σύνδεση

Το 1821 και η επινόηση της παγκόσμιας τάξης

Το 1821 και η επινόηση της παγκόσμιας τάξης Θριαμβευτική είσοδος του στρατηγού Αγουστίν ντε Ιτουρβίδε στην Πόλη του Μεξικού, 27 Σεπτεμβρίου 1821. Εθνικό Μουσείο Ιστορίας, Μεξικό.

 

 

Την ταραγμένη δεκαετία του 1820, η ανάδυση ποικίλων εθνικισμών, τα αιτήματα για συνταγματική διακυβέρνηση και οι επιδέξιοι χειρισμοί υφιστάμενων καθεστώτων, δημιούργησαν κάτι νέο: την ιδέα μιας ενιαίας παγκόσμιας τάξης.

 


Τον Φεβρουάριο του 1821, στα κακοτράχαλα βουνά του νότιου Μεξικού, δύο πρώην εχθροί έκαναν ένα βήμα μπροστά και αγκαλιάστηκαν. Τα εκατέρωθεν στρατεύματα, συγκεντρωμένα για να παρακολουθήσουν το θέαμα, κοιτούσαν τους απέναντι με καχυποψία. Επί δέκα χρόνια είχαν εμπλακεί σε έναν άγριο και βάναυσο πόλεμο· ενίοτε με τις μετωπικές επιθέσεις και πολιορκίες της ναπολεόντειας τακτικής και ενίοτε με τις καταδρομικές τακτικές του ανταρτοπόλεμου. Ο Βισέντε Γερρέρο, που το 1829 θα γινόταν ο πρώτος πρόεδρος του Μεξικού ο οποίος θα είχε εν μέρει αφρικανική καταγωγή, ήταν ο επικεφαλής των επαναστατών που πολεμούσαν για την ανεξαρτησία από την Ισπανία. Ο Αγουστίν ντε Ιτουρβίδε ήταν ο επικεφαλής των δυνάμεων υπέρ της Ισπανίας. Ο Γερρέρο ήταν άνθρωπος του λαού, ένιωθε σαν στο σπίτι του στα υπαίθρια στρατόπεδα ανάμεσα στους σκληραγωγημένους αγωνιστές της tierra caliente, της «καυτής γης» των νοτίων παραλίων. Ο Ιτουρβίδε ήταν ένας καλοαναθρεμμένος βασιλικός αξιωματικός με καταγωγή από την ισπανική χερσόνησο και, πάνω απ’ όλα, οπορτουνιστής.

Αν μη τι άλλο, ήταν ένας απίθανος εναγκαλισμός. Αν κατανοήσουμε τους λόγους που συνέβη, θα μπορέσουμε να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά αυτής της κρίσιμης χρονιάς και του πώς συνέβαλε στη δημιουργία μιας διεθνούς κοινότητας με πάγιο μέλημα τη διαχείριση μιας παγκόσμιας τάξης. Το 1821, το βίωμα της σύγκλισης αλληλένδετων προκλήσεων και πολιτικών κινημάτων από διάφορες ηπείρους σε δραματικές αναφλέξεις γέννησε αυτό που ίσως θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε παγκόσμια πολιτική.

Ο Ιτουρβίδε αποτελούσε στοίχημα εκ μέρους μερίδας της άρχουσας τάξης στη Νέα Ισπανία, όπως ήταν γνωστό το Μεξικό εκείνη την εποχή. Θεωρούσαν ότι ο φτωχός επαναστάτης Γερρέρο θα τιθασευόταν και θα επικρατούσε ο αριστοκράτης υπερασπιστής τους, ο Ιτουρβίδε. Και πράγματι, για ένα σύντομο διάστημα, από τα μέσα του 1822 ως τις αρχές του 1823, ο Ιτουρβίδε υπήρξε Αυτοκράτορας του Μεξικού.

