Στον Χ. Ε. Μαραβέλια
“Halloa! Below there!” (Έι, εσείς εκεί κάτω!). Με αυτή τη φράση αρχίζει το διήγημα του Καρόλου Ντίκενς∙ μια φράση χαιρετισμού, την οποία ο αφηγητής φωνάζει από το ύψωμα στον σηματωρό που βρίσκεται στο βάθος, στο κουβούκλιό του στην είσοδο μιας σιδηροδρομικής σήραγγας. Πρόκειται για το The Signal-Man (1866), Ο σηματωρός, μια ιστορία φαντασμάτων σε πρώτο πρόσωπο. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει σε εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου από τις εκδόσεις Άγρα (2018), μαζί με μια κατατοπιστική εισαγωγή του Σάιμον Μπράντλεϊ (Simon Bradley).
Ο αφηγητής χρειάζεται να φωνάξει δυο φορές: «Έι, εσείς εκεί κάτω!». Ύστερα ακολουθεί το μονοπάτι το οποίο του υποδεικνύει ο σηματωρός με το σημαιάκι του. Όταν φτάνει στη σιδηροδρομική γραμμή και τον αντικρίζει στην είσοδο της σήραγγας διαπιστώνει πως βρισκόταν «στο πιο απομονωμένο και καταθλιπτικό μέρος που είχ[ε] δει ποτέ [τ]ου» (σ. 28). Το τρομακτικό περιβάλλον, στο οποίο εργάζεται ολομόναχος ο σηματωρός, παραπέμπει σε εικόνα που θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει ο Μουνκ:
«Δεξιά κι αριστερά, ένα τείχος από ακανόνιστες πέτρες που έσταζε υγρασία και απέκλειε οποιαδήποτε θέα, με εξαίρεση κάποια λωρίδα ουρανού· στη μια κατεύθυνση, η προοπτική δεν ήταν παρά η στρεβλή προέκταση αυτού του κάτεργου· στην άλλη κατεύθυνση, η προοπτική, βραχύτερη, σταματούσε σε ένα ζοφερό κόκκινο φωτάκι και στην ακόμα πιο ζοφερή είσοδο ενός μαύρου τούνελ, στην ογκώδη αρχιτεκτονική του οποίου υπήρχε κάτι το τραχύ, κάτι πνιγηρό και αποτρεπτικό. Ήταν τόσο λιγοστό το φως του ήλιου που κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί ώστε το μέρος είχε μια χωμάτινη θανατερή μυρωδιά· και ήταν τόσο παγωμένος ο αέρας που το διαπερνούσε ώστε ένιωσα μια ανατριχίλα λες και είχα εγκαταλείψει τον φυσικό κόσμο» (σ. 28).
Παρατηρώντας την αλλόκοτη στάση και το πρόσωπο του σηματωρού ο αφηγητής παραδέχεται ότι «μου γεννήθηκε η τερατώδης σκέψη πως μπροστά μου είχα ένα πνεύμα κι όχι άνθρωπο. Έκτοτε, έχω κι άλλοτε αναρωτηθεί μήπως πράγματι κουβαλούσε κάποια ασθένεια του νου» (σ. 30). Πράγματι υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία σχετικά με την ψυχική κατάσταση ή/και την ψυχική νόσο του ανθρώπου που έκανε σινιάλο στα τρένα για την ασφαλή διέλευσή τους από ένα επικίνδυνο τούνελ.[1] Κάποιοι έκαναν λόγο για ψυχικές νόσους ή προχώρησαν ακόμη και σε συγκεκριμένες διαγνώσεις, χρησιμοποιώντας όρους όπως λυπομανία (lypémanie) ή μονομανία (monomanie), σε παρωχημένες δηλαδή ιατρικές ερμηνείες κι ακόμη πιο άστοχες για την προσέγγιση ενός λογοτεχνικού έργου. Αν τις εκλαμβάναμε ως έγκυρες, θα μπορούσαμε να αποφανθούμε ότι ο σηματωρός είναι ένας ψυχικά ασθενής, συγκεκριμένα μονομανής, κάποιος που εμφανίζει μια έμμονη σκέψη ενώ φαινομενικά συμπεριφέρεται φυσιολογικά. Σε κάθε περίπτωση, όπως δεν δέχομαι ότι καμιά ακτινογραφία μπορεί να αποτελεί ζωγραφική, έτσι δεν δέχομαι ότι οι εν λόγω ιατρικές διαγνώσεις εξηγούν την τέχνη του Ντίκενς, για ένα διήγημα μάλιστα που γράφτηκε την εποχή του πνευματισμού, των séances, τότε που ο συγγραφέας συμμετείχε στο Ghost Club του Καίμπριτζ. Η ψυχολογική προσέγγιση ενός κειμένου, δηλαδή η ανάλυση του ψυχισμού και των κινήτρων των λογοτεχνικών χαρακτήρων αναμφίβολα βοηθά στην κατανόησή του, ωστόσο η μεθοδολογία αυτή από μόνη της συχνά αποδεικνύεται επιφανειακή έως παραπλανητική όταν αγνοεί την πιο προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του κειμένου ή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν κρίσιμες εξωκειμενικές πληροφορίες γύρω από αυτό. Άλλοτε πάλι το προσεγγίζουν ωσάν ο Ντίκενς να διέθετε τα εργαλεία του Φρόυντ και την σκευή της μεταγενέστερης ψυχανάλυσης ή ψυχιατρικής. Ο αναχρονισμός αυτός οδηγεί και σε «ιατρική διάγνωση» σε ανύπαρκτο ασθενή. Διότι ο ήρωας είναι «άλλος»… Ποιος όμως είναι ο ήρωας; Αυτό θα το εξηγήσουμε παρακάτω.
