σύνδεση

Από την κωμωδία στη βαρβαρότητα

Από την κωμωδία στη βαρβαρότητα Το αεροσκάφος που μετέφερε τον Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ στην πρωτεύουσα Νουκ της Γροιλανδίας στις 7 Ιανουαρίου 2025. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / Emil Stach

 

 

ARB – THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS

 

 

Στην ταινία καταστροφής του 2020 Greenland, ο ήρωας Τζον Γκάριτι (που υποδύεται ο Τζέραρντ Μπάτλερ), η σύζυγός του (Μορένα Μπάκαριν) και ο μικρός τους γιος βρίσκονται σε ένα φορτηγό που κινείται βόρεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Καναδά. Ακούγεται στο ραδιόφωνο μια ανακοίνωση της NASA:

Ένα θραύσμα πλάτους εννέα μιλίων, μεγαλύτερο από τον αστεροειδή που σκότωσε τους δεινόσαυρους, θα καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης κατά τη σύγκρουση, προκαλώντας σεισμικά γεγονότα που θα δημιουργήσουν ένα τσουνάμι ύψους χιλίων μέτρων και επιφανειακούς ανέμους εννιακοσίων βαθμών που θα ταξιδεύουν με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του ήχου. Μέσα σε λίγες ώρες, όλες οι ήπειροι θα πάρουν φωτιά καθώς τα λιωμένα συντρίμμια της πρόσκρουσης θα πέφτουν βροχή από την ανώτερη ατμόσφαιρα.

Η οικογένεια καταφέρνει να επιβιβαστεί σε ένα μικρό αεροπλάνο με προορισμό τη Γροιλανδία. Καθώς πετούν, ο Γκάριτι ονειρεύεται μια καταπράσινη πατρίδα με καταπράσινα άλση και αυτόματους ποτισμούς για το γκαζόν όπου παίζουν η γυναίκα και το παιδί του – η χαμένη Αμερική από την οποία είναι πλέον πρόσφυγες. Ξυπνάει με τον ήλιο να λάμπει μέσα από το παράθυρο. Στη συνέχεια, όπως ο Νώε στην Κιβωτό, διακρίνει ξηρά: «Κοιτάξτε, δείτε!». Φαίνεται μια παγωμένη χερσόνησος, με την ακτογραμμή της να βρέχεται από μια αστραφτερή θάλασσα. Ένας παγετώνας αστράφτει πάνω σε ένα απόκρημνο, χιονισμένο βουνό. Εκτυλίσσεται κι άλλο δράμα με μετεωρικές πύρινες σφαίρες που εκσφενδονίζονται και μια συντριβή κατά την προσγείωση. Η οικογένεια τρέχει σε μια αμερικανική αεροπορική βάση και, μαζί με το στρατιωτικό προσωπικό και άλλους επιζώντες από το αεροπλάνο, βρίσκει καταφύγιο σε ένα τεράστιο υπόγειο μπούνκερ, την ώρα που αναμένεται ο αστεροειδής να εξαφανίσει την Ευρώπη.

Η οθόνη μαυρίζει. Στη συνέχεια βλέπουμε σκηνές από τον αποτεφρωμένο κόσμο: το λευκό της Όπερας του Σίδνεϋ έχει γίνει ένα αρρωστιάρικο γκρι από το στρώμα της στάχτης – ένας παραμορφωμένος και αποκεφαλισμένος Πύργος του Άιφελ γέρνει επικίνδυνα πάνω από τα σκονισμένα ίχνη του Παρισιού· τοπία δρόμων που μοιάζουν σαν τα πρόσφατα πλάνα από drone στη Γάζα ή το Λος Άντζελες. Μετά από ένα διάστημα εννέα μηνών, οι πόρτες του καταφυγίου ανοίγουν και οι Αμερικανοί προστατεύουν τα μάτια τους από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Πουλιά που κελαηδούν πετούν πάνω από το μεγαλειώδες τοπίο. Οι επιζώντες βγαίνουν στον καινούργιο τους Νέο Κόσμο: τη Γροιλανδία. Ο επόμενος αμερικανικός αιώνας αρχίζει εδώ.

Στις 15 Ιανουαρίου, πέντε ημέρες πριν από την ορκωμοσία του για τη δεύτερη θητεία του ως πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μια τηλεφωνική επαφή με την πρωθυπουργό της Δανίας Μέτε Φρεντέρικσεν, που μάλλον εύστοχα οι Financial Times περιέγραψαν ως «έντονη» και οι New York Times ως «ψυχρή». Οι Financial Times ανέφεραν ότι ο Τραμπ «επέμεινε πως ήταν αποφασισμένος να πάρει τη Γροιλανδία» και επικαλέστηκαν έναν Ευρωπαίο αξιωματούχο που χαρακτήρισε το τηλεφώνημα «απαίσιο». Ένας πρώην Δανός αξιωματούχος δήλωσε: «Ήταν μια πολύ δύσκολη συνομιλία. Απείλησε με συγκεκριμένα μέτρα κατά της Δανίας, όπως στοχευμένους δασμούς» σε περίπτωση που δεν συμφωνούσε να πουλήσει το τεράστιο νησί της Αρκτικής στις ΗΠΑ. Οι Δανοί –επί μακρόν πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ– έχουν, σύμφωνα με άλλη πηγή, «φρικάρει εντελώς από αυτό».

Μια εβδομάδα περίπου νωρίτερα, σε μια επίδειξη μοναρχικής και δυναστικής εξουσίας, ο πρίγκιπας του Τραμπ, ο Ντόναλντ Τζούνιορ, είχε προσγειωθεί με το αεροπλάνο του πατέρα του που έφερε το λογότυπο TRUMP στην πρωτεύουσα της Γροιλανδίας, το Νουκ. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος και η ομάδα του βρίσκονταν εκεί «απλώς ως τουρίστες». Αλλά ο πατέρας του διέψευσε αυτή την άρνηση ότι υπάρχουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες, δημοσιεύοντας στην πλατφόρμα Truth Social:

Ο Ντον Τζούνιορ και οι αντιπρόσωποί μου προσγειώθηκαν στη Γροιλανδία. Η υποδοχή ήταν υπέροχη. Αυτοί, και ο Ελεύθερος Κόσμος, χρειάζονται ασφάλεια, σιγουριά, δύναμη και Ειρήνη! Αυτή είναι μια συμφωνία που πρέπει να γίνει. MAGA. ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΓΡΟΙΛΑΝΔΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΞΑΝΑ!