Αυτό το στοίχημα του Φεβρουαρίου του 1821 ήταν αντίδραση στην επανάσταση της προηγούμενης χρονιάς στην Ισπανία. Τον Ιανουάριο του 1820, ο αντισυνταγματάρχης Ραφαέλ ντελ Ριέγο, διοικητής ενός ισπανικού τάγματος που περίμενε να σταλεί στην Αμερική για να πολεμήσει ανθρώπους σαν τον Γερρέρο και να στηρίξει την αυτοκρατορία, αποφάσισε να μην αναχωρήσει, και απεναντίας εξεγέρθηκε ενάντια στη βασιλική απολυταρχία. Ο στρατός του προέλασε στην Ανδαλουσία, αλλά δεν ξεσήκωσε μεγάλο ενθουσιασμό. Ωστόσο, η τύχη του Ριέγο βελτιώθηκε στη βόρεια επαρχία της Γαλικίας, όπου εμφανίστηκαν περισσότεροι επαναστάτες, και τον Μάρτιο ο επαναστατικός στρατός περικύκλωσε το βασιλικό παλάτι στη Μαδρίτη και ανάγκασε τον βασιλιά Φερδινάνδο Ζ΄ να αποδεχθεί το Σύνταγμα του 1812. Αυτό το κλασικό κείμενο του φιλελευθερισμού γράφτηκε μέσα στην έξαψη της εισβολής του Ναπολέοντα στην Ισπανία[1] και καταλύθηκε από τον Φερδινάνδο το 1814 μετά την παλινόρθωσή του. Όριζε κοινοβουλευτικό πολίτευμα με διάκριση των εξουσιών και ελευθερία του λόγου, καθώς και σχεδόν καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άνδρες.

Σε αυτή τη φάση, οι αριστοκράτες της Νέας Ισπανίας προτίμησαν να χωρίσουν οι δρόμοι τους από τη μητρόπολη, θεωρώντας ότι η παλαιά τάξη θα ήταν πιο ασφαλής χωρίς εκείνη. Συνεπώς υποστήριξε τη μεξικανική ανεξαρτησία και, έπειτα από μερικές αψιμαχίες με φανατικούς Ισπανούς στρατιώτες, ο νέος ενιαίος στρατός μπήκε θριαμβευτής στην Πόλη του Μεξικού τον Σεπτέμβριο του 1821. Της ανεξαρτησίας του Μεξικού, της μεγαλύτερης και πλουσιότερης ισπανικής κτήσης στην Αμερική, είχαν προηγηθεί και θα ακολουθούσαν και άλλες. Η Βραζιλία διατήρησε την παλιά βασιλική οικογένεια, αλλά ανεξαρτητοποιήθηκε. Η διπλωματική αναγνώριση και τα δάνεια από τη Βρετανία δημιούργησαν έναν νέο ιστό διατλαντικών σχέσεων και μια ευρύτερη έννοια διεθνούς κοινότητας. «Επέφερα τη δημιουργία του Νέου Κόσμου για να αποκαταστήσω την ισορροπία του παλιού» κόμπαζε ο Τζωρτζ Κάννινγκ, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1826. Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταγωνίζονταν ποια θα ασκήσει επιρροή στο ανεξάρτητο Μεξικό· ο πρέσβης των ΗΠΑ, Τζόελ Πόινσεττ, αναμιγνυόταν στην εσωτερική πολιτική του Μεξικού και καταφερόταν με μένος κατά των Βρετανών σε δείπνα με τη μεξικανική ελίτ.

Ο στρατός του Ριέγο αρχικά δημιουργήθηκε για να διαφυλάξει την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, όμως αντ’ αυτού συνέβαλε στη διάλυσή της. Επιπλέον αποτέλεσε προάγγελο κακών, αφού η εξέγερση ήγειρε ερωτήματα για τη συνταγματική διακυβέρνηση και την εθνική ταυτότητα. Αυτή η θορυβώδης, μαχητική σύμπλεξη εθνικισμού και συνταγματικού πολιτεύματος θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για την αναμορφωμένη παλαιά τάξη, η οποία αποκαταστάθηκε και αναστήθηκε την επαύριο της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων.[2] Οι διεθνικές πτυχές αυτής της πρόκλησης και η φύση της αντίδρασης σε αυτήν συνέβαλαν στη δημιουργία μιας αίσθησης διεθνούς κοινότητας όπως την κατανοούμε σήμερα.