Ο σηματωρός αισθανόταν τεράστια ευθύνη για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου, και ήταν «φυλακισμένος» στο σκοτεινό και ερημικό κουβούκλιο της απομόνωσής του, το βυθισμένο κάτω στη γη, στις γραμμές, ενώ εκεί πάνω στον κόσμο ο ήλιος έλαμπε. «Είχε πολλή δουλειά εκεί! Ναι· δηλαδή, ήταν αρκετά μεγάλη η ευθύνη του· ακρίβεια και επαγρύπνηση απαιτούνταν από αυτόν, … Από αυτή την άποψη είχε μόνο να αλλάζει το σήμα, να ανάβει τα σωστά φανάρια και να μετακινεί πότε πότε αυτόν τον σιδερένιο μοχλό» (σ. 31). Ωστόσο, «ανά πάσα στιγμή [ήταν] πιθανό να δεχθεί ειδοποίηση από το ηλεκτρικό κουδούνι του», και «τις ώρες εκείνες το αφουγκραζόταν με διπλάσια αγωνία» (σ. 32).
O Ρέτζινολντ Τζέσαπ και ο Μπέρναρντ Λόιντ σε σκηνή του «The Signalman» (σειρά του BBC, 1976).
Ο άνθρωπος που είχε μπροστά του ο αφηγητής, στην επόμενη συνάντησή τους θα του αποκαλύψει πως τον βασανίζει μια επίμονη Οπτασία που εμφανίζεται κάθε τόσο, πως επίμονα τον καταδιώκει ένα «φάντασμα». Κάθε εμφάνιση ή κραυγή του μυστηριώδους «Άλλου» σημαίνει ότι θα επακολουθήσει κάποιο φρικτό δυστύχημα στον σιδηρόδρομο, χωρίς όμως να γνωρίζει πότε: «Η φωνή ακουγόταν βραχνιασμένη από την ένταση κι έλεγε “Προσοχή! Προσοχή!” και μετά πάλι: “Έι! Εσείς εκεί κάτω! Προσοχή!”. Πήρα το φανάρι μου, το γύρισα στο κόκκινο και έτρεξα κατά τη μορφή φωνάζοντας: “Τι συμβαίνει! Τι έγινε! Πού!”»[2] (σ. 38). Με έναν φρικτό τρόμο να τον συνέχει, έστειλε τηλεγράφημα και στις δυο κατευθύνσεις των γραμμών, αλλά η απάντηση ήταν «Όλα καλά». Ο αφηγητής προσπαθεί να δώσει μια φυσική εξήγηση, ότι η οπτασία εκείνη ίσως ήταν μια διαταραχή της όρασής του, ίσως το άγχος να του προκαλεί παραισθήσεις, η φανταστική κραυγή ίσως προερχόταν από «τον άνεμο σ’ ετούτο το αφύσικο φαράγγι» (σ. 49). Ακόμα κι όταν ο σηματωρός τον πληροφορεί πως «Δεν πέρασαν ούτε έξι ώρες από την Οπτασία, και συνέβη εκείνο το αλησμόνητο δυστύχημα στη Γραμμή, και μέσα σε δέκα ώρες, νεκροί και τραυματίες μεταφέρονταν κατά μήκος της Γραμμής από αυτό εδώ το τούνελ κι από το σημείο όπου είχε σταθεί η μορφή» (σ. 41), ο αφηγητής πιθανολογεί πως πρόκειται για μια από τις εκπληκτικές συμπτώσεις που μπορεί να συμβαίνουν κι όχι για κάτι υπερφυσικό. Αλλά ο σηματωρός επιμένει. Ο αφηγητής αρχίζει να αμφιβάλλει για την αξιοπιστία του, όταν τον είδε με πρόσωπο κάτωχρο να στρέφεται «προς το μικρό κουδούνι ενώ αυτό ΔΕΝ είχε χτυπήσει», να ανοίγει την πόρτα του κουβούκλιου και να κοιτάζει κατά το κόκκινο φωτάκι στην είσοδο του τούνελ. (σ. 34). Και πάλι ο σηματωρός επιμένει. Είναι σίγουρος πως: «Ποτέ δεν μπέρδεψα το κουδούνισμα του φαντάσματος με κουδούνισμα ανθρώπινο. Το κουδούνισμα του φαντάσματος έχει μια παράξενη δόνηση … Καθόλου δεν μου κάνει εντύπωση που δεν το ακούσατε. Το άκουσα όμως εγώ» (σ. 45).