Αργότερα δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη για να καταλάβει τη Γροιλανδία.

Τα γεγονότα αυτά ρίχνουν φως στη φύση της δεύτερης θητείας του Τραμπ. Κατ’ αρχάς, σηματοδοτούν μία μετάβαση του τρόπου λειτουργίας του Τραμπ από την κωμωδία στη βαρβαρότητα. Σύμφωνα με τους Πίτερ Μπέικερ και την Σούζαν Γκλάσερ, στο βιβλίο The Divider: Trump in the White House, 2017-2021 [Ο διχαστικός: Ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, 2017-2021], η αγορά της Γροιλανδίας ήταν μια ιδέα που πήρε ο Τραμπ από τον μεγιστάνα των καλλυντικών Ρόναλντ Λόντερ. Αλλά στο πλαίσιο της πρώτης του θητείας δεν θεωρήθηκε τίποτα περισσότερο από ένα αποκύημα της φαντασίας:

Μετά από μια πρώτη συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο, όπου ο Τραμπ αναφέρθηκε στην αγορά της Γροιλανδίας, ένα μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου έμεινε έκπληκτος από την παραληρηματική φύση της ομιλίας του Προέδρου για το θέμα. «Απλώς καθόσουν εκεί και σκεφτόσουν: “Λοιπόν, δεν μπορεί να συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό.”»

Εκείνη την εποχή η Φρεντέρικσεν είχε απορρίψει την πρόταση του Τραμπ για τη Γροιλανδία ως «παράλογη». Και παρ’ όλο που ο Τραμπ ήταν φανερά εξοργισμένος με την απόρριψή της, έκανε πλάκα. Ανέβασε στο Twitter μια φωτοσοπιασμένη φωτογραφία ενός ουρανοξύστη μαμούθ Trump να ξεπροβάλλει πάνω από μερικές διάσπαρτες καλύβες σε ένα τοπίο που θύμιζε παραθαλάσσιο χωριό της Αρκτικής: «Υπόσχομαι να μην το κάνω αυτό στη Γροιλανδία!».

Σε απάντηση ο δεξιός podcaster Γκρέιαμ Άλλεν έγραψε στο Twitter: «ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΓΡΟΙΛΑΝΔΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΞΑΝΑ!», το σλόγκαν που τώρα ο Τραμπ επαναλαμβάνει όχι ως παράλογο ανέκδοτο αλλά ως αμερικανική στρατηγική επιταγή. Ο Τραμπ υποδεικνύει πως οι εξωφρενικές χειρονομίες της πρώτης θητείας του είναι οι άγριες απαιτήσεις της δεύτερης θητείας. Το «δεν μπορεί να συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό» που λειτουργούσε ως διαφυγή για τους υποστηρικτές του πλέον δεν ισχύει.

Ο Ντον Τζούνιορ προσγειώθηκε στη Γροιλανδία την ημέρα που ξεκίνησαν οι καταστροφικές πυρκαγιές  να αφανίζουν την περιοχή Pacific Palisades του Λος Άντζελες. Σκηνές από ταινία καταστροφής διαδραματίζονταν στην πραγματική ζωή, καθώς η Sunset Boulevard είχε βουλιάξει από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να διαφύγουν. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα πλάνα από drones που μετέδιδαν τα δελτία ειδήσεων από τις εικονικές αστικές ερημιές των χολιγουντιανών Αρμαγεδδώνων. Υπάρχει μια λογική σε αυτή τη σύγκριση: σε ένα επίπεδο, η Γροιλανδία λειτουργεί για τον Τραμπ ως μια επίγεια εκδοχή του Άρη, όπως αυτός ο πλανήτης παρουσιάζεται στη φαντασία του συνεργάτη του Ίλον Μασκ – ένα μέρος όπου μια ελίτ θα μπορέσει να βρει καταφύγιο όταν η κλιματική αλλαγή εξαφανίσει το κοινό κοπάδι της ανθρωπότητας.

sel12

Πλακάτ με τον Τραμπ μαριονέτα των Πούτιν και Μασκ, σε διαδήλωση υπέρ της δημοκρατίας, κατά της κυβέρνησης Τραμπ/Μασκ, στο Δημαρχείο του Σαν Φρανσίσκο στις 17 Φεβρουαρίου 2025. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / John G. Mabanglo

Η Γροιλανδία έχει έναν κακό σωσία: το Πουέρτο Ρίκο. Γνωρίζουμε από τους Μπέικερ και Γκλάσσερ ότι αφού ο τυφώνας Μαρία έπληξε το Πουέρτο Ρίκο το 2017, σκοτώνοντας περισσότερους από τρεις χιλιάδες ανθρώπους στην πιο θανατηφόρα φυσική καταστροφή που έπληξε τις ΗΠΑ τον τελευταίο αιώνα, ο Τραμπ ρώτησε τον σύμβουλό του για θέματα εθνικής ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, «Πόση ανθρωπιστική βοήθεια για την καταστροφή από τον τυφώνα δίνουμε στο Πουέρτο Ρίκο;» και πρόσθεσε: «Μπορούμε να τα πάρουμε αυτά [τα χρήματα] και να τα χρησιμοποιήσουμε για [την αγορά της] Γροιλανδίας;». Ομοίως, ο Μάιλς Τέιλορ, ο οποίος διετέλεσε προσωπάρχης του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, δήλωσε αργότερα στο MSNBC ότι το 2018, πριν από μια πτήση στο Πουέρτο Ρίκο για να επιθεωρήσει τις ζημιές, ο Τραμπ ρώτησε τον ίδιο και άλλους αξιωματούχους αν οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ανταλλάξουν το νησί της Καραϊβικής με τη Γροιλανδία. Έτσι, οι κατακλυσμιαίες συνέπειες του κλιματικού χάους –και οι άνθρωποι που πρέπει να τις υποστούν– θα γίνονταν πρόβλημα της Δανίας, ενώ οι ΗΠΑ θα κέρδιζαν ένα καθαρό, ψυχρό νέο σύνορο.