Ο πρίγκιπας Μέττερνιχ, ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, βρισκόταν στη γεωγραφική και πνευματική καρδιά αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε Ευρωπαϊκή Συμφωνία (Concert of Europe). Αποτελούνταν από περιοδικά συνέδρια,[3] αρχής γενομένης από τη Βιέννη το 1814, όπου συγκεντρώνονταν οι μονάρχες και οι πολιτικοί της Ευρώπης για να χαράξουν εκ νέου τον χάρτη και την πολιτική τάξη της. Εξαρχής ο Μέττερνιχ επέμεινε να εισαγάγει πολιτικές αρχές σε αυτή τη γεωγραφική ανακατάταξη, μέσω της οποίας βασίλεια έχαναν και αποκτούσαν επαρχίες. Σημείωσε μεγαλύτερη επιτυχία στη Γερμανία, όπου ένα κέντρο πληροφοριών της αστυνομίας παρακολουθούσε τους εθνικιστές φοιτητές και τους διψασμένους για σύνταγμα δημοκράτες στα διάφορα κρατίδια.

Η πολιτική του Μέττερνιχ χαρακτηριζόταν από πραγματιστικό συντηρητισμό υπέρ μιας ισχυρής μοναρχίας με ένα στοιχείο υποβαθμισμένης τοπικής κυβέρνησης και αντίδραση τόσο στον εθνικισμό όσο και στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα. Ενίοτε αυτό περιλάμβανε την απαίτηση από τους ηγεμόνες μικρότερων ευρωπαϊκών κρατών να εκδίδουν εξαγγελίες υπέρ διαφόρων αυστηρών μοναρχικών αρχών οι οποίες υποτίθεται ότι προέρχονταν από τους ίδιους, αλλά στην πραγματικότητα είχαν γραφτεί στη Βιέννη, στο γραφείο του Μέττερνιχ. Γενικά, συνέπλεε αρμονικά με την Πρωσία και τη Ρωσία, ιδίως κατά την περίοδο της καταστολής στα γερμανικά κρατίδια το 1819 αφότου ο Καρλ Σαντ, ένας ριζοσπάστης φοιτητής, δολοφόνησε τον Άουγκουστ Κότσεμπουε, που τότε θήτευε ως γενικός πρόξενος της Ρωσίας στο Μεγάλο Δουκάτο της Βάδης, επειδή μίλησε σκωπτικά για τον γερμανικό εθνικισμό. Παρότι όμως ο Μέττερνιχ εδραίωσε έναν εύλογο βαθμό πολιτικού και ιδεολογικού ελέγχου στη Γερμανική Συνομοσπονδία, στην οποία η Αυστρία είχε την προεδρία, σημείωσε λιγότερη επιτυχία στην Ιταλία, όπου ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ τον είχε εμποδίσει να εγκαθιδρύσει έναν αντίστοιχο συνασπισμό υπό μία ακόμη αυστριακή προεδρία.

Η τόλμη του Ριέγο ενέπνευσε στην Ευρώπη σωρεία μυστικών εταιρειών υπέρ του συντάγματος με μια νέα ελπίδα. Μια επανάσταση στη Νάπολη το 1820, στα πρότυπα της ισπανικής, υιοθέτησε το ισπανικό σύνταγμα του 1812 και ανάγκασε τον μονάρχη, που λεγόταν επίσης Φερδινάνδος, να ορκιστεί πίστη σε αυτό. Ενώ ο Φερδινάνδος δυσφορούσε και παραπονιόταν κατ’ ιδίαν, φιλελεύθερες ομάδες όπως οι Καρμπονάροι κινητοποιήθηκαν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην πόλη. Στην αρχή, ανήλθε στην εξουσία μια μετριοπαθής κυβέρνηση και έδειξε προθυμία να διαπραγματευτεί με τον εξοργισμένο Μέττερνιχ. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν στο Τροπάου και καταδίκασαν την εξέγερση, αν και κάποιοι με πιο κατηγορηματικό τρόπο από άλλους.

sel19

H ατιμωτική μεταφορά στην αγχόνη του στρατηγού Ραφαέλ ντελ Ριέγο, 1823. Δημοτικό Μουσείο Μαδρίτης.

