σύνδεση

Η βαθιά ιστορία και οι κίνδυνοι των δίκαιων πολέμων

Η βαθιά ιστορία και οι κίνδυνοι των δίκαιων πολέμων Από την υπέροχη διακόσμηση με σκηνές πολέμου και κυνηγιού σε ξύλινο σεντούκι στον προθάλαμο του τάφου του Τουταγχαμών. Μουσείο Αιγύπτου.

 

 

Τα δόγματα του δίκαιου πολέμου εμφανίστηκαν στον αρχαίο κόσμο γύρω στο 3000 π.Χ. και έκτοτε χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την ακραία βία στις συγκρούσεις.

 

Περιμένουμε ακόμη από τα κράτη να διεξάγουν δίκαιους πολέμους; Αν ναι, αυτό εξηγεί γιατί οι μαρτυρίες για στρατιωτικές φρικαλεότητες εξακολουθούν να μπορούν να σοκάρουν[1]; Αυτό το σοκ και η απογοήτευση προέρχονται, εν μέρει, από μια ευρέως διαδεδομένη και θεμελιώδη παρανόηση σχετικά με τη φύση και τον σκοπό των «δίκαιων πολέμων».

Οι όροι ius ad bellum όπως αποκαλούνται –δηλαδή τα δικαιώματα ή το δίκαιο που απαιτούνται για να κάνει κανείς πόλεμο εξ αρχής– είναι επιρρεπείς στο υποκειμενικό εθνικό συμφέρον. Πράγματι, μια κοινοτοπία των στρατιωτικών συγκρούσεων είναι ότι κάθε κράτος πιστεύει ότι διεξάγει έναν «δίκαιο πόλεμο». Εν τω μεταξύ, οι αρχές του ius in bello –οι ηθικοί και νομικοί κανόνες που διέπουν την ορθή στρατιωτική συμπεριφορά– φαίνονται ακόμη πιο εύθραυστες. Οι προσδοκίες σχετικά με την ασυλία των αμάχων και της περιουσίας τους, την προστασία των αιχμαλώτων πολέμου και την αναλογικότητα της βίας συχνά στην πράξη διαψεύδονται. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η πρόσφατη σφαγή ισραηλινών αμάχων από τη Χαμάς[2] και η συνεχιζόμενη ισραηλινή επιχείρηση «Σιδερένια Ξίφη» στη Γάζα είναι μόνο οι πιο πρόσφατες υπενθυμίσεις ότι οι νομικές και ηθικές εγγυήσεις που περιορίζουν την κήρυξη και τη διεξαγωγή του πολέμου απέχουν πολύ από το να είναι δεδομένες.

Ο σκοπός του στρατού είναι «να σκοτώνει ανθρώπους και να καταστρέφει πράγματα». Αν και πολλοί διοικητές θα ανατρίχιαζαν με αυτό το επιπόλαιο αξίωμα, το γεγονός παραμένει ότι ο βασικός σκοπός του πολέμου είναι η εφαρμογή μαζικής βίας για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να σκοτωθούν άνθρωποι ή να καταστραφούν πράγματα, συχνά σε τεράστια κλίμακα. Ακόμη και οι πιο ιδεαλιστικές πολιτικές δεν μπορούν να αποφύγουν αυτό το βασικό γεγονός.

Επομένως, το αξιοσημείωτο στον πόλεμο δεν είναι ότι είναι καταστροφικός και βίαιος –γιατί αυτή είναι η φύση του τέρατος– αλλά το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουν κανόνες ή περιορισμοί.