Η ίδια διαστρεβλωμένη λογική κρυβόταν πίσω από την άποψη που εξέφρασε ο Τραμπ στις αρχές Φεβρουαρίου ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσαρτήσουν τη Λωρίδα της Γάζας: «Βλέπω μια μακροπρόθεσμη ιδιοκτησιακή θέση. … Όλοι με τους οποίους μίλησα είναι ενθουσιασμένοι με την ιδέα να έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην ιδιοκτησία τους αυτό το κομμάτι γης». (Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε μια συνέντευξη στο Fox News έξι ημέρες αργότερα, η κατοχή της Γάζας είχε γίνει προσωπική: «Θα μπορούσε να μου ανήκει»). Η Γροιλανδία είναι σε μεγάλο βαθμό ακατοίκητη – με 56.000 ανθρώπους που ζουν σε μια έκταση άνω των 800.000 τετραγωνικών μιλίων, είναι η πιο αραιοκατοικημένη χώρα της Γης. Η Γάζα έχει καταστεί σχεδόν ακατοίκητη για τον σημερινό πληθυσμό της, και στη φαντασία του Τραμπ αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να εξαφανιστούν. Η Γροιλανδία είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό καταφύγιο – η Γάζα είναι ήδη σαν να έχει ήδη συμβεί η Αποκάλυψη. Κάθε μία τους μπορεί να γίνει αντιληπτή σύμφωνα με αυτόν τον διεστραμμένο συλλογισμό ως μια tabula rasa.

Σε αυτή την ακραία εκδοχή του καπιταλισμού της καταστροφής, η φρίκη δημιουργεί ευκαιρίες όχι μόνο για την επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και για την επιχείρηση ανάπτυξης ακινήτων της ισχυρής οικογένειας Τραμπ. Μιλώντας για τη Γροιλανδία μετά το τέλος της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ θυμήθηκε: «Είπα: “Γιατί δεν την έχουμε;”. Κοιτάτε έναν χάρτη. Είμαι κτηματομεσίτης επιχειρηματίας, κοιτάζω μια γωνία, λέω: “Πρέπει να αποκτήσω αυτό το κατάστημα για το κτίριο που χτίζω” κ.λπ. Είναι περίπου το ίδιο». Κατά την επίσκεψή του στη Γροιλανδία τον Ιανουάριο, ο Ντον Τζούνιορ μπορεί να ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν εκεί για να δει τα αξιοθέατα, αλλά χωρίς αμφιβολία ήθελε να δει τις τοποθεσίες. Ομοίως, το διάβημα του Τραμπ για τη Γάζα ακολουθεί το σκεπτικό του γαμπρού του Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος αναλογίστηκε δημοσίως τον Μάρτιο του 2024 ότι «η παραθαλάσσια ιδιοκτησία της Γάζας θα μπορούσε να είναι πολύ πολύτιμη. … Είναι λίγο ατυχής η κατάσταση εκεί, αλλά από την πλευρά του Ισραήλ θα έκανα ό,τι μπορούσα για να διώξω τους ανθρώπους και στη συνέχεια να την καθαρίσω».

Το πρότυπο για τη Γάζα είναι ένα κτίριο στη Νέα Υόρκη που ονομάζεται 100 Central Park South. Ο Τραμπ το αγόρασε το 1981. Οι ενοικιαστές απολάμβαναν ελεγχόμενα ενοίκια. Ο Τραμπ ήθελε, όπως θυμάται στο The Art of the Deal, «να εκκενώσει και να ισοπεδώσει το κτίριο». «Τυχαίνει να είναι πολύ εύκολο να εκκενώσεις ένα κτίριο αν, όπως τόσοι πολλοί ιδιοκτήτες, δεν σε πειράζει να είσαι κακός άνθρωπος». Προσέλαβε μια εταιρεία που «ειδικευόταν στη μετεγκατάσταση ενοικιαστών». Όπως ανέφερε το CNN, σύμφωνα με τις αγωγές που κατέθεσαν οι ενοικιαστές, «ο Τραμπ τους είχε κόψει το ζεστό νερό και τη θέρμανση κατά τη διάρκεια του παγωμένου χειμώνα της Νέας Υόρκης και είχε σταματήσει όλες τις επισκευές του κτιρίου». Επίσης, για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε κυριευτεί από συμπόνια για τους άπορους και έβαλε αγγελίες σε εφημερίδες προσφέροντας να στεγάσει άστεγους στο 100 Central Park South. Τελικά, το σχέδιο του Τραμπ να κατεδαφίσει το κτίριο δεν ευδοκίμησε, αλλά η ιδέα παρέμεινε: αναγκάστε τους υπάρχοντες κατοίκους να εγκαταλείψουν, ισοπεδώστε τα πάντα, και έχετε έναν χώρο με θέα το Σέντραλ Παρκ ή τη Μεσόγειο έτοιμο για τη νέα του προσοδοφόρα ζωή.