Ωστόσο ο Μέττερνιχ δεν ήθελε καμία διαπραγμάτευση με τη Νάπολη. Το επαναστατικό προηγούμενο θα ήταν υπερβολικά καταστροφικό. Ήθελε να μεταβούν εκεί τα αυστριακά στρατεύματα, να καταπνίξουν τη συνταγματική κυβέρνηση και να εγκαταστήσουν καθεστώς υπό αυστριακή επιτήρηση. Έπειτα από αυτό, η Ιταλική Ομοσπονδία (Lega Italiana) στην οποία ευελπιστούσε, μπορεί εντέλει να ιδρυόταν.[4]

Το πρόβλημα ήταν για μία ακόμη φορά ο Τσάρος, ή μάλλον ο σύμβουλός του ο Καποδίστριας, ο οποίος επέμενε σε διαπραγματεύσεις με τους μετριοπαθείς στη Νάπολη. Οι δυνάμεις συνήλθαν ξανά στο Λάυμπαχ, τη σημερινή Λιουμπλιάνα, τον Ιανουάριο του 1821. Ο Φερδινάνδος εκλήθη να παραστεί από τον Μέττερνιχ. Προτού φύγει από τη Νάπολη, ο βασιλιάς απηύθυνε έκκληση στην εθνοσυνέλευση να του επιτρέψει να φύγει για να διαπραγματευτεί με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ορκίστηκε αιώνια πίστη στην κυβέρνηση και το ισπανικό σύνταγμα του 1812. Μόλις έφτασε στο Λάυμπαχ, αποκήρυξε τους όρκους του, αλλά κατόπιν εξαγρίωσε τον Μέττερνιχ περνώντας όλο τον καιρό του στο κυνήγι και αρνούμενος να διαβάσει έγγραφα που ξεπερνούσαν τη μία σελίδα.

Ενώ ο Μέττερνιχ υπερπηδούσε διπλωματικά εμπόδια, συμπεριλαμβανόμενης της χλιαρής αντίθεσης του Πάπα στην εισβολή του αυστριακού στρατού στην ιταλική χερσόνησο, οι ριζοσπάστες στη Νάπολη έκαναν τη ζωή του πιο εύκολη. Ανέτρεψαν τη μετριοπαθή κυβέρνηση, φυλάκισαν τους υπουργούς και δήλωσαν ότι θα πολεμούσαν με τους Αυστριακούς. Ο Μέττερνιχ είχε τώρα τη σύγκρουση που επιδίωκε. Με τη στήριξη της Πρωσίας, κι έπειτα από κατευναστικές συζητήσεις με τον τσάρο Αλέξανδρο, η Αυστρία ανήγγειλε την αποκατάσταση της τάξης στη Νάπολη. Ο αυστριακός στρατός έτρεψε σε φυγή τις ναπολιτάνικες δυνάμεις στη μάχη του Ριέτι στις 7 Μαρτίου και εισέβαλε στην πρωτεύουσα.

Οι τρεις ανατολικές δυνάμεις, η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία,[5] εγκαινίασαν κατόπιν μια νέα αρχή: παρουσίασαν αυτή την πράξη ως ευεργετική με φόντο μια διεθνική ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα στη βασιλική εξουσία και τον συνταγματισμό. Αυτή ήταν η πρώτη στρατιωτική παρέμβαση με ιδεολογικό κίνητρο που εγκρίθηκε από έναν διεθνή φορέα υψηλότατου κύρους και διαρκούς λειτουργίας. Η Βρετανία ήταν δύσπιστη και ακούστηκαν επικριτικές φωνές στη Βουλή των Κοινοτήτων.

Ο Μέττερνιχ είχε την ευχέρεια να ακολουθήσει τον Φερδινάνδο στο κυνήγι, αν ήθελε. Είχε θριαμβεύσει επί των επαναστατών, των ενδοιασμών του Πάπα, των επιφυλάξεων των Ρώσων και των διαμαρτυριών των Γάλλων και των Βρετανών. Ωστόσο, την ίδια μέρα που τα αυστριακά στρατεύματα κατατρόπωναν στους Ναπολιτάνους στο Ριέτι, ένας αξιωματικός του τσαρικού στρατού, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, πέρασε τον ποταμό Προύθο που χώριζε τη Ρωσική Αυτοκρατορία από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες –την παραμεθόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– και κήρυξε επανάσταση στο όνομα των Ελλήνων και των χριστιανών υπηκόων των Οθωμανών. Το έκανε χωρίς την άδεια του Τσάρου. Αυτή η επανάσταση λειτούργησε ως προσκλητήριο για την ελληνική ανεξαρτησία και πυροδότησε εξεγέρσεις στην ίδια την Ελλάδα, οι οποίες προξένησαν σύντομα τη συμπάθεια ρομαντικών παρατηρητών από όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και του λόρδου Βύρωνα, που πέθανε εκεί το 1824. Ο αγώνας των Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία[6] έγινε παγκόσμιο σύμβολο του αγώνα για ελευθερία.