Με τη δεύτερη «εμφάνιση» του φαντάσματος, «Μόλις που πρόλαβα να κάνω σήμα στον μηχανοδηγό, Στοπ! Εκείνος έσβησε τη μηχανή και πάτησε το φρένο, … Μια όμορφη νεαρή γυναίκα είχε πεθάνει ξαφνικά σε ένα κουπέ· τη μετέφεραν εδώ και την απόθεσαν σε τούτο εδώ το πάτωμα, ανάμεσά μας» (σ. 43). Παρ’ όλα τα προαισθήματα και τις έμμεσες προειδοποιήσεις του «Άλλου» δεν μπορεί όμως να σημάνει συναγερμό:
«Αν στείλω τηλεγράφημα για Κίνδυνο, προς οποιαδήποτε από τις δύο κατευθύνσεις ή και στις δύο, δεν θα μπορέσω να τον αιτιολογήσω» συνέχισε σκουπίζοντας τις παλάμες του. «Και θα μπλέξω και δεν θα προσφέρω τίποτα. Θα με πάρουν για τρελό. Θα γινόταν ως εξής: Μήνυμα: “Κίνδυνος! Προσοχή!” Απάντηση: “Τι κίνδυνος! Πού!” Μήνυμα: “Δεν ξέρω, αλλά προς Θεού, προσοχή!”. Θα με διώξουν. Και πώς να μη με διώξουν δηλαδή;» (σ. 47-48) (…) «Ένας απλός σηματωρός είμαι σ’ ετούτον τον απόμερο σταθμό! Γιατί δεν πάει σε κάποιον με κύρος ώστε να γίνει πιστευτός και με δύναμη ώστε να κάνει κάτι;» (σ. 49).
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του 1860. Ο σηματωρός, όπως τον θέλει ο Ντίκενς, δεν άντεχε την τρομακτική απομόνωση η οποία του δημιουργούσε παραισθήσεις, το ασήκωτο βάρος της ευθύνης απέναντι σε μια μηχανή και την τεχνολογική εξέλιξη που αποκτάει στα μάτια του σχεδόν «υπερφυσικές» ιδιότητες. Αισθάνεται μικρός και ανήμπορος. Γνωρίζοντας πως είναι αδύνατο να αποτρέψει τα ατυχήματα που ήταν συνήθη εκείνη την εποχή, τον κατακυριεύουν το άγχος, ο φόβος. Αλλά ο σηματωρός δεν είναι καθόλου το αποξενωμένο, αλλοτριωμένο χαϊντεγκεριανό υποκείμενο, τουναντίον. Είναι ένα υποκείμενο ίσως με περισσότερη επίγνωση και συνείδηση απ’ ό,τι του κάνει καλό. Όπως εξηγεί ο Μπράντλεϊ με διαφωτιστικό τρόπο, «ο Σηματωρός δεν αντλήθηκε από την επιφάνεια της ζωής με τρόπο δημοσιογραφικό αλλά από τα βάθη της ύπαρξης του Ντίκενς» (σ. 18). Πράγματι ως επιβάτης της ταχείας ο Ντίκενς στην πραγματική ζωή είχε την δυσάρεστη εμπειρία των δυστυχημάτων τα οποία του άφησαν μόνιμη φοβία για τα τρένα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά από ένα δυστύχημα το 1865, όπου σκοτώθηκαν δέκα επιβάτες και τραυματίστηκαν πολλοί, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας πέρασε αρκετές ώρες με νεκρούς, τραυματίες και ετοιμοθάνατους[3]. Μπορώ να κατανοήσω πώς ο διάσημος συγγραφέας έπλασε με τόσο μικρό υλικό, με 5100 μόλις λέξεις, ένα απαράμιλλο λογοτεχνικό αριστούργημα, το οποίο στα χέρια άλλου συγγραφέα θα μπορούσε να είναι ένα αδιάφορο κείμενο, συμπληρώνοντας τη φράση του Μπράντλεϊ: αντλήθηκε από τα βάθη της ύπαρξης του Ντίκενς, από την απόσταση που πήρε από τα βιώματά του και τη μετουσίωσή τους σε τέχνη, από τα πλάτη της φαντασίας του που διατυπώθηκαν με τόση οικονομία, από το ότι το έργο επιδέχεται τόσο πολλές ερμηνείες, και από την δεινή ικανότητα του δημιουργού του να εισχωρεί στα σκοτεινά έγκατα της ανθρώπινης συνείδησης, όπου μπορεί να (συν)υπάρχουν και ο ζόφος, και η ανθρωπιά, και η ευθύνη, και η απελπισία, και η αδυναμία, και το μεγαλείο, και η αυτοθυσία.
Η Καρίνα Γάιθ σε σκηνή του «The Signalman» (σειρά του BBC, 1976).
Έτσι ο Σηματωρός είναι κάτι παραπάνω από μια εκκεντρική νουάρ ή σκοτεινή γοτθική ιστορία με σασπένς. Είναι παράλληλα και ένα δείγμα θεραπευτικής γραφής που μετουσιώνει το προσωπικό τραύμα σε αισθητικό αντικείμενο αριστοτεχνικής πολυσημίας. Με άλλα λόγια το διήγημα του Ντίκενς, τελικά, δεν αφορά έναν σηματωρό, ο σηματωρός είναι αφορμή. Πρόκειται για μια αλληγορία με θέμα το τραύμα που πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι οι οποίοι βιώνουν ένα τραύμα το επεξεργάζονται μέσω της μαγικής σκέψης (χρησιμοποιώντας βεβαίως όλους τους τροπισμούς του πνευματισμού και σχήματα της λογοτεχνίας της εποχής του). Η μαγική σκέψη είναι η πίστη ότι κάποιες συμπεριφορές ή ενέργειες θα μπορούσαν να μας προστατεύσουν είτε να προστατεύσουν άλλους από κάποιο τραύμα στο μέλλον και είναι φυσιολογικό σύμπτωμα του πένθους.[4] Τέτοιου είδους έμμονες μαγικές σκέψεις κάνουν πάντα οι κατά τα άλλα υγιείς άνθρωποι που αντιμετωπίζουν το τραύμα της απώλειας και του πένθους: τι θα μπορούσε να είχε γίνει σε ένα παράλληλο σύμπαν για να αποφευχθεί το κακό; «Εάν του είχα πει να μείνει ακόμα πέντε λεπτά θα είχε χάσει το τρένο» κ.ο.κ. Κατά μία έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως στην ιστορία υπάρχει ένα μόνο υποκείμενο: ο σηματωρός είναι ο ίδιος ο Ντίκενς, και ο αφηγητής Ντίκενς είναι εκείνος που «συνομιλεί» με τον Ντίκενς. Αφηγητής και σηματωρός είναι το ίδιο πρόσωπο.
Σε αντίθεση με την δυσάρεστη εμπειρία του ο Ντίκενς, ο οποίος παρά το πρώτο του ατύχημα[5] στα τρένα δεν παύει να ταξιδεύει ξανά και ξανά με αυτά, η μυθοπλασία του Signal-Man θέλει να τελειώνει με την αυτοκτονία του ήρωα: «Η οδύνη του νου του ήταν ένα θέαμα πραγματικά οικτρό. Επρόκειτο για το ψυχικό μαρτύριο ενός ευσυνείδητου ανθρώπου, πιεσμένου πέραν των ορίων της αντοχής του από μια ακατανόητη ευθύνη στην οποία εμπλέκονταν ζωές» (σ. 48). Ενώ λοιπόν «δεν υπήρχε σε όλη την Αγγλία άλλος που να ξέρει τη δουλειά του καλύτερα», μέρα μεσημέρι, «τη στιγμή που το τρένο έβγαινε από το τούνελ, εκείνος είχε γυρισμένη την πλάτη και το τρένο τον πάτησε», και φάνηκε να μην ακούει τη σφυρίχτρα την ώρα που ο μηχανοδηγός συνεχώς του φώναζε τα ίδια λόγια που άκουγε από τον «Άλλο», από το φάντασμα: “I said, ‘Below there! Look out! Look out! For God’s sake, clear the way!’”, «Κει κάτω! Προσοχή! Προσοχή! Για όνομα του θεού, φύγετε από τη μέση!» (σ. 51-52).