Ως ηθική θέση, ο απόλυτος φιλειρηνισμός απορρίπτει τη δικαιολόγηση του πολέμου σε όλες τις μορφές του, ωστόσο υπήρξαν και υπάρχουν εξαιρετικά λίγοι άνθρωποι (πόσο μάλλον κράτη) πρόθυμοι να διατηρήσουν γνήσια ειρηνιστικές απαντήσεις στη βία. Παρ’ όλα αυτά, η θρησκευτική, ηθική και νομική εμπλοκή με τις πιθανές δικαιολογίες του πολέμου ήταν και εξακολουθεί να είναι κοινή σε όλη την ιστορία. Σε όλο τον κόσμο, οι πολιτικές και θρησκευτικές κοινότητες κάνουν διάκριση μεταξύ ηθικά «καλών» και «κακών» πολέμων, επιδεικνύοντας σαφή προτίμηση στην αντίληψη του πολέμου ως ηθικού και νομικού εγχειρήματος.

Πόσο πίσω στο χρόνο πρέπει να ανατρέξουμε για να εντοπίσουμε τις απαρχές αυτής της σκέψης σχετικά με τους «δίκαιους» και τους «άδικους» πολέμους; Η απάντηση είναι πράγματι πολύ πίσω: πάνω από 5.000 χρόνια, στο τέλος της τέταρτης χιλιετίας π.Χ. Επιπλέον, αυτό που γίνεται φανερό όταν εξετάζουμε τις ρίζες του δόγματος του δίκαιου πολέμου είναι ότι οι δίκαιοι πόλεμοι δεν ήταν ποτέ νοητοί ή δεν είχαν την πρόθεση να γίνουν νοητοί ως «περιορισμένοι» πόλεμοι.

Τα δόγματα του δίκαιου πολέμου εμφανίστηκαν στον αρχαίο κόσμο από το 3000 π.Χ. περίπου[3]. Η Αίγυπτος παρέχει τα πρώτα στοιχεία ηθικής σκέψης για τον πόλεμο, αλλά παρόμοιες ιδέες αναπτύχθηκαν σύντομα σε όλη τη Μεσοποταμία, την Ανατολία και την Ανατολική Μεσόγειο. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτος είναι ο μεγάλος αριθμός κειμένων και υλικών τεκμηρίων που προέρχονται από τα μεγάλα βασίλεια των Χετταίων (περ. 1650-1200 π.Χ.) και της Νεο-Ασσυρίας (περ. 900-600 π.Χ.), καθώς και τα μυθικοθρησκευτικά κείμενα των αρχαίων Ισραηλιτών, τα οποία συγκεντρώθηκαν στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ. για να σχηματίσουν την Τανάχ (Εβραϊκή Βίβλο). Η σκέψη του δίκαιου πολέμου εμφανίστηκε επίσης στην Κίνα από τον έκτο αιώνα π.Χ. στα έργα του Κομφουκιανισμού, του Μοϊσμού, του Ταοϊσμού και της νομοκρατικής σχολής· και την ίδια περίπου εποχή στην Ινδία, στα σανσκριτικά έπη Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα

Από το 3100 π.Χ. τουλάχιστον, η αιγυπτιακή βασιλική ιδεολογία προωθούσε τη θεϊκά εξουσιοδοτημένη εξουσία του Φαραώ να διεξάγει πόλεμο. Η φυσική υπεράσπιση της Αιγύπτου γινόταν αντιληπτή ακόμη και σε κοσμολογικό επίπεδο, καθώς η εδαφική υπεράσπιση της Αιγύπτου αποτελούσε επίσης την υπεράσπιση του Ma'at (τάξη, δικαιοσύνη, αρετή) έναντι της καταστροφικής δύναμης του Isfet (χάος, αδικία, κακό). Οι αιγυπτιακές πηγές μιλούν εκτενώς για δίκαιες αιτίες, όπως η αυτοάμυνα και η υπεράσπιση των συμμάχων, καθώς και για την τιμωρητική και την εκδικητική δικαιοσύνη. Επειδή η Αίγυπτος θεωρούσε ότι βρισκόταν στην κορυφή της κοσμολογικής πυραμίδας –που αντιπροσώπευε την κορυφή της πολιτισμένης ηθικής– οι αιγυπτιακοί πόλεμοι θεωρούνταν εγγενώς δίκαιοι. Η περιφρόνηση της Αιγύπτου για τους «κακούς ξένους» προσέδιδε στο κράτος μια αδιαμφισβήτητη δικαιοδοσία να επιβάλλεται –αντιδραστικά ή προληπτικά– εναντίον της εξωτερικής «βαρβαρότητας». Στην πραγματικότητα, κάθε αιγυπτιακός πόλεμος νοούνταν ως αμυντικός (ακόμη και αν ήταν προφανώς επιθετικός) και κάθε αιγυπτιακός πόλεμος ήταν «δίκαιος».