Από τη σκοπιά της συντηρητικής πολιτικής, που επεδίωκε τη διατήρηση της σταθερότητας και της ισορροπίας δυνάμεων, αυτά ήταν επικίνδυνα πράγματα. Ο Μέττερνιχ έσπευσε να αποτρέψει έναν πόλεμο μεταξύ Οθωμανών και Ρώσων, οι οποίοι διατείνονταν πως ήταν προστάτες των χριστιανικών λαών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια θέση που είχε ενισχυθεί από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774. Η διπλωματία του Μέττερνιχ  τώρα διαχειριζόταν αυτό που έγινε γνωστό ως το «Ανατολικό Ζήτημα», τη βαθμιαία παρακμή και υποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να εμποδίσει όχι μόνο το ξέσπασμα μεγάλων πολέμων, αλλά και οποιοδήποτε θρίαμβο της αρχής της επανάστασης – της ιδέας ότι οι λαοί θα μπορούσαν να ανατρέψουν νόμιμες κυβερνήσεις. Το διακύβευμα ήταν τεράστιο.

Ο Μέττερνιχ κατόρθωσε να αποσοβήσει τον πόλεμο μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για αρκετά χρόνια τουλάχιστον. Το 1822 συνέλαβε και κράτησε απεσταλμένους που είχαν στείλει οι επαναστατημένοι Έλληνες στον Πάπα με την ελπίδα να τον πείσουν να κηρύξει νέα σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών. Η διαχείριση του «Ανατολικού Ζητήματος», την οποία ξεκίνησε η διεθνής κοινότητα των Μεγάλων Δυνάμεων το 1821, θα συνέχιζε να δημιουργεί τεράστιες προκλήσεις και θα γινόταν μια από τις αιτίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914.

Ωστόσο τα δεινά του Μέττερνιχ δεν είχαν τελειώσει. Την εβδομάδα που ο Υψηλάντης διέσχισε τον Προύθο, τον Μάρτιο του 1821, επαναστάτες αξιωματικοί στο Πεδεμόντιο, ένα ανεξάρτητο βασίλειο στη βορειοδυτική Ιταλία, κατέλαβαν το Οχυρό του Τορίνου και απαίτησαν το ισπανικό σύνταγμα του 1812 και πόλεμο κατά της Αυστρίας. Σε αντίθεση με τους Ναπολιτάνους, οι επαναστάτες του Πεδεμοντίου ζήτησαν ρητά τη δημιουργία ενοποιημένου ιταλικού έθνους.

Όντας ακόμη στο Λάυμπαχ, ο Μέττερνιχ δεν έχασε καθόλου χρόνο και απέσπασε τη στήριξη της Πρωσίας και της Ρωσίας για μία ακόμη παρέμβαση. Αυτή τη φορά ζήτησε την αρωγή 90.000 Ρώσων στρατιωτών. Η ιδέα της προέλασης τόσων Ρώσων στρατιωτών μέσα στην Αυστριακή Αυτοκρατορία έκανε τον υπουργό των Εξωτερικών της και αντίπαλο του Μέττερνιχ, τον Στάντιον, να φρίξει, όμως στο τέλος η επανάσταση στο Πεδεμόντιο καταπνίγηκε τάχιστα στη Νοβάρα τον Απρίλιο του 1821. Επιπλέον, οι Αυστριακοί ανάγκασαν τη Νάπολη και το Πεδεμόντιο να πληρώσουν το κόστος της κατοχής.

