Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι μιὰ ἑνότητα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Β. Χ. Πετράκου Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Χρονογραφικὴ προσωπογραφία,[1] σσ. 89-98. Τὸ ἀναδημοσιεύουμε ὄχι μόνο ὡς δεῖγμα τοῦ ἀπαράμιλλου ὕφους του (ὡς ἀκρότης καὶ ἐξοχή τις λόγων ἐστὶ τὰ ὕψη· καθὼς τὸ ὕψος/ὕφος εἶναι ἡ ἄκρα τελειότης, ἡ κορύφωση τῆς γλωσσικῆς ἐκφράσεως). Ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ κόλαφο γιὰ τὶς ἰδεοληψίες ἀκαδημαϊκοῦ ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ (Ἰανουάριος 2019) ὡς ἀπερχόμενος πρόεδρος τοῦ Ἱδρύματος ἀνέπτυξε τὶς ἀντιεπιστημονικὲς αὐτὲς ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες παρὰ τὶς σφοδρὲς ἐπικρίσεις τῶν εἰδικῶν μελῶν τῆς Ἀκαδημίας προτάχθηκαν στὸν τόμο τῶν Πρακτικῶν ὡς οἱονεὶ πρόλογος, ἐνῶ δημοσιεύθηκαν σὲ τρεῖς ἀκροδεξιὲς ἐφημερίδες καὶ ἐπίσης ὡς εἰδικὸ ἔνθετο μὲ τίτλο «Πλανήτης Ἑλλὰς» στὴν Ἐλεύθερη Ὥρα. Ὁ ἴδιος ἀκαδημαϊκός, «ἀντιστασιακὸς» ἐπὶ δικτατορίας μὲ ἔμβλημα τὸν φοίνικα, ἔκρινε σκόπιμο νὰ σύρει τὸν διακεκριμένο καθηγητὴ Ἄγγελο Χανιώτη καὶ τὴν Athens Review of Books στὰ δικαστήρια γιὰ νὰ ἀποφασίσουν ὅτι ἡ τελειοτέρα ἀσφαλῶς γλώσσα τοῦ Σύμπαντος εἶναι ἐκείνη ποὺ ὁμιλεῖται στὸν Πλανήτη Ἑλλάς, καὶ βεβαίως ἡ ἀρχαιοτέρα, τὴν ὁποία μᾶς ἔκλεψαν οἱ Φοίνικες.
Ἡ ὕπαρξη ἀκαδημαϊκῶν μὲ εὐρύτητα γνώσεων καὶ πνεύματος, ἱκανῶν νὰ θεραπεύσουν καὶ συγγενικὲς ἐπιστῆμες, ἀρχαιολογία καὶ φιλολογία καὶ λογοτεχνία, ὅπως ὁ Καροῦζος καὶ ὁ Στέλιος Ἀλεξίου, προσδίδει στὴν Ἀκαδημία κύρος καὶ ἐνισχύει τὸν ἰδανικὸ χαρακτήρα της. Τὶς ἰδιότητες αὐτὲς μποροῦν νὰ τὶς ἔχουν πρόσωπα ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, ἀρκεῖ νὰ εἶναι ἄριστοι πρῶτα στὴν ἐπιστήμη τους καὶ νὰ ἔχουν καὶ ἄλλα ἐνδιαφέροντα μὲ τὰ ὁποῖα νὰ ἀσχολοῦνται παράλληλα μὲ τὰ κύριά τους, ἀλλὰ συστηματικά. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἀντίθετη τάση. Πρόσωπα ποὺ γνωρίζουν ἕνα καὶ μόνο πράγμα, ὡς ἐπάγγελμα, ἀναμιγνύονται σὲ ἐπιστῆμες ποὺ βρίσκονται σὲ ἀντίθεση μὲ ἐκείνη ποὺ ἀσκοῦν, ὡς πρὸς τὸ θέμα καὶ τὴ μέθοδο, ἐπιστῆμες ποὺ ἀπαιτοῦν πολύμοχθη προσπάθεια γιὰ νὰ τὶς κατακτήσεις, ποὺ δὲν διδάσκονται ἀπὸ τὸ διαδίκτυο οὔτε ἀπὸ τὰ ποσοτικὰ στοιχεῖα ποὺ παρέχονται, χωρὶς δυνατότητα ἐπαλήθευσης, ἀπὸ ἀμερικανικὰ πρακτορεῖα. Εἶναι ἡ τάση τῆς ἀνάμιξης σὲ ξένα χωρά-
φια, ἀνάπτυξη στὸ ἔπακρο τῆς φράσης τοῦ Victor Hugo: «Rien n’est plus rare qu’un vrai savant, rien n’est plus commun qu’une erudition empruntée». Ἡ δανεικὴ γνώση δὲν ἀφομοιώνεται ἀπὸ τὸν ἀνίδεο τῆς ἐπιστήμης καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε οἰκτρό. Τὸ πράγμα δὲν ἔχει σημασία στὴν καθημερινὴ ζωή. Οἱ πολύξεροι πάντα ὑπάρχουν. Παλιότερα διάβαζαν τὸν Καζαμία καὶ ἐπαναλάμβαναν τὶς προφητεῖες του. Σὲ μιὰ Ἀκαδημία ὅμως, ποὺ τὴν παρατηροῦν σχεδὸν ὅλοι, τὸ φαινόμενο εἶναι προσβλητικό[2]. Ὅ,τι λέγεται καὶ γράφεται ἀπὸ ἀκαδημαϊκὸ καὶ δὲν εἶναι στὸ ἐπιστημονικὸ καὶ πνευματικὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τοὺς εἰδικοὺς τῶν πραγμάτων ποὺ θὰ τὰ ἀκούσουν ἢ θὰ τὰ διαβάσουν, καὶ οἱ περισσότεροι εἰδικοὶ βρίσκονται ἐκτὸς Ἀκαδημίας, δὲν διαφέρουν ἀπὸ τούς «βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους»[3].