Από το 1650 π.Χ. περίπου, οι Χετταίοι –ένας πολιτισμός της Ανατολίας που καταλάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής Τουρκίας και Συρίας– ανέπτυξαν ένα πολύπλοκο και εξελιγμένο φάσμα σκέψεων σχετικά με το αν ένας πόλεμος ήταν δίκαιος ή όχι. Η εξουσία του βασιλιά ως εκπροσώπου των θεών ήταν ζωτικής σημασίας και οι Χετταίοι ήταν ευαισθητοποιημένοι ως προς στην ιδέα ότι οι δίκαιοι πόλεμοι έπρεπε να έχουν δίκαιες αιτίες. Η αυτοάμυνα ήταν η κύρια αιτία του πολέμου, αλλά η αποκατάσταση της περιουσίας, η εκδίκηση για θεϊκές και καθημερινές βλάβες (ιδίως για την παραβίαση του όρκου) και η υπεράσπιση των συμμάχων αποτελούσαν σημαντικούς λόγους για τη διεξαγωγή πολέμου. Για τους Χετταίους, ο πόλεμος θεωρούνταν νομική διαδικασία, η οποία διεξαγόταν στο δικαστήριο των θεών. Για να νικήσει κανείς στον πόλεμο, έπρεπε να είναι δίκαιος, τόσο ως προς τις προσωπικές ηθικές ιδιότητες του βασιλιά όσο και ως προς τη νομιμότητα του σκοπού για τον οποίο πολεμούσε.

Το σημαντικότερο είναι ότι οι Χετταίοι έκαναν ένα εννοιολογικό άλμα στη σκέψη του δίκαιου πολέμου αναγνωρίζοντας ότι οι ίδιοι μπορούσαν να διαπράξουν λάθη και να εμπλακούν σε άδικους πολέμους. Αυτό αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή ενασχόληση με το διεθνές δίκαιο ως κάτι πιο αντικειμενικό και όχι εντελώς σοβινιστικό και προσηλωμένο στο συμφέρον της πατρίδας-έθνους. Η σημασία αυτής της εξέλιξης δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί.