Ωστόσο, η έκκληση για την εκδίωξη της Αυστρίας και την ιταλική ενοποίηση υπήρξε σημαδιακή. Ήταν το σύνθημα της συστράτευσης για το Ριζορτζιμέντο,[7] το κίνημα υπέρ της ιταλικής ενοποίησης, και συνέδεσε τον συνταγματισμό και τον εθνικισμό πιο ρητά απ’ όσο οι Ναπολιτάνοι και οι Ισπανοί. Αυτή η πρόκληση, που πρωτοεκφράστηκε πλήρως το 1821, έμελλε να ανατρέψει την αριστοκρατική και μεττερνιχική εκδοχή της διεθνούς κοινότητας εντός του αιώνα. Εισήγαγε τις ρευστές δημοκρατικές εκλογικές δυναμικές και το κοινό αίσθημα πιο έντονα στη διεθνή πολιτική.

Η ευφυία και η ανθεκτικότητα του Μέττερνιχ το 1821 είχε επιτρέψει στη διεθνή κοινότητα, με τη μορφή μοναρχών και υπουργών των Μεγάλων Δυνάμεων, να αντέξουν μια θύελλα πολλαπλών δυσκολιών. Ως εκ τούτου εδραίωσε την αρχή ότι μια τέτοια κοινότητα θα μπορούσε να διαχειριστεί τις διεθνείς υποθέσεις ως διαρκή και αδιάσπαστη προσπάθεια και ότι μια τέτοια διαχείριση θα μπορούσε να υποστηρίζεται από λεπτομερείς αρχές διακυβέρνησης. Αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Ακόμη και αν η διεθνής κοινότητα ήταν κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκή και οι αρχές της, στον βαθμό που υπήρχε συναίνεση, ανήκαν σε έναν μετριοπαθή συντηρητισμό, δημιουργήθηκε ένα σημαντικό προηγούμενο. Το 1823, οι συντηρητικές δυνάμεις συμφώνησαν στην καταστολή της Ισπανικής Επανάστασης και ο Ριέγο εκτελέστηκε. Ωστόσο η φήμη του παρέμεινε ζωντανή και η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία της δεκαετίας του 1930 ονόμασε τον εθνικό της ύμνο προς τιμήν του [«Himno de Riego»]. Η εισβολή γαλλικών φιλομοναρχικών στρατευμάτων στην Ισπανία το 1823 ανησύχησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόε. Στο μήνυμά του προς το Κογκρέσο τον Δεκέμβριο διακήρυξε αυτό που έγινε γνωστό ως «Δόγμα Μονρόε», με το οποίο απέκλεισε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις από το δυτικό ημισφαίριο. Η ιδέα της κυριαρχίας επί των ημισφαιρίων ήταν επίσης καινούργια.

Ο Μονρόε είχε μόλις ξεπεράσει τη θύελλα για τη δουλεία η οποία έληξε με τον Συμβιβασμό του Μιζούρι του 1820-21. Πρόσφατη έρευνα έχει δείξει πόσο σημαντική στάθηκε η μεσολάβησή του στην επίτευξη του συμβιβασμού. Ακολουθούσε μια κρίση κατά την οποία κινδύνεψε η ίδια η ένωση. Η αρχή έγινε το 1819, όταν τέθηκε στο Κογκρέσο η ενδεχόμενη ανάδειξη του Μιζούρι σε πολιτεία. Ο εκπρόσωπος Τζέιμς Τόλλματζ από τη Νέα Υόρκη πρότεινε τροπολογία η οποία απαιτούσε να αφαιρέσει το Μιζούρι τη δουλεία από το πολιτειακό σύνταγμά του ως προϋπόθεση ένταξης στην ένωση. Σε έναν ένθερμο και επιβλητικό λόγο, υποστήριξε ότι οι νόμιμοι μονάρχες της Ευρώπης, αντίπαλοι του αμερικανικού δημοκρατικού συστήματος, περιγελούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της ύπαρξης της δουλείας. Η τροπολογία υποστηρίχθηκε από τον εκπρόσωπο Τζον Τέυλορ και ψηφίστηκε από τη Βουλή. Οι Νότιοι αγανάκτησαν, προβλέποντας ότι θα χύνονταν ωκεανοί αίματος. «Ας είναι!» απάντησαν εξοργισμένοι οι Βόρειοι. Ο πρώην πρόεδρος Τόμας Τζέφφερσον έγραψε στην αλληλογραφία του 1820 ότι το ζήτημα της δουλείας τον είχε ξυπνήσει «σαν καμπάνα για πυρκαγιά μέσα στη νύχτα».

Σύμφωνα με κάποιους παρατηρητές, ο πρόεδρος Μονρόε αποδέχθηκε τη συνέχιση της ισπανικής κατοχής του Τέξας με τη Συνθήκη Άνταμς-Ονίς του 1819, επειδή φοβόταν ότι η απόκτηση αυτής της πλούσιας επαρχίας θα μεγάλωνε τα εδάφη της δουλείας και θα ανέτρεπε την ειρήνη και την ισορροπία της ένωσης. Το 1820, ο Τζον Τέυλορ πρότεινε έναν συμβιβασμό: το Μιζούρι θα γινόταν δεκτό ως πολιτεία με δουλεία, όμως η δουλεία θα απαγορευόταν σε οποιαδήποτε μελλοντική πολιτεία βόρεια του γεωγραφικού πλάτους 36°30΄. Ο πολιτικός της Βιρτζίνια Τζον Ράντολφ, που έτρεφε ανάμικτα συναισθήματα για τη δουλεία, κάγχασε για τους Βόρειους που η ηθική τους έφτανε μόνο ως τις 36 μοίρες και 30 λεπτά βόρεια. Πολλοί Νότιοι το θεώρησαν νίκη, όμως ο Τζέφφερσον εξέφρασε το κακό προαίσθημά του γράφοντας στον Τζον Χολμς,

Μια γεωγραφική γραμμή που συμπίπτει με μια σημαντική αρχή, ηθική και πολιτική, αφού δημιουργηθεί και στηριχτεί στα οργισμένα πάθη των ανθρώπων, δεν πρόκειται να εξαλειφθεί ποτέ· και κάθε νέα όξυνση θα τη χαράζει όλο και βαθύτερα.

 Τον Φεβρουάριο του 1821, ενώ το Μιζούρι δεν είχε γίνει ακόμη επισήμως δεκτό, οι βόρειοι υποστηρικτές των περιορισμών άνοιξαν νέο μέτωπο. Το προτεινόμενο σύνταγμα του Μιζούρι απαγόρευε κάθε μελλοντική χειραφέτηση δούλου και καθώς και τη μετανάστευση ελεύθερων μαύρων. Οι υποστηρικτές των περιορισμών που ήταν κατά της δουλείας επέλεξαν να επιτεθούν στον δεύτερο από αυτούς τους όρους, επειδή το αμερικανικό σύνταγμα εγγυόταν «στους πολίτες κάθε πολιτείας τα προνόμια και τις ασυλίες των πολιτών των άλλων πολιτειών». Οι Νότιοι εξοργίστηκαν. Ο Τσαρλς Πίνκνι της Νότιας Καρολίνας ισχυρίστηκε εξοργισμένος ότι είχε γράψει αυτοπροσώπως τον συγκεκριμένο όρο του συντάγματος και δεν είχε τους μαύρους κατά νου.

Ακολούθησε ανταλλαγή θυμωμένων λόγων και συνταγματικών επιχειρημάτων ωσότου παρενέβη ο Χένρυ Κλέυ από το Κεντάκι.[8] Πρότεινε να υιοθετήσει το σύνταγμα του Μιζούρι μια ανώδυνη διατύπωση που θα ακολουθούσε αυτή του Συντάγματος των ΗΠΑ, αλλά θα ήταν ανοιχτή σε ερμηνείες. Οι εξουθενωμένοι αντίπαλοι, φοβούμενοι για την ένωση των πολιτειών, αποδέχθηκαν τον συμβιβασμό. Για μία ακόμη φορά, πολλοί Νότιοι, περιλαμβανομένου και του Πίνκνι, διαλάλησαν τη νίκη τους. Οι περισσότεροι Βόρειοι υποστηρικτές των περιορισμών αποκαρδιώθηκαν, ωστόσο ορισμένοι γιόρτασαν μυστικά έναν δικό τους θρίαμβο. Είχαν αναγκάσει τους Νότιους να συζητήσουν ανοιχτά το δίκαιο και το άδικο της δουλείας και τη σχέση της με το σύνταγμα, κάτι που οι Νότιοι επεδίωκαν απεγνωσμένα να αποφύγουν. Εδραιώνοντας τη γεωγραφική γραμμή που φοβόταν ο Τζέφφερσον, είχαν ανοίξει έναν δρόμο για μια αντίληψη του έθνους η οποία απέκλειε τη δουλεία. Πιο σιωπηρά, αλλά εξίσου απτά, είχαν δώσει γεωπολιτικό βάρος στις προτιμήσεις τους στερώντας το Τέξας από τον Νότο, προς το παρόν τουλάχιστον. Όπως οι Μεξικανοί και οι Ευρωπαίοι, είχαν αναμετρηθεί με το πρόβλημα της εθνικότητας και των συνταγμάτων και είχαν εδραιώσει την αρχή της συμβουλευτικής διαχείρισης για ακανθώδη ζητήματα, ακόμη κι αν ο συμβιβασμός απλώς ανέβαλε την αναμέτρηση με τον θεσμό της δουλείας.

