Ο Χίτλερ και ο Στάλιν ανήλθαν στην εξουσία στο Βερολίνο και την Μόσχα, όμως τα οράματά τους για μετασχηματισμό αφορούσαν πάνω απ’ όλα τις περιοχές ανάμεσά τους. Οι ουτοπίες ελέγχου τους συναντήθηκαν στην Ουκρανία.
Τίμοθι Σνάιντερ, Αιματοβαμμένες Χώρες. Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν
O πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να μας θυμίσει ξανά πολλά πράγματα που ασφαλώς γνωρίζουμε (π.χ. η απώλεια της ζωής, ο πόνος και η γενικότερη φρίκη του πολέμου, ιδιαίτερα για τους αμάχους, η αποσάθρωση της οργανωμένης και πολιτισμένης συνύπαρξης, η καταστροφή των υποδομών, ιδιαίτερα στις πόλεις, οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, η παγκόσμια ανισορροπία κ.λπ.), αλλά προσέθεσε κατά τη γνώμη μου και ορισμένα νέα στοιχεία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάποιες ιδιαιτερότητες που εκ πρώτης όψεως δυσχεραίνουν την αντικειμενική αξιολόγησή του. Πρώτoν, ο πόλεμος διεξάγεται στην ευρύτερη γειτονιά μας και ξεκίνησε από μια δύναμη που είναι κατά βάση ευρωπαϊκή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Ρωσία παρά τα έντονα ανατολικά της στοιχεία (που σχετίζονται και με μια ιδιότυπη πρόσληψη της ορθοδοξίας), την μακρά παράδοση τσαρικού δεσποτισμού, την θητεία στον σταλινισμό και τον αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η συμβολή της ρωσικής μουσικής, ζωγραφικής, του κινηματογράφου και φυσικά της λογοτεχνίας (αλλά και της επιστήμης) σε αυτό που θεωρούμε κοινό μας πολιτισμό είναι τεράστια. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό όσο εξοργιστική και αν είναι η συμπεριφορά του καθεστώτος Πούτιν. Ίσως η υποτίμηση αυτού του στοιχείου από τους αρχιτέκτονες ή χειριστές της νέας πολιτικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων να έπαιξε ένα ρόλο στη βαθμιαία αποξένωση. Δεύτερον, ο πόλεμος είναι κατά κάποιο τρόπο απότοκο των ανακατατάξεων που προήλθαν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την ασύμπτωτη πορεία που ακολούθησαν η Ρωσία και η Ουκρανία στη συνέχεια. Κατά κάποιο τρόπο ίσως να είναι και μετασεισμός γεγονότων που συνέβησαν πολύ νωρίτερα, κατά τη διάρκεια, δηλαδή, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τρίτον, στον πόλεμο εμπλέκονται δύο κράτη που, αν και διάδοχα της Σοβιετικής Ένωσης, εκπροσωπούν, ιδεωδώς τουλάχιστον, μια διαφορετική αντίληψη διακυβέρνησης αλλά και εξωτερικής πολιτικής. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ συγκρούεται ο 19ος με τον 21ο πρώτο αιώνα. Τέταρτον, ο πόλεμος αυτός δεν έχει μόνο σημασία για την Ουκρανία αλλά σοβαρό πολιτικό, οικονομικό και εμπορικό αντίκτυπο για την Ευρώπη και τον κόσμο. Δεν πρόκειται συνεπώς για έναν τοπικό πόλεμο κάπου μακριά που θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν μας αφορά άμεσα. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά εμπεριέχουν τους ειδικότερους λόγους για τους οποίους η Δύση αισθάνεται σε μεγάλο βαθμό αλληλέγγυα με την Ουκρανία και αντιπαρατίθεται έμπρακτα στη Ρωσία. Αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά δίνουν ενδεχομένως και λαβή για μια πιο σκεπτικιστική, λιγότερο καταδικαστική στάση απέναντι στην Ρωσία. Θα ήθελα πρώτα να αξιολογήσουμε τα δεδομένα του πολέμου στην Ουκρανία μέσα από τη σκοπιά που αξιολογούμε κάθε πόλεμο, για να βρούμε αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να δικαιολογηθεί. Στη συνέχεια θα ήθελα να εξετάσουμε, αν τα ειδικά χαρακτηριστικά, στα οποία αναφέρθηκα μπορούν να αλλάξουν ή να μεταρρυθμίσουν την κρίση μας. Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν μια παράνομη πράξη σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών εμπεριέχει σαφέστατες διατάξεις που απαγορεύουν τον λεγόμενο επιθετικό πόλεμο (άρθρο 2 §4) και επιτρέπουν ουσιαστικά (υπό την επιφύλαξη του κεφ. 7) τον αμυντικό.[1] Δεν υπάρχει απολύτως καμία βάση στους ισχυρισμούς της Ρωσίας ότι η «στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία είχε προληπτικό χαρακτήρα γιατί δεν υπήρχε η παραμικρή υποψία απειλής που θα μπορούσε να εκπορεύεται από την ουκρανική επικράτεια.[2] Από την άλλη, δεν συνέτρεχε κάποια ανθρωπιστική κρίση, απειλή μαζικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που να δικαιολογεί, έστω και με τον αμφιλεγόμενο λόγο της «ανθρωπιστικής επέμβασης», την ανάγκη στρατιωτικής αποτροπής. Αν οι ρωσόφωνοι αισθάνονταν να προσβάλλεται το δικαίωμά τους στην γλώσσα και στην πολιτισμική τους ταυτότητα, θα μπορούσαν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Οι Ουκρανοί δεν είναι στην πλειονότητά τους Ρώσοι και εν πάση περιπτώσει δεν αντιλαμβάνονται εαυτούς ως Ρώσους, η δε Ουκρανία είναι ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Ούτε μπορεί να πάρει κανείς στα σοβαρά τον ισχυρισμό ότι το πολιτικό καθεστώς στη χώρα αυτή είναι ναζιστικό. Τα ρωσικά επιχειρήματα περί άμυνας θα είχαν βάση μόνο αν δεχόμασταν ότι η Ουκρανία αποτελεί μέρος της ρωσικής επικράτειας. Ίσως στο υποσυνείδητο ακραίων εθνικιστών στη Ρωσία αυτή η πεποίθηση να είναι ριζωμένη, αλλά αυτό δεν αρκεί.
