Με την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989, μήπως τελικά άνοιξε ο δρόμος για τον αυταρχισμό της αμάθειας, της ψευδολογίας και της εξαπάτησης; Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, λίγα χρόνια πριν πέσει το Τείχος του Βερολίνου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο του μεγάλου φιλοσόφου της ανοικτής κοινωνίας Καρλ Πόππερ (1902-1994).
Στο σεμινάριο αυτό, με είχαν εντυπωσιάσει δύο σκέψεις του φιλοσόφου, που αναφέρονταν στη σχέση μεταξύ παιδείας και ελευθερίας και στον ρόλο που η γνώση παίζει στη θεμελίωση της δημοκρατίας ως συστατικό της στοιχείο. Πολλές φορές στη διάρκεια της ομιλίας του και των απαντήσεών του σε ερωτήματα, ο Αυστριακός φιλόσοφος είχε τονίσει ότι «η γνώση και μόνον αυτή οδηγεί στην αυτο-απελευθέρωση των ανθρώπων», παράλληλα δε «είναι αδύνατον να υπάρξει δημοκρατία αποκομμένη από τον ορθό λόγο».
«Όταν επικαλούμαι τον ορθολογισμό, είχε υπογραμμίσει με έμφαση ο Καρλ Πόππερ, δεν έχω προ οφθαλμών μια φιλοσοφική θεωρία, όπως για παράδειγμα, εκείνη του Καρτέσιου. Πολύ περισσότερο δε, δεν εμφορούμαι από την ιδιαίτερα παράλογη πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ένα αποκλειστικά λογικό ον. Αυτό που εννοώ όταν μιλάω για λόγο και ορθολογισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πεποίθηση ότι, μέσω της κριτικής, μαθαίνουμε τα λάθη και τα ατοπήματά μας και, ιδιαιτέρως μέσω της κριτικής που ασκούν οι άλλοι σε μας και, εν τέλει, εμείς στον εαυτό μας, μπορούμε να βελτιώσουμε την αυτογνωσία μας. Ο ορθολογιστής είναι απλά κάποιος που περισσότερο θέλει να μαθαίνει, παρά να έχει δίκιο, που είναι πρόθυμος να μαθαίνει από τους άλλους και κάνοντας ο ίδιος κριτική στις ιδέες των άλλων. Η έμφαση που δίνεται εδώ, είναι στην ιδέα της κριτικής – ή, ακριβέστερα, στην ιδέα του κριτικού διαλόγου. Ο πραγματικός ορθολογιστής δεν πιστεύει ότι μόνος αυτός, και ουδείς άλλος, είναι ο κάτοχος της σοφίας. Δεν πιστεύει, επίσης, ότι η απλή κριτική συντελεί αυτομάτως στην επινόηση νέων ιδεών. Αυτό που πιστεύει είναι ότι μόνο ο κριτικός διάλογος μας βοηθάει να ξεχωρίζουμε, στο πεδίο των ιδεών, την ήρα από το σιτάρι. Γνωρίζει καλά ότι η αποδοχή ή η απόρριψη μιας ιδέας δεν είναι ποτέ μια καθαρά ορθολογική υπόθεση, αλλά φρονεί πως μόνο ο κριτικός διάλογος μπορεί να μας δώσει την απαιτούμενη ωριμότητα να δούμε μια ιδέα από όσες περισσότερες πλευρές γίνεται, ώστε να την κρίνουμε δίκαια.
» Αυτή η εκτίμηση του κριτικού διαλόγου έχει επίσης και την ανθρώπινη πλευρά της. Προφανώς, ο ορθολογιστής γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν εξαντλούνται σε έναν κριτικό διάλογο. Αντίθετα, γνωρίζει ότι ένας ορθολογικός, κριτικός διάλογος ανήκει στις σπανιότητες της ζωής μας. Παρά ταύτα πιστεύει ότι η αντίληψη του δούναι και λαβείν, η στάση δηλαδή που υπόκειται στον κριτικό διάλογο, είναι από ανθρώπινη πλευρά μεγίστης σημασίας. Γιατί ο ορθολογιστής γνωρίζει ότι χρωστάει τη λογική του στους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι η έλλογη, η ορθολογική, η κριτική στάση μπορεί να είναι μόνο το αποτέλεσμα της κριτικής που ασκούν οι άλλοι και ότι μόνο μέσω της κριτικής των άλλων μπορεί να επιτευχθεί η αυτοκριτική».
Αυτές οι σκέψεις του Καρλ Πόππερ τότε με προβλημάτισαν σε μεγάλο βαθμό, γιατί εμμέσως πλην σαφώς ο διάσημος φιλόσοφος έθετε το πρόβλημα της ελεύθερης σκέψης και του σεβασμού της από τους άλλους. Έφερνε έτσι στο προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας ή την ανοχή απέναντι στην αντίθετη γνώμη.
Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η αντίθετη γνώμη είναι το προϊόν μιας δογματικής αντίληψης για την πραγματικότητα; Αυτό ήταν ένα από τα ερωτήματα που είχα θέσει τότε στον αείμνηστο φιλόσοφο, τονίζοντας ότι κύριο χαρακτηριστικό του δόγματος είναι η αυθεντία του. Θεωρείται αλάνθαστο και από τη φύση του δεν επιδέχεται έλεγχο, αμφισβητήσεις ή επικρίσεις. Τα δόγματα, επειδή είναι αποκομμένα από τη λογική έχουν το τεράστιο μειονέκτημα να γερνάνε πρόωρα, να ξεπερνούνται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και άρα να καταρρέουν από μόνα τους, ήταν η απάντηση του φιλοσόφου. Λίγα χρόνια αργότερα τα γεγονότα επιβεβαίωναν τον Καρλ Πόππερ, πλην όμως επαλήθευαν και κάτι που είχε προσθέσει στην απάντησή του. Ότι δηλαδή οι μεταβαλλόμενες συνθήκες απαιτούν μεγάλη δύναμη προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα και αυτό σήμερα είναι μέγιστο πρόβλημα της δημοκρατίας.
Με άλλα λόγια, η ταχύτητα των αλλαγών ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες προσαρμογής των ατόμων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανισότητες και αποκλεισμοί που αποτελούν τροφή για τους εχθρούς των ανοικτών κοινωνιών. Δυστυχώς, ο εκδημοκρατισμός της κατανάλωσης που επιτεύχθηκε τα 50 τελευταία χρόνια, σήμερα δεν επεκτείνεται όσο θα έπρεπε και στον κόσμο των δεδομένων (data). Και από μόνο του το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα που θα γίνονται σοβαρότερα στο μέτρο που προχωράει η τεχνητή νοημοσύνη.
Συμπερασματικά, στον αναπτυγμένο κόσμο μείζον πρόβλημα είναι η προσαρμογή του σε ένα περιβάλλον αισθητά διάφορο από αντίστοιχα περιβάλλοντα που οριοθέτησαν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η νέα πρόκληση για τη δημοκρατία είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ όσο κάποιοι νομίζουν.