Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1898 με το όνομα Μάμποβιτς στο Κίεβο, στην Ρωσική Αυτοκρατορία, σε παραδοσιακή φτωχή οικογένεια Εβραίων της Ουκρανίας. Ήταν ισραηλινή πολιτικός και μια από τις δύο γυναίκες που υπέγραψαν την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.[1] Υπηρέτησε ως η τέταρτη πρωθυπουργός του Ισραήλ τα έτη 1969-1974, και είναι η πρώτη και μοναδική γυναίκα σε αυτόν τον ρόλο. Πριν από την πρωθυπουργία, υπηρέτησε ως πρέσβειρα του Ισραήλ στη Σοβιετική Ένωση,[2] ως βουλευτής, ως υπουργός Εργασίας και υπουργός Εξωτερικών.
Όταν ήταν ακόμα παιδί η οικογένειά της μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και ενηλικιώθηκε. Σε ηλικία 23 ετών μετανάστευσε στην Παλαιστίνη με τον σύζυγό της, Μορίς Μέιρσον, και στην αρχή εργάστηκε σε κιμπούτς προτού γίνει δημόσιο πρόσωπο. Άρχισε την πορεία της στην πολιτική ως Γραμματέας του Συμβουλίου Εργατριών στην Γενική Ομοσπονδία Εργαζομένων,[3] και της ανατέθηκαν αρκετές φορές διάφορες αποστολές στην Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Με τα χρόνια ενισχύθηκε η θέση της στο εργατικό αλλά και στο σιωνιστικό κίνημα, και δραστηριοποιήθηκε στο Ισραήλ και την Αμερική. Το 1948 διορίστηκε μέλος του Λαϊκού Συμβουλίου (Μοέτσετ Αάμ),[4] και έτσι υπέγραψε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.
Η Μεΐρ εκλέχθηκε στην ιδρυτική συνέλευση, η οποία στην συνέχεια έγινε η πρώτη Βουλή (Κνέσετ) του Ισραήλ, και διορίστηκε υπουργός Εργασίας στην πρώτη κυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους. Από τη θέση αυτή εργάστηκε για την κοινωνική νομοθεσία που αποτέλεσε το θεμέλιο της εργατικής νομοθεσίας του Ισραήλ. Το 1955 υπήρξε υποψήφια του κόμματός της Mapai (Εργατικό Κόμμα της Γης του Ισραήλ, με επικεφαλής τον Μπεν-Γκουριόν)[5] στην δημαρχία του Τελ Αβίβ, όμως απέτυχε να εκλεγεί. Το 1956 διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών και σύμφωνα με την παράδοση εβραιοποίησε το όνομά της από Μέιρσον σε Μεΐρ. Στη θέση αυτή υπηρέτησε περί τα δέκα χρόνια, και κατά τη διάρκεια της θητείας της ξέσπασε ο πόλεμος του Σινά (1956). Το 1966 εγκατέλειψε την θέση της και επέστρεψε στην κομματική δραστηριότητα και τοποθετήθηκε Γραμματέας του Mαπάι. Σε αυτή τη θέση εργάστηκε σκληρά για την ενοποίηση των εργατικών κομμάτων, ένας στόχος που επιτεύχθηκε γρήγορα, και η Μεΐρ υπηρέτησε ως Γραμματέας του Εργατικού Κόμματος.
Με τον θάνατο του πρωθυπουργού Λεβί Εσκόλ το 1969 αποφασίστηκε ο διορισμός της Γκόλντα ως Προέδρου του Εργατικού Κόμματος, το οποίο κατέβαινε στης εκλογές μαζί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (Mapam) στο πλαίσιο του συνασπισμού των εργατικών κομμάτων. Και επίσης τέθηκε επικεφαλής της 14ης κυβέρνησης του Ισραήλ. Ο συνασπισμός υπό την Γκόλντα Μεΐρ έλαβε 56 έδρες στην έβδομη βουλή, σημειώνοντας την υψηλότερη επιτυχία οποιουδήποτε κόμματος του Ισραήλ. Κυβέρνησε το Ισραήλ εν μέσω μεγάλων αγώνων και πολέμησε με πείσμα πιστεύοντας ότι ανάμεσα στις αραβικές χώρες και το Ισραήλ πρέπει να γίνουν απευθείας διαπραγματεύσεις μόνιμης ειρήνης. Όμως εκείνη την περίοδο η Αίγυπτος και οι άλλες αραβικές χώρες αρνούνταν να δεχθούν τέτοιες συνομιλίες.
Ως πρωθυπουργός (1969-1974) η Γκόλντα αντιμετώπισε αρκετές κρίσεις: τους Μαύρους Πάνθηρες,[6] το κύμα τρομοκρατίας, τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973) στον οποίον σκοτώθηκαν περισσότεροι από δυο χιλιάδες στρατιώτες.
Στην Παλαιστίνη της Εντολής
Μετά την δραστηριοποίησή της στο κόμμα Εργάτες της Σιών (Poale Zion)[7] περί τα δύο χρόνια κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γκόλντα αποφάσισε να αποχωρήσει από την κομματική δραστηριότητα. Παράλληλα άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να μεταναστεύσει στην Παλαιστίνη. Φαίνεται ότι το κίνητρο σε αυτήν την απόφασή της ήταν η επιβολή της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη και ο στόχος να μετατραπεί το καθεστώς από στρατιωτικό σε πολιτικό. Άλλη αιτία αυτής της απόφασης ήταν κατά τα φαινόμενα και ο τερματισμός της δραστηριότητάς της στο κόμμα Εργάτες της Σιών.