Τὸ γλωσσικὸ εἶναι θέμα ποὺ ὅλοι νομίζουν ὅτι τὸ χειρίζονται καὶ μποροῦν νὰ ἔχουν ἄποψη γιὰ τὴ γλώσσα. Ἀλλὰ μόνον οἱ εἰδικοί, φιλόλογοι, γλωσσολόγοι, λογοτέχνες, ἱστορικοί, ἀρχαιολόγοι, γενικῶς πρόσωπα μὲ ἄρτια ἀνθρωπιστικὴ παιδεία καὶ ἄξιοι τοῦ ὀνόματος, μποροῦν νὰ διατυπώσουν ἄποψη, πολὺ περισσότερο γνώμη[4]. Ἡ Νεοελληνικὴ ταλάνισε τὴν Ἀκαδημία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ἕως τὸ 1976, μὲ σταδιακὴ μείωση τῆς ἔντασης ὥστε τὸ σβήσιμo τοῦ ζητήματος νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτό. Τὶς ἀπόψεις τῆς Ἀκαδημίας, ποὺ ἐξ ἀρχῆς θεωρήθηκε τὸ κάστρο τῆς καθαρεύουσας καὶ τῆς γλωσσικῆς ἀντίδρασης, καὶ ἦταν ὡς πρὸς ἀρκετὰ μέλη της, τὶς ἐνέργειές της, ἔχει σχολιάσει σὲ ἔκταση ὁ Μανόλης Τριανταφυλλίδης[5] καὶ περιττεύει νέα ἐξέταση τοῦ παλαιοῦ ζητήματος. Ἀλλὰ ὁ Παλαμᾶς, ὁ Δροσίνης καὶ ἀργότερα ὁ Βενέζης, ὁ Μυριβήλης, ὁ Τερζάκης, ὁ Κουγέας, ὁ Ρωμαῖος, ὁ Καροῦζος, ὁ Ἄγγ. Βλάχος δὲν ἦσαν γλωσσαμύντορες. Τὴν εἰκόνα τῆς ἀντίδρασης τὴν δημιουργοῦσαν ὁρισμένοι μὲ ἰδιότυπες ἱστορικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀπόψεις, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε κορυφαῖοι, λ.χ. Γ. Χατζιδάκις, Θεοφ. Βορέας, Νικ. Ἐξαρχόπουλος, Σπ. Μαρινᾶτος, Ἰω. Σταματάκος. Σήμερα τὸ παλαιὸ γλωσσικὸ δὲν ἀπασχολεῖ τὴ Δεύτερη Τάξη, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἀρχαϊστής, παρὰ μόνον χόβολη τῆς ἐποχῆς τῶν Ὁμάδων.
Καθὼς δὲν ὑπάρχει πλέον γλωσσικὸ ζήτημα, δημιουργήθηκε ἕνα νέο, παραγλωσσικό, ὄχι τῆς Ἀκαδημίας ἀλλὰ ποὺ τεχνηέντως προσγράφεται στὴν Ἀκαδημία. Ἀφορᾶ τὴν ἀνωτερότητα τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τὴν κατάντια τῶν Ἑλλήνων, ποὺ δὲν μιλοῦν καὶ δὲν γράφουν ὅπως ὁ Θουκυδίδης. Αὐτὸ τὸ παραγλωσσικὸ στηρίζεται σὲ βάση ὄχι ἐπιστημονική, ἀλλὰ ἐθνικολαϊκιστικὴ καὶ αὐταπόδεικτη. Καὶ ἀφορᾶ τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων γλωσσῶν, προσόν, ἡ ἀνωτερότητα, καὶ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων, ἀπογόνων τῶν Ἀρχαίων. Μὲ τὶς σύγχρονες γλῶσσες μόνο ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ συγκρίνεται! Ἡ ἀρχαία εἶναι ἀξεπέραστη καὶ ἐπειδὴ ἡ νεοελληνικὴ εἶναι κατ᾽ εὐθεῖαν ἀπόγονός της δὲν ἐπιτρέπεται καμιὰ ἀλλαγή της ἢ μείωσή της, ὅπως, λ.χ. κάποιες ἁπλοποιήσεις ποὺ γίνονται φυσιολογικὰ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἢ ἡ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ.
Δὲν ζητοῦν οἱ σημερινοὶ προστάτες τῆς γλώσσας τὴν ἐπάνοδο στὴν καθαρεύουσα, ποὺ τὴν νοσταλγοῦν κι ἂς μὴν μποροῦν νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν, γιατὶ γιὰ νὰ γράψεις καὶ νὰ μιλήσεις (!) καθαρεύουσα χρειάζεται νὰ γνωρίζεις τὴν ἀρχαία, νὰ τὴν διαβάζεις καθημερινῶς, δηλαδὴ νὰ γνωρίζεις «ἑλληνικά». Εἶναι ἡ καθαρεύουσα κάτι ὁριστικὰ χαμένο, παρὰ τὸ ὅτι ἔχουν γραφεῖ σ᾽ αὐτὴν κείμενα μεγάλης λογοτεχνίας. Διακηρύσσεται λοιπὸν ἡ προστασία τῆς ἑλληνικῆς, ἄγνωστο ποιᾶς ἀκριβῶς καὶ ἀπὸ ποιούς ἐχθρούς της. Αὐτοὶ ποὺ φωνάζουν δὲν ἔχουν δώσει δείγματα τῆς γλώσσας ποὺ θέλουν. Τουλάχιστον ὁ ἀνόητος συνταγματικὸς Παναγιώτης Σοῦτσος εἶχε θεωρία καὶ ἔγραψε, ἔτσι νόμιζε, λογοτεχνία καὶ κρίθηκε! Θέλουν ὅμως οἱ σημερινοὶ πρόμαχοι τῆς γλώσσας ὁπωσδήποτε προστασία τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων, τὸν καθαρισμὸ τῆς νεοελληνικῆς ἀπὸ νεολογισμοὺς καὶ ξένες λέξεις καὶ τὴν παραδοχὴ τῆς ἀνωτερότητας τῆς ἑλληνικῆς, τῆς ἀρχαίας δηλαδή. Αὐτὲς οἱ ἀντιλήψεις παράγουν κείμενα ποὺ διαδίδονται μὲ τὸ διαδίκτυο, ἐμφανίζονται μετὰ σὲ ἀνακοινώσεις, μὲ σκοπὸ τὴν προστασία τῆς γλώσσας ἀπὸ ἐχθροὺς ποὺ δὲν ἔχουν ὄνομα. Ἐκδίδονται διακηρύξεις γιὰ νὰ πολεμηθοῦν οἱ ἀντίπαλοι, ὅπως λ.χ.: «Τὰ μύχια τῆς ψυχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ ἀνηλεῶς μαστίζεται ἀπὸ τὴν ἀποσυνθετικὴ διαλυτικὴ νοοτροπία τοῦ ἄκρατου ὑλισμοῦ, ἀπὸ τὸ ἀπίστευτα χαμηλὸ ἐπίπεδο ἠθικῆς παρακμῆς μὲ τὴν κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος γραφῆς, ποὺ ἀποτελεῖ ἀπάνθρωπη ἀντεθνικὴ ἐπέμβαση στὸ κωδικὸ σύστημα τῆς γλώσσης». Ἡ ἠθικὴ παρακμὴ συνδέεται μὲ τοὺς τόνους, ποὺ δὲν χρειάζονται, τὸ διακήρυξε στὴν Ἀκαδημία ὁ Γ. Χατζιδάκις, ποὺ δὲν μεταχειρίζονται πλέον οἱ πολλοὶ ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐμποδίζεται ὅταν τοὺς χρησιμοποιεῖ. Καὶ οἱ λαοὶ ποὺ δὲν ἔχουν τόνους; Καὶ ὁ Σολωμὸς ὅπως τὸν βλέπουμε στὰ Αὐτόγραφα;
Οἱ ἀλλαγὲς στὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων καὶ στὰ λοιπὰ σημάδια τῆς γραφῆς μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζουμε τὰ διανοήματά μας, εἶναι συχνές. Οὔτε οἱ Ἀρχαῖοι μεταχειρίζονταν πάντα καὶ ὅλοι τὸ ἴδιο σχῆμα γραμμάτων, οὔτε εἶχαν τόνους καὶ πνεύματα, γιατὶ δὲν τοὺς χρειάζονταν. Καὶ πολλοὶ ἦσαν ἀνορθόγραφοι, μὲ τὰ δικά μας κριτήρια, γιατὶ πολλά «λάθη» τους ὀφείλονται στὴν προσωδία, δηλαδὴ στὴν ἰδιωματικὴ προσωπικὴ προφορά τους τὴν ὁποία μετέφεραν στὰ γραπτά τους, χαράγματα κ.τ.τ. Διασημότερη μεταβολὴ στὴ γραφή, γιὰ τοὺς ἐπιγραφικοὺς τῆς ἑλληνικῆς τουλάχιστον, εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, ποὺ πρότεινε ὁ Ἀρχῖνος ἐκ Κοίλης. Ἐκεῖνος «τοὺς Ἀθηναίους ἔπεισε χρῆσθαι τοῖς τῶν Ἰώνων γράμμασιν ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου»[6]. Ὁ Δημοσθένης[7] μνημονεύει τὸν Ἀρχῖνο ἐπαινετικά, δὲν θεώρησε τὴν καινοτομία του προσβολὴ κατὰ τῆς ἀττικῆς γραφῆς: «καταλαβόντος Φυλὴν καὶ μετά γε τοὺς θεοὺς αἰτιωτάτου ὄντος τῆς καθόδου τῷ δήμῳ, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ καλὰ πεπολιτευμένου καὶ ἐστρατηγηκότος πολλάκις». Καὶ ἡ μεγαλογράμματη καὶ συνεχὴς γραφὴ δὲν ἔγινε μικρογράμματη; Ἂν τὰ σύμβολα τῆς γραφῆς δὲν ἄλλαζαν θὰ εἴχαμε ἀκόμη τοὺς ἀρχαίους ἀριθμοὺς ἢ τοὺς ρωμαϊκούς; Θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε μαθηματικὰ χωρὶς τοὺς ἰνδικούς, τοὺς κατόπιν ἀραβικοὺς ἀριθμούς; Οἱ Ἀρχαῖοι οὔτε τέλειοι ἦσαν οὔτε μποροῦν νὰ ὁρίζουν τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας καὶ τὶς ἀντιλήψεις μας γιὰ τὰ σημερινὰ πράγματα.
Θεωρίες προστασίας τῆς γλώσσας ἔχουν ἐκτεθεῖ σὲ βαθμὸ ὑπερβολικὸ στὶς εἰδικὲς ἐφημερίδες τοῦ δημοσιογραφικοῦ τεθρίππου καὶ κάθε δημοσίευση ἀκολουθεῖται ἀπὸ πλῆθος ἐπιστολῶν στὶς ἴδιες ἐφημερίδες, ποὺ ἐπαινοῦν ὅσους διατύπωσαν καὶ ὑποστήριξαν τὴν ἀνάπτυξη σχετικῆς θεωρίας, ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι ἀκριβὲς ἀντίγραφο τῆς προηγουμένης. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιστημονικὸ ζήτημα ἀλλὰ ἰδεοληπτικό. Μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει κανεὶς μόνο ἂν ἔχει ζήσει καὶ γνωρίζει πράγματα τοῦ παρελθόντος[8].
Ἡ Ἀκαδημία, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο πνευματικὸ καὶ ἐπιστημονικὸ ἵδρυμα, πανεπιστήμια, ἑταιρεῖες, σωματεῖα, πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ φαίνεται ἄψογη. Ὁτιδήποτε παράφωνο ἀποκτᾶ διαστάσεις στὸν Τύπο καὶ στὶς συζητήσεις. Μέσα στὸ 2018 ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία βρέθηκε νὰ σκανδαλίζει τὴν Ὑφήλιο. Παραιτήσεις ἀκαδημαϊκῶν, παρέμβαση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σουηδίας, διαγραφὴ γιὰ ἀκριτομύθιες, τροποποίηση τοῦ Ὀργανισμοῦ της.
Τὰ περισσότερα, πραγματικὰ ἢ φανταστικὰ ἁμαρτήματα γιὰ τὰ ὁποῖα μὲ τὴν κανονικότητα χρονομέτρου κατηγορεῖται ἡ Ἀκαδημία, δὲν ὀφείλονται σ᾽ ἐκείνην ὡς θεσμὸ καὶ ὡς ἵδρυμα, ἀλλὰ σὲ ὁρισμένους, ποὺ φιλοδοξοῦν νὰ βρίσκονται στὸ προσκήνιο τῆς δημοσιότητας. Ἡ αἰτία τοῦ σκανδάλου ποὺ προκαλοῦν δὲν εἶναι καινοτόμος ἢ ὡραία ἀνακοίνωση ἢ ἕνα καλὸ βιβλίο, ἀλλὰ κάποια συνέντευξη, ποὺ τὴν προκαλοῦν οἱ ἴδιοι, ἢ μιὰ θεωρία ποὺ ἀφορᾶ θέματα ποὺ ἐνδιαφέρουν τὸ πλατὺ κοινὸ ἀλλὰ δὲν εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὸ χειρισθοῦν, διότι δὲν ἔχουν τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις. Γίνεται χρήση ἐπιχειρημάτων, ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸ συμβαίνει μὲ ἀποστράτους τοῦ ἐπαγγέλματός τους, ποὺ στρέφονται πρὸς ἀπρόσιτες γιὰ κείνους ἐπιστῆμες ἔχοντας ὡς μόνη βάση τὶς ἀναμνήσεις τοῦ γυμνασίου. Ἡ ἑλληνικὴ ἀρχαιότης ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν τρωικῶν, ἡ καταγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, ἡ παρθενογένεση τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ἡ μοναδικότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἡ δημιουργία της, οἱ λέξεις της ποὺ περιέχονται στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, ὁρίζεται καὶ τὸ ποσοστό, συνιστοῦν νοοτροπία ἀντιδραστικὴ καὶ μαγικὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων. Κάποιος ἀπέδωσε τὸ ὁμηρικὸ ὄνομα τῆς θάλασσας στὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε ὁ πρῶτος Ἀρχαῖος ὅταν ἤπιε θαλασσινὸ νερὸ καὶ τὸ ἔφτυσε ἀμέσως ἀναφωνόντας: «hάλς!». Ἀπὸ τὸ ὑποθετικὸ ἐπιφώνημα δόθηκε στὴ θάλασσα τὸ ὄνομα ἅλς! Ἐπιστρέφουμε στή «γλωσσολογία» τοῦ Κρατύλου. Ὅλα αὐτά, ξένα πρὸς τὴν Ἀκαδημία καὶ τὰ εἰδικὰ μέλη της, ἀποδίδονται συλλήβδην σ᾽ ἐκείνη[9].
Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ μὴ συνεχίζονται αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἀντιεπιστημονικὰ ζητήματα εἶναι νὰ τὰ ἀγνοεῖς. Δὲν συμφωνοῦν ὅμως ὅλοι καὶ ὅταν ὑπάρξει ἀντίλογος ἡ ἱστορία ξαναφουντώνει. Τοῦτο συνέβη μὲ τὸν συντάκτη τοῦ βιβλίου τούτου. Ὅταν στὶς 8 Μαρτίου 2013 ἔγινε ἀπὸ τὴν Τοπικὴ Αὐτοδιοίκηση! συνέδριο, ποὺ φιλοξενήθηκε στὴν Ἀκαδημία, μὲ θέμα «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα: χθές, σήμερα, αὔριο» δὲν ἀσχολήθηκε κανεὶς μὲ αὐτό, πλὴν ἐκείνων ποὺ τὸ παρακολούθησαν. Ὡς Γ. Γραμματεὺς τῆς Ἀκαδημίας ἀντέδρασα ἐγκαίρως καὶ ἐγγράφως χαρακτηρίζοντάς το ἀντιεπιστημονικό. Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ δὲν δέχτηκαν τὶς ἀντιρρήσεις μου, ὁ καθένας γιὰ τοὺς δικούς του λόγους. Ἡ δημοσίευση ὅμως μιᾶς ὁμιλίας τοῦ συνεδρίου, ὑποθέτω τῆς μόνης, σὲ περιοδικὸ ὁμοίων γλωσσικῶν ἀπόψεων μὲ τῶν ὀργανωτῶν τοῦ συνεδρίου[10], ἀνάγκασε τὸν καθηγητὴ φιλόλογο μὲ μακρὰ διδακτικὴ πείρα καὶ μὲ ἔργο σημαντικὸ Δημήτρη Μαρωνίτη, νὰ ἀντιδράσει μὲ δύο ἐπιφυλλίδες[11]. Στὴν πρώτη στρέφεται εὐθέως κατὰ τῆς Ἀκαδημίας μὲ ἀρκετὴ ὀξύτητα, φυσικὴ ἄλλωστε: «Ἔχει ἀσφαλῶς καὶ ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τὰ καυχήματά της. Συνήθως ἀντάξια κάποτε ἀνάξια». Καὶ τελειώνει: «Περί “Ἑλληνικῆς Γλώσσας” ἐξ ὁρισμοῦ ἀσύγκριτης ἀνὰ τὴν ὑφήλιο, προσφέρονται ἀφειδῶς ἀνιστόρητα ἐπιχειρήματα, ὅπου ἡ γλωσσικὴ ἀρχαιοπληξία ἀνταγωνίζεται τὴ νεοελληνικὴ κακογλωσσία». Στὴ δεύτερη ἐπιφυλλίδα γράφει γιὰ τό «ἴνδαλμα μιᾶς ἀμετάλλακτης “ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ χτὲς στὸ σήμερα κι ἀπὸ τὸ σήμερα στὸ αὔριο”, τὸ ὁποῖο - - - ἀνέλαβε νὰ ὑπερασπιστεῖ εἰς διπλοῦν ὁ - - αὐτοφυὴς γλωσσαμύντωρ. - - Ἐπιμένει σὲ ἀναπόδεικτα στατιστικὰ δεδομένα ποὺ ἀποδεικνύουν πόσο “κρυφοελληνικὲς” εἶναι οἱ περισσότερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες - - Ἐμφανίζει τὸν Σεφέρη[12] νὰ καταδικάζει τὴ γλωσσικὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1976 μετὰ θάνατον». Ἐπειδὴ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ Μαρωνίτη στρέφονταν κατὰ τῆς Ἀκαδημίας γιὰ ἕνα συνέδριο ποὺ δὲν ἦταν δικό της – ἡ πλειονότητα τῶν ἀκαδημαϊκῶν τὸ θεώρησε ἀνώδυνο καὶ δέχτηκε νὰ γίνει γιὰ νὰ ἀποφύγει ἐσωτερικὲς προστριβές, στάση βέβαια λανθασμένη ὅταν πρόκειται γιὰ ἐπιστημονικὰ θέματα – θεώρησα ὅτι ἔπρεπε νὰ γνωστοποιήσω τὴν πραγματικότητα, καὶ τὸ ἔκανα μὲ ἐπιστολή μου στὴν ἴδια ἐφημερίδα (1 Σεπτ. 2013). Πληροφοροῦσα ὅτι οἱ γλωσσικὲς ἀπόψεις ποὺ μνημόνευε δικαίως ἐπικριτικὰ ὁ Δ. Μαρωνίτης ἀνῆκαν σὲ πρόσωπο πού «δὲν ἔχει ἁρμοδιότητα καὶ τὶς ἀναγκαῖες γνώσεις γιὰ νὰ ἀσχολεῖται μὲ ζητήματα τῆς γλώσσας». Μνημόνευσα τὴν ἄγνωστη, στὸν Μαρωνίτη καὶ ὅλους τοὺς φιλολόγους, ἀνάλογη ὁμιλία ποὺ εἶχε γίνει στὶς 31 Μαρτίου 2009 καὶ κατέληγα, ὅτι «ἄλλο ἕνας ἀναρμόδιος γιὰ τὴ γλώσσα, ἄλλο ἡ Ἀκαδημία».
Ἐκεῖ τελείωνε γιὰ μένα τὸ ὅλο ζήτημα. Ὑπῆρξε ἀπάντηση, ὅχι στὸν Μαρωνίτη, ποὺ δημιούργησε τὸ ζήτημα, ἀλλὰ σὲ μένα, διότι «τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενο» τοῦ γράμματός μου «προκαλοῦν θλιβερὴ ἐντύπωση»[13], ὅτι ἐκτέθηκαν στὸ συνέδριο «γνῶμες ἀπολύτως ἁρμοδίων, ξένων καὶ ἡμεδαπῶν» καί, πράγμα ποὺ διάβασα μὲ σκεπτικισμό, «ἀπὸ τὴ δημοσίευση τῶν πρακτικῶν θὰ φανῆ ποιός ὁ ἀδαὴς καὶ ποιός παγιδεύει ποιόν». Ἔπειτα ἀπὸ ἀναμονὴ ἕξι χρόνων δὲν δημοσιεύτηκε τίποτε[14]. Τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ πράγματος θὰ ἰδεῖ κανεὶς διαβάζοντας τὴν ὁμιλία τῆς 31 Μαρτίου 2009 καὶ ὅσα δημοσιεύτηκαν στὸ Βῆμα. Ἀκόμη πληρέστερη εἰκόνα θὰ σχηματίσει διαβάζοντας καὶ τὸν σχετικὸ πάλι μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λόγο τῆς 15 Ἰανουαρίου 2019, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ἤδη καὶ ἠλεκτρονικὴ φιλολογία, ποὺ ἀφορᾶ τούς «γλωσσικοὺς μύθους». Γι᾽ αὐτοὺς τούς «μύθους» ἀντέδρασε ἀμέσως ὁ ἀρχαιότερος ἀκαδημαϊκὸς τῆς Τάξεως τῶν Γραμμάτων, ἀπολύτως εἰδικός, μὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Ἀκαδημίας, ποὺ δὲν ἀνακοινώθηκε στὴν Ὁλομέλεια καὶ μὲ δημοσιευμένο ἐκτενὲς σχόλιό του[15] στὸ ὁποῖο, μεταξὺ ἄλλων δηλώνεται «ὅτι πολλοὶ Νεοέλληνες, χωρὶς καμία γνώση, συμπεριφέρονται ὡς ἐὰν νὰ εἶναι συνεχιστὲς τῶν ἐνδόξων προγόνων μας καί, χωρὶς καμία ἐπίγνωση τῆς ἀξιοθρήνητης κατάστασής μας ὡς συγχρόνου λαοῦ, διακηρύσσουν ὅτι οἱ πρόγονοί μας εὑρῆκαν περίπου τὰ πάντα. - - - ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν Ἕλληνας, ἐνῶ ὁ μόλις ἀπελθὼν πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας σὲ πανηγυρικὸ λόγο του ἐνώπιον τοῦ νοήμονος κοινοῦ τῆς πρωτεύουσας, τὸν ὁποῖο ἐν συνεχεία δημοσίευσε στὴν ἐφημερίδα «Ἑστία», διακηρύσσει ὅτι τὸ πρῶτο ἀλφάβητο παγκοσμίως ἦταν ἑλληνικό, καὶ μάλιστα τὸ κοσμοϊστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς συνέβη τὸ 1400 π.Χ., καὶ ἄλλες φαντασιώσεις, ὅπως ἡ μὴ ὕπαρξη τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς οἰκογένειας γλωσσῶν, ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Πλάτωνα σὲ εἰσηγητὴ τῆς συγκριτικῆς γλωσσολογίας».
Ἡ φοινικικὴ προέλευση τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἔχει ἀποδειχθεῖ μὲ τὴν ἱστορική, ἐπιγραφικὴ καὶ γλωσσολογικὴ ἔρευνα καὶ ἡ υἱοθέτησή του ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἔγινε κατὰ τὶς ἐμπορικές τους συναλλαγὲς μὲ τοὺς Φοίνικες στὴν Ἑλλάδα, ὅπου πιθανῶς μερικοὶ ζοῦσαν καὶ ὡς τεχνίτες, καὶ στὴν Ἰταλία. Πῆραν οἱ Ἕλληνες τὸ ἀλφάβητο, τὸ προσάρμοσαν στὴ δική τους γλώσσα καὶ μὲ τὴ σειρά τους τὸ μετέδωσαν σὲ ἄλλους. Ὡς πρὸς τὴν ἀποκλειστικὰ ἑλληνική του καταγωγή, θὰ ἦταν παράδοξο, καὶ ἀνεπανάληπτο, νὰ ὑπάρχουν χωριστὰ ἐπινοημένα δύο ἀλφάβητα, τὴν ἴδια ἐποχή, καὶ μὲ τὸ ἴδιο σχεδὸν σχῆμα γραμμάτων καὶ τὴν ἴδια, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, φωνητικὴ ἀξία[16].
Ἂν ἐξετάσουμε προσεκτικὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ πραγματικότητα, διαπιστώνεται ὅτι ὑπάρχει κεντρικὸς νοῦς. Γιὰ τὴ διακήρυξη θεωριῶν τὸ βῆμα τῆς Ἀκαδημίας, ὅσο περίοπτο κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι τὸ σημαντικό. Ὅ,τι λέγεται μένει σὲ λίγους ἀκροατὲς καὶ κατόπιν ξεχνιέται. Ἀλλὰ ὅταν τὸ ἀνακοινώσεις μὲ τὶς κατάλληλες ἐφημερίδες ὡς προερχόμενο ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία, τὸ ὄνομά της καὶ μόνο ἀποτελεῖ ἐγγύηση τῆς αὐθεντίας ἐκείνου ποὺ τὸ εἶπε. Ὅπως μὲ τὰ βραβεῖα. Μία ἀσήμαντη συλλογὴ ποιημάτων δὲν τὴν διαβάζει κανείς. Ἂν ὅμως στὴ βιτρίνα τοῦ βιβλιοπωλείου συνοδεύεται μὲ τὴν ταινία «Βραβεῖο τῶν Δώδεκα» ἤ «Prix Goncourt» ἀποκτᾶ ὁ σκινδαλαμοφράστης[17] κύρος. Γίνεται ἡ Ἀκαδημία τὸ ὄχημα γιὰ προβολὴ συνθημάτων πρὸς τοὺς ἀνίδεους, ποὺ θεωροῦν θέσφατα τὰ προβαλλόμενα, ἀφοῦ προέρχονται ἀπὸ ἀνώτατο πνευματικὸ ἵδρυμα. «Ἐντεῦθεν ἡ παρανόησις τοῦ Ζάχου», ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τὴν Ἀκαδημία γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶπε κανένα μέλος τῆς Τάξεως τῶν Γραμμάτων.
Διαπρεπὴς παλαιὸς συνεργάτης τῆς Ἀκαδημίας, ὁ Ἐμμανουὴλ Κριαρᾶς, μὲ λίγα λόγια καθορίζει μὲ σαφήνεια ποιὸς εἶναι ἁρμόδιος νὰ μιλεῖ γιὰ τὴ γλώσσα[18]: «Εἰδικὸς» σὲ ἕνα ἐπιστημονικὸ ἢ καὶ ἄλλο θέμα (ἐδῶ βέβαια πρόκειται γιὰ τὴ γλώσσα μας) εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατέχοντας μὲ ἐπάρκεια τὴν ἐπιστήμη του μπορεῖ νὰ στηρίζεται γιὰ τὰ συμπεράσματά του ὄχι μόνο σ’ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅποιο ἄλλο στοιχεῖο τοῦ ἐπιστητοῦ συγγενεύει μὲ τὸ θέμα του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ γλωσσολόγος δὲν εἶναι ἐπαρκὴς ὅταν ξεκινᾶ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὰ δεδομένα τῆς ἐπιστήμης του καὶ δὲν ἔχει ὑπόψη του καὶ τὴ συγκυρία, τὶς συνθῆκες δηλαδὴ μέσα στὶς ὁποῖες διαμορφώνεται μιὰ γλώσσα, καθὼς ἄλλοτε περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγότερο ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ «γεφυροποιός» (κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ συναδέλφου) ἐπηρεάζεται σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του «ἀπ’ τὶς προτεραιότητες τῆς κοινωνίας».
Ὅπως ὅμως γιὰ νὰ μιλᾶς γιά «γεφύρια» πρέπει προπαντὸς νὰ εἶσαι «γεφυροποιός», τὸ ἴδιο γιὰ νὰ μιλᾶς γιὰ γλώσσα καὶ τὰ καθέκαστά της πρέπει νὰ εἶσαι κατὰ βάση γλωσσολόγος. Τί συμβαίνει σ’ ἐμᾶς; Νομίζομε ὅτι γιὰ τὴ γλώσσα μποροῦμε ὅλοι μας νὰ ἀποφαινόμαστε γι’ αὐτήν, μιὰ καὶ ὅλοι μας τὴν μιλοῦμε τὴ γλώσσα μας καὶ τὴν γράφομε. Ἀληθινὰ ὅμως ποιός μπορεῖ νὰ ἀποκλείσει, μέσα σὲ ἕνα καλῶς χαρασσόμενο ὅριο καὶ χωρὶς καθοδηγητικὲς καὶ ρυθμιστικὲς προθέσεις, ἕνας λόγιος ἢ ἕνας ἐπιστήμονας νὰ ἐκφράζει ἀπόψεις γιὰ τὴ γλώσσα; Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅλοι μας ἔχομε γνώμη γιὰ τὴν κοινωνία μας καὶ τὴν ὀργάνωσή της, ὅμως μόνο ὁ κοινωνιολόγος εἶναι σὲ θέση νὰ μελετᾶ καὶ νὰ ἑρμηνεύει τὰ κοινωνικὰ φαινόμενα τοῦ παρόντος καὶ τοῦ παρελθόντος».
[1] Πραγματεῖαι τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμος 75. Γραφεῖον Δημοσιευμάτων τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 2019. Ὁ συγγραφέας σημειώνει σχετικὰ μὲ τὸν τίτλο Παραγλωσσικό: «Τὸ πρόθημα [παρα-] δηλώνει, ὅπως ἑρμηνεύεται στὸ Χρηστικὸ Λεξικὸ τῆς Ἀκαδημίας, μεταβολή, ἀπόκλιση, διαστρέβλωση, ὅπως λ.χ. στὶς λέξεις παρακράτος, παραμάγαζο, παρανόηση, παράνοια, παραδικαστικό (κύκλωμα)».
[2] Ἐδῶ ταιριάζει ὁ λόγος τοῦ Τερεντίου: Omnia se putant scire et soli nesciunt omnia (νομίζουν πὼς ξέρουν τὰ πάντα καὶ μόνοι αὐτοὶ δὲν ξέρουν τίποτε).
[3] Πρὸς Τιμ. Α´ 4,7. Γραῶν ὕθλος, κατὰ τὸν Σωκράτη, Πλατ. Θεαίτ. 176b. Ἴσως ἀποδίδεται σημασία σὲ νηπιώδη ζητήματα, ἀλλὰ ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρόβλημα τῆς Ἀκαδημίας, δηλαδὴ τῶν ἀκαδημαϊκῶν ποὺ τὴν συγκροτοῦν. Συμβαίνει ἄνθρωποι καλοπροαίρετοι νὰ τοὺς ρωτοῦν: «Εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ γράφονται ἀπὸ τὸν δεῖνα ἀκαδημαϊκὸ στὶς ἐφημερίδες;». Τί ὀφείλει ν᾽ ἀπαντήσει ὁ ἐρωτώμενος; Γνωρίζει τὴ μηδενικὴ ἀξία τῶν γραφομένων καὶ ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι πὼς σ᾽ αὐτὰ ποὺ διάβασαν ἁρμόζει τὸ ἀδέσποτον τοῦ Σωπάτρου: «Χαίρετ᾽ Ἀριστείδου τοῦ ῥήτορος ἑπτὰ μαθηταί, | τέσσαρες οἱ τοῖχοι καὶ τρία κυψέλια». (Sopater Rhet., Prolegomena in Aristidem, Aristides, vol. 3, σελ. 741. 4-5, ed. W. Dindorf, Leipzig, Reimer 1829). Τὸ ἐπίγραμμα μεταχειρίστηκε ὁ Ἀσώπιος (βλ. ἑπόμ. σημείωση) γιὰ τὸν συνταγματικὸ τοῦ 19ου αἰ., πεθαμένο ἐνῶ ἀκόμη ζοῦσε, προσδιορίζοντας ἔτσι ὁ παλαιὸς φιλόλογος τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀναγνωστῶν καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ συνταγματικοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ γίνει διάσημος μὲ ἀνοησίες.
[4] Ἰσχύουν πάντα οἱ λόγοι τοῦ Κωνσταντίνου Ἀσωπίου γιὰ τὸν Παναγιώτη Σοῦτσο. «Τοιαύτη σχεδίου ἔλλειψις, τοιαύτη ἀστασία νοὸς ἦτον, κατὰ τὸ εἰκός, ἀναγκαία συνέπεια εἰς τὰ ἀκατέργαστα καὶ ἀποφώλια ἔκγονα ἀνθρώπου τὰς πρώτας ἀρχὰς τῆς γραμματικῆς τῆς ἀρχαίας καὶ τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς γλώσσης ἀγνοοῦντος». Τὰ Σούτσεια, ἤτοι ὁ Κύριος Παναγιώτης Σοῦτσος ἐν Γραμματικοῖς, ἐν Φιλολόγοις, ἐν Σχολάρχαις, ἐν Μετρικοῖς καὶ ἐν Ποιηταῖς ἐξεταζόμενος (ἐν Ἀθήναις 1853) 107.
[5] Ἡ Ἀκαδημία καὶ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα, Ἅπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη τόμ. 7 (Θεσσαλονίκη 1965) 239-323.
[6] Τὸ 403/2 π.Χ., Φωτ. Λεξ., Σούδα λ. Σαμίων ὁ δῆμος.
[7] Κατὰ Τιμοκράτους 135.
[8] Χρήστου Γιανναρᾶ, Καταφύγιο Ἰδεῶν, Μαρτυρία (Δόμος, Ἀθήνα 1987).
[9] Βλ. Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Ἀσύλληπτες περιγραφὲς γονιμοποιήσεων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ λόγου ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, Θαλλὼ 9, 1997, 243-251· Βασιλ. Μ. Ἀργυρόπουλου, Ἀρχαιολατρία καὶ Γλώσσα (Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα 2009).
[10] Νέα Εὐθύνη, τχ. 18, Ἰουλίου-Αὐγούστου 2013, 361-366.
[11] Ἐπίμαχο Καύχημα, Τὸ Βῆμα, 11 Αὐγ. 2013· Ὅπερ ἔδει δεῖξαι, αὐτ. 18 Αὐγ. 2013.
[12] Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Σεφέρη, ὑπάρχει καὶ τοῦ Γ. Μυλωνᾶ (†15.4.1988), στὶς 31.10.1988 γιὰ νὰ ἐκλέξει ἑταῖρο τῆς Ἀρχ. Ἑτ. ἕναν ὁμηριστή (ΠΑΑ 92 τχ. Α, 2017, στ. 6-7 ἀπὸ κάτω).
[13] Τὸ Βῆμα, 8 Σεπτ. 2013.
[14] Ἡμερίδα ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας εἶχε γίνει καὶ τὸ 2003, 18 Νοεμβρίου, στὸ Μέγαρο Μουσικῆς, μὲ θέμα «Ἀπὸ τὴν Ἀττικὴ διάλεκτο στὴν γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων», χωρίς, ὅσο γνωρίζω, νὰ δημοσιευθοῦν πρακτικά. Ἴσως πρέπει νὰ περιμένουμε, τουλάχιστον ὣς τὴ Δευτέρα Παρουσία.
[15] Τὸ Παρὸν 24 Φεβρ. 2019.
[16] Barry B. Powell, Homer and the origin of the Greek alphabet (Cambridge 1991). Συνοπτικὸ ἀλλὰ πολὺ πυκνὸ εἶναι τὸ ἄρθρο «Ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ» τοῦ Μανόλη Ἀνδρόνικου, δημοσιευμένο στὸ Βῆμα τοῦ 1988 (ἀναδημοσίευση Ὁ Μέντωρ 27, 1993,165-170), μὲ τὸ ὁποῖο δέχεται τὴ φοινικικὴ προέλευση τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, πράγμα ποὺ ἀπέδειξε πλήρως, μὲ βάση τὰ ὅσα στοιχεῖα ἔχει ἡ ἐπιστήμη, ὁ Barry B. Powell. Ὁ Ἀνδρόνικος ἦταν ἐξαίρετος ἐπιστήμων καὶ Ἕλληνας. Καὶ ἤξερε ὅτι ἄλλο ἡ ἐπιστήμη, ἄλλο ὁ τσαρλατανισμός.
[17] Straw-splitter κατὰ LSJ. Ἡ λέξη παραδίδεται ἀπὸ τὸν Ἀγαθία Σχολαστικό, «σκινδαλαμοφράστην αἰπυτάτης σοφίης» (Ἀνθολογία 11, 354, Beckby).
[18] Θητεία στὴ γλώσσα (Γκοβόστης 1998) 231.