Η εισβολή στην Ουκρανία εκτός από παράνομη ήταν όμως και άδικη από τη σκοπιά της παράδοσης της θεωρίας του δικαίου πολέμου. Η Θεωρία του Δικαίου Πολέμου (ΘΔΠ) είναι μια σύνθετη θεωρητική παράδοση[3] που επεξεργάστηκε κριτήρια για την ηθική δικαιολόγηση και νομιμοποίηση του πολέμου πολύ πριν αρχίσει να συγκροτείται η ιδέα αλλά και η πρακτική του διεθνούς δικαίου. Παρά τις ατέλειές της η οπτική γωνία που εκπροσωπεί η συγκεκριμένη θεωρία μάς εξασφαλίζει έναν τρόπο να ασκούμε κριτική στην πρακτική των κρατών ακόμα και όταν η συμπεριφορά τους εμφανίζεται σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο. Πρέπει εδώ να επισημάνω ότι επί αιώνες τα κριτήρια της ηθικής νομιμοποίησης της άσκησης βίας είχαν κατά κάποιο τρόπο ως αποδέκτη απλώς και μόνο τη συνείδηση των μοναρχών. Δεν υπήρχε Διεθνές Δίκαιο με την σημασία που το εννοούμε σήμερα. Επιπλέον, η πολιτική σκέψη της πρώιμης νεωτερικότητας (Γκρότιους, Πούφεντορφ κ.λπ.) σε αντίθεση με την μεσαιωνική και σχολαστική παράδοση[4] δεν περιόριζε το δικαίωμα καταφυγής στη βία σε λίγες αποκλειστικές περιπτώσεις, όπως η άμυνα ή η επανόρθωση μιας αδικίας, αλλά άφηνε το ζήτημα αυτό στη διακριτική ευχέρεια των κρατών και των ηγεμόνων τους. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Καντ χαρακτηρίζει αυτούς τους φιλοσόφους «θλιβερούς απολογητές» («leidige Tröster»). Αυτή η αντίληψη άλλαξε ουσιαστικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Tι θα έλεγε λοιπόν η θεωρία του δικαίου πολέμου για την περίπτωση της Ουκρανίας; Ας εξετάσουμε κατά σειρά[5] τις κλασικές προϋποθέσεις της παράδοσης του δικαίου πολέμου. Προφανώς ο πόλεμος της Ρωσίας εις βάρος της Ουκρανίας δεν μπορεί να στηριχθεί σε κάποια δίκαιη αιτία (justa causa) που σήμερα θεωρούμε ότι μπορεί να είναι μόνο η νόμιμη άμυνα ή, έστω, η επανόρθωση κάποιας προηγηθείσης αδικίας (π.χ. αποβολή από παρανόμως κατεχόμενα εδάφη). Η νομιμότητα ενός αμυντικού πολέμου συνδέεται εγγενώς με την ιδέα μιας διεθνούς έννομης τάξης ειρηνικής συνύπαρξης ανεξάρτητων κρατών. Αυτή τη δίκαιη αιτία μπορεί να επικαλεστεί η Ουκρανία, αλλά όχι η Ρωσία. Και όπως αναφέραμε, οι επικλήσεις των Ρώσων αξιωματούχων σχετικά με την βαθύτερη πρόθεση του πολέμου (σύνδρομο περικύκλωσης από το ΝΑΤΟ, άμυνα προς υπεράσπιση θυλάκων, αποναζιστικοποίηση, προστασία ρωσόφωνων, η ανυπαρξία ουκρανικού έθνους, ρωσική επικράτεια κ.λπ.) είναι καταφανώς καταχρηστικές. Δεν συντρέχει λοιπόν ούτε αυτό που ονομάστηκε recta intentio, δηλαδή ειλικρίνεια των προθέσεων, που είναι η 2η προϋπόθεση της θεωρίας του δικαίου πολέμου. Άλλα παριστάνει (ή καλύτερα προσπαθεί να παραστήσει) ότι επιδιώκει η Ρωσία και άλλα θέλει στην πραγματικότητα να κάνει. Θα αφήσω εδώ κατά μέρος τον όρο της νόμιμης αρμοδιότητας (legitima auctoritas) που συνιστά μια 3η προϋπόθεση. Η Ρωσία ως κυρίαρχο κράτος έχει τυπικά την αρμοδιότητα να διεξάγει πόλεμο. Το ερώτημα βέβαια είναι αν ένα κράτος που κυβερνάται από ένα αυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς και δεν σέβεται δικαιοκρατικές αρχές και θεμελιώδη δικαιώματα έχει την ουσιαστική νομιμοποίηση να υπερασπιστεί ένα δικαίωμά του με τα όπλα. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί επαρκώς από τη θεωρία του δικαίου πολέμου ούτε από το διεθνές δίκαιο.[6]