Το καλοκαίρι του 1920, η Γκόλντα και ο Μόρις άρχισαν τις ετοιμασίες τους για μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Εγκατέλειψαν το Μιλγουόκι και μετακόμισαν με ενοίκιο σε άλλη γειτονιά στην Νέα Υόρκη. Στο καινούργιο τους διαμέρισμα συγκατοικούσαν με δύο ακόμα ζευγάρια που σκόπευαν να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη. Τον Ιανουάριο 1921, η Γκόλντα πήγε στο σπίτι της αδελφής της Σέινε στο Σικάγο. Εκεί για πρώτη φορά η Σέινε άκουσε για την απόφαση μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, και αποφάσισε να μεταναστεύσει κι εκείνη.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με σιωνιστές ηγέτες κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για το Σιωνιστικό κίνημα, 2 Απριλίου 1921. Από αριστερά προς τα δεξιά: Μπεν-Τσίον Μόσινσον, Αϊνστάιν, Χαΐμ Βάιτσμαν και Μενάχεμ Ουσίσκιν. © Richard Melloul/ Getty Images/ Ideal Image
Στις 23 Μαΐου 1921 αναχώρησαν η Μεΐρ και η αδελφή της με τις οικογένειές τους για την Παλαιστίνη με το πλοίο SS Pocahontas. Το ταξίδι που έπρεπε να διαρκέσει δύο βδομάδες, κράτησε 44 μέρες και ήταν όλο καθυστερήσεις, μια λόγω απεργίας των ναυτικών, μια λόγω αυτοκτονίας του καπετάνιου. Όταν το πλοίο έφτασε στην Γιάφα οι άραβες λιμενεργάτες εμπόδισαν την αποβίβαση των μεταναστών, και έτσι το πλοίο συνέχισε για το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από εκεί η Γκόλντα και οι άλλοι μετανάστες έφτασαν την 14 Ιουλίου 1921 με τραίνο στο Τελ Αβίβ. Το 1928 πρότεινε τον εαυτό της ως απεσταλμένη στην Αμερική εκ μέρους του Συμβουλίου Γυναικών, με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων προς όφελος της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών. Εκπρόσωποι της Γενικής Ομοσπονδίας στέλνονταν στην Αμερική ήδη από το 1926.
Τον ίδιο χρόνο οι επικεφαλής της Γενικής Ομοσπονδίας της ζήτησαν να μιλήσει στο συνέδριο της Διεθνούς Σιωνιστικής Οργάνωσης Γυναικών (WIZO) στο Βερολίνο, τον Ιούλιο του 1928. Ανάμεσα στην WIZO και το Συμβούλιο Εργατριών υπήρχε κρίση εκείνη την περίοδο, σχετικά με την κατανομή των χρημάτων της WIZO. Ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, ο Νταβίντ Ρέμεζ[8] και οι συνεργάτες τους φοβούνταν ότι η Γκόλντα θα αποφασίσει μόνη με τους επικεφαλής της WIZO για τα θέματα που υπήρχαν διαφωνίες. Γι’ αυτό αποφάσισαν ότι η Γκόλντα θα πρέπει να συνεργασθεί με την Άντα Φίσμαν στην Επιτροπή, όμως η Φίσμαν αρνήθηκε με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούν να στηριχθούν στην Γκόλντα. Οι επικεφαλής της Γενικής Ομοσπονδίας δεν δέχθηκαν τον ισχυρισμό της, και τον Ιούλιο 1928 η Γκόλντα διορίστηκε εκπρόσωπος στην Επιτροπή εκ μέρους του Συμβουλίου Εργατριών. Στην διάρκεια των διαβουλεύσεων στην Επιτροπή αναπτύχθηκαν σχέσεις ανάμεσα στην WIZO και το Συμβούλιο Εργατριών μετά από κοινή προσπάθεια της Γκόλντα και της Φίσμαν.
Όταν η Φίσμαν έθεσε την πρόταση ότι η αμερικανική οργάνωση εργατριών είχε πολιτική σχέση με τους Εργάτες της Σιών, η Γκόλντα απαίτησε από την γραμματεία του Συμβουλίου Εργατριών να απορρίψει την πρότασή της. Η απόφαση πάνω στην πρόταση της Φίσμαν απορρίφθηκε από την Γραμματεία του Συμβουλίου Εργατριών, και μεταβιβάσθηκε στην εκτελεστική επιτροπή της Γενικής Συνομοσπονδίας, και εκεί δεν έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία πέντε εναντίον τριών υπέρ και δύο αποχές. Η Φίσμαν έθεσε την πρόταση για δεύτερη φορά στις 5 Νοεμβρίου 1928 στην συνεδρία της γραμματείας της Εκτελεστικής Επιτροπής και απορρίφθηκε για δεύτερη φορά.
Στο τέλος του ίδιου έτους αποφασίστηκε ότι η Γκόλντα θα έμενε τουλάχιστον μισό χρόνο στην Αμερική, με σκοπό αφενός να συγκεντρώσει χρήματα για την οργάνωση γυναικών στην Αμερική και αφετέρου να προσελκύσει νέα μέλη. Έτσι η Γκόλντα ταξίδεψε στην Αμερική τον Νοέμβριο του ιδίου έτους.
Πριν επιστρέψει στο Ισραήλ αποφασίστηκε ότι θα διοριζόταν ως αντιπρόσωπος του κόμματος Εργάτες της Σιών στο 16ο Παγκόσμιο Σιωνιστικό Συνέδριο το καλοκαίρι του 1929, όμως η Γκόλντα δεν δέχθηκε τη θέση. Στο Συνέδριο, η Γκόλντα δεν εκπροσώπησε το κόμμα Αχντούτ Ααβοντά, αλλά το αμερικανικό τμήμα του κόμματος Εργάτες της Σιών. Επέστρεψε στο Ισραήλ τον Αύγουστο 1929.
Ενώ βρισκόταν ακόμα στην Αμερική, η Γκόλντα πληροφορήθηκε ότι θα έπρεπε να επιστρέψει στη Γραμματεία του Συμβουλίου Εργατριών. Ο Νταβίντ Ρέμεζ θεωρούσε ότι η Γκόλντα ήταν η μοναδική που μπορούσε να ανακόψει την πορεία της Φίσμαν στο Συμβούλιο Εργατριών. Όταν η Φίσμαν το πληροφορήθηκε άρχισε να επικρίνει την αποστολή της Γκόλντα στην Αμερική, και μεταξύ άλλων την κατηγόρησε ότι δεν εκτέλεσε τα καθήκοντά της, εκπροσωπώντας το κόμμα της αντί το Συμβούλιο Εργατριών.
Το 1930 η Γκόλντα παραιτήθηκε από την θέση της Γραμματέως του Συμβουλίου Εργατριών, όμως παρέμεινε στο Συμβούλιο ως μέλος της «διευρυμένης Γραμματείας». Το τέλος Μαΐου του ίδιου έτους πήγε στην Βρετανία και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος Ιουλίου, για να συγκεντρώσει χρήματα για το κόμμα και την Γενική Ομοσπονδία Εργατών. Παράλληλα έλαβε μέρος ως εκπρόσωπος του Μαπάι σε τρία συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν στην Βρετανία: Στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος, των γυναικών του και στο συνέδριο Εργατών της Σιών. Επέστρεψε στο Τελ Αβίβ στις αρχές Αυγούστου. Στις εκλογές του τρίτου Συμβουλίου των εκλεγμένων αντιπροσώπων (Μοέτσετ ανιφχαρίμ)[9] η Γκόλντα τοποθετήθηκε στην εικοστή θέση στο Μαπάι. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους έλαβε μέρος στο πρώτο Συμβούλιο. Ένα μήνα μετά έλαβε μέρος στις συζητήσεις του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Εργατών όπου άφησε το αποτύπωμά της στην πολιτική της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών.
Παράλληλα δέχθηκε πολλές πιέσεις να ξαναπάει για αποστολή στην Αμερική, όμως ο Μόρις διαφώνησε λόγω των παιδιών τους που έπρεπε να αναλάβει την ανατροφή τους. Να προσθέσουμε ότι την περίοδο εκείνη διαγνώστηκε στην κόρη της Σάρα ασθένεια στο συκώτι. Στις αρχές του 1931 βελτιώθηκε η κατάσταση της Σάρας, και η Γκόλντα αποφάσισε ότι το φθινόπωρο θα φύγει για Αμερική. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ζαλμάν Σαζάρ (μετέπειτα τρίτος πρόεδρος του Ισραήλ) τότε επικεφαλής της εργατικής εφημερίδας Davar) κατάφερε να πείσει τα μέλη του κόμματος να διορίσουν προσωρινό αντικαταστάτη του και έτσι του δόθηκε η δυνατότητα να μείνει στην Αμερική για πολύ καιρό. Ενώ και η Γκόλντα δήλωσε επίσημα ότι είναι διατεθειμένη να ξαναπάει για αποστολή στην Αμερική.
Στις 30 Σεπτεμβρίου αναχώρησε για την Αμερική. Ο Σαζάρ έφτασε στην Νέα Υόρκη ένα μήνα μετά από αυτήν. Τον Ιούνιο 1932 την παρακάλεσε ο Μορίς να γυρίσει σπίτι λόγω της κατάστασης της υγείας της Σάρας και η Γκόλντα ανταποκρίθηκε. Όταν γύρισε στην Παλαιστίνη εξεπλάγη διαπιστώνοντας πόσο χειροτέρεψε η κατάσταση της Σάρας. Με τη συγκατάθεση του Μόρις, συμφωνήθηκε ότι η Σάρα θα εγχειριζόταν στην Νέα Υόρκη. Παρά τις προειδοποιήσεις των γιατρών ότι η Σάρα μπορεί να πεθάνει, η Γκόλντα και τα παιδιά πήγαν στη Νέα Υόρκη τον Αύγουστο 1932. Η Σάρα εγχειρίστηκε και μετά από έξι εβδομάδες έγινε καλά.
Το διάστημα που έμεινε στην Αμερική (έως τον Ιούλιο του 1934), αυτή τη φορά η Γκόλντα διηύθυνε την Pioneer Women. Και στο ετήσιο συνέδριο της εν λόγω οργάνωσης που πραγματοποιήθηκε από 27 ως 30 Οκτωβρίου εκλέχθηκε επικεφαλής της. Ασχολήθηκε με την σιωνιστική δραστηριότητα και την συγκέντρωση χρημάτων, ενώ μετά την επιστροφή της στην Παλαιστίνη εκλέχθηκε Γραμματέας του Συμβουλίου Εργατών, της ανώτερης βαθμίδας της Εργατικής Συνομοσπονδίας, όπου ενεργοποιήθηκε δίπλα σε ηγέτες όπως οι Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν, Νταβίντ Ρέμεζ και Μπερλ Κατσνέλσον. Ήταν υπεύθυνη των εισφορών που πλήρωναν τα μέλη της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών για την στήριξη των ανέργων.
Επιστρέφοντας στην Παλαιστίνη εγκαταστάθηκε σε προσωρινό δωμάτιο στο Τελ Αβίβ, και ζήτησε να εγκατασταθεί σε κιμπούτς. Περιμένοντας την απόφαση εγκαταστάθηκε στο Έιν Χαρόντ. Με τα παιδιά της φιλοξενούνταν στο σπίτι της Μπέμπα Ίντελσον, γραμματέως του Συμβουλίου Εργατριών και από τις στενότερες φίλες της. Τελικά όμως η αίτησή της δεν έγινε αποδεκτή. Η Γκόλντα τότε ενοικίασε διαμέρισμα στο Τελ Αβίβ και έστειλε τα δύο παιδιά της στα εκπαιδευτήρια Α. Ντ. Γκόρντον, όπου ήταν μαθητές και ο Ιτσχάκ Ράμπιν και η Σουλαμίτ Αλόνι.