Οι καταστροφές είναι ευκαιρίες. Η κλιματική αλλαγή έχει μια θετική πλευρά: καθώς το στρώμα πάγου που καλύπτει τα τρία τέταρτα της Γροιλανδίας λιώνει, τεράστια αποθέματα ορυκτών και άνθρακα καθίστανται διαθέσιμα προς εκμετάλλευση και οι κενές εκτάσεις γίνονται όχι μόνο κατοικήσιμες αλλά και επιθυμητές ως βόρεια καταφύγια από την αφόρητη ζέστη. Η κονιορτοποίηση της Γάζας από το Ισραήλ είναι απλώς το ατυχές προοίμιο για τη δημιουργία αυτού που ο Τραμπ αποκαλεί «Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής». Οι πρόσφυγες θα δώσουν τη θέση τους στα θέρετρα. Το μόνο ερώτημα, όπως αναρωτήθηκε πρόσφατα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο πρώην πρέσβης του Τραμπ στο Ισραήλ Ντέιβιντ Φρίντμαν, θα είναι αν θα πρέπει να ονομάσουμε αυτό το νέο αμερικανικό έδαφος «Μαρ-α-Γάζα ή Γαζ-α-Λάγκο;».

Οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του Τραμπ είναι από ορισμένες απόψεις οικείες στην ιστορία των ΗΠΑ. Η οικοδόμηση νέων παραδείσων σε εδάφη των οποίων ο ιθαγενής πληθυσμός έχει εξοντωθεί ή εκτοπιστεί σε καταυλισμούς ή με άλλο τρόπο «εκκαθαριστεί» ήταν η ιδρυτική πράξη της Αμερικής. Η πρόσφατη πρόταση του Τραμπ να ενταχθεί ο Καναδάς στις ΗΠΑ ως «η 51η πολιτεία» παραπέμπει στον ισχυρισμό του Τζον Κουίνσι Άνταμς ότι «η κατάλληλη επικράτειά μας [είναι] η ήπειρος της Βόρειας Αμερικής». Ο εγγονός του, Χένρι Άνταμς, περιέγραψε την προσδοκία ότι «ολόκληρη η ήπειρος της Βόρειας Αμερικής και όλα τα παρακείμενα νησιά της πρέπει επιτέλους να περιέλθουν υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Πολιτειών» ως «μια πεποίθηση απολύτως ριζωμένη στον λαό μας». Στο Democratic Vistas (1871), ο Ουόλτ Ουίτμαν έγραψε ότι «πολύ πριν φτάσει η δεύτερη εκατονταετία, θα υπάρχουν περίπου σαράντα έως πενήντα μεγάλες Πολιτείες, μεταξύ των οποίων ο Καναδάς και η Κούβα». Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χάρι Τρούμαν ενέκρινε τις προσπάθειες (που έγιναν αθόρυβα και διπλωματικά και απορρίφθηκαν ευγενικά) να πείσει τη Δανία να πουλήσει τη Γροιλανδία στις ΗΠΑ.

Αυτό που είναι καινούργιο, ωστόσο, είναι η συγχώνευση διαφορετικών αποκαλυπτικών οραμάτων, το ένα θρησκευτικό και το άλλο τεχνο-ουτοπικό. Η προσάρτηση της Γάζας από μια χριστιανική Αμερική επικαλείται την πεποίθηση ορισμένων φονταμενταλιστών χριστιανών ότι η μεταστροφή των Εβραίων στο Ισραήλ θα θέσει σε κίνηση τους έσχατους καιρούς και επομένως θα επισπεύσει την Αποκάλυψη, κατά την οποία οι ίδιοι θα αναληφθούν στον ουρανό. Η απόκτηση και η ανάπτυξη της Γροιλανδίας συμβαδίζει με τη φαντασία του Μασκ για τον Άρη: Ο Τραμπ, στην ομιλία του κατά την ορκωμοσία του, δεσμεύτηκε ότι «θα επιδιώξουμε το προφανές πεπρωμένο μας στα αστέρια, εκτοξεύοντας Αμερικανούς αστροναύτες για να φυτέψουν τα αστέρια και τις ρίγες στον πλανήτη Άρη». Έτσι, η παιδική εμμονή του Μασκ εκτοξεύεται σε τροχιά γύρω από τις αποικιακές ονειροπολήσεις του ίδιου του Τραμπ.

Αυτή η αποστολή στον Άρη συμμετέχει με τη σειρά της στην γενεαλογία του S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα (1964) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όπου ο πρωταγωνιστής είναι μια καρικατούρα του Βέρνερ φον Μπράουν, του κορυφαίου επιστήμονα πυραύλων των Ναζί, ο οποίος στη συνέχεια εργάστηκε στο αμερικανικό πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων και στις διαστημικές αποστολές της NASA. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Μασκ, Ουόλτερ Άιζακσον, το ασυνήθιστο μικρό του όνομα ήταν εμπνευσμένο από το Project Mars, ένα μυθιστόρημα που έγραψε ο Μπράουν αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Μπράουν περιγράφει το πολιτικό σύστημα της αποικίας:

Η κυβέρνηση του Άρη διοικούνταν από δέκα άνδρες, ο αρχηγός των οποίων εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία για πέντε χρόνια και είχε τον τίτλο «Ίλον». Δύο σώματα του κοινοβουλίου θέσπιζαν τους νόμους που θα διαχειρίζονταν ο «Ίλον» και το υπουργικό του συμβούλιο.

Στο μυθιστόρημα, ο αποικισμός του κόκκινου πλανήτη αποτελεί μέρος του σχεδίου του Θεού για τη δημιουργία του Übermensch (Υπερανθρώπου), η ανάπτυξη του οποίου διακόπηκε από την ήττα του χιλιετούς Ράιχ. Πρόκειται για «μια αποστολή της οποίας ο τελικός στόχος σχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Θεό» για να συγκεντρώσει «τα βλαστάρια της ορθολογικής δημιουργίας στο ηλιακό μας σύστημα, ώστε να ανθίσουν και να εξελιχθούν σε έναν ανώτερο και ευγενέστερο οργανισμό».