Πάντως ένα ερώτημα που τίθεται για όλους τους πολέμους είναι η αναλογικότητά τους σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ακόμα και αν ήμασταν σε θέση να αναγνωρίσουμε για οποιοδήποτε λόγο ένα, ας πούμε, «δίκιο» στη Ρωσία σχετικά με την προηγηθείσα πολιτική αντιπαράθεσή της με την Ουκρανία (και τον υπόλοιπο κόσμο), το μέσο που μετέρχεται στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή ο πόλεμος, οφείλει να βρίσκεται σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ας πούμε το «δίκιο» της. Όπως είδαμε ωστόσο κανένα «δίκιο» δεν δικαιολογεί τον πόλεμο εκτός από εκείνο της νόμιμης άμυνας. Όσον αφορά τη Ρωσία, δεν υπάρχει με άλλα λόγια ένα τόσο ισχυρό δίκαιο που να δικαιολογεί την απώλεια δεκάδων χιλιάδων ζωών και από τις δύο πλευρές και την τεράστια οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντολογική καταστροφή που επιφέρει αυτός ο πόλεμος. Δεν υφίσταται εδώ αναλογικότητα εξ υπαρχής, γιατί ο πόλεμος στερείται νόμιμης αιτίας για τη Ρωσία και είναι καταφανώς άδικος.
Ουκρανοί στρατιώτες στην πρώτη γραμμή στο Ντονμπάς του Ντονέτσκ, 22 Νοεμβρίου 2022. © Diego Herrera Carcedo/Getty Images/Ideal Images
Στη ΘΔΠ το ζήτημα της αναλογικότητας μπορεί φυσικά να τεθεί και για τον αμυνόμενο. Είναι λοιπόν αναλογική η αντίσταση των Ουκρανών; Ο αμυντικός πόλεμος της Ουκρανίας είναι καταφανώς ηθικοπολιτικά νόμιμος γιατί δεν έχει καμία ειρηνική εναλλακτική στη διάθεσή της για να αποκρούσει την παράνομη επίθεση της Ρωσίας. Η Ουκρανία δικαιούται να πράξει ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να αποκρούσει τα ρωσικά στρατεύματα και να απελευθερώσει τα εδάφη της. Δεν θα μπορούσαμε ωστόσο να υποδείξουμε στην Ουκρανία να αποδεχθεί μια συμβιβαστική πρόταση ειρήνευσης, ακόμα και αν αυτή συνεπάγεται την απώλεια κάποιων εδαφών; Πιστεύω ότι η Ουκρανία δεν έχει την παραμικρή υποχρέωση να το κάνει, ακόμα και αν μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο συμφέρει την ίδια, τη Δύση ή και όλο τον κόσμο. Κανείς δεν δικαιούται να εξαναγκάσει μια εν αμύνη ευρισκόμενη χώρα να συνθηκολογήσει χάριν της ειρήνης. Στην σύγχρονη ΘΔΠ κάποιοι συγγραφείς φαίνεται να υποστηρίζουν αυτό το ενδεχόμενο σταθμίζοντας τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους έναντι των συνεπειών του πολέμου. Αυτή είναι μια τελείως λανθασμένη προσέγγιση που παραγνωρίζει την κεφαλαιώδη σημασία της προάσπισης της σκοπιάς του δικαίου στη διεθνή έννομη τάξη, ακόμα και αν σε τελευταία ανάλυση επικαλείται την «οικουμενικότητα» του δικαίου. Ο εξαναγκασμός σε συμβιβασμό κυρίαρχων κρατών αντιστοιχεί στο εσωτερικό πεδίο με την καθυπόταξη της ατομικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων χάριν της συνολικής ευημερίας.