Το 1938 έλαβε μέρος στη Διάσκεψη του Εβιάν, εκ μέρους του Εβραϊκού Πρακτορείου, μαζί με τον Άρθουρ Ρούπιν[10] και τον Ναχούμ Γκόλντμαν.[11] Η διεύθυνση της Σοχνούτ (Sochnut), του Εβραϊκού Πρακτορείου, είχε αμφιβολίες σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της διάσκεψης, όμως αποφάσισε να στείλει αντιπροσωπία. Ο φόβος ήταν ότι η Διάσκεψη θα έβλαπτε την σιωνιστική προσπάθεια να μετατρέψει την Παλαιστίνη σε πρωτεύοντα στόχο εγκατάστασης των Εβραίων του κόσμου. Ούτως ή άλλως αυτή η Διάσκεψη απέτυχε, αφού καμιά από τις 32 χώρες που έλαβαν μέρος δεν θέλησε να φιλοξενήσει τους Εβραίους πρόσφυγες, για να πανηγυρίζουν οι ναζί ότι «κανένας δεν τους θέλει».
Μετά τον θάνατο του Ντοβ Οζ,[12] σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1940, η Γκόλντα τοποθετήθηκε επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Γενικής Ομοσπονδίας, και από τη θέση αυτή ασχολήθηκε με την σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στο Εβραϊκό Πρακτορείο και το βρετανικό καθεστώς.
Πριν από την ίδρυση του κράτους η Γκόλντα συναντήθηκε δύο φορές με τον Αμπντάλα, βασιλιά της Ιορδανίας. Στην πρώτη συνάντηση, στις 17 Νοεμβρίου 1947, o Αμπντάλα ήταν φιλικός και μετριοπαθής, και υποσχέθηκε πως δεν θα γίνει σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του και εκείνες της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, και η Γκόλντα Μεΐρ υποσχέθηκε ότι οι Εβραίοι θα δουν θετικά την κυριαρχία του στο αραβικό τμήμα της Παλαιστίνης, όπως θα αποφασιζόταν από κοινού ο διαμοιρασμός. Όμως πριν από την δεύτερη συνάντηση, που έγινε στις 12 Μαΐου 1948, ήταν εμφανές ότι ο Αμπντάλα θα έστελνε την ιορδανική λεγεώνα να πολεμήσει εναντίον των Εβραίων της Παλαιστίνης.
Δύο μέρες μετά, στις 14 Μαΐου 1948, η Γκόλντα Μεΐρ υπέγραψε την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στο σπίτι του Ντίζενγκοφ (δημάρχου του Τελ Αβίβ). Μετά την υπογραφή απευθύνθηκαν προς τα πλήθη που συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του Ντίζενγκοφ δύο ομιλητές, πρώτος ο Μπεν-Γκουριόν που εκφώνησε έναν συγκρατημένο λόγο, και αμέσως μετά η Γκόλντα που εκφώνησε έναν λόγο ενθουσιώδη και συναισθηματικό.
Αμέσως η Γκόλντα ανέλαβε την αποστολή να συγκεντρώσει χρήματα στην Αμερική υπέρ της πολεμικής προσπάθειας. Στις ΗΠΑ ήταν σε αποστολή προηγουμένως τον ίδιο χρόνο για τον ίδιο σκοπό.
Από την Αμερική στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση, όμως άργησε να φτάσει επειδή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο στην Νέα Υόρκη λόγω αυτοκινητιστικού ατυχήματος. Οι Σοβιετικοί και ο εβραϊκός πληθυσμός στο Ισραήλ νόμισε ότι πρόκειται για «διπλωματική ασθένεια». Αυτό γίνεται κατανοητό εξαιτίας του γεγονότος ότι ο διορισμός της έγινε κατόπιν πιέσεων του Μοσέ Σερτόκ (αργότερα Σαρέτ) προκειμένου να την απομακρύνει από τα κέντρα αποφάσεων, διότι ο ίδιος θεωρούσε την Γκόλντα πολιτική απειλή γι’ αυτόν, γνωρίζοντας ότι είναι η πρώτη που θα επέλεγε σε ανώτατη θέση εξουσίας ο Μπεν-Γκουριόν, ο οποίος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Αντιπρόσωπος στη Μόσχα
Η Γκόλντα ήταν η επικεφαλής της ισραηλινής αντιπροσωπίας στη Σοβιετική Ένωση. Κατά τις ετοιμασίες της για το ταξίδι στη Μόσχα έπρεπε να βρει συνοδό που να γνωρίζει γαλλικά, επειδή είχε αποφασιστεί ότι η γαλλική θα ήταν η διπλωματική ισραηλινή γλώσσα. Τελικά επιλέχθηκε μια νεαρή κοπέλα από το Παρίσι, ονόματι Λου Κεντάρ, η οποία την συνόδευσε στο ταξίδι και έγινε βοηθός και στενή φίλη της για πολλά χρόνια.
Δύσκολη εμπειρία για τα μέλη της αποστολής ήταν η απαγόρευση να επισκέπτονται συγγενείς που ζούσαν στην Σοβιετική Ένωση από φόβο μήπως τους δημιουργήσουν προβλήματα στην σταλινική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Οι Σοβιετικοί πίστευαν στην ύπαρξη αντισημιτισμού στις καπιταλιστικές χώρες. Και γι’ αυτό υποστήριξαν την ανάγκη εβραϊκού κράτους ως προσωρινής λύσης. Ωστόσο πίστευαν ότι στα κομμουνιστικά κράτη δεν υπάρχει αντισημιτισμός, γι’ αυτό απαγορευόταν κάθε επαφή ανάμεσα σε Εβραίους αυτών των χωρών και εκείνων του Ισραήλ. Έτσι, πολλοί Εβραίοι απέφευγαν να επισκέπτονται τη μεγάλη συναγωγή στην Μόσχα τις γιορτές κατά τις ώρες που βρίσκονταν εκεί τα μέλη της ισραηλινής διπλωματικής αντιπροσωπίας.
Παρ’ όλα αυτά η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στα μέλη της αντιπροσωπίας ήταν εγκάρδια. Δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι την επευφημούσαν και έδειχναν αγάπη. Είναι πολύ γνωστή η φωτογραφία της Γκόλντα να χορεύει με τους Εβραίους την ημέρα του Σιμχά Τορά. Όμως μετά από λίγη ώρα τους κυρίευσε ο φόβος, και οι Εβραίοι έδειχναν μεγάλο δισταγμό σε ό,τι αφορά την επαφή τους με τους ισραηλινούς διπλωμάτες. Το 1949 η Γκόλντα επέστρεψε στο Ισραήλ για να αναλάβει το Υπουργείο Εργασίας, αφού είχε ήδη εκλεγεί στην πρώτη βουλή με το κόμμα Μαπάι.
Υπουργός Εργασίας και υπουργός Εξωτερικών
Εφτά χρόνια διετέλεσε η Γκόλντα υπουργός Εργασίας, πέντε χρόνια στην κυβέρνηση του Μπεν-Γκουριόν και ακόμα δύο χρόνια στην περίοδο πρωθυπουργίας του Μοσέ Σαρέτ. Την περίοδο αυτή τέθηκαν οι βάσεις του ισραηλινού δικαίου εργασίας, και νομοθετήθηκαν οι πρώτοι εργατικοί νόμοι: Νόμος ημερήσιου ωραρίου και ανάπαυσης (1951), Νόμος ετήσιας άδειας (1951), Νόμος εργασίας νέων (1953), Νόμος γυναικείας εργασίας (1954).
Πρωθυπουργός
Με τον θάνατο του Λεβί Εσκόλ τον Φεβρουάριο 1969 προτιμήθηκε να αναλάβει πρωθυπουργός η Γκόλντα Μεΐρ έναντι άλλων υποψηφίων, σαν τον Μοσέ Νταγιάν, που η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτόν και τον Γιγκάλ Αλλόν θα ήταν επικίνδυνη για το κόμμα, και σαν τον Πινχάς Σαπίρ, που οι πιθανότητές του να καταλάβει αυτή την θέση ήταν περισσότερες, όμως εκείνος αποφάσισε να παραιτηθεί από την διεκδίκηση. Η Μεΐρ, που οι δημοσκοπήσεις της έδιναν μηδέν τοις εκατό δημοφιλία στον πληθυσμό, θεωρήθηκε ως προϊόν συμβιβασμού, και ψηφίστηκε από το κόμμα με πλειοψηφία 287 ψήφους, 45 αποχές και χωρίς διαφωνούντες. Η Μεΐρ άρχισε την υπηρεσία της ως πρωθυπουργός του Ισραήλ την 17 Μαρτίου 1969, και τη διατήρησε για πέντε χρόνια. Η σύνθεση της κυβέρνησής της ήταν η ίδια με της κυβέρνησης του Λεβί Εσκόλ. Η Μεΐρ ήταν η πρώτη και μοναδική γυναίκα στην θέση πρωθυπουργού, και η τρίτη στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν εμφάνισε έλξη προς το φεμινιστικό κίνημα, και υπάρχουν εκείνοι που την κατηγόρησαν ότι έβλαψε την προώθηση γυναικών στον περίγυρό της.
Πόλεμος των Έξι Ημερών 1967. Μια ισραηλινή μονάδα τεθωρακισμένων τανκς Centurion με πυροβόλα των 105 χιλ. στην έρημο Νεγκέβ. Φωτ. Κοέν Φριτς, Γραφείο Τύπου της Ισραηλινής Κυβέρνησης (GPO).
Μόνον οι ορθόδοξοι εβραίοι διαφώνησαν με τον διορισμό της. Ο Ιτσχάκ Μεΐρ Λεβίν, από το θρησκευτικό κόμμα Αγκουντάτ Ισραέλ, είπε στην Βουλή: «Πολλοί στον κόσμο, Εβραίοι και μη Εβραίοι, θα εκφράσουν την έκπληξή τους διότι ειδικά τώρα θεώρησαν σωστό να τοποθετήσουν γυναίκα πρωθυπουργό. Επίσης δεν νομίζω ότι με αυτό θα αποτρέψουν τους Άραβες».
Στις εκλογές για την έβδομη βουλή, το 1969, το εργατικό κόμμα Μααράχ (Ma’arakh, μετεξέλιξη του Mapai) έλαβε 56 έδρες, την μεγαλύτερη επιτυχία κόμματος στο Ισραήλ. Πέραν τούτου τα κόμματα που αποτελούσαν το Μααράχ πήραν 63 έδρες στην προηγούμενη αναμέτρηση (παρ’ όλο που ο Μπεν-Γκουριόν δεν έλαβε μέρος στο Μααράχ). Η Γκόλντα επέλεξε να σχηματίσει την 15η κυβέρνηση του Ισραήλ ως συνέχεια του Εθνικού Συνασπισμού που κυβερνούσε από τον Ιούνιο του 1967, και συνεργάστηκε στην κυβέρνησή της με το συντηρητικό κόμμα Γκάχαλ (Gahal) και τον επικεφαλής του Μεναχέμ Μπέγκιν ως υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου.
Στο κοινωνικό επίπεδο υπήρξαν αυτοί που την κατηγόρησαν ότι κατά την θητεία της ήταν συντηρητική και δεν έδινε προσοχή στον πληθυσμό με ανάγκες. Σε συνάντησή της με μέλη του κινήματος Μαύροι Πάνθηρες λέγεται ότι είπε πως «δεν είναι συμπαθείς άνθρωποι». Η Γκόλντα ισχυριζόταν ότι πραγματοποίησε έργα για την βελτίωση της ζωής των φτωχών συνοικιών.
Σε ό,τι αφορά τους Παλαιστίνιους είναι διάσημη η ρήση της: «Ειρήνη θα γίνει στη Μέση Ανατολή όταν οι Άραβες αγαπήσουν τα παιδιά τους όσο μισούν τα δικά μας».
Η 15η κυβέρνηση του Ισραήλ
Την περίοδο που ήταν πρωθυπουργός έγιναν πολλές προσπάθειες πολιτικής επίλυσης της κρίσης ανάμεσα στο Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουίλιαμ Ρότζερς έκανε πολλά ταξίδια προσπαθώντας να πετύχει συμβιβασμό στην διεθνή τετράδα, Αμερική, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία. Κατά την Γκόλντα, αυτός άκουγε με μεγάλη αφέλεια τις δηλώσεις των Αράβων και την επιθυμία τους για ειρήνη. Όπως όλοι οι τζέντλεμεν στον κόσμο νόμιζε ότι όλος ο κόσμος ήταν τζέντλεμαν σαν αυτόν. Παρά τις προσπάθειες οι σχέσεις του Ισραήλ με την Αίγυπτο παρέμειναν εχθρικές, και βελτιώθηκαν μόνο μετά τον πόλεμο του Κιπούρ και την λήξη της θητείας της. Στα μέσα του 1973 η δημοτικότητα της Γκόλντα ήταν μεγάλη.
Ο πόλεμος του 1973 ή ο πόλεμος του Κιπούρ
Στους μήνες πριν από τον πόλεμο του 1973 πολλές προειδοποιήσεις έφταναν στο Ισραήλ για μεγάλο πόλεμο που πλησίαζε. Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας συναντήθηκε με την Γκόλντα αρκετές φορές πριν από τον πόλεμο. Η τελευταία συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1973 στο Τελ Αβίβ, στην οποία συμμετείχαν και ο πρωθυπουργός της Ιορδανίας Ζαγιάντ Ελ Ριφάι, ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου της πρωθυπουργού Γκόλντα Μεΐρ, Μορντεχάι Γκαζίτ, η Λου Κεντάρ, γραμματέας της Γκόλντα, και κάποιοι υψηλόβαθμοι του Τμήματος Πληροφοριών που παρακολουθούσαν την συζήτηση. Σύμφωνα με τον Τσβι Ζαμίρ, επικεφαλής της Μοσάντ την περίοδο εκείνη, ο βασιλιάς Χουσεΐν προειδοποίησε στις συναντήσεις αυτές για πόλεμο που πλησίαζε. Η Γκόλντα Μεΐρ συμβουλεύτηκε τον υπουργό Αμύνης Μοσέ Νταγιάν ο οποίος την καθησύχασε.
Και την τελευταία μέρα πριν από τον πόλεμο η Γκόλντα απέφυγε να στρατολογήσει εφεδρείες, με την σύμφωνη γνώμη του Μοσέ Νταγιάν, του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Νταβίντ Ελεαζάρ, του επικεφαλής του Τμήματος Πληροφοριών του Στρατού Έλι Ζεΐρα, και του τέως αρχηγού του Στρατού Χαΐμ Μπαρ Λεβ, μια απόφαση που θεωρήθηκε το μεγαλύτερό της λάθος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Αμύνης της κυβέρνησης που έλαβε χώρα μια μέρα πριν τον πόλεμο, την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 1973, η Γκόλντα αποφάσισε να μην καλέσει εφεδρείες μετά από συμβουλή του Μοσέ Νταγιάν και του αρχηγού του Στρατού, που εκτιμούσαν ότι οι πιθανότητες για πόλεμο ήταν πολύ λίγες, και του επικεφαλής του Τμήματος Πληροφοριών του Στρατού Έλι Ζεΐρα, που αρνιόταν τις πιθανότητες για πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά στην Γκόλντα δόθηκε το δικαίωμα να καλέσει εφεδρείες στην διάρκεια της γιορτής του Κιπούρ, αν χρειασθεί. Την ημέρα του Κιπούρ, πριν το ξέσπασμα του πολέμου, η Μεΐρ αποφάσισε να καλέσει τις εφεδρείες κατόπιν συμβουλής του αρχηγού του Στρατού Νταβίντ Ελεαζάρ, αντίθετα με τη γνώμη του Μοσέ Νταγιάν, που φοβήθηκε ότι ο κόσμος θα θεωρούσε μια τέτοια κίνηση ως επιθετική. Η Γκόλντα αρνήθηκε την πρόταση του αρχηγού του Στρατού να καταφέρει το πρώτο πλήγμα, φοβούμενη ότι μια τέτοια κίνηση θα εμπόδιζε τις φιλικές δυνάμεις να δώσουν όπλα στο Ισραήλ την περίοδο του πολέμου. Τις ώρες αυτές ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ ζήτησε από το Ισραήλ να μην προχωρήσει στο πρώτο χτύπημα, πράγμα που εγγυήθηκε η Γκόλντα Μεΐρ.
Ταραχές στην Παλαιστίνη το 1936. Μέλη της Ανώτερης Αραβικής Επιτροπής. Στην πρώτη σειρά από αριστερά προς τα δεξιά: Ρατζίμπ Μπέι Νασασίμπι, πρόεδρος του Κόμματος Άμυνας, Χατζ Αμίν ελ Χουσέινι, Μεγάλος Μουφτής και πρόεδρος της Επιτροπής (που θα συνεργαζόταν με τους ναζί), Αχμέντ Χίλμι Πασά, γενικός διευθυντής της Αραβικής Τράπεζας της Ιερουσαλήμ, Αμπντούλ Λατίφ Μπέι Ες-Σάλαχ, πρόεδρος του Αραβικού Εθνικού Κόμματος, Άλφρεντ Ρόουκ, μεγαλογαιοκτήμονας. Φωτογραφική συλλογή Matson, Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Ουάσιγκτον.
Στην μαρτυρία της ενώπιον της Επιτροπής Αγκρανάτ, μετά τον πόλεμο, η Γκόλντα είπε: «Νομίζω πως ο τίτλος της καταστροφής που μας βρήκε παραμονές του Κιπούρ είναι: “λάθος”. Ο καθένας στην ειδικότητά του έκανε λίγο λάθος. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που μπορεί να σηκωθεί και να παραδεχθεί “έκανα λάθος”. Αν έκανε ένα λάθος στον τομέα του, τότε έκανε ένα μικρό λάθος. Αν έκανε το λάθος από πληροφορίες που είχε, σημαίνει ότι εκτίμησε λάθος τις πληροφορίες, ή έκανε λάθος επειδή δεν είχε το θάρρος να πει μπροστά σε ειδικούς κάτι που οι ειδικοί δεν το είπαν. Παίρνω σαν παράδειγμα εμένα, τι θα μου συνέβαινε; Θα σκέφτονταν ότι είμαι βλάκας. Όμως, τι θα γινόταν αν έλεγα αυτά που ένιωσα εκείνες τις ημέρες. Δεν μπορώ, δεν μπορώ να διαφωνήσω με τον αρχηγό του Τμήματος Πληροφοριών του Στρατού ούτε με τον αρχηγό του Στρατού». Ο πρόεδρος της Επιτροπής, δικαστής Αγκρανάτ, απάντησε στην Γκόλντα: «Αυτό είναι το πρόβλημα», κι εκείνη ισχυρίστηκε: «Όμως δεν ένιωσα καλά. Γι’ αυτό που βασάνιζε τον εαυτό μου, όχι ότι ήμουν πιο έξυπνη ή ήξερα καλύτερα, όμως γιατί δεν είπα “φίλοι, μήπως παρ’ όλα αυτά πρέπει να κάνουμε επιστράτευση;”. Ας υποθέσουμε ότι δεν θα δέχονταν την γνώμη μου. Δεν ξέρω αν την δέχονταν ή όχι. Είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιήσω τον εαυτό μου σαν παράδειγμα παρά να χρησιμοποιήσω άλλους, αλλά εδώ δεν υπάρχει ούτε ένας που μπορεί να το πει αυτό … δεν υπήρξε ούτε ένας που δεν είπε κάτι που ίσως θα μπορούσε να σώσει την κατάσταση αν η γνώμη του γινόταν αποδεκτή. Αυτή είναι η αλήθεια. Και νομίζω ότι πρόκειται για αντικειμενική εκτίμηση, που είναι εύκολο να την εκφράσω, επειδή τοποθετώ τον εαυτό μου σαν έναν από αυτήν την ομάδα». Ο Αγκρανάτ συνέχισε λέγοντας στην Μεΐρ: «Είναι επειδή όλοι αυτοί δεν έχουν εργαλεία εκτίμησης. Υπάρχει μόνο ένας που εκτιμά, το Τμήμα Πληροφοριών του Στρατού, που έχει εργαλεία εκτίμησης, που όλες οι πληροφορίες βρίσκονται στη διάθεσή του. Και αυτό πρέπει να κάνει, αξιολόγηση των γεγονότων, να σκεφτεί γι’ αυτά και να τα εκτιμήσει».
Την δεύτερη μέρα του πολέμου η κυβέρνηση άκουσε από τον υπουργό Αμύνης τρομερά πράγματα για όλα τα μέτωπα. Οι προβλέψεις του συγκλόνισαν το Υπουργικό Συμβούλιο και την επικεφαλής του, και σε ιδιωτικές συζητήσεις φέρεται η Γκόλντα να λέει ότι αν οι προβλέψεις επαληθευθούν δεν βλέπει πια να αξίζει η ζωή της.
Στις πρώτες μέρες του πολέμου που τα πολεμοφόδια του Ισραήλ τελείωναν, ζήτησε να πάει η ίδια στην Αμερική να πείσει τον Νίξον να στείλει όπλα, όμως τα όπλα έφτασαν και χωρίς αυτό το ταξίδι.
Όταν το 1928 εγκαταστάθηκε στο Τελ Αβίβ, έπρεπε συχνά να αφήνει τα παιδιά υπό την επιτήρηση άλλων ανθρώπων, ένας τρόπος ζωής που της προκαλούσε πολύ πόνο και, κατά τα λεγόμενά της, «αισθήματα διαρκούς ενοχής», ενώ ο σύζυγός της την επισκεπτόταν μόνο στα τέλη της εβδομάδας. Η συζυγική τους ζωή άρχισε να διαλύεται και από το 1943 ήταν σε διάσταση, χωρίς να πάρουν διαζύγιο. Έτσι έμειναν παντρεμένοι μέχρι το 1951 που ο άνδρας της πέθανε σε ηλικία 57 ετών. Το 1972 πέθανε και η αδελφή της, Σέινε.
Ήδη από την ηλικία των 29 ετών βλέποντας η Γκόλντα ότι η συζυγική της ζωή δεν πήγαινε καλά άρχισε να συνδέεται με διάφορους ανθρώπους από τον κύκλο της. Ένας από αυτούς ήταν ο Νταβίντ Ρέμεζ, ο οποίος ήταν παντρεμένος και παράλληλα διατηρούσε σχέσεις και με άλλη γυναίκα. Αργότερα βρέθηκε και η ερωτική της αλληλογραφία. Άλλοι άνδρες με τους οποίους η Γκόλντα συνδέθηκε ερωτικά ήταν ο Ζαλμάν Σαζάρ, ο Ζαλμάν Αράν και ο Ιακώβ Χαζάν. Οι σχέσεις αυτές με άλλους άνδρες διήρκεσαν πολλά χρόνια.
Πριν διορισθεί πρωθυπουργός αρρώστησε με λέμφωμα και στην διάρκεια της θητείας της ήταν αναγκασμένη να κάνει χημειοθεραπείες, πράγμα που κράτησε μυστικό.
Παρ’ όλο που ήταν πρωθυπουργός με το Εργατικό Κόμμα στη συλλογική μνήμη δεν μνημονεύεται με συμπάθεια από την Αριστερά, και μάλιστα την θυμούνται σαν γυναίκα που με την επιμονή της και την ακαμψία της οδήγησε στον πόλεμο του Κιπούρ, και μάλιστα υπήρξαν πολιτικοί που την αποκαλούσαν «μητέρα όλων των κακών». Σύμφωνα με δηλώσεις, το 1987, της γυναίκας του Τζιχάν, ο Ανουάρ Σαντάτ προσπάθησε να κάνει αληθινή ειρήνη, όμως χρειαζόταν έναν νικηφόρο πόλεμο για να αρχίσει τις διαδικασίες ως ίσος προς ίσους, γι’ αυτό και έγινε ο πόλεμος του 1973. «Ο άνδρας μου ήταν άνθρωπος που επιζητούσε ειρήνη, όμως ως ηγέτης των Αράβων δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει συνομιλίες με το Ισραήλ νιώθοντας κατώτερος».
«Η κουζίνα της Γκόλντα» ήταν το επίκεντρο συνάντησης των επικεφαλής του κράτους. Κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν γύρω στο μικρό τραπέζι. Ήταν γνωστή στον κόσμο σαν η «πολιτική κουζίνα». Το 1959 η Γκόλντα μετακόμισε σε συνοικία του Τελ Αβίβ όπου έζησε 35 χρόνια μέχρι τον θάνατό της. Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο, όμως οι τοίχοι ενός δωματίου του άκουσαν τα μεγαλύτερα μυστικά του Ισραήλ. Οι φίλοι της θυμούνταν ότι η Γκόλντα έλεγε: «Είμαι αρκετά δυνατή για να το κάνω και αυτό και όποιου δεν του αρέσει δικό του πρόβλημα». «Στην κουζίνα αυτή μαγειρευόταν κυρίως πολιτική, όμως και δυνατός μαύρος καφές. Η κουζίνα ήταν γεμάτη καπνό από την ποσότητα των τσιγάρων που κάπνιζε κάθε μέρα, όμως και στο τραπέζι της κουζίνας μπορούσες να μετρήσεις δώδεκα φλυτζάνια καφέ», έλεγε ο Λιούμπα Ελιάβ, ένας από τους στενούς της συνεργάτες. Όταν της έλεγαν: «Μην καπνίζεις, δεν είναι υγιεινό» απαντούσε: «Έτσι κι αλλιώς νέα δεν θα πεθάνω πια».
Παρ’ όλα αυτά η Γκόλντα πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1978, στην Ιερουσαλήμ.
[1] Η διακήρυξη ίδρυσης του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948, υπογεγραμμένη από 37 μέλη του Λαϊκού Συμβουλίου.
[2] Το 1948, μετά την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σοβιετική Ένωση.
[3] Ιδρύθηκε το 1920 για την ένωση όλων των εβραίων εργαζομένων στην Παλαιστίνη.
[4] Ήταν το ανώτατο όργανο της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη που συγκροτήθηκε λίγο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ.
[5] Κόμμα σιωνιστικό-σοσιαλιστικό που ιδρύθηκε το 1930 με την ένωση των κομμάτων Αποέλ Ατσαΐρ και Αχντούτ Ααβοντά. Το 1944 το Αχντούτ Ααβοντά αποχώρησε από το Μαπάι, όμως το Μαπάι εξακολούθησε να είναι το μεγαλύτερο εβραϊκό κόμμα στην Παλαιστίνη.
[6] Ισραηλινό κίνημα διαμαρτυρίας που ιδρύθηκε από κατοίκους σε φτωχές συνοικίες.
[7] Σιωνιστικό κόμμα που ιδρύθηκε από την ένωση σιωνιστικών-σοσιαλιστικών οργανώσεων στα τέλη του 19ου αιώνα.
[8] Ήταν από τους ηγέτες της Εβραϊκής Εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου, της Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών, βουλευτής και υπουργός.
[9] Ένας από τους τρεις θεσμούς που ιδρύθηκαν στην Παλαιστίνη την δεκαετία του 1920 μαζί με το Εθνικό Συμβούλιο και την Κνέσετ Ισραέλ.
[10] Σιωνιστής ηγέτης, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος. Ήταν από εκείνους που διαμόρφωσαν την Εβραϊκή Εγκατάσταση στην Παλαιστίνη.
[11] Επικεφαλής της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης.
[12] Από τους επικεφαλής του εργατικού κινήματος και από τους ιδρυτές της στρατιωτικής οργάνωσης Αγκανά.