Οι Δρούζοι της Συρίας έχουν συχνά βρεθεί παγιδευμένοι ανάμεσα στην προσήλωσή τους για εθνική ανεξαρτησία και την αγωνία απέναντι στη κυριαρχία των σουνιτών.
Ήταν μια σκηνή που έχει γίνει πολύ οικεία στη σημερινή εμπόλεμη Μέση Ανατολή: άμαχοι δολοφονημένοι εν ψυχρώ. Λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα πριν, ξέσπασαν παλιές εντάσεις μεταξύ Βεδουίνων και Δρούζων στην επαρχία Σουέιντα στη νότια Συρία. Εν μέσω της αναταραχής, οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις που στάλθηκαν για να αποκαταστήσουν την τάξη κατέληξαν να συμβάλλουν στη βία, υποδαυλίζοντας περαιτέρω τις φλόγες της εμφύλιας σύγκρουσης και προκαλώντας νέο γύρο ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών κατά των συριακών κυβερνητικών στρατευμάτων και του Υπουργείου Άμυνας στη Δαμασκό.
Οι πολεμιστές όλων των πλευρών διέπραξαν φρικαλεότητες εναντίον αμάχων, αν και ο αριθμός των νεκρών είναι υψηλότερος στην πλευρά των Δρούζων. Οι ανατριχιαστικές αναφορές για τον τελετουργικό εξευτελισμό των Δρούζων σεΐχηδων, τις αναίτιες κτηνωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον γυναικών και παιδιών που κρύβονταν στα σπίτια τους, και οι εκτελέσεις αθώων περαστικών με συνοπτικές διαδικασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από άνδρες υπό τη σημαία της συριακής κυβέρνησης, θυμίζουν τις προηγούμενες δολοφονίες Αλαουιτών στην επαρχία Λαττάκεια στις αρχές του έτους. Μαζί, τα γεγονότα αυτά κλόνισαν την εύθραυστη εμφύλια ειρήνη της χώρας διαψεύδοντας τη θυελλώδη αισιοδοξία που ακολούθησε την πτώση του καθεστώτος Άσαντ· το όραμα για την μετά τον Άσαντ Συρία για όλους τους Σύριους κινδυνεύει να διαλυθεί.
Προς το παρόν, η κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών εξασφάλισε μια προσωρινή παύση στις εχθροπραξίες, αλλά κρέμεται από μια κλωστή. Οι αμοιβαίες έχθρες και οι αντιπαλότητες που εξαπέλυσαν οι δολοφονίες αμάχων από όλες τις πλευρές θα μείνουν για καιρό χαραγμένες στη μνήμη. Ακόμα χειρότερα, θα υπονομεύσουν τις προσπάθειες του προσωρινού προέδρου της Συρίας, Αχμέντ αλ Σάρα, να ενοποιήσει τη διοίκηση και τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του. Ο απροκάλυπτα θρησκευτικός χαρακτήρας της βίας στη Σουέιντα θα δηλητηριάσει τη δυνατότητα συνύπαρξης μεταξύ της σουνιτικής μουσουλμανικής πλειονότητας της Συρίας και των πολλών εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της. Όχι μόνον οι Δρούζοι της Συρίας, αλλά και οι Κούρδοι της, οι αλαουίτες και οι ισμαηλίτες σιίτες και οι χριστιανοί θα παρακολούθησαν με τρόμο και ανησυχία τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Σουέιντα.

Δρούζοι από τα υψώματα Γκολάν και τη Γαλιλαία κοντά στο χωριό Ματζάλ Σαμς προσπαθούν να εισέλθουν στη Συρία στις 16 Ιουλίου 2025. Την ίδια μέρα οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις προστατεύοντας τους Δρούζους πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές στο Υπουργείο Άμυνας της Συρίας στη Δαμασκό έπειτα από την ανάπτυξη συριακών στρατευμάτων στην επαρχία Σουέιντα, όπου κυριαρχούν οι Δρούζοι, στους οποίους επιτέθηκαν Βεδουίνοι με αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / Atef Safadi
Οι Δρούζοι είναι συνηθισμένοι στις διώξεις και τις αναταραχές. Από τις απαρχές τους, προσπαθούν να διατηρήσουν την ξεχωριστή μειονοτική κουλτούρα τους και να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους υπό την πολιτική κυριαρχία άλλων. Οι Δρούζοι είναι Άραβες που ασπάζονται μια μονοθεϊστική, αβρααμική θρησκεία, η οποία εμφανίστηκε στο Κάιρο τον 11ο αιώνα υπό το σιιτικό χαλιφάτο των Φατιμιδών. Ήταν μια εποχή αυξημένων αποκρυφιστικών προβλέψεων – γόνιμο έδαφος για την εμφάνιση καινοτόμων και εκλεκτικών θρησκευτικών ιδεών. Αυτοαποκαλούνται al-Muwahhidūn («οι μονοθεϊστές») ή Ahl at-Tawhīd («ο λαός της ενότητας»), επικαλούμενοι την ισλαμική έννοια της ενότητας του Θεού.