Ο πόλεμος, λέγεται, πρέπει όχι μόνο να είναι ultima ratio αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες επιλογές (χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται υποχρέωση αποδοχής τετελεσμένων), αλλά θα πρέπει να έχει και μια εύλογη πιθανότητα επιτυχίας. Στην αρχή τουλάχιστον κανείς δεν πίστευε ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να αντισταθεί σε μια μαζική εισβολή της Ρωσίας. Η πάνδημη αντίσταση των Ουκρανών απέδειξε ωστόσο το αντίθετο. Και ύστερα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ακόμη και η θυσία στρατιωτών και αμάχων δεν είναι ποτέ χωρίς νόημα. Οι Ουκρανοί έδειξαν στους επιτιθέμενους Ρώσους ότι υπάρχει κόστος για κάθε επιβουλή και οι ίδιοι ήταν διατεθειμένοι να το φέρουν. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι η αντίσταση του ουκρανικού λαού, όπως και κάθε λαού απέναντι σε έναν κατακτητή (χαρακτηριστικό η αντίσταση των Ελλήνων και άλλων λαών στις δυνάμεις του Άξονα), συνιστά αδιάψευστο σημάδι της πολιτικής του ύπαρξης και ενότητας.[7]
Η θεωρία του δικαίου πολέμου ενδιαφέρεται ωστόσο όχι μόνο για την καταρχήν (jus ad bellum) αλλά και για την επιμέρους (jus in bello) νομιμοποίηση του πολέμου. Ακόμα και αν ένας πόλεμος είναι καταρχήν «δίκαιος», δηλαδή ηθικοπολιτικά επιτρεπτός, θα πρέπει να διεξάγεται με κανόνες που είναι ηθικοπολιτικά αποδεκτοί και εναρμονίζονται με το λεγόμενο ανθρωπιστικό δίκαιο και τις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης[8]. Η πιο σημαντική πτυχή σε αυτήν την περίπτωση είναι η προστασία των αμάχων. Ο τρόπος που διεξήγαγε και διεξάγει τον πόλεμο η Ρωσία είναι βάρβαρος και άδικος και από αυτή τη σκοπιά. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους βομβαρδισμούς από εδάφους και αέρος ολόκληρων πόλεων και ειδικότερο παράδειγμα εδώ είναι η καταστροφή της Μαριούπολης και η στοχοποίηση νοσοκομείων, σιδηροδρομικών σταθμών και άλλων μη στρατιωτικών κατ’ ουσίαν στόχων. Η Ρωσία δεν σεβάστηκε εδώ την αρχή της διάκρισης. Ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο αποτελεί η παρεμπόδιση εξόδου των αμάχων από τις πόλεις που πολιόρκησαν τα ρωσικά στρατεύματα, όπως βέβαια η εκτέλεση πολιτών στην πόλη Mπούτσα. Φυσικά κάθε εμπόλεμο κράτος προσπαθεί να μειώσει στο ελάχιστο τις δικές του απώλειες και οι κυριολεκτικά αφ’ υψηλού βομβαρδισμοί είναι ένας τρόπος. Το είδαμε και στον βομβαρδισμό της Σερβίας στην περίπτωση του Κοσόβου. Το κόστος όμως για τους αμάχους είναι συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις υπερβολικά μεγάλο, αξιακά δυσανάλογο με τον στρατηγικό στόχο. Πιστεύω ότι η δυσαναλογία αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι η Ρωσία είναι η άδικα επιτιθέμενη δύναμη.
Στη φιλοσοφική συζήτηση έχει τεθεί σε αμφισβήτηση τα τελευταία χρόνια μια κλασική διάκριση ανάμεσα στο θέμα της καταρχήν νομιμότητας του πολέμου (jus ad bellum) και τη νομιμότητα ως προς τη διεξαγωγή του (jus in bello). Η διάκριση αυτή έχει υποστηριχθεί με μεγάλη έμφαση από τον Μάικλ Γουόλτσερ.[9] Η ιδέα είναι ότι όπως και να ξεκίνησε ο πόλεμος, όποιος και αν ευθύνεται, έχει μεγάλη εντέλει σημασία και το πώς διεξάγεται. Κάποιοι ωστόσο φιλόσοφοι, όπως ο Tζεφ Μακ Μάαν,[10] θεωρούν ότι ένας εξ ορισμού άδικος πόλεμος, ο πόλεμος φερ’ ειπείν των Ρώσων εναντίον της Ουκρανίας, δεν αφήνει περιθώρια για την ηθική διαβάθμιση της συμπεριφοράς των στρατιωτών του επιτιθέμενου. Τι σημασία, λένε, μπορεί να έχει και τι ηθική διαφορά κάνει, αν οι Ρώσοι στοχοποιούν Ουκρανούς, στρατιώτες ή αμάχους; Και στις δύο εκδοχές η αφαίρεση της ζωής είναι άδικη πράξη. Η αρχή της διάκρισης ή και η αρχή της αναλογικότητας ως προς τη διεξαγωγή ενός πολέμου δεν έχει κανένα νόημα όταν ο πόλεμος είναι καταρχήν άδικος. Δεν συντρέχει εδώ ένας δίκαιος, νόμιμος σκοπός υπό το πρίσμα του οποίου θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί μέχρι σε ένα βαθμό η βία ως μέσον.[11] Όλοι είναι αθώα θύματα, είτε είναι στρατιώτες είτε άμαχοι, και αν σκοτωθούν θα είναι σε κάθε περίπτωση αθώα θύματα ακόμα και αν οι επιτιθέμενοι καταβάλλουν την μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια στο πώς θα χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους.