Ο συνιδρυτής της DeepMind Ντέμις Χάσαμπις είπε στον Άιζακσον ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο εργοστάσιο της SpaceX μετά τη συνάντηση των δύο ανδρών το 2012, ο Μασκ εξήγησε ότι «ο λόγος που κατασκευάζει πυραύλους που θα μπορούσαν να φτάσουν στον Άρη ήταν ότι θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να διατηρηθεί η ανθρώπινη συνείδηση σε περίπτωση παγκόσμιου πολέμου, χτυπήματος αστεροειδούς ή κατάρρευσης του πολιτισμού». Η διατηρημένη συνείδηση θα ήταν, φυσικά, αυτή των επίλεκτων ανθρώπων όπως ο ίδιος – όπως εξηγεί ο Δρ. Στρέιντζλοβ για τον υπόγειο κόσμο στον οποίο θα διαφύγουν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ και οι ανώτατοι αξιωματούχοι του, μαζί με πολίτες που θα επιλεγούν για τις «απαραίτητες δεξιότητές» τους, όταν ξεκινήσει ο πυρηνικός πόλεμος. «Φυσικά, θα αναπαράγονται θαυμάσια», υποβοηθούμενοι από την παροχή δέκα γυναικών (επιλεγμένων βάσει της σεξουαλικής τους ελκυστικότητας) για κάθε άνδρα. Ως μπόνους, «δεν θα υπάρχουν συγκλονιστικές αναμνήσεις και το κυρίαρχο συναίσθημα θα είναι μια νοσταλγία για όσους έμειναν πίσω, σε συνδυασμό με ένα πνεύμα τολμηρής περιέργειας για την περιπέτεια που έρχεται!».

Όλα αυτά μπορεί να είναι τρελά, αλλά είναι μια αναγκαία τρέλα. Πώς αλλιώς μπορούν ο Τραμπ και οι οπαδοί του να συμβιβάσουν την φαινομενική αποφασιστικότητά του να επιταχύνει την κλιματική κατάρρευση με τη διακήρυξη μιας νέας χρυσής εποχής; Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Τραμπ επικαλέστηκε τις καταστροφές που προκλήθηκαν από το κλίμα στη Βόρεια Καρολίνα και το Λος Άντζελες, δείχνοντας ιδιαίτερη κατανόηση για τα μέλη της ελίτ που έπεσαν θύματα των πυρκαγιών «που μαίνονται στα σπίτια και τις κοινότητες, επηρεάζοντας ακόμη και μερικά από τα πλουσιότερα και ισχυρότερα άτομα στη χώρα μας, μερικά από τα οποία βρίσκονται εδώ αυτή τη στιγμή. Δεν έχουν πια σπίτι. Αυτό είναι ενδιαφέρον». Ωστόσο, ταυτόχρονα υποσχέθηκε να εξορύξει «τη μεγαλύτερη ποσότητα πετρελαίου και φυσικού αερίου από κάθε άλλη χώρα στη Γη» και να σταματήσει τη μετάβαση σε μια οικονομία χωρίς άνθρακα.

Παρ’ όλα αυτά, «το μέλλον είναι δικό μας και η χρυσή εποχή μας μόλις άρχισε». Η τελευταία φορά που το ακούσαμε αυτό ήταν στην εναρκτήρια ομιλία του Μπόρις Τζόνσον ως πρωθυπουργού της Βρετανίας τον Ιούλιο του 2019: «Θα ανατρέχουμε σε αυτή την περίοδο, αυτή την εξαιρετική περίοδο, ως την αρχή μιας νέας χρυσής εποχής για το Ηνωμένο Βασίλειό μας». Αυτή η προφητεία δεν πολυχρησιμοποιήθηκε, και ακόμη και εκείνη την εποχή ακουγόταν γελοία. Αλλά αποτελεί μια υποχρεωτική μορφή ανοησίας στον σύγχρονο αντιδραστικό λόγο. Προσφέρει την υπόσχεση διαφυγής ενός μέλλοντος που δεν συνάδει με καμία φανταστική εκδοχή του φλεγόμενου κόσμου στον οποίο πραγματικά ζούμε.

Η χρυσή εποχή περιγράφεται από τον Οβίδιο στις Μεταμορφώσεις ως ένα αδύνατο παρελθόν, στο οποίο δεν υπήρχε ανάγκη για νόμους επειδή όλοι συμπεριφέρονταν γλυκά και δεν υπήρχε ανάγκη για εργασία επειδή η γη, λουσμένη σε μια αέναη άνοιξη, ήταν τόσο άφθονη. Αυτό που συνέβη σε αυτόν τον παράδεισο στη χριστιανική παράδοση είναι ότι μεταφέρθηκε από τη γη στον ουρανό. Έγινε ένας μεταθανάτιος τόπος – πρέπει να πεθάνεις για να μπορέσεις να τον κατοικήσεις. Ως πολιτική υπόσχεση για το μέλλον, η χρυσή εποχή είναι μια ελαφρώς εκκοσμικευμένη εκδοχή της μετά θάνατον ουτοπίας.

Και αυτή τη μεταθανάτια ζωή είναι καλύτερο να την ζήσει κανείς σε μεταθανάτιους τόπους. Στη φαντασμαγορία των Τραμπ/Μασκ, ο αποικισμός είναι τόσο χρονικός όσο και χωρικός. Είναι το «μετά» στο μετα-αποκαλυπτικό. Οι νέοι τόποι –μια θερμαινόμενη Γροιλανδία ή το Gaz-a-Lago ή ο Άρης που θα κυβερνάται από τον Ίλον– θα είναι νέα ξεκινήματα όπου, όπως εγγυάται ο Στρέιντζλοβ, δεν θα υπάρχουν «συγκλονιστικές αναμνήσεις» από τη φρίκη στην οποία ο παλιός κόσμος πέθαινε ουρλιάζοντας. Γι’ αυτό αυτοί οι τόποι πρέπει να είναι ακατοίκητοι, αραιοκατοικημένα ή αποψιλωμένοι. Ξεχνάμε το παρελθόν και ξεκινάμε από την αρχή.