Ωστόσο, παρότι οι Δρούζοι προήλθαν από ένα σιιτικό ισλαμικό περιβάλλον, σαφέστατα δεν είναι μουσουλμάνοι. Αντίθετα, η πίστη τους, η οποία στους ξένους συχνά φαίνεται μυστηριώδης και εκκεντρική, είναι ένα συναρπαστικό μίγμα θεολογικών παραδόσεων. Όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας, πιστεύουν στη μετενσάρκωση και τη μετεμψύχωση των ψυχών. Τιμούν τους προφήτες του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ και λατρεύουν τον ίδιο, μοναδικό Θεό. Ταυτόχρονα, λατρεύουν τον χαλίφη των Φατιμιδών Αμπού Αλί αλ-Μανσούρ (996-1021) ως μετενσάρκωση του Αλλάχ και πιστεύουν ότι θα επιστρέψει σε μια μεγάλη αποκάλυψη για να εγκαινιάσει μια νέα χρυσή εποχή δικαιοσύνης. Θεωρούν το Κοράνι ιερό κείμενο, αλλά έχουν επίσης τις δικές τους Επιστολές της Σοφίας. Επαναλαμβάνουν την ισλαμική Σαχάντα (ομολογία πίστης), αλλά απορρίπτουν την ισλαμική Σαρία. Στην ανταρσία τους ενάντια στον αυστηρό νομικισμό του σουνιτικού Ισλάμ και την υιοθέτηση μιας εναλλακτικής σχέσης με το θείο, οι πρώτοι Δρούζοι μοιάζουν τόσο με τους ριζοσπάστες προτεστάντες μεταρρυθμιστές της Ευρώπης του 16ου αιώνα όσο και με τους μυστικιστές Σούφι του ισλαμικού κόσμου.
Δεν υπάρχουν πλέον κοινότητες Δρούζων στην Αίγυπτο, αλλά από τον 11ο αιώνα εξαπλώθηκαν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα, πάνω από ένα εκατομμύριο Δρούζοι ζουν στη Συρία, τον Λίβανο, την Ιορδανία και το Ισραήλ. Η μεγαλύτερη κοινότητα Δρούζων της περιοχής βρίσκεται στη Συρία, όπου αντιπροσωπεύουν περίπου το 3% του πληθυσμού. Η πλειονότητα των Δρούζων της Συρίας ζει στην επαρχία Σουέιντα, στην πεδιάδα Χαουράν, μια περιοχή που συνορεύει με την Ιορδανία στα νότια.
Ακόμη και μετά τη φρίκη και την τραγωδία των πρόσφατων γεγονότων στη Σουέιντα, θα ήταν λάθος να παρουσιάσει κανείς τους Δρούζους ως τα αιώνια θύματα του σεχταρισμού. Όπως και η ευρύτερη Μέση Ανατολή, η ιστορία τους χαρακτηρίζεται επίσης από μακρές περιόδους διαθρησκειακής συνεργασίας, που σημαδεύτηκαν από επεισόδια μεγάλου ηρωισμού. Πράγματι, στο πρόσφατο παρελθόν, η μοίρα των Δρούζων της Συρίας συνδέθηκε με τους θριάμβους και τις τραγωδίες της χώρας στο σύνολό της.
Πριν από έναν αιώνα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1925, οι Δρούζοι ηγήθηκαν μιας τεράστιας, πανεθνικής εξέγερσης κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Όπως και ο στενός της συγγενής, η ιρακινή εξέγερση του 1920, η Μεγάλη Συριακή Εξέγερση του 1925 έθεσε υπό αμφισβήτηση τις βρετανικές και γαλλικές Εντολές, το οιονεί αυτοκρατορικό σύστημα που επιβλήθηκε στη Μέση Ανατολή μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Δρούζοι είχαν εξεγερθεί κατά των Οθωμανών το 1896 και το 1908, αλλά αυτές ήταν ιδιαίτερα τοπικές υποθέσεις· ήταν οι εξεγέρσεις μιας μικρής αυτοκρατορικής περιφέρειας κατά του διοικητικού συγκεντρωτισμού και των φορολογικών επιβαρύνσεων που επέβαλε μια μακρινή πρωτεύουσα, η οθωμανική Κωνσταντινούπολη. Αυτό που έκανε τη συριακή εξέγερση του 1925 σημαντική ήταν ότι, ενώ ξεκίνησε από τους Δρούζους της πεδιάδας Χαουράν, γρήγορα εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά σε ολόκληρη τη Συρία και ένωσε Σύρους όλων των κατηγοριών –σουνίτες, σιίτες, χριστιανούς, Κούρδους και Δρούζους– στην έκκληση για εθνική απελευθέρωση από τη γαλλική κυριαρχία.

Αριστερά: Ο Σουλτάν ελ Ατράς, ηγέτης της εξέγερσης των Δρούζων τον Οκτώβριο του 1925, ανάμεσα σε δύο πολιτικούς πρόσφυγες που μόλις διακρίνονται στην πεδιάδα Χαουράν στο Γουάντι Σιρχάν στην έρημο της Αραβίας. Δεξιά: Ο Σουλτάν ελ Ατράς με την ακολουθία του σε μια σκηνή βεδουίνων στο Γουάντι Σιρχάν.
Υπήρχε μια μεγάλη ειρωνεία σε όλα αυτά. Αναλαμβάνοντας την Εντολή τους το 1920, οι Γάλλοι προσπάθησαν να διαιρέσουν τη Συρία σε μια σειρά από κρατίδια και να δικαιολογήσουν την αποικιακή τους παρουσία παριστάνοντας τους προστάτες των θρησκευτικών μειονοτήτων. Κατά συνέπεια, ένα κράτος που κυριαρχούνταν από τους Μαρωνίτες χριστιανούς με επίκεντρο το Όρος του Λιβάνου διαχωρίστηκε από την υπόλοιπη χώρα· οι Αλαουίτες είχαν το δικό τους θύλακο γύρω από τη Λαττάκεια. Οι Γάλλοι δημιούργησαν επίσης μια κουρδική φυλετική ζώνη στα βορειοανατολικά και οριοθέτησαν ένα δρούζικο κρατίδιο στη Χαουράν.
Η εξέγερση του 1925 αντιπροσώπευε μια κατηγορηματική απόρριψη αυτής της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε»: οι ηγέτες της αγωνίστηκαν ρητά για μια ενωμένη Συρία, όχι για ένα δρούζικο κρατίδιο. Το άμεσο έναυσμα για την εξέγερση δόθηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όταν οι Δρούζοι ηγέτες προσκλήθηκαν στη Δαμασκό από τις γαλλικές αρχές για να συζητήσουν τα παράπονά τους, με αποτέλεσμα να κρατηθούν όμηροι στη φυλακή. Την επόμενη εβδομάδα, οι Δρούζοι της Χαουράν, υπό την ηγεσία του χαρισματικού Σουλτάνου αλ-Ατράς –ενός βετεράνου της αραβικής εξέγερσης κατά των Οθωμανών που είχε υποστηριχθεί από τους Βρετανούς– εξεγέρθηκαν, εκδιώκοντας τις γαλλικές δυνάμεις από την πεδιάδα, καταλαμβάνοντας το γαλλικό πυροβολικό και συσπειρώνοντας μουσουλμάνους και χριστιανούς στον αγώνα τους.
Ο Αλ-Ατράς δημιούργησε γρήγορα δεσμούς με τους σουνίτες Άραβες εθνικιστές των αστικών κέντρων της Συρίας. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο ενστικτώδης, αγροτικός εθνικισμός της συριακής υπαίθρου τέθηκε σε συνεργασία με τη φιλελεύθερη εθνικιστική ιδεολογία της Δαμασκού. Μια πληθώρα προκηρύξεων που ανακοίνωναν τους στόχους της εξέγερσης συνδύαζαν την αραβική ρητορική με τη γλώσσα της Γαλλικής Επανάστασης, καταγγέλλοντας τον ιμπεριαλισμό και διεκδικώντας «την πλήρη ανεξαρτησία της αραβικής Συρίας» υπό «μια λαϊκή κυβέρνηση» σύμφωνα με «τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης και τα δικαιώματα του ανθρώπου». Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της, οι ηγέτες της εξέγερσης έκαναν τα πάντα για να καθησυχάσουν και να προστατεύσουν τους Σύριους χριστιανούς και τους Εβραίους. Ωστόσο, ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί στον έλεγχο των αντάρτικων συμμοριών, οι οποίες συχνά επιδίδονταν σε εκβιασμούς, λεηλατούσαν χωριά που αρνούνταν να προσχωρήσουν στην εξέγερση και προέβαιναν σε φρικαλεότητες κατά των Αρμενίων προσφύγων.
Η Μεγάλη Εξέγερση της Συρίας δεν ήταν ασήμαντη υπόθεση. Τον Οκτώβριο του 1925, οι Σύριοι επαναστάτες σχεδόν κατέλαβαν τη Δαμασκό. Τελικά, ηττήθηκαν από μια βίαιη γαλλική εκστρατεία αντεπίθεσης, η οποία ανέπτυξε πλήρως το ανώτερο πυροβολικό και, κυρίως, την αεροπορική δύναμη των Αρχών της Εντολής. Με μια στρατηγική που θυμίζει το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου πολέμου, βομβάρδιζαν σταθερά τις περιοχές που κατείχαν οι αντάρτες, μετατρέποντας ολόκληρες αστικές περιοχές σε ερείπια πριν τις ανακαταλάβουν. Η τελική τους επίθεση στη συνοικία Μαϊντάν της Δαμασκού τον Μάιο του 1926 σήμανε το τέλος της Μεγάλης Εξέγερσης της Συρίας – οι ηγέτες της συνελήφθησαν και εξορίστηκαν.
Ο διαθρησκειακός συνασπισμός που ηγήθηκε της εξέγερσης θα επανεμφανιστεί το 1944-46 για να κερδίσει τελικά την εθνική ανεξαρτησία της Συρίας και το 1954 για να ανατρέψει τη δικτατορία του Αντίμπ αλ Σισακλί. Αλλά στη συνέχεια έγινε πιο δύσκολο να διατηρηθεί. Η παρακμή των μεγάλων Αράβων εθνικιστών σουνιτών αξιωματούχων και η άνοδος στην εξουσία του Κόμματος Μπάαθ τη δεκαετία του 1960, συνέβαλαν αμφότερα στην κατάρρευσή της. Το καθεστώς που αναδύθηκε υπό τον Χαφέζ αλ Άσαντ και συνεχίστηκε υπό τον γιο του Μπασάρ είχε την τάση να χρησιμοποιεί το φόβητρο της σουνιτικής ισλαμιστικής εξουσίας ως εργαλείο για να ελέγχει τους Δρούζους. Ως καθεστώς στο οποίο κυριαρχούσαν οι Αλαουίτες, επεδίωξε μια κυνική συμμαχία μειονοτήτων που αντανακλούσε τις στρατηγικές «διαίρει και βασίλευε» της εποχής της αποικιοκρατίας.
Όταν η Αραβική Άνοιξη έφτασε στη Συρία το 2011, η συριακή κυβέρνηση απάλλαξε τους Δρούζους της Σουέιντα από την κατασταλτική μεταχείριση που επιφύλαξε ο στρατός στους σουνίτες γείτονές τους στη γειτονική Νταράα. Σε αντάλλαγμα για τη συμμόρφωσή τους, οι πολιτοφυλακές των Δρούζων –όπως και οι αντίστοιχες των Κούρδων στα βορειοανατολικά– απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία στην διαχείριση των υποθέσεων της κοινότητάς τους, ενώ το καθεστώς επικεντρώθηκε στην καταστολή μιας εξέγερσης που κυριαρχούνταν όλο και περισσότερο από Σουνίτες Άραβες. Από την άλλη πλευρά, συνέχισαν να ξεσπούν μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις στη Σουέιντα, με αίτημα την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, ιδίως κατά τη διάρκεια μιας 12μηνης περιόδου το 2023-24.
Η ιστορία των Δρούζων της Συρίας δεν είναι θεατρικό ηθικής. Δεν είναι απαλλαγμένοι από τα σεχταριστικά συμφέροντα ή τις παρορμήσεις που καθοδηγούν άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες σε περιόδους συγκρούσεων. Σίγουρα, είχαν το μερίδιο των θριάμβων που τους αναλογούσε, όπου έκαναν μεγάλες θυσίες και επέδειξαν αληθινό θάρρος για την υπεράσπιση μιας Συρίας για όλους τους Σύριους. Και καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης ιστορίας της Συρίας έχουν δείξει προθυμία να οικοδομήσουν μια γνήσια εθνική κοινότητα που υπερβαίνει την εθνικότητα και τη θρησκεία. Παρ όλα αυτά, είναι επίσης επιφυλακτικοί απέναντι στο ενδεχόμενο η σουνιτική πλειοψηφία να κυριαρχήσει σε αυτή την κοινότητα και να επιβάλει την εθνική ενότητα με τους δικούς της όρους.
Ούτε μιλούν με μια φωνή οι Δρούζοι της Συρίας. Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, ορισμένοι ηγέτες των Δρούζων απαίτησαν μια ισχυρή δόση τοπικής αυτονομίας από τη Δαμασκό στην επαρχία Σουέιντα, όπου κυριαρχούν οι Δρούζοι. Άλλοι φοβούνται ότι αυτό θα καταστήσει τους Δρούζους ευάλωτους απέναντι σε κατηγορίες ότι είναι αυτονομιστές, προδότες του έθνους που επιδιώκουν να υπονομεύσουν τη μετεπαναστατική μετάβαση της Συρίας. Η όλη κατάσταση περιπλέκεται από την ύπαρξη μιας μειονότητας Δρούζων στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα Υψίπεδα του Γκολάν, πολλοί από τους οποίους έχουν στενούς οικογενειακούς δεσμούς με τη συριακή κοινότητα. Παρακολουθώντας την πρόσφατη βία που εκτυλίχθηκε στη Σουέιντα, πολλοί Ισραηλινοί Δρούζοι πραγματοποίησαν διαδηλώσεις απαιτώντας από το Ισραήλ να δράσει για να προστατεύσει τα συριακά ξαδέλφια τους. Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι της Σουέιντα μπορεί απλώς να έχουν τρομοκρατηθεί αρκετά από την πρόσφατη βία ώστε να δεχθούν την προστασία οποιουδήποτε μπορεί να τους διαφυλάξει από μελλοντική αιματοχυσία.
Τελικά, αν συνεχίσουν να αισθάνονται ότι απειλούνται από το όραμα μιας Δαμασκού που θα κυριαρχείται από σουνίτες ισλαμιστές, οι Δρούζοι της Συρίας μπορεί να εγκαταλείψουν εντελώς τη δέσμευσή τους στο εθνικό ιδεώδες και να υιοθετήσουν έναν ιδιοτελή πραγματισμό που θυμίζει τις κουρδικές μειονότητες της περιοχής. Όπως και οι Κούρδοι, μπορεί να πιστέψουν ότι δεν έχουν άλλους φίλους εκτός από τα βουνά.
© 2025 Jack Dickens / Engelsberg Ideas
— Μετάφραση: Μιμή Βασιλάκη
Το άρθρο του Jack Dickens, “The Druze, no friends but the mountains” δημοσιεύθηκε στο Engelsberg Ideas στις 21 Ιουλίου 2025.

Πάνω αριστερά: Δρούζοι στο Τζαμπάλ αλ-Ντρούζι (Βουνό των Δρούζων) στην Χαουράν. Το Τζαμπάλ αλ-Ντρούζι ήταν αυτόνομη περιοχή κατά την περίοδο της Γαλλικής Εντολής στη Συρία από το 1921 έως το 1936. Πάνω δεξιά: Δρούζες κουβαλούν νερό στο Τζαμπάλ αλ-Ντρούζι. Κάτω αριστερά: Ρωμαϊκό θέατρο της πόλης Σάχμπα στην περιοχή Τζαμπάλ αλ-Ντρούζι. Η πόλη ιδρύθηκε από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Φίλιππο τον Άραβα το 232 μ.Χ. και ονομαζόταν Φιλιππόπολη. Κάτω, μέσον: Ρωμαϊκά λουτρά στην πόλη Σάχμπα στην περιοχή Τζαμπάλ αλ-Ντρούζι. Κάτω δεξιά: Ερείπια κιονοστοιχίας κατά μήκος πλακόστρωτου δρόμου στην πόλη Σάχμπα. Πηγή: Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου.