Η ανάδυση διαφόρων εθνικισμών, η ανάμιξή τους με ζητήματα συνταγματικής κυβέρνησης και γεωγραφικών γραμμών οριοθέτησης και η επιδέξια διαχείριση αυτών των προκλήσεων από τους εκπροσώπους της παλαιάς τάξης, δημιούργησαν κάτι νέο: την αίσθηση της διεθνούς τάξης όπως την ξέρουμε. Ο όρος «παγκόσμια τάξη» άρχισε να χρησιμοποιείται σε επιστημονικές εκδόσεις τη δεκαετία του 1820. Όμως πέρα από την υψηλή πολιτική, η αίσθηση ότι οι αγώνες και τα κινήματα στη μία ήπειρο αντιλαλούσαν ζωηρά σε μια άλλη δημιούργησε την ιδέα μιας ενιαίας παγκόσμιας τάξης σε πνευματικό, ακόμη και ποιητικό επίπεδο. Καθώς οι λευκές γυναίκες της Βιρτζίνιας τη δεκαετία του 1820, ενθουσιασμένες με τους επαναστατημένους Έλληνες είχαν καταπιαστεί με το ράψιμο για να τους συντρέξουν, μια σειρά αλυσοδεμένων σκλάβων πέρασε από μπροστά τους. Ο Τζον Ράντολφ είπε στις γυναίκες: «Κυρίες μου, οι Έλληνες είναι στην πόρτα σας».

 

© 2025 Damian Valdez / Engelsberg Ideas


Μετάφραση: Νίνα Μπούρη

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Engelsberg Ideas, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.


 

 

[1] Michael Broers, “Napoleonic Europe: how the Emperor built a continent”, Engelsberg Ideas, 24 Ιουλίου 2020.

[2] David Wootton, “A French Revolution in fragments”, Engelsberg Ideas, 6 Δεκεμβρίου 2023.

[3] Adam Zamoyski, “The rise of the great power carve up”, Engelsberg Ideas, 13 Μαΐου 2024.

[4] Lega Italiana: περιγράφει την ιστορική περίοδο κατά την οποία η Αυστρία, υπό την καθοδήγηση του Μέττερνιχ, ασκούσε σημαντική επιρροή στα ιταλικά κρατίδια, προσπαθώντας να διατηρηθεί ο πολιτικός κατακερματισμός τους και να κατασταλούν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, με τη δημιουργία μιας εξαρτημένης από την Αυστρία ομοσπονδίας. (Σ.τ.Μ.)

[5] Andrew Ehrhardt, “Alternative international orders: a modern Holy Alliance for the twenty-first century”, Engelsberg Ideas, 17 Ιουνίου 2022.

[6] James Barr, “Despotism or anarchy? — Promised Lands: The British and the Ottoman Middle East by Jonathan Parry review”, Engelsberg Ideas, 1 Ιουνίου 2022.

[7] Lucy Riall, “Finding Garibaldi”, Engelsberg Ideas, 18 Φεβρουαρίου 2021.

[8] David Cowan, “The timely return of Henry Clay”, Engelsberg Ideas, 10 Αυγούστου 2023.

banner 970x250 b