σύνδεση

«Κανάγιες!»

«Κανάγιες!» Κτηνοτρόφοι πραγματοποιούν πορεία προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, 25 Νοεμβρίου 2014. Νωρίτερα είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / Ορέστης Παναγιώτου

 

 

Το τελευταίο πεζό του Καρυωτάκη είναι η «Κάθαρσις». Το έγραψε τον Ιούλιο ή Ιούνιο του 1928, σύμφωνα με τον φίλο και εκδότη των Απάντων του (1938), Χαρίλαο Γ. Σακελλαριάδη, τα οποία επιμελήθηκαν ο ίδιος καθώς και οι Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας. Σ’ αυτό όπως και στις επιστολές του το 1928 από την Πάτρα και κατόπιν από την Πρέβεζα περιγράφει τους εσμούς της κλεπτοκρατικής γραφειοκρατίας της εποχής του. Τους αποκαλεί «κανάγιες», δηλαδή χυδαίους, αχρείους, καθάρματα. Παραδόξως όμως γράφει πως «σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει». Αυτοί οι «βασανισμένοι χωρικοί», εξελίχθηκαν στο χειρότερο και μαζικότερο είδος αρπακτικών ιδίως μετά το 1981, με τους τραμπούκους αγροτοπατέρες, τον εγκληματικό συνδικαλισμό τού «Όλα τα λεφτά, όλα τα κιλά!» και τα κομψοτεχνήματα-Συνεταιρισμούς του ΠΑΣΟΚ – στην διαβόητη μακαρίτισσα ΠΑΣΕΓΕΣ έκλεισαν τα μάτια οι πειρατές Συριζαίοι το 2016. Παίρναμε, ή μάλλον παίρνανε, τα λεγόμενα «πακέτα» και τον πακτωλό των ευρωπαϊκών «προγραμμάτων» για ανάπτυξη και πρόοδο και γέμισε η επαρχία με «ναούς του πολιτισμού», άλλως «σκυλάδικα», πολυτελή supercar και άλλα τεκμήρια επίδειξης αδικαιολόγητου και χυδαίου πλούτου. Αντί της ψευδεπίγραφης ανύπαρκτης «κοινωνίας των πολιτών» συγκροτήθηκε η «συνδικαλιστική κοινωνία» των αρπακτικών. Ώσπου αποκαλύφθηκε το διακομματικό και διαχρονικό, ασφαλώς δε «προοδευτικό» σκάνδαλο με το εμβληματικό ακρωνύμιο ΟΠΕΚΕΠΕ, δυστυχώς μόνο για τους αγροτοκτηνοτρόφους. Λόγου χάρη, ο ΟΠΕΚΕΠΕ των Γραμμάτων και Τεχνών (μεγάλο άλλοθι ο «πολιτισμός») παραμένει στο απυρόβλητο, όπως και άλλες όζουσες εστίες μείζονος και μαζικής διαφθοράς.

Ο Καρυωτάκης σε αυτό το τελευταίο πεζό του έγραψε την παραπάνω φράση έχοντας ήδη αποφασίσει μέσα του να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο. Ίσως σαν μια post mortem προβολή της δικής του απάντησης στον κόσμο που δεν τον χώρεσε («Εφώναζα στην ερημιά») και «εκδίκησης» για τους δυνάστες της κατσαπλιάδικης γραφειοκρατίας, μέσω ενός βίαιου συλλογικού υποκειμένου, για την ηθική και άλλη ποιότητα του οποίου όμως ποτέ δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο τη χαρακτηρίσαμε παράδοξη, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στην ωδή του «Εις Ανδρέαν Κάλβον» καταλήγει:

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον / ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι, / ἰδιοτελῆ καρδίαν, / καὶ παρειὰν ἀναίσθητον / εἰς τοὺς κολάφους.

Μ.Β.

Κάθαρσις

Τοῦ Κώστα Καρυωτάκη

 

Βέβαια. Ἔπρεπε νὰ σκύψω μπροστὰ στὸν ἕνα καί, χαϊδεύοντας ἡδονικὰ τὸ μαῦρο σεβιότ [: cheviot, μάλλινο ἀγγλικὸ ὕφασμα] –πάφ, πάφ, πάφ, πάφ– «ἔχετε λίγη σκόνη» νὰ εἰπῶ, «κύριε Ἄλφα».

Ὕστερα ἔπρεπε νὰ περιμένω στὴ γωνία, κι ὅταν ἀντίκρυζα τὴν κοιλιὰ τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ θἆχα ἐπὶ τόσα χρόνια παρακολουθήσει τὰ αἰσθήματα καὶ τὸ σφυγμό της, νὰ σκύψω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ψιθυρίσω ἐμπιστευτικά: «Ἄχ, αὐτὸς ὁ Ἄλφα, κύριε Βῆτα...».

Ἔπρεπε, πίσω ἀπὸ τὰ γυαλιὰ τοῦ Γάμα, νὰ καραδοκῶ τὴν ἱλαρὴ [: χαρούμενη] ματιά του. Ἂν μοῦ τὴν ἐχάριζε, νὰ ξεδιπλώσω τὸ καλύτερο χαμόγελό μου καὶ νὰ τὴ δεχτῶ ὅπως σὲ μανδύα ἱππότου ἕνα βασιλικὸ βρέφος. Ἂν ὅμως ἀργοῦσε, νὰ σκύψω γιὰ τρίτη φορὰ γεμάτος συντριβὴ καὶ ν’ ἀρθρώσω: «Δοῦλος σας, κύριέ μου».

kar 2

Αγρότες φωνάζουν συνθήματα μπροστά από αστυνομικούς σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τα γραφεία του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), στις 25 Νοεμβρίου 2014. Στη συνέχεια οι αγρότες κατευθύνθηκαν προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / Ορέστης Παναγιώτου

 Ἀλλὰ πρῶτα πρῶτα ἔπρεπε νὰ μείνω στὴ σπείρα τοῦ Δέλτα. Ἐκεῖ ἡ ληστεία γινόταν ὑπὸ λαμπρούς, διεθνεῖς οἰωνούς, μέσα σὲ πολυτελῆ γραφεῖα. Στὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ὑπῆρχα. Κρυμμένος πίσω ἀπὸ τὸν κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θὰ ὀσφραινόμουν. Θὰ εἶχα τρόπους λεπτούς, ἀέρινους. Θὰ ἐμάθαινα τὴ συνθηματική τους γλῶσσα. Ἡ ψαῦσις [τὸ ἄγγιγμα] τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τῆς χωρίστρας θὰ ἐσήμαινε «πεντακόσιες χιλιάδες». Ἕνα ἐπίμονο τίναγμα τῆς στάχτης τοῦ πούρου θὰ ἔλεγε «σύμφωνος». Θὰ ἐκέρδιζα τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Καὶ μιὰ μέρα, ἀκουμπώντας στὸ κρύσταλλο τοῦ τραπεζιοῦ μου, θὰ ἔγραφα ἐγὼ τὴν ἀπάντηση: «Ὁ αὐτόνομος ὀργανισμός μας, κύριε Εἰσαγγελεῦ...».

Ἔπρεπε νὰ σκύψω, νὰ σκύψω, νὰ σκύψω. Τόσο ποὺ ἡ μύτη μου νὰ ἑνωθῇ μὲ τὴ φτέρνα μου. Ἔτσι βολικὰ κουλουριασμένος, νὰ κυλῶ καὶ νὰ φθάσω.

Κανάγιες!

Τὸ ψωμὶ τῆς ἐξορίας μὲ τρέφει. Κουροῦνες χτυποῦν τὰ τζάμια τῆς κάμαράς μου. Καὶ σὲ βασανισμένα στήθη χωρικῶν βλέπω νὰ δυναμώνει ἡ πνοὴ ποὺ θὰ σᾶς σαρώσει.

Σήμερα ἐπῆρα τὰ κλειδιὰ κι ἀνέβηκα στὸ ἑνετικὸ φρούριο [τῆς Πρέβεζας]. Ἐπέρασα τρεῖς πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπὰ τείχη, μὲ ριγμένες ἐπάλξεις. Ὅταν βρέθηκα μέσα στὸν ἐσωτερικό, τρίτο κύκλο, ἔχασα τὰ ἴχνη σας. Κοιτάζοντας ἀπὸ τὶς πολεμίστρες, χαμηλά, τὴ θάλασσα, τὴν πεδιάδα, τὰ βουνά, ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἀσφαλῆ. Ἐμπῆκα σ’ ἐρειπωμένους στρατῶνες, σὲ κρύπτες ὅπου εἶχαν φυτρώσει συκιὲς καὶ ροδιές. Ἐφώναζα στὴν ἐρημιά. Ἐπερπάτησα ὁλόκληρες ὧρες σπάζοντας μεγάλα, ξερὰ χόρτα. Ἀγκάθια κι ἀέρας δυνατὸς κολλοῦσαν στὰ ροῦχα μου. Μὲ ἧβρε ἡ νύχτα...


Ακολουθεί μεταγραμμένο σε μονοτονικό ώστε να είναι δυνατή η διαδικτυακή εύρεση

 

Κάθαρσις

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ –παφ, παφ, παφ, παφ– «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...».

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».

Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...».

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθή με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο [της Πρέβεζας]. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...

banner 970x250 b