΔΗ
Επιμελητής/συγγραφέας μαζί με τους Aldo Chircop και Andre Gerolymatos, Sovereignty and the Law of the Sea. Aegean Sea Disputes, Macmillan, 1999.
Επιμελητής/συγγραφέας μαζί με τη Linda Wrigley, Greece at the Crossroads: The Civil War and Its Legacy, Penn State Press, 1995.
Επιμελητής/συγγραφέας μαζί με τους Lars Baerentzen και Ole Smith,
Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, Ολκός, Αθήνα 2002.
Επιμελητής μαζί με τον William R. Compton, Carl C. Compton. The Morning Cometh. 45 Years with Anatolia College, Caratzas, 1986.
Επιμελητής/συγγραφέας, Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα 1984.
Επιμελητής/συγγραφέας μαζί με τον Θεόδωρο A. Κουλουμπή, Greek-American Relations. A Critical Review (Ελληνοαμερικανικές σχέσεις: μια κριτική επισκόπηση), Pella, NY 1980.
Επιμελητής, Ambassador MacVeagh Reports. Greece, 1933-1947, Princeton University Press, 1980.
Revolt in Athens: The Greek Communist “Second Round,” 1944-45, Princeton University Press, 1972.
Balkan Triangle: Birth and Decline of an Alliance Across Ideological Boundaries. Mouton, 1968.
[1] E-mail του Ιατρίδη προς τον συντάκτη, 10 Ιανουαρίου 2012.
[2] Κατάλογος των βιβλίων του επισυνάπτεται στο τέλος του δοκιμίου.
[3] E-mail του Ιατρίδη προς τον συντάκτη, 20 Δεκεμβρίου 2011.
[4] Ό.π.
[5] Γιάννης Ο. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, μτφρ. Μ. Δρίτσα, Α. Λυκιαρδοπούλου, Θεμέλιο, Αθήνα 1984. (Σ.τ.Ε)
[6] Γιάννης Ο. Ιατρίδης, ό.π..
[7] Lars Baerentzen, Γιάννης Ο. Ιατρίδης, Ole L. Smith (επιμ.), Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, μτφρ. Αριστέα Παρίση, Ολκός, Αθήνα 2002.