Ο συγγραφέας θέλει τον ήρωά του να πεθαίνει στις ράγες του τρένου, προτού τριτώσει το κακό. Το τρίτο δυστύχημα είναι ο θάνατος του ίδιου του σηματωρού, ο οποίος σε ένα είδος επίλυσης του ηθικού «προβλήματος του τρένου» αυτοθυσιάζεται για να εξορκίσει μια μελλοντική τραγωδία. Και όπως τα φαντάσματα προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με ένα μήνυμα που μόνο ο σηματωρός στον ρόλο του διαμεσολαβητή (μέντιουμ) ήταν σε θέση να ακούσει, τώρα είναι αυτός που μας μιλάει σε μια séance μεταξύ των δύο κόσμων, των πεθαμένων και των ζωντανών.
Ο συντάκτης του παρόντος αισθάνεται την ανάγκη να φωνάξει: Halloa! Up there! Έι, εσείς εκεί πάνω! Ελπίζω να καταλαβαίνετε.
ΥΓ. Διαβάζοντας το διήγημα του Ντίκενς σήμερα είναι αναπόφευκτος ο συνειρμός με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη και την ανευθυνότητα που θέρισε τόσες ζωές κυρίως νέων ανθρώπων. Κοιτάζοντας τα όμορφα, φωτεινά πρόσωπα των κοριτσιών και των αγοριών που χάθηκαν μου καρφώθηκε στο μυαλό ο στίχος του Σεφέρη: κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι’ αυτό λέω πως κοιμούνται. Αλίμονο! Λυπήσου εκείνους που περιμένουν. Λυπήσου τους γονείς τους, τα αδέλφια τους, τους δικούς τους κατά την κατάβασή τους στον εφιαλτικό κάτω κόσμο του πένθους.
[1] Βλ., πρόχειρα, Graeme Tytler, “Charles Dickens's 'The Signalman': a case of partial insanity?”, History of Psychiatry, Vol. 8, issue 31 (1977), 421-432· Jill L. Matus, “Trauma, Memory, and Railway Disaster: The Dickensian Connection,” Victorian Studies (Vol. 43, Issue 3), Spring 2001, Indiana University Press.
[2] ‘Look out! Look out!’ And then again, ‘Halloa! Below there! Look out!’ I caught up my lamp, turned it on red, and ran towards the figure, calling, ‘What’s wrong? What has happened? Where?’.
[3] Ο Ντίκενς όμως δεν είναι Χάιντεγκερ να γράφει ανοησίες και ασυναρτησίες, ότι στην τεχνολογική πρόοδο, στην αχαλίνωτη τεχνολογία των Αμερικανών, οφείλεται η «λήθη του Είναι» (Seinsvergessenheit). Ο Άγγλος συγγραφέας παρότι γοητεύεται από το «μεταφυσικό» δεν καταγγέλλει τον «κίνδυνο της τεχνολογίας», δεν ζητά την επιστροφή στις βοϊδάμαξες, δεν διαστρέφει τη φύση του ανθρώπου ώστε να γίνει κτήνος το οποίο υπηρετεί τις «δυνάμεις της γης και του αίματος» απ’ όπου η τεχνολογία απειλεί να τον «ξεριζώσει». Ο απομονωμένος και γεμάτος άγχη άνθρωπος, κατά τον ναζί θεολόγο, βρίσκει διέξοδο πάντα μέσα από την ταύτιση με το συλλογικό υποκείμενο.
[4] Joan Didion, The Year of Magical Thinking, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2005.
[5] Ένα άλλο ατύχημα του Ντίκενς με τρένο μερικά χρόνια αργότερα (1869) δεν είχε σχέση με τον Signal-Man που είχε ήδη εκδοθεί. Ωστόσο δεν μπορεί παρά να προκάλεσε οδυνηρή ανάξεση του τραύματος, να του δημιούργησε έντονες ψυχικές καταστάσεις.