Αντίθετα, οι αρχαίες ισραηλιτικές αντιλήψεις περί δίκαιου πολέμου αντικατόπτριζαν την αιγυπτιακή προσέγγιση, παραμένοντας ιδιαίτερα μονομερείς και απόλυτες. Ενώ ο Γιαχβέ ήταν η απόλυτη εξουσία και ο κριτής της δικαιοσύνης, ο χρισμένος από αυτόν ηγεμόνας –είτε ένας «δικαστής» όπως ο Ιησούς του Ναυή είτε ένας μονάρχης όπως ο Δαβίδ– μπορούσε να διεξάγει πόλεμο υπό την εξουσία του και σύμφωνα με τις εντολές του. Η υπεράσπιση της επικράτειας και τα εκδικητικά αντίποινα βρίσκονταν στο προσκήνιο των ισραηλιτικών αντιλήψεων περί δίκαιου πολέμου – μάλιστα, η εκδίκηση για τις εκλαμβανόμενες ως βλάβες κατά του Γιαχβέ (αντί των ίδιων των Ισραηλιτών) θεωρούνταν πως δικαιολογούσε τους πολέμους εξόντωσης κατά των εχθρών του Ισραήλ στη Χαναάν. Ωστόσο, όπως και οι Χετταίοι, οι Ισραηλίτες αναγνώριζαν τη δική τους ικανότητα για αμαρτία. Κοινοί άνθρωποι και βασιλείς ήταν ικανοί να αμαρτάνουν και, όπως η ιστορία του Ισραήλ, της Σαμάρειας και της Ιουδαίας εκτυλίσσεται σύμφωνα με τη Τανάχ, οι αμαρτίες αυτές γίνονταν όλο και πιο κραυγαλέες, οδηγώντας τελικά στην καταστροφή των ισραηλιτικών βασιλείων και στον εξευτελισμό των λαών τους. Παρ’ όλα αυτά, ενώ οι εχθροί του Ισραήλ μπορεί να θριάμβευαν, αυτό σαφώς δεν συνέβαινε επειδή ήταν δίκαιοι ή είχαν κάποιο έγκυρο πολιτικό αίτημα. Όπως ακριβώς η αρχαία αιγυπτιακή αντίληψη για τους ξένους ως εκπροσώπους του Ισφέτ, έτσι και η ισραηλιτική σκέψη αντιλαμβανόταν όλους τους μη-Γιαχβέ, μη-ισραηλιτικούς λαούς, ως κατώτερους, καταστροφικούς και άδικους. Οι εχθροί του Ισραήλ δεν θεωρούνταν δίκαιοι ή λογικοί, αλλά μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τον Γιαχβέ ως τιμωρητική ράβδος για να χτυπήσει τον παραστρατημένο λαό του.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Χετταίοι και οι Ισραηλίτες ανέπτυξαν εξελιγμένες ius ad bellum παραδόσεις που στηρίχθηκαν σε πολύπλοκα ηθικά, νομικά, θρησκευτικά και ιδεολογικά θεμέλια. Δυστυχώς, η ισχύς αυτών των ad bellum παραδόσεων ήταν τέτοια που τα ius in bello δόγματα αγνοήθηκαν σχεδόν πλήρως. Με τους δίκαιους πολέμους να γίνονται αντιληπτοί σε κοσμολογικό επίπεδο, οι πιθανότητες παροχής οποιαδήποτε προστασίας στον εχθρό ήταν ελάχιστες. Οι αρχαίοι δίκαιοι πόλεμοι γίνονταν αντιληπτοί ως απόλυτες μάχες ανάμεσα στο καλό και το κακό, οι οποίες απαιτούσαν την εξολόθρευση του εχθρού.

Σε όλη την αρχαία Εγγύς Ανατολή δεν υπήρχαν απαγορεύσεις σχετικά με την χρήση όπλων ή τις πολεμικές τακτικές. Οι εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες εντός ή εκτός του πεδίου της μάχης ήταν πιθανές, αν και πιο πιθανή ήταν η μαζική υποδούλωση. Τα πτώματα των εχθρών ακρωτηριάζονταν συστηματικά, καθώς συλλέγονταν χέρια, αυτιά, πόδια ή φαλλοί για να καταμετρούνται οι νεκροί του εχθρού και να ανταμείβονται οι στρατιώτες ανάλογα. Δεν γινόταν διάκριση μεταξύ πολεμιστών και αμάχων. Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν απολάμβαναν καμία ασυλία και συχνά γίνονταν στόχος ως επιθυμητοί δούλοι. Όλη η εχθρική περιουσία –κινητή και ακίνητη– θεωρούνταν νόμιμος στόχος και η λεηλασία αποτελούσε σημαντικό στοιχείο του πολέμου τόσο για τους αρχηγούς όσο και για τους στρατιώτες.

Mόνο τα πιο αμυδρά ίχνη των κανόνων in bello υπήρχαν. Αυτοί περιλάμβαναν μια γενική αλλά όχι καθολική συμφωνία ότι ο πόλεμος πρέπει να κηρύσσεται με τον δέοντα τρόπο. Συνήθως επίσης επιτρεπόταν η ασφαλής διέλευση στους διπλωματικούς απεσταλμένους σε καιρό ειρήνης, αλλά σε καιρό πολέμου αυτό μπορούσε να αγνοηθεί. Εν ολίγοις, δεν υπήρχε ουσιαστική αρχαία παράδοση ius in bello.

Ωστόσο, η στρατιωτική αυτοσυγκράτηση ήταν μια συνήθης πρακτική. Αυτό δεν οφειλόταν σε ηθικές, ιδεολογικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά είχε τις ρίζες του στον στρατιωτικό και πολιτικό πραγματισμό. Για παράδειγμα, εξετάζοντας πιο προσεκτικά τις περιβόητες οδηγίες του Δευτερονομίου 20 και 21, διαπιστώνουμε πως δεν είναι ουσιαστικοί ηθικοί κανόνες αλλά μάλλον πρακτικές στρατιωτικές οδηγίες για τον πόλεμο πολιορκίας (Δευτ. 20)[4] και ανησυχίες για την ενσωμάτωση των μη ισραηλιτικών γυναικών-δούλων στις ισραηλιτικές κοινότητες που βασίζονται στα ταμπού (Δευτ. 21)[5]. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να εξοντωθεί κάθε εχθρός, ούτε να υποδουλωθεί κάθε άτομο, ούτε να ανατραπεί κάθε εχθρικός ηγεμόνας. Θα ήταν πολύ πιο πρακτικό και επικερδές να είναι κανείς εγκρατής. Αυτό μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο αντιφατικό συμπέρασμα ότι η διεξαγωγή του πολέμου στην αρχαία Εγγύς Ανατολή ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο βίαιη από ό,τι επέτρεπε το δόγμα του δίκαιου πολέμου της αρχαίας Εγγύς Ανατολής.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις και τις ένοπλες συγκρούσεις; Πρώτον, επειδή υπάρχουν τεκμήρια ότι η πολύ μεταγενέστερη σκέψη για τον δίκαιο πόλεμο –συμπεριλαμβανομένων των ελληνορωμαϊκών[6], ιουδαιοχριστιανικών και ισλαμικών παραδόσεων– έχει τις ρίζες της σε αυτά τα αρχαϊκά δόγματα της Εγγύς Ανατολής, δημιουργώντας μια διανοητική γραμμή που εκτείνεται μέχρι τη σύγχρονη θεωρία του δίκαιου πολέμου και το διεθνές δίκαιο για τις πολεμικές συγκρούσεις.

Δεύτερον, επειδή πολλά από τα πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά της αρχαίας σκέψης του δίκαιου πολέμου είναι ανησυχητικά εμφανή στη σύγχρονη θεωρία του δίκαιου πολέμου και τη διεθνή πολιτική. Είδαμε ότι οι αρχαίες δικαιολογίες για τον πόλεμο ήταν τόσο απόλυτες και μεροληπτικές, τόσο πεπεισμένες για τη δική τους ηθική εξουσία, που κατέπνιξαν την εμφάνιση των κανόνων in bello. Ομοίως, στις σύγχρονες συγκρούσεις οι ανθρωπιστικές αυτοσυγκρατήσεις είναι πιο πιθανό να αγνοηθούν όταν τα κράτη είναι πεπεισμένα για τη δική τους ηθική ανωτερότητα και δικαίωμα. Όταν κυριαρχεί η επιθυμία για εκδίκηση εναντίον του «βάρβαρου» (καταπνίγοντας τις πιο προσεκτικές φωνές και παραβλέποντας το πλαίσιο), το περιθώριο για να περιοριστεί η βία του πολέμου είναι πολύ μικρό. Το είδαμε αυτό να συμβαίνει στην αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών στην 11η Σεπτεμβρίου[7] – μπορεί να το δούμε και στη Γάζα.

Όσον αφορά τη σύγχρονη θεωρία του δίκαιου πολέμου, υπήρξε επίσης μια σημαντική στροφή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η λεγόμενη Σύμβαση [της Γενεύης] για τον Πόλεμο προστατεύει τη νομική ισότητα των μαχητών, ανεξάρτητα από το αν θεωρείται ότι διεξάγουν δίκαιο ή άδικο πόλεμο.

Ωστόσο, ένας επιδραστικός «αναθεωρητικός» κύκλος μελετητών έδωσε έμφαση στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των ατόμων στον πόλεμο. Προσεγγίζοντας το πρόβλημα από τη σκοπιά της αναλυτικής ηθικής φιλοσοφίας, σχολιαστές όπως ο Τζεφ ΜακΜάχαν, η Χέλεν Φρο, ο Ντέιβιντ Ρόντεν και ο Σεθ Λάζαρ (μεταξύ άλλων) έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τη Σύμβαση για τον Πόλεμο, υποστηρίζοντας ότι το ηθικό και νομικό καθεστώς των μαχητών στον πόλεμο δεν είναι συμμετρικό, αλλά μάλλον ασύμμετρο: οι άδικοι μαχητές είναι ένοχοι και, συνεπώς, υπεύθυνοι για βλάβη· οι δίκαιοι μαχητές είναι αθώοι και, συνεπώς, δεν είναι υπεύθυνοι για βλάβη. Οι αναθεωρητές έχουν υποστηρίξει ένα αμφιλεγόμενο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η διάκριση αυτή επεκτείνεται σε ορισμένους «άδικους» αμάχους και αιχμαλώτους πολέμου, έτσι ώστε, υπό ορισμένες συνθήκες, η θανάτωση τέτοιων ατόμων θα μπορούσε να θεωρηθεί απολύτως νόμιμη.

Η επιμονή ότι ο πόλεμος είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να εφαρμοστούν καθολικές ή απόλυτες ηθικές αλήθειες θυμίζει ανησυχητικά τους τύπους της σκέψης του δίκαιου πολέμου που πρωτοεμφανίστηκαν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή. Το ενδεχόμενο της εσκεμμένης ή απρόσεκτης σφαγής ανθρώπων που έχουν στιγματιστεί ως άδικοι και κακοί έχει τις ρίζες του σε ιστορικά προηγούμενα[8]. Πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση και να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στη ρητορική του δίκαιου πολέμου όταν προέρχεται από στόματα πολιτικών και στρατιωτικών διοικητών. Πολύ συχνά, όπως έχει αποδειχθεί, είναι πρόσχημα για ένα είδος απεριόριστης βίας που προδίδει τα ηθικά και νομικά θεμέλια πάνω στα οποία έχουν οικοδομηθεί οι κοινωνίες μας.

 

© RORY COX / Engelsberg Ideas

Μετάφραση: Μιμή Βασιλάκη


Το άρθρο του Ρόρι Κοξ δημοσιεύθηκε στο Engelsberg Ideas στις 9 Ιανουαρίου 2024.


 

 

[1] Jack Watling, “Bucha atrocities are an intrinsic part of the Russian way of war”, Engelsberg Ideas, 4 Απριλίου 2022. https://tinyurl.com/3afxdvbu

[2] Armand D’Angour, “The sorrow and pity of war”, Engelsberg Ideas, 8 Οκτωβρίου 2023. https://tinyurl.com/2dpt88yr

[3] Rory Cox, Origins of the Just War: Military Ethics and Culture in the Ancient Near East, Princeton University Press, 2023.

[4] https://tinyurl.com/y88nmcnz

[5] https://tinyurl.com/y2xtrmce

[6] Robin Osborne, “The different ways to know the gods in Ancient Greece”, Englesberg Ideas, 28 Μαρτίου 2022. https://tinyurl.com/56xuezs4

[7] Emma Sky, “How US policy failure post-9/11 undermined international order”, Englesberg Ideas, 13 Δεκεμβρίου 2021. https://tinyurl.com/3zrh6ybt

[8] Rob Johnson, “Can warfare ever be considered modern?”, Engelsberg Ideas, 27 Αυγούστου 2020. https://tinyurl.com/4f8w5k5j

banner 970x250 b