Αυτή η παραφροσύνη είναι βαθιά, αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι υπάρχει επίσης λογική στην τρέλα: οι αυτοκρατορικές φαντασιώσεις δημιουργούν τις συνθήκες για μια αυτοκρατορική προεδρία. Αυτή η τελευταία φράση –που επινοήθηκε από τον αρθρογράφο των New York Times Τομ Γουίκερ– επικράτησε ευρέως τις τελευταίες ημέρες της ταραχώδους δεύτερης θητείας του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος του βιβλίου best-seller του Άρθουρ Σλέσινγκερ το 1973. Η αυτοκρατορική προεδρία, την ιστορία της οποίας ιχνηλατεί, είναι μια προεδρία που εκμεταλλεύεται τους υποτιθέμενους εξωτερικούς κινδύνους για να δικαιολογήσει την εσωτερική τυραννία. Το 1793 ο Τζέιμς Μάντισον προειδοποίησε ότι «ο πόλεμος είναι στην πραγματικότητα η πραγματική τροφός της διόγκωσης της εκτελεστικής εξουσίας». Οι διεθνείς περιπέτειες, έγραψε, διογκώνουν την προσωπικότητα του προέδρου και απελευθερώνουν τα «ισχυρότερα πάθη και τις πιο επικίνδυνες αδυναμίες του ανθρώπου: φιλοδοξία, φιλαργυρία, ματαιοδοξία». Πέντε χρόνια αργότερα ο Μάντισον έγραψε στον Τόμας Τζέφερσον: «Ίσως είναι μια καθολική αλήθεια ότι η απώλεια της ελευθερίας στο εσωτερικό πρέπει να χρεώνεται σε προετοιμασίες κατά του κινδύνου, πραγματικού ή προσποιητού, από το εξωτερικό».

Ο Σλέσινγκερ σημείωσε, σε έναν νέο πρόλογο στην έκδοση του 2004 του The Imperial Presidency, ότι ο Νίξον «πήγε την αυτοκρατορική προεδρία παραπέρα, χρησιμοποιώντας εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων στο εσωτερικό –τους “εχθρούς” όπως τους αποκαλούσε– εξουσίες που η προεδρία είχε συσσωρεύσει για να σώσει τη δημοκρατία από τους ξένους εχθρούς». Έγραψε επίσης ότι «ήταν δύσκολο να συμφιλιωθεί η διάκριση των εξουσιών με μια εξωτερική πολιτική που εμφορείται από μια αγανακτισμένη ιδεολογία και χαρακτηρίζεται από την ετοιμότητα να παρεμβαίνει γρήγορα και μονομερώς... παντού στη Γη». Η «αγανακτισμένη ιδεολογία» είναι μια φράση που πρέπει να αναστηθεί.

Είναι εντυπωσιακό, ωστόσο, ότι οι Αμερικανοί ιστορικοί τείνουν να βρίσκουν παρηγοριά στην έννοια της αυτοκρατορικής προεδρίας ως μια προσωρινή παρέκκλιση. Ο Σλέσινγκερ ήταν σε θέση να συμπεράνει ότι «η προσπάθεια του Νίξον να θεσμοθετήσει την αυτοκρατορική προεδρία απέτυχε». Τον Δεκέμβριο του 2000 ο Μάικλ Μπέσλος θα μπορούσε να δημοσιεύσει ένα άρθρο στους New York Times με τίτλο «Το τέλος της αυτοκρατορικής προεδρίας», στο οποίο χαιρέτιζε τον επερχόμενο τότε Τζορτζ Μπους τον νεότερο ως «τον πρώτο πραγματικά μετα-αυτοκρατορικό πρόεδρο». Στον απόηχο των επιθέσεων της Αλ Κάιντα εναντίον της Αμερικής στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτό αποδείχθηκε πολύ άστοχο.

Ωστόσο, ακόμη και μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ο Σλέσινγκερ μπορούσε να εκφράσει μια ήρεμη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Αμερικανικής Δημοκρατίας να επαναβεβαιώνεται:

Ως παγκόσμια αυτοκρατορία, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπονομεύονται από την εσωτερική τους πολιτική και τα δικά τους ανθρωπιστικά, πλουραλιστικά και ανεκτικά ιδανικά. Οι προϋποθέσεις της εθνικής μας ύπαρξης υπονομεύουν τις αυτοκρατορικές μας φιλοδοξίες. Έτσι, η αναδρομική αυτοκρατορική προεδρία είναι πιθανό να συνεχίσει να μπερδεύει τα πράγματα, όπως συνέβη με μεγάλη επιτυχία στο Ιράκ, τον άσκοπο πόλεμο. Τότε η μοναδική αρετή της δημοκρατίας –η ικανότητά της να αυτοδιορθώνεται– κάποια μέρα θα ενεργοποιηθεί.

Παραδόξως, αν και δεν θα χρησιμοποιούσε αυτή την ορολογία, ο Τραμπ, στις πρώτες του εμφανίσεις ως υποψήφιος πρόεδρος το 2015 και το 2016, φαινόταν να εναρμονίζεται αρκετά με την πεποίθηση του Σλέσινγκερ ότι η «εθνική ύπαρξη» της Αμερικής ήταν ασύμβατη με τις «αυτοκρατορικές φιλοδοξίες». Μέρος της γοητείας του –ιδιαίτερα σε αντίθεση με την Χίλαρι Κλίντον που γινόταν αντιληπτή ως γεράκι– ήταν η δέσμευσή του να τερματίσει τους παντοτινούς πολέμους. Στην πρώτη του μεγάλη ομιλία για την εξωτερική πολιτική, που εκφώνησε τον Απρίλιο του 2016, καταδίκασε την «ανοησία και την αλαζονεία» των μεταψυχροπολεμικών στρατιωτικών επεμβάσεων της Αμερικής στην Ασία και τη Μέση Ανατολή:

Όλα ξεκίνησαν με την επικίνδυνη ιδέα ότι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε δυτικές δημοκρατίες σε χώρες που δεν είχαν καμία εμπειρία ή συμφέροντα για να γίνουν δυτικές δημοκρατίες. Καταστρέψαμε όποιους θεσμούς είχαν και στη συνέχεια εκπλαγήκαμε με αυτό που εξαπολύσαμε. Εμφύλιοι, θρησκευτικός φανατισμός, χιλιάδες αμερικανικές [ζωές] που χάθηκαν με φρικτό τρόπο. Ως αποτέλεσμα πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν.

Ακόμη και ως πρόεδρος, ο Τραμπ παρουσιαζόταν ως ένας ηγέτης αφοσιωμένος όχι μόνο στην κυριαρχία αλλά και την ιερότητα των εθνικών κρατών. «Ο ελεύθερος κόσμος», δήλωσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2019», πρέπει να ενστερνιστεί τα εθνικά του θεμέλια. Δεν πρέπει να επιχειρήσει να τα διαγράψει ή να τα αντικαταστήσει». Ο μεγάλος εχθρός τότε ήταν η παγκοσμιοποίηση: «Το μέλλον δεν ανήκει στους παγκοσμιοποιητές. Το μέλλον ανήκει στους πατριώτες».

sel14

Διαδηλωτές σε συγκέντρωση υπέρ της δημοκρατίας, κατά της κυβέρνησης Τραμπ/Μασκ, στο Δημαρχείο του Σαν Φρανσίσκο στις 17 Φεβρουαρίου 2025. © ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / John G. Mabanglo

Ο Τραμπ δεν ήταν ποτέ σταθερός και συνεπής, αλλά απαιτείται μια εξήγηση για την κατάφωρα ιμπεριαλιστική στροφή της δεύτερης θητείας του. Πώς από το να καταγγέλλει τα αποτελέσματα της αμερικανικής ανάμιξης στη Μέση Ανατολή φτάνει να φαντάζεται τη δημιουργία μιας αμερικανικής αποικίας στη Γάζα; Πώς περνάει από την απόλυτη επιμονή ότι δεν πρέπει κανείς να «επιχειρήσει να σβήσει» τα εθνικά «θεμέλια» στο να θέλει να απορροφήσει τον Καναδά, να αναγκάσει τον Παναμά να παραχωρήσει την κυριαρχία του στη διώρυγα, να εξαναγκάσει τη Δανία να παραδώσει τη Γροιλανδία και να προσαρτήσει μέρος της Παλαιστίνης;

Ένα μέρος της απάντησης μπορεί να βρίσκεται στη φθίνουσα επιρροή που ασκεί στον Τραμπ η εθνικιστική ιδεολογία του Στιβ Μπάνον και στην αυξανόμενη επιρροή των παγκόσμιων –και μάλιστα εξωγήινων– φιλοδοξιών του Μασκ. Μπορεί επίσης να έγκειται στην εγωπαθή επιθυμία του Τραμπ να μετατρέψει τον παγκόσμιο χάρτη σε καθρέφτη που αντανακλά τη δική του δόξα. (Έχοντας μετονομάσει το ψηλότερο βουνό της Βόρειας Αμερικής σε βουνό ενός προκατόχου του, μπορεί κάλλιστα να φανταστεί τη μετονομασία του ψηλότερου βουνού στην Αρκτική, του Γκούνμπγιορν Φιέλντ της Γροιλανδίας, σε όρος Τραμπ).

Αλλά η βαθύτερη απάντηση είναι ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το αδιαίρετο δίδυμο της αυτοκρατορικής προεδρίας. Το πιστεύω του Σλέσινγκερ ότι οι προσπάθειες των ΗΠΑ να γίνουν μια παγκόσμια αυτοκρατορία πάντα θα ανατρέπονται από τα «δικά τους ανθρωπιστικά, πλουραλιστικά και ανεκτικά ιδανικά» είναι πλέον άκυρο. Ο Τραμπ επιδείκνυε την περιφρόνησή του για αυτά τα ιδανικά και η πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων ενστερνίστηκε αυτή την περιφρόνηση. Η «εσωτερική πολιτική» που ο Σλέσινγκερ πίστευε ότι θα ενεργούσε πάντα για να διορθώνει τις υπερβολές της «εκτελεστικής διόγκωσης» του Μάντισον κατέρρευσε όταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εισήλθε στη μεταδημοκρατική του μετά θάνατον ζωή. Ο κάποτε διαβόητος ισχυρισμός του Νίξον ότι «όταν το κάνει ο Πρόεδρος, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παράνομο» είναι τώρα στην ουσία ένα επίσημο δόγμα για το Ανώτατο Δικαστήριο του Τραμπ. Δεν υπάρχει κανένας αποτελεσματικός περιορισμός στην ανοιχτή ανάδυση του Τραμπ ως (για να δανειστώ τον τίτλο του εκπληκτικά προφητικού άλμπουμ του Ίγκι Ποπ το 1993) Αμερικανός Καίσαρας.

Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Τραμπ δεν θέλει να ξεκινήσει πόλεμο με τη Δανία ή τον Καναδά. Η ταχύτητα με την οποία ο ισχυρισμός του ότι θα μπορούσε να στείλει αμερικανικά στρατεύματα για να καταλάβουν τη Γάζα («Αν είναι απαραίτητο, θα το κάνουμε», είπε στις 4 Φεβρουαρίου) εξανεμίστηκε («Δεν θα χρειαστούν στρατιώτες από τις ΗΠΑ!», ανέβασε στο Truth Social στις 6 Φεβρουαρίου) υποδηλώνει ότι εξακολουθεί να αισθάνεται άβολα με την άμεση στρατιωτική επέμβαση. Οι βασανιστικές προσπάθειες των αξιωματούχων και των υποστηρικτών του να μετριάσουν ή να αποσαφηνίσουν τις δηλώσεις του δεν υποδηλώνουν την ύπαρξη οποιουδήποτε σοβαρού σχεδίου αποικισμού της Γάζας. Τουλάχιστον προς το παρόν η επεκτατική του έπαρση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος μετα-ιμπεριαλισμού – η γλώσσα και οι χειρονομίες της διεθνούς επιθετικότητας χωρίς τη φυσική βία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η στάση είναι κενή. Όπως επεσήμανε ο Μάντισον στον Τζέφερσον, η εξωτερική εμπλοκή που χρησιμοποιεί ένας πρόεδρος για να σφετεριστεί την εξουσία στο εσωτερικό μπορεί να είναι «πραγματική ή προσποιητή». Με τον Τραμπ η γραμμή μεταξύ αυτών των καταστάσεων είναι πάντα θολή. Αυτό που έχει σημασία είναι, για να δανειστώ μια φράση του Ρέιμοντ Γουίλιαμς, η «δομή του συναισθήματος» που είναι σε θέση να δημιουργεί.

Η δομή του συναισθήματος που διαμορφώνει την αποικιακή νοοτροπία είναι αυτό που η Κάρολαϊν Έλκινς αποκαλεί «νομιμοποιημένη ανομία» στην πρόσφατη ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας Legacy of Violence [Κληρονομιά βίας]. Αυτό το παράδοξο εκτείνεται στην άβυσσο ανάμεσα στις υποτιθέμενες νομοταγείς και πολιτισμένες δημοκρατίες και στα ατυχή πράγματα που πρέπει να κάνουν για να κρατήσουν σε τάξη τους αδιαμόρφωτους (συνήθως σκουρόχρωμους) ξένους υπηκόους τους. Πράξεις που διαφορετικά δεν θα ήταν ούτε νόμιμες ούτε έντιμες γίνονται αποδεκτές όταν θεωρείται πως εξυπηρετούν αυτοκρατορικούς σκοπούς. Η αναρχική κρατική βία μπορεί τότε να γίνει κατανοητή ως η αυστηρότητα που απαιτείται για την τήρηση του νόμου και της τάξης ανάμεσα σε ανυπότακτους λαούς.

Η νομιμοποιημένη ανομία ταιριάζει πολύ καλά στην υβριδική φύση της δεύτερης έλευσης του Τραμπισμού. Το κίνημα MAGA έχει να διαχειριστεί μια αντίφαση ανάμεσα στην ελευθεριακή, αντικυβερνητική ιδεολογία της πτέρυγας του Big Tech και του δεσποτισμού των φασιστικών παραδόσεων στον οποίο στηρίζεται. Το διαλυτικό μέσο είναι ένα είδος αναρχοαυταρχισμού που διαιρεί τους Αμερικανούς με τον ίδιο τρόπο που οι δυτικές αυτοκρατορίες χώριζαν την ανθρωπότητα σε πολίτες της μητέρας πατρίδας (που έχουν δικαιώματα) και υπηκόους της αυτοκρατορίας (που δεν έχουν). Προς το παρόν οι «πραγματικοί Αμερικανοί» είναι οι πολίτες, και οι μετανάστες είναι οι υπήκοοι.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια από τις πρώτες πράξεις του Τραμπ, τη νύχτα της ορκωμοσίας του, ήταν η υπογραφή ενός εκτελεστικού διατάγματος που επιδιώκει να ανατρέψει τη θεμελιώδη έννοια της αμερικανικής ιθαγένειας, τερματίζοντας το αυτόματο δικαίωμά της σε όλους όσους γεννιούνται σε αμερικανικό έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο σφυρηλατεί το δικό του παράδοξο – τον Αμερικανό ξένο, τον μη εθνικό ιθαγενή. «Οι υπήκοοι της αποικιοκρατίας», γράφει η Έλκινς, «ήταν ουσιαστικά απάτριδες», και αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση στην οποία σκοπεύει να υποβιβάσει ο Τραμπ εκατομμύρια Αμερικανούς. Και όπως έδειξε η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού, όταν οι άνθρωποι καθίστανται απάτριδες, τότε δεν έχουν δικαιώματα – «τα αποβράσματα της γης», στους οποίους μπορεί να συμβεί οτιδήποτε.

Τα άμεσα θύματα της νομιμοποιημένης ανομίας στην Αμερική του Τραμπ θα είναι οι μετανάστες. Εδώ η αυτοκρατορική προεδρία θα ασκήσει για πρώτη φορά την απεριόριστη εξουσία της. Ο Τραμπ έχει εσωτερικεύσει τον ξένο κίνδυνο που ο Μάντισον προειδοποιούσε ότι θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κάνει έναν πρόεδρο μονάρχη – ο εχθρός είναι ήδη πλήρως εσωτερικός. Και έτσι πρέπει να υπάρξει, παράλληλα με τη φαντασίωση των μετα-αποκαλυπτικών αποικιών, μια σκιώδης αυτοκρατορία εξωεδαφικών στρατοπέδων στα οποία μπορούν να μεταφερθούν οι μετανάστες: Το Γκουαντάναμο, το Ελ Σαλβαδόρ και οι «πολλές, πολλές», όπως λέει ο Τραμπ, άλλες χώρες. Ένα από τα δευτερεύοντα παρακλάδια του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού –η ποινική αποικία– θα αποτελέσει κύριο γεγονός στην εκδοχή του Τραμπ. Η εκκαθάριση μιας μετα-αποκαλυπτικής Γάζας από εκατομμύρια ανθρώπους μπορεί να είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, όπως το έθεσαν οι New York Times, «ελάχιστα παραπάνω από μια ιδέα μέσα στο κεφάλι του προέδρου», αλλά σε αυτό το κεφάλι στέκεται μαζί με μια πολύ πιο οικεία μορφή εθνοκάθαρσης στην ίδια την Αμερική. Η φαντασίωση των Αμερικανών να φεύγουν από μια παγκόσμια καταστροφή προς τη Γροιλανδία βοηθά να προετοιμάσει το έδαφος για μια αναγκαστική έξοδο άλλων Αμερικανών προς ένα ζοφερό και άγονο μέλλον.


13 Φεβρουαρίου, 2025

© 2025 THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS

Μετάφραση: Μιμή Βασιλάκη

 

banner 970x250 b