Νομίζω ότι η συγκεκριμένη κριτική έχει μια βάση με την έννοια ότι αν προσεγγίσουμε το ζήτημα αφηρημένα ο στρατός τού εν αδίκω ευρισκομένου κράτους δεν μπορεί να έχει την ίδια κανονιστική θέση με εκείνον του αμυνόμενου. Ακόμα και η προστασία των αμάχων του επιτιθέμενου δεν βρίσκεται σε ισότιμη θέση και πολύ περισσότερο εκείνη των στρατιωτών του. Αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε όταν εξετάζουμε την αναγκαιότητα μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Καμία στρατιωτική επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία όταν ο σκοπός, ας πούμε, η κατάκτηση ενός άλλου λαού, είναι άδικος. Αυτό είναι λογικό και κατά κάποιο τρόπο αυτό αναγνωρίζεται σε μια συνθήκη ειρήνης που ακολουθεί έναν άδικο πόλεμο. Η θεωρητική αυτή τάση διαπράττει εντούτοις ένα σοβαρό λάθος όταν μετακυλίει το άδικο της συμπεριφοράς του κράτους και των ηγετών του, ακόμα και τη συλλογική ηθική και πολιτική ευθύνη του λαού, απευθείας στους στρατιώτες. Αν και υπάρχει πεδίο ατομικού καταλογισμού στον πόλεμο, όπως κατεξοχήν στην περίπτωση διάπραξης εγκλημάτων πολέμου, οι στρατιώτες ακόμα και του εν αδίκω ευρισκόμενου στρατού δεν είναι δίκαιο να αναλάβουν από μόνοι τους το πλήρες κανονιστικό κόστος. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αρνηθούν να συμμετάσχουν σε έναν εξ υποθέσεως άδικο πόλεμο και εφόσον συμμετέχουν δεν θα πρέπει να ακολουθούν τις διαταγές των ανωτέρων τους, να μην υπερασπίζονται τη ζωή τους και ενδεχομένως να λιποτακτούν. Πιστεύω ότι αυτές οι συνέπειες είναι επαρκείς για να πειστούμε ότι η θεωρία δεν είναι εύλογη ούτε πρακτικά εφαρμόσιμη. Αλλά θα ήθελα με συντομία να εξηγήσω γιατί κατά τη γνώμη μου η θεωρία αυτή σφάλλει και στη σύλληψή της.
Η θεωρία της συνέχειας του jus ad bellum και in bello εμπνέεται από μια αρκετά δημοφιλή τάση στην ηθική θεωρία και στη θεωρία των διεθνών σχέσεων που θα ονόμαζα ηθικιστικό οικουμενισμό ή κοσμοπολιτισμό. Εννοώ την ανάλυση της άσκησης της βίας στη διεθνή κοινωνία με την κατευθείαν επίκληση ηθικών θεωριών και αρχών, εφαρμοζόμενων απευθείας σε άτομα χωρίς την αναγνώριση του γεγονότος ότι αυτό που συμβαίνει στους πολέμους είναι κατά κανόνα μια σύγκρουση μεταξύ κρατών. Ο ηθικιστικός οικουμενισμός είναι κατά τη γνώμη μου μια φιλοσοφικά προβληματική θεωρία για την ηθικοπολιτική συγκρότηση της παγκοσμιότητας, αλλά και μια θεωρητική τάση που εμποτίζει με λανθασμένες αντιλήψεις τις διεθνείς σχέσεις, το διεθνές δίκαιο και την εξωτερική πολιτική πολλών δυτικών κρατών. Κατά έναν παράδοξο τρόπο βάζει εντέλει αέρα στα πανιά των ρεαλιστών γιατί παρουσιάζει το Διεθνές Δίκαιο όχι ως αναγκαίο πλαίσιο συνύπαρξης κρατών αλλά ως ιδεολογικό εργαλείο επιβολής. Πιστεύω ότι και πολλά αυταρχικά κράτη με αναθεωρητική ατζέντα επικαλούνται αυτό το επιχείρημα.
Αυτές οι σκέψεις μας φέρνουν όμως στο δεύτερο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή και το οποίο αφορά τις ιδιαιτερότητες του πολέμου στην Ουκρανία. Ένα ερώτημα που έχει πολλές φορές τεθεί από αναλυτές και μέσα ενημέρωσης είναι το θέμα της αντιμετώπισης της Ρωσίας μετά τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες αλλά μπορούμε να συμπυκνώσουμε το ζήτημα σε ένα βασικό ερώτημα. Μήπως έχει τελικά και η Δύση ευθύνη για την ριζοσπαστικοποίηση της Ρωσίας; Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εύλογα ή μη, η Δύση δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να εντάξει τη Ρωσία σε ένα σταθερό και αμοιβαία επωφελές σύστημα συνεργασίας. Το γεγονός όμως ότι πολλά κράτη που βρίσκονταν επί πολλές δεκαετίες στη σοβιετική σφαίρα επιρροής αυτονομήθηκαν και επέλεξαν έναν ανεξάρτητο δρόμο είναι βέβαιο ότι αντικειμενικά επέτεινε το αίσθημα απομόνωσης της Ρωσίας. Η πολιτική ανεξαρτητοποίηση και αυτονόμηση της Ουκρανίας είναι περισσότερο από βέβαιο ότι δεν στερεί απλώς τη Ρωσία από μια ουδέτερη ζώνη, αλλά εγκαθιστά κοντά της ένα κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς εν δυνάμει αντίθετο προς τα ρωσικά παραδεδεγμένα. Ακόμα και αν δεχόμασταν ότι για αυτό «φταίει η Δύση» θα άλλαζε κάτι ως προς τον πόλεμο;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ρωσία προκλήθηκε και άρα για την αδικία του πολέμου ευθύνεται εξίσου ή και περισσότερο η Δύση; Η απάντηση είναι όχι. Ακόμα και αν μπορούσαμε να καταλογίσουμε σε δυτικά κράτη και ηγέτες πολιτική ευθύνη, το γεγονός είναι ότι από την σκοπιά του διεθνούς δικαίου αλλά και της ΘΔΠ η εισβολή παραμένει μια παράνομη και άδικη πράξη. Είναι σαν να πούμε ότι οι καθόλα νόμιμες αλλά ατυχείς προσωπικές επιλογές ενός ατόμου, επιλογές που έχει κάθε δικαίωμα να κάνει (και που οδήγησαν στο να βρίσκεται στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή) προκάλεσαν αντικειμενικά τον βιασμό του και άρα είναι συνυπεύθυνο. Όπως δεν μπορούμε να έχουμε γνώμη για τα προσωπικά ζητήματα άλλων όσο και αν οι επιλογές τους μας δυσαρεστούν ή ενδεχομένως και μας πλήττουν κατά κάποιο τρόπο, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τους εξαναγκάσουμε σε μια συμπεριφορά αρεστή σε εμάς. Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τα κράτη, ακόμα και αν οι επιλογές τους αντιμάχονται συμφέροντά μας – εκτός και αν η συμπεριφορά τους πλήττει δικαιώματά μας.
Διασώστες σε σημείο επίθεσης ρωσικού πυραύλου στο Κίεβο, 23 Νοεμβρίου 2022. © REUTERS/Valentyn Ogirenko/Ideal Images
Όμως υπάρχει εδώ ένας αντίλογος. Μήπως τελικά κουνάμε το δάχτυλο στη Ρωσία ενώ κάνουμε τα ίδια; Ας θυμηθούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την εφαρμογή του δόγματος Μόνροε από τον Θεόδωρο Ρούσβελτ το 1904[12] ή την ανάμιξη του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία (όχι χωρίς αποχρώντα λόγο, ιδιαίτερα μετά την Σρεμπρένιτσα) ή τέλος την αμερικανική και βρετανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 (όπως αποδείχθηκε περίτρανα χωρίς αποχρώντα λόγο). Μήπως λοιπόν εφαρμόζουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν καταδικάζουμε τον Πούτιν και οποιονδήποτε άλλο για περιφρόνηση των αρχών του διεθνούς δικαίου και του δικαίου πολέμου; Μήπως τελικά δικαιϊκοί και ηθικοί κανόνες δεν είναι παρά ένα προπέτασμα καπνού, αν όχι εργαλείο για την κατοχύρωση της κρατικής ισχύος; Και αν όλοι συμπεριφέρονται έτσι, γιατί να περιμένουμε κάποιοι να αποτελούν εξαίρεση;
Νομίζω ότι το ρεαλιστικό αυτό επιχείρημα βασίζεται σε μια παρεξήγηση. Πρώτα απ’ όλα και η ίδια η Ρωσία προσπαθεί να δικαιολογηθεί με όρους δικαιοσύνης, όχι ισχύος. Απλώς δεν πείθει. Ύστερα νομίζω ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε το ερώτημα της αντικειμενικότητας και δικαιοσύνης κάποιων αρχών και κανόνων που (πρέπει να) διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών από το ερώτημα της εφαρμογής τους που αφορά τον βαθμό της συμμόρφωσης στους δικαιϊκούς κανόνες. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κανείς δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης να αμυνθεί απέναντι στα στρατεύματα του Χίτλερ και η ίδια άντλησε το δικαίωμά της αυτό από την ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, έστω και αν στην πράξη εφάρμοσε την ιδέα όπου, όποτε και όπως την εξυπηρετούσε. Σήμερα ο Πούτιν συμπεριφέρεται με τους όρους που ίσχυαν πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν είναι τυχαίο ότι η εισβολή καταδικάστηκε από τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών που είναι μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Ένας διακεκριμένος βρετανός δημοσιογράφος, ο Χιούγκο Ντίξον, προσπάθησε πρόσφατα να διακρίνει τα επιχειρήματα σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία με βάση το αν αποβλέπουν στη δικαιοσύνη ή στην ισχύ και το κρατικό συμφέρον. Νομίζω ότι η δικαιοσύνη στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη είναι προς το συμφέρον τους, ιδιαίτερα προφανώς εκείνων που έχουν λιγότερη δύναμη, αλλά ένα διεθνές σύστημα που διέπεται από σταθερούς και σχετικά δίκαιους κανόνες είναι προς το συμφέρον και των ισχυρών κρατών, ακόμη και των υπερδυνάμεων. Αυτό που κάνει η Ρωσία στην Ουκρανία δεν είναι μόνο καταφανώς άδικο και παράνομο, αλλά είναι και εναντίον του ίδιου της του συμφέροντος.
Ίσως το πιο δύσκολο ηθικό ερώτημα είναι αυτό που αφορά τη στάση της Δύσης και των ευρωπαϊκών κρατών που φέρονται εύλογα με αίσθημα αλληλεγγύης προς την Ουκρανία. Η στάση τους εγκυμονεί κάποιους κινδύνους και έχει υψηλό κόστος λόγω των πάσης φύσεως κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Ρωσία. Ας αφήσουμε στην άκρη το καθαρά πολιτικό ζήτημα για την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Οι εσωτερικές πολιτικές συνέπειες των κυρώσεων και το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειάς τους θέτουν μεγάλες προκλήσεις, ιδιαίτερα για τη Δύση. Είναι μια παράμετρος που πρέπει ασφαλώς να ληφθεί υπ’ όψιν, αλλά δεν είναι η κυρίαρχη. Το ηθικά κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχουμε μια ηθικοπολιτική υποχρέωση αλληλεγγύης προς την Ουκρανία. Η απάντηση είναι καταφατική και βασίζεται στην ιδέα ότι τα δημοκρατικά κράτη δικαίου δεν έχουν μόνο το αρνητικό καθήκον να απέχουν από το να υπονομεύουν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία άλλων κρατών, αλλά έχουν ταυτόχρονα και το θετικό καθήκον να υποστηρίζουν τα κράτη που προσπαθούν να υπερασπιστούν και να εμπεδώσουν την ελευθερία τους προσφέροντας φερ’ ειπείν στρατιωτική βοήθεια ή επιβάλλοντας κυρώσεις. Είναι καθήκον τους να επιδιώκουν την ανάπτυξη σχέσεων ανεξαρτησίας και ίσης ελευθερίας μεταξύ ελεύθερων πολιτειών.
Πρόκειται βέβαια για ένα ατελές καθήκον γιατί η στήριξη έχει να κάνει και με τις ανάγκες του αποδέκτη. Η βοήθεια λοιπόν προς την Ουκρανία επιβάλλεται πρώτα απ’ όλα για λόγους αρχής, ακόμα και αν συντρέχουν και άλλοι λόγοι, όπως για παράδειγμα η αποτροπή της επεκτατικής πολιτικής μιας αναθεωρητικής δύναμης. Τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της Ρωσίας αλλά και της Ουκρανίας δεν έχουν συνεπώς κάποια άμεση συνάφεια στην προκειμένη περίπτωση, ούτε και η ιστορία τους, ακόμα και αν έχουμε λόγους να λυπόμαστε για την ανθρώπινη καταστροφή που επαναλαμβάνεται στα ίδια εδάφη σε λιγότερο από έναν αιώνα.[13] Δεν βοηθάμε την Ουκρανία γιατί μοιάζει με εμάς, ούτε εναντιωνόμαστε στη Ρωσία γιατί την θεωρούμε περισσότερο ανατολική δύναμη και ξένη προς τις δυτικές παραδόσεις (σε αυτό το τελευταίο μπορεί και να δυσκολευόμαστε εμείς οι Έλληνες). Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ένας λαός προσπαθεί να αυτοσυγκροτηθεί σε μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη δημοκρατική πολιτεία και εμποδίζεται βίαια από μια νεοϊμπεριαλιστική, εθνικιστική και αναθεωρητική δύναμη που κυβερνάται από ένα αυταρχικό καθεστώς. Οι ελεύθερες και δικαιοκρατούμενες πολιτείες έχουν το καθήκον να βοηθήσουν την Ουκρανία παρά το κόστος που μπορεί αυτό να συνεπάγεται για την ευημερία τους και αυτό είναι εξάλλου και το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους.
Το κείμενο ανακεφαλαιώνει σκέψεις που παρουσίασα στις 28.8.2022 στον Μόλυβο σε ημερίδα στη μνήμη του Σταύρου Τσακυράκη και επίσης στις 7.10.2022 στο Law and War: Voices of Philosophers, Panel discussion within the VI Kharkiv International Legal Forum. Ευχαριστώ τον Γιάννη Μηχανετζή για την πολύ ουσιαστική του βοήθεια.
[1] «Αναμφίβολα η Ρωσική εισβολή –η μεγαλύτερη στρατιωτική επίθεση στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– ήταν μία εκ πρώτης όψεως παραβίαση της απαγόρευσης χρήσης βίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 2(4) του χάρτη του ΟΗΕ και στο εθιμικό διεθνές δίκαιο. Πράγματι, αν την εξετάσουμε σε αντιπαραβολή προς την ενδεικτική λίστα “επιθετικών πράξεων” στον ορισμό της επιθετικότητας από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, η επιχείρηση πληροί, ουσιαστικά, όλες τις προϋποθέσεις, αφού εμπεριέχει, πράγματι, την εισβολή και κατοχή επικράτειας ξένου κράτους (άρθρο 3(α)), τον βομβαρδισμό ξένης επικράτειας (άρθρο 3(β)), τον ναυτικό αποκλεισμό της Μαριούπολης και της Αζοφικής Θάλασσας (άρθρο 3(γ)), την επίθεση εναντίον του στρατού ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας ξένου κράτους (άρθρο 3(δ)) μέχρι και την αποστολή ενόπλων ομάδων, ατάκτων ή μισθοφόρων (συμπεριλαμβανομένων σύριων μαχητών ή μισθοφόρων της “Ομάδας Wagner”) (Άρθρο 3(ζ)). Αξίζει να θυμηθούμε ότι η απαγόρευση της επιθετικότητας γίνεται ευρέως δεκτή ως τύπος του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (Jus Cogens) έναντι του οποίου δεν είναι επιτρεπτή καμία προσβολή.», James A. Green, Christian Henderson και Tom Ruys, “Russia’s attack on Ukraine and the jus ad bellum” (Η Ρωσική επίθεση στην Ουκρανία και το jus ad bellum), Journal on the Use of Force and International Law, τόμ. 9, τχ. 1 (2022), βλ. https://bit.ly/3V1fdRI
[2] «Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μια ξεκάθαρη επιθετική πράξη και πρόδηλη παραβίαση του άρθρου 2.4 του χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος απαγορεύει την “χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους”. Στην ομιλία του με την οποία ανακοίνωσε την επίθεση στην Ουκρανία (βλ. https://bit.ly/3OGn0Cg), ο Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έκανε διάφορες απόπειρες να δικαιολογήσει τις ενέργειες της Ρωσίας. Υπέδειξε περιπτώσεις που ο ίδιος περιέγραψε ως Δυτικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στο Κόσοβο, το Ιράκ και την Λιβύη. Ωστόσο –αφήνοντας κατά μέρος τις διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις– αυτές δεν επηρεάζουν τον παράνομο χαρακτήρα των ρωσικών ενεργειών. Αναφερόμενος ευθέως στον χάρτη του ΟΗΕ, ο Πούτιν επιχειρηματολόγησε επίσης ότι η εισβολή ήταν πράξη αυτοάμυνας – μία πράξη σχεδιασμένη ώστε να προστατεύσει τόσο την Ρωσία όσο και τους αποσχιστικούς θυλάκους στο Ντονμπάς από μία επίθεση της Ουκρανίας και του ΝΑΤΟ. Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ανοησίες. Ούτε η Ουκρανία ούτε και το ΝΑΤΟ είχαν κάνει, ούτε και επρόκειτο να προχωρήσουν σε καμία τέτοια επίθεση. Και, καθώς οι αποσχιστικές περιοχές δεν είναι ανεξάρτητα κράτη (παρά το γεγονός ότι η Ρωσία τα αναγνώρισε ως τέτοια), δεν μπορούν να αιτηθούν από κάποιο άλλο κράτος να αμυνθεί υπέρ τους. Σε κάθε περίπτωση, στον χρόνο αμέσως πριν από την εισβολή, πολύ περισσότερη βία προερχόταν από αυτούς τους θυλάκους, παρά κατευθυνόταν εναντίον τους.», Anthony Dworkin, “International law and the invasion of Ukraine” (Το Διεθνές Δίκαιο και η εισβολή στην Ουκρανία), Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, 25 Φεβρουαρίου 2022, https://bit.ly/3F011mr
[3] Κ. Παπαγεωργίου, Πόλεμος και Δικαιοσύνη. Πολιτική φιλοσοφία για τον κόσμο, Πόλις, Αθήνα 2008.
[4] Ο Ρίπσταϊν διακρίνει εύστοχα ανάμεσα στη σχολαστική παράδοση που συμπεριλαμβάνει εκτός από τον Ακινάτη τους μεγάλους θεολόγους της Σχολής της Σαλαμάνκα (Βιτόρια, Σουάρεζ) και την νεωτερική θεωρία του Γκρότιους, του Πούφεντορφ και του Βατέλ. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της πρώτης ήταν η αναγνώριση ενός είδους «καθολικής δικαιοδοσίας» εφαρμογής της δικαιοσύνης που (παρά τις προσπάθειες εννοιολογικής περιχαράκωσης από τον Βιτόρια και άλλους) επέτρεπε φυσικά στους Ισπανούς κατακτητές να αντιλαμβάνονται εαυτούς ως αποστόλους της δικαιοσύνης στον κόσμο. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης παράδοσης ήταν η αντίληψη της άσκησης βίας ως ένα είδος μορφής εξεύρεσης του δικαίου και επίλυσης των διαφορών. Βλ. Arthur Ripstein, Kant and the Law of War, OUP, Οξφόρδη 2021, σ. 5-12.
[5] Η σειρά που ακολουθώ εδώ δεν είναι η συνήθης και οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς με την 3η προϋπόθεση που είναι η νόμιμη αρμοδιότητα. Ίσως αυτό να ήταν εννοιολογικά ορθότερο. Η justa cause, η νόμιμη αιτία, αποτελεί ωστόσο τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται και οι άλλες προϋποθέσεις.
[6] Bλ. Konstantinos A. Papageorgiou, “Legitima auctoritas, Krieg und Demokratie”, στον υπό έκδοση τόμο Armin Engländer - Frank Saliger, Autorität und Autoritarismus, Steiner Verlag, Στουτγάρδη 2023.
[7] Κάποια φιλόσοφοι επικαλούνται εδώ την αξία του αυτοσεβασμού ενός λαού. Βλ. Saba Bazargan-Forward, “War Ethics and Russia’s Invasion of Ukraine στο Philosophers On The Russian Attack On Ukraine”, Daily Nous, https://bit.ly/3V8VTlM
[8] Βλ. https://bit.ly/35ERNbp
[9] Michael Walzer, Just and Unjust Wars. A Moral Argument with Historical Illustrations, Penguin: Harmondsworth, Middlesex, 1980. Κυκλοφόρησε το 2008 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ιωλκός: Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι.
[10] Jeff McMahan, “The Ethics of Killing in War”, Εthics 114 (July 2004): 693-733.
[11] Βλ. Helen Frowe, “Ukraine and the Ethics of War”, ibid.
[12] Roosevelt Corollary to the Monroe Doctrine, 1904, https://bit.ly/3tUqyqW
[13] Bλ. σχετικά το αριστουργηματικό έργο του Timothy Snyder, Bloodlands, Europe between Hitler and Stalin, Vintage, 2015. Κυκλοφόρησε το 2017 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος: Αιματοβαμμένες χώρες: